Ἕνας λόγος γιὰ τὸ καλοκαίρι (Γιῶργος Σεφέρης) - Καλὸ μῆνα!

Ήλιος

Γυρίσαμε πάλι στὸ φθινόπωρο, τὸ καλοκαίρι
σὰν ἕνα τετράδιο ποὺ μᾶς κούρασε γράφοντας μένει
γεμᾶτο διαγραφές, ἀφηρημένα σχέδια
στὸ περιθώριο κι ἐρωτηματικά, γυρίσαμε
στὴν ἐποχή τῶν ματιῶν ποὺ κοιτάζουν
στὸν καθρέφτη μέσα στὸ ἠλεχτρικό φῶς
σφιγμένα χείλια κι οἱ ἄνθρωποι ξένοι
στὶς κάμαρες στοὺς δρόμους κάτω ἀπ' τὶς πιπεριές
καθὼς οἱ φάροι τῶν αὐτοκινήτων σκοτώνουν
χιλιάδες χλωμές προσωπίδες.
Γυρίσαμε· πάντα κινᾶμε γιὰ νὰ γυρίσουμε
στὴ μοναξιά, μιὰ φούχτα χῶμα, στὶς ἄδειες παλάμες.

Κι ὅμως ἀγάπησα κάποτε τὴ λεωφόρο Συγγροῦ
τὸ διπλό λίκνισμα τοῦ μεγάλου δρόμου
ποὺ μας ἄφηνε θαματουργὰ στὴ θάλασσα
τὴν παντοτινή γιὰ νὰ μᾶς πλύνει ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες.
Ἀγάπησα κάποιους ἀνθρώπους ἄγνωστους
ἀπαντημένους ξαφνικά στὸ ἔβγα τῆς μέρας
μονολογῶντας σὰν καπετάνιοι βουλιαγμένης ἁρμάδας,
σημάδια πώς ὁ κόσμος εἶναι μεγάλος.
Κι ὅμως ἀγάπησα τοὺς δρόμους τοὺς ἐδῶ, αὐτές τίς κολόνες·
κι ἅς γεννήθηκα στὴν ἄλλη ἀκρογιαλιά κοντά
σὲ βοῦρλα καὶ σὲ καλάμια νησιά
ποὺ εἶχαν νερό στὴν ἄμμο νὰ ξεδιψάει
ὁ κουπολάτης, κι ἄς γεννήθηκα κοντά
στὴ θάλασσα ποὺ ξετυλίγω καὶ τυλίγω στὰ δάχτυλά μου
σὰν εἶμαι κουρασμένος δὲν ξέρω πιά ποῦ γεννήθηκα.

Μένει ἀκόμα τὸ κίτρινο ἀπόσταγμα τὸ καλοκαίρι
καὶ τὰ χέρια σου γγίζοντας μέδουσες πάνω στὸ νερό
τὰ μάτια σου ξεσκεπασμένα ξαφνικά, τὰ πρῶτα
μάτια τοῦ κόσμου, κι οἱ θαλασσινές σπηλιές·
πόδια γυμνά στὸ κόκκινο χῶμα.
Μένει ἀκόμα ὁ ξανθός μαρμαρωμένος ἔφηβος τὸ καλοκαίρι
λίγο ἁλάτι ποὺ στέγνωσε στὴ γούβα ἑνὸς βράχου
λίγες βελόνες πεύκου ὕστερα ἀπ' τὴ βροχή
σκόρπιες καὶ κόκκινες σὰ χαλασμένα δίχτυα.

Δέν τὰ καταλαβαίνω αὐτά τὰ πρόσωπα δέν τὰ καταλαβαίνω
μιμοῦνται κάποτε τὸ θάνατο κι ἔπειτα ξανά
φέγγουν μὲ μιὰ ζωή πυγολαμπίδας χαμηλή
μὲ μιὰ προσπάθεια περιορισμένη ἀνέλπιδη
σφιγμένη ἀνάμεσα σὲ δυό ρυτίδες
σὲ δυό τραπεζάκια καφενείου κηλιδωμένα
σκοτώνουνται τὸ ἕνα μὲ τ' ἄλλο λιγοστεύουν
κολλοῦν σὰ γραμματόσημα στὰ τζάμια
τὰ πρόσωπα τῆς ἄλλης φυλῆς.

Περπατήσαμε μαζί μοιραστήκαμε τὸ ψωμί καὶ τὸν ὕπνο
δοκιμάσαμε τὴν ἴδια πίκρα τοῦ ἀποχωρισμοῦ
χτίσαμε μὲ τὶς πέτρες ποὺ εἴχαμε τὰ σπίτια μας
πήραμε τὰ καράβια, ξενιτευτήκαμε, γυρίσαμε,
βρήκαμε τίς γυναῖκες μας νὰ περιμένουν
μᾶς γνώρισαν δύσκολα, κανείς δὲ μᾶς γνωρίζει.
Κι οἱ σύντροφοι φόρεσαν τ' ἀγάλματα φόρεσαν τὶς γυμνές
ἄδειες καρέκλες τοῦ φθινοπώρου, κι οἱ σύντροφοι
σκοτώσανε τὰ πρόσωπά τους· δέν τὰ καταλαβαίνω.
Μένει ἀκόμα ἡ κίτρινη ἔρημο τὸ καλοκαίρι
κύματα τῆς ἄμμου φεύγοντας ὥς τὸν τελευταῖο κύκλο
ἕνας ρυθμός τυμπάνου ἀλύπητος ἀτέλειωτος
μάτια φλογισμένα βουλιάζοντας μέσα στὸν ἥλιο
χέρια μὲ φερσίματα πουλιῶν χαράζοντας τὸν οὐρανό,
χαιρετῶντας στίχους νεκρῶν σὲ στάση προσοχῆς
χαμένα σ' ἕνα σημεῖο ποὺ δέν τ' ὁρίζω καὶ μὲ κυβερνᾶ
τὰ χέρια σου γγίζοντας τὸ ἐλεύθερο κῦμα.

Φθινόπωρο, 1936



Πηγή: Τετράδιο Γυμνασμάτων (1928-1937), ΣΧΕΔΙΑ ΓΙΑ ΕΝΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ, Ψηφίδες γιὰ τὴν Ἑλληνικὴ Γλῶσσα

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *