Αγιονόρι (28 Ιουλίου 1822)

Nikitaras

Ο Δράμαλης δέν σκόπευε νά παραμείνει αποκλεισμένος στόν καταραμένο κάμπο τής Αργολίδος. Θά προχωρούσε πάσει θυσία στήν Κόρινθο. Αυτό τό γνώριζε ο Κολοκοτρώνης καί οργάνωσε σχέδιο μέ τό οποίο θά προσπαθούσε νά αποκλείσει τόν πασά, τόν οποίους ήλπιζε νά πιάσει ζωντανό. Έστειλε αμέσως τό Νικηταρά, τόν Δημήτριο Υψηλάντη, τόν Ευμορφόπουλο, τόν Κεφάλα, τόν Χελιώτη, τόν Χατζηγιάννη Σοφικιώτη καί τούς αδελφούς Φλέσσα (Γρηγόριο, Νικήτα καί λοιπούς) νά πιάσουν τό στενό στό χωριό Αγιονόρι, πού βρίσκεται ανατολικά από τό χωριό Στεφάνι καί νότια από τό Χιλιομόδι. Επίσης έστειλε ταχυδρόμο στόν Πλαπούτα γιά νά βιαστεί νά πιάσει τά Δερβενάκια καί ταχυδρόμο στό Γιατράκο γιά νά καταλάβει τό Χαρβάτι (Μυκήνες) καί νά ακολουθήσει από πίσω τό στράτευμα τού Δράμαλη, ώστε νά τό κτυπήσει από τά νώτα στήν κατάλληλη στιγμή. Τό σχέδιο τού αρχηγού ήταν έξυπνο, αλλά ως συνήθως έμεινε στά χαρτιά, διότι γιά διαφόρους λόγους ούτε ο Πλαπούτας πρόλαβε, ούτε ο Γιατράκος κινήθηκε. Ο Γιατράκος ήταν δυσαρεστημένος μέ τόν Κολοκοτρώνη διότι είχε ευνοήσει τόν προσωπικό του αντίπαλο Κρεββατά καί δέν θέλησε νά ακολουθήσει τίς οδηγίες τού αρχιστράτηγου. Πάλι ο Νικήτας Σταματελόπουλος θά έβγαζε τό φίδι από τήν τρύπα.

«Φεύγοντας οι Έλληνες γιά νά πιάσουν τίς καινούργιες θέσεις στό Αγιονόρι, ακούστηκε κάποιος νά τραγουδάη τούτο τό τραγούδι πού είχε κιόλας σκαρώσει:

Οι μπέηδες τής Ρούμελης, τού Δράμαλη οι πασάδες
στό Δερβενάκι κείτονται κορμιά δίχως κεφάλια.
Στρώμα ΄χουνε τή μαύρη γής, προσκέφαλο μιά πέτρα
καί τ' από πάνω σκέπασμα τού φεγγαριού τή λάμψη.
Κολοκοτρώνης πέρασε μέ τούς καπεταναίους
καί τά κεφάλια τήραε καί τά κορμιά τηράει.

Ο Νικηταράς μέ τούς δικούς του έπιασε μετερίζια πίσω από τούς βράχους στό Αγιονόρι καί τό Στεφάνι. Ο Δράμαλης στίς 27 Ιουλίου τό βράδυ ξεκίνησε γιά τήν Κόρινθο. Δέ θά ξαναπερνούσαν τά ασκέρια του από κείνα τά καταραμένα Δερβενάκια καί τόν Αϊ Σώστη. Διάλεξε τό άλλο πέρασμα. Τό Αγιονόρι. Γιατί θαρρούσε πώς οι Γραικοί δέ θά είχαν προκάνει νά πιάσουν καί αυτό τό στένωμα.

Ξημερώματα στίς 28 Ιουλίου 1822 βρέθηκαν τ' ασκέρια του στ' Αγιονόρι. Είδαν όμως τότε πώς κι αυτός ο δρόμος ήταν αποκλεισμένος. Ο σερασκέρης δέν τά έχασε. Θέλει νά ξεσηκώση πρώτα μέ φανατισμό τούς πιστούς τού Αλλάχ. Προστάζει όλους τούς χοτζάδες, μουεζίνηδες, ιμάμηδες πού τόν ακολουθάνε ν' αρχίσουν αμέσως τό ναμάζι (προσευχή). Μά τίς προσευχές τους οι Έλληνες τίς σκεπάζουν μέ σφυρίγματα, χωρατά καί μέ γιουχαΐσματα.

Οι Τουρκαλβανοί σταματάνε τό δρόμο τους καί κάνουν πίσω. Μά ο Μαχμούτ πασάς Δράμαλης δέν σκιάζεται. Τούς δίνει θάρρος ξεφωνίζοντας: "Χίλιοι μονάχα κλέφτες είναι. Πιάστε τους μέ τά χέρια σας γενναία καί περήφανα παιδιά τού Οσμάν!"

Ξαναμμένοι οι μουσουλμάνοι ρίχνονται στίς ανηφόρες μέ ξεφωνητά καί βρισιές νά πιάσουν τούς Ρωμιούς. Μά τά βόλια τούς αναγκάζουν νά γυρίσουν πίσω καί πολλοί σωριάζονται νεκροί. Τώρα απ' όλα τά μετερίζια αστραποβροντάνε καριοφίλια.

Ο Νικηταράς όπως πάντα ξεπετιέται πρώτος μέ τήν πάλα στό χέρι καί κατηφορίζει γιά τ' ασκέρια. Από κοντά πολλοί δικοί του. Από δώ καί πέρα αρχίζει τό μακελειό. Όσους προκάνουν απ' τούς τρομαγμένους Τούρκους τούς κατακομματιάζουν. Τούς κυνηγάνε ως τό άνοιγμα πού κάνει τό στένωμα.

- Πουλί πώς πάει ο πόλεμος, τό κλέφτικο ντουφέκι;
- Μπροστά πάει ο Νικηταράς, πίσ' ο Κολοκοτρώνης
καί παραπίσω οι Έλληνες μέ τά σπαθιά στά χέρια.
Γράμματα πάνε κι έρχονται στών μπέηδων τά σπίτια.
Κλαίνε τ' αχούρια γι' άλογα καί τά τζαμιά γιά Τούρκους,
κλαίνε μανούλες γιά παιδιά, γυναίκες γιά τούς άντρες.»

Τάκη Λάππα - Νικηταράς ο Τουρκοφάγος

Φωτογραφία: ΑΒΕΡΩΦ Διαδικτυακό Θωρηκτό

Φωτογραφία: ΑΒΕΡΩΦ Διαδικτυακό Θωρηκτό

Στό Αγιονόρι έγινε τών Δερβενακίων. Τό στενό πέρασμα έγινε ο τάφος περίπου χιλίων Τούρκων. Όταν δέ ένα βόλι από τό τουφέκι τού Νικηταρά κτύπησε τό μπαρούτι, πού ήταν φορτωμένο σέ μία καμήλα, επακολούθησε έκρηξη η οποία προκάλεσε περαιτέρω σύγχυση στόν αποκλεισμένο πλέον εχθρό, αφού τά άλογα αφηνίασαν, έριξαν τούς αναβάτες καί έτρεχαν ασυγκράτητα ποδοπατώντας τούς πεζούς. Οι Έλληνες μέ γυμνά τά γιαταγάνια αποτελείωναν τούς πανικόβλητους εχθρούς πού έπεφταν από τούς γκρεμούς μαζί μέ τά φορτωμένα ζώα τους. Ο Νικηταράς γιά νά πολεμήσει καί τίς τύψεις του από τό θάνατο πού σκορπούσε μέ τό σπαθί του πού τό άλλαξε τέσσερεις φορές, ακούστηκε νά μονολογεί: "Κουράγιο Νικήτα, Τούρκους σφάζεις".

Ένας άλλος Νικηταράς, ο αδελφός τού Παπαφλέσσα Νικήτας Φλέσσας σκότωσε τόν Τοπάλ Αλή πασά σέ μονομαχία πού ξεκίνησαν μέ τά σπαθιά τους καί κατέληξαν νά μάχονται μόνο μέ τά χέρια. Σάν λάφυρο πήρε τό πανάκριβο αδαμαντοκόλλητο σπαθί τού πασά αξίας 700.000 γροσίων καί μία ακριβή γούνα πού τήν χάρισε στόν αδελφό του Παπαφλέσσα. Οι νεκροί θά ήταν ακόμα περισσότεροι, εάν οι στρατιώτες δέν έπεφταν μέ τά μούτρα στά πλούσια λάφυρα καί στά φλουριά τά οποία μάζευαν μέ τό φέσι όπως είχε προβλέψει ο Κολοκοτρώνης, όταν τούς έλεγε ότι "θά πάρετε τά πλούτη τών Τούρκων πού είναι κλεμμένα από τούς Χριστιανούς". Γούνες, βαριά χαλιά, χρυσαφικά, ασημένιες πιστόλες, χρυσοστόλιστα γιαταγάνια, πανύψηλα αραβικά άλογα, μουλάρια κατάφορτα μέ πραμάτειες, καμήλες, σκηνές, σημαίες, τουμπερλέκια, αργυρά σκεύη, ήταν μερικά από τά λάφυρα πού μοιράστηκαν οι άντρες τού Νικηταρά τού Τουρκοφάγου.

Ο μόνος πού δέν ακούμπησε λάφυρο ήταν ο αγνός Νικηταράς. Oι άνδρες του τού χάρισαν ένα δαμασκηνό σπαθί (προερχόμενο από τήν περίφημη οπλοποιία τής Δαμασκού τής Συρίας) καί ένα κατάλευκο άλογο χωρίς ουρά, τό οποίο τό χάρισε σέ έναν γραφικό τύπο τής εποχής μέ τό παρατσούκλι "Τσοπανάκος". Ο Τσοπανάκος, πού ήταν ένας πάμφτωχος καμπούρης, λεγόταν Παναγιώτης Κάλλας, καταγόταν από τήν Δημητσάνα καί ακολουθούσε τό στράτευμα τού Νικηταρά απαγγέλοντας εύθυμους στίχους. Καθότι δέν είχε τά μέσα νά συντηρήσει τό πανύψηλο αραβικό άλογο απήγγειλε στό Νικηταρά τό κάτωθι ποίημα:

Τό δώρο τού Νικηταρά
είν' άλογο δίχως ουρά
ή μού στέλνεις τό κριθάρι
ή σού στέλνω τό τομάρι.

Ο στρατάρχης Δράμαλης ντροπιασμένος πλέον έχασε μεταξύ άλλων καί τό άλογό του καί τό μόνο πού βρήκε νά καβαλήσει ήταν ένα γαϊδούρι. Έτσι έφτασε στήν Κόρινθο νηστικός καί κουρασμένος. Αλλά εκείνο πού φοβόταν περισσότερο ήταν η οργή τού σουλτάνου του. Τό ασκέρι τών 30000 ανδρών είχε σκορπίσει όπως είχαν σκορπίσει καί οι θησαυροί πού κουβαλούσε. Ο Δράμαλης θά πέθαινε λίγο αργότερα ή θά αυτοκτονούσε γιά νά αποφύγει τήν τιμωρία πού ήταν βέβαιο ότι θά ακολουθούσε.



Πηγή: agiasofia.com

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *