ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΟΝΕΙΡΟ


Ξημέρωνε τοῦ Χριστοῦ. Στὸ πατρικό μου σπίτι βρέθηκα. Μπροστὰ στὸ εἰκονοστάσιο. Ὅλα τὰ σπίτια στὸν τόπο μου εἶχαν εἰκονοστάσια, πλουτισμένα μὲ βυζαντινὲς εἰκόνες ἀσάλευτες, μαυρισμένες σὰν ἀπό φωτιά, ἱερώτατες. Στ' ἅγια τὰ εἰκονίσματα καίγανε νύχτα μέρα, ρίχνοντας σὰν ἕνα φῶς ἀνέσπερο στὴ χάρη τους, τ' ἀσημοκάντηλα.

Ὅσο περνοῦσε ὁ καιρός, τόσο τρεμόσβυνε θαμπότερο τὸ φῶς μέσα στὰ καντήλια. Μέναν καὶ πλήθαιναν οἱ ἄνθρωποι, μὰ λιγόστευε ἡ πίστη. Σώνονταν τὸ λάδι, σβύνανε τὰ φῶτα, καὶ κανεὶς δὲν τἄναβε ξανά. Ραγίζονταν τὰ καντήλια, καὶ κανεὶς δὲν ἄλλαζε τὰ ραγισμένα μὲ γερά. Τ' ἅγια τὰ εἰκονίσματα ἀπόμεναν ἔτσι σὰν ἁπλὰ στολίδια τοῦ σπιτιοῦ, σὰ σεβαστὰ τοῦ παλιοῦ καιροῦ γνωρίσματα, χωρὶς νὰ παραλλάζουνε σὲ τίποτε ἀπὸ τὶς κοσμικὲς ζωγραφιές, ἀπὸ τὰ χρυσαφικὰ κι ἀπὸ τὰ ἔπιπλα.

Στὸ πατρικὸ τὸ εἰκονοστάσι τὸ σκοτεινὸ βρέθηκ' ἀγνάντια. Ἀνάμεσα στὶς εἰκόνες μιὰ Παναγιὰ σὰν ἁλυσοδεμένη μέσα στὸ γαλάζιο της μανδύα, μὰ πάντα στὴν ὄψη της κρατώντας μιὰν αὐστηρὴ προσήλωση σὲ κάτι ὑπερκόσμιο. Στὴν ἀγκαλιά της τὸ Θεάνθρωπο Βρέφος.

Ἔξαφνα τὸ Θεάνθρωπο Βρέφος σάλεψε σὰ νὰ ἤθελε νὰ λυτρωθῇ ἀπὸ τὴν ἀγκαλιὰ τῆς Μητέρας του καὶ νἄβγῃ ἀπὸ τὴ φυλακὴ τῆς εἰκόνας. Ἅπλωσε πρὸς ἐμένα τὰ χεράκια του, μοῦ χαμογέλασε, καὶ τὰ χεράκια του τὰ κράτησε ἀποπάνω μου, σὰ νὰ ἤθελε νὰ μ' εὐλογήσῃ, σὰ νἄθελε νὰ παίξῃ μαζί μου, μὲ σάλεμα, μαζὶ περίχαρο καὶ μυστικὸ καὶ ὑπέρτατο, σὰν παιδιοῦ καὶ σὰ Θεοῦ.

Κ' ἕνα μυστικὸ ψιθύρισμα χάϊδεψε τ' αὐτιά μου:

― Πιστεύεις;

Κ' ἐγὼ αἰσθάνθηκα πρωτάκουστη συγκίνηση καὶ λύγισα τὰ γόνατά μου γιὰ νὰ προσπέσω στὰ πόδια του. Ἀλλὰ κρατήθηκ' ἀμέσως ἀπὸ κάποιο ἄλλο αἴσθημα ἀμφιβολίας καὶ περηφάνειας καὶ τοῦ ἀποκρίθηκα:

― Πιστεύω πὼς ὀνειρεύομαι. Μακάρι νὰ εἴταν ἀλήθεια. Ὄνειρο ὡραιότερο δὲν ξανάειδα, οὔτε θὰ ξαναϊδῶ. Ξέρω πὼς κοιμᾶμαι, καὶ πὼς θὰ φύγῃ τὄνειρο.

Τὸ Θεάνθρωπο Βρέφος, καθὼς μέσα στὸ ποίημα τοῦ Leconte de Lisle,

                                                                                  (...Et l' Image spectrale
                                      de ce qui fut le Christ, s' effaça lentement),
ξαναστηλώθηκε στὴν ἀγκαλιὰ τῆς Μάννας του, καὶ ξανάγινε εἰκόνισμα.

Ἀκούστηκαν βροντόλαλες οἱ Χριστουγεννιάτικες καμπάνες. Ξύπνησα.

1906



Πηγή: Κ. Παλαμᾶ, Ἅπαντα, Τόμος Δ΄. Γ΄ ΕΚΔΟΣΗ, ΓΚΟΒΟΣΤΗΣ
ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΜΟΥ ΚΑΙ ΤΑ ΧΑΡΤΙΑ ΜΟΥ

Ἑλλήνων Φῶς

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *