Day by day make it new


"Ὥστ΄ εἰ μακρά ἡ περίοδος, μή θαυμάσῃς, μεγάλων γάρ ἕνεκα περιϊτέον"
Πλάτων, Φαῖδρος {274α}
~

CANTO I
Καί τότε κατηφορίσαμε στό καράβι
Κυλήσαμε τήν καρένα στή θάλασσα τήν θεοτική,
Σηκώσαμε τό ἄλμπουρο καί τό πανί στό μελανό τοῦτο καράβι,
Καί τό φορτώσαμε μ΄ ἀρνιά, φορτώσαμε μαζί καί τά κορμιά μας

Βαριά ἀπό δάκρυα, κι οἱ ἀγέρηδες ὁλόπρυμα
Μᾶς πῆραν πέρα μακριά μέ τό πρησμένο καραβόπανο,
Τῆς Κίρκης τούτη ἡ τέχνη, τῆς καλοχτένιστης θεᾶς.
Τότες καθίσαμε στήν κουπαστή, κι ὁ ἀγέρας μάγκωνε τό τιμόνι.
Ἔτσι ὁλάρμενοι, περνούσαμε τό πέλαγο ὡς νά τελειώσει ἡ μέρα.

Ἀποκοιμήθη ὁ ἥλιος, ἴσκιοι σ΄ ὁλάκερο τόν ὠκεανό,
Καί τότες μπήκαμε στά πιό βαθιά νερά,
Στίς Κιμμέριες χῶρες, καί στίς πολυάνθρωπες πολιτεῖες
Σκεπασμένες μέ μιά κρουστή καταχνιά, ποτές δέν τήν τρυπάει
Ὁ ἀχτιδοβόλος ἥλιος

Μήτε ὅταν βγαίνει στ΄ ἀψηλά κοντά στ΄ ἀστέρια
Μήτε ὅταν σκύβει νά γυρίσει πίσω ἀπό τόν οὐρανό·
Νύχτα ὁλόμαυρη τεντωμένη ἐκεῖ πάνω στούς ἄμοιρους ἀνθρώπους.

Πίσω τό ρέμα τοῦ ὠκεανοῦ, κι ἤρθαμε τότε
Στόν τόπο πού μᾶς ἀρμήνεψε ἡ Κίρκη.

Ἐδῶ κάνανε θυσίες ὁ Περιμήδης κι ὁ Εὐρύλοχος
Καί τραβώντας τό σπαθί ἀπό τό μερί μου
Ἔσκαψα τό τετράπηχο χαντάκι·

Χύσαμε τότε σπονδές στόν κάθε νεκρό,

Πρῶτα ὑδρόμελι κι ἔπειτα γλυκό κρασί, νερό κι ἄσπρο ἀλεύρι.
Καί προσευκήθηκα πολύ στ΄ ἀδύναμα κεφάλια τοῦ θανάτου·

Καθώς γυρίσω στήν Ἰθάκη, ἄγονους ταύρους τούς καλύτερους
Νά τούς θυσιάσω, πλούτη στοιβάζοντας στήν πυρά,

Καί γιά τόν Τειρεσία μονάχα ἕνα ἀρνί, ἕναν κατάμαυρο μπροστάρη.
Χύθηκε τό αἷμα σκοτεινό στόν τράφο,

Ψυχές ἔξω ἀπό τό Ἔρεβος, λείψανα πεθαμένων, νυφάδες,

Νέοι καί γέροντες πού βασανίστηκαν πολύ·
Ψυχές κηλιδωμένες ἀπό δάκρυα νωπά, τρυφερές παρθένες,

Ἄντρες πολλοί, χτυπημένοι, μέ τίς χάλκινες λόγχες τῶν κονταριῶν,
Σκύλα τῆς μάχης, ἔχοντας ἀκόμη τ΄ ἅρματα ματωμένα,

Τοῦτοι πληθαῖναν καί μαζεύουνταν τριγύρω μου, φωνάζοντας,

Ἄχνα μέ σκέπασε. Πρόσταξα στούς συντρόφους κι ἄλλα σφαχτάρια.
Σφάξανε τό κοπάδι, ἀρνιά σφαγμένα μέ τό χαλκό·
Ἔχυσα μύρα, κι ἔκραξα στούς Θεούς

Στόν κραταιό Πλούτωνα, καί στήν παινεμένη Περσεφόνη·
Γύμνωσα τό στενό σπαθί,
Κάθισα γιά νά διώχνω τούς βιαστικούς ἀδύναμους νεκρούς,
Ὅσο ν΄ ἀκούσω τόν Τειρεσία.

Ἀλλά ἦρθε πρῶτος ὁ Ἐλπήνωρ, ὁ φίλος μας Ἐλπήνωρ,
Ἄθαφτος, ἀπορριγμένος πάνω στή μεγάλη γῆς,
Κουφάρι πού τ΄ ἀφήσαμε στό σπίτι τῆς Κίρκης,
Ἄκλαυτο κι ἀσαβάνωτο· τά βάσανα μᾶς κέντριζαν γι΄ ἀλλοῦ.

Ἀξιολύπητο πνεύμα. Καί φώναξα μιλώντας βιαστικά:
"Ἐλπήνωρ, πῶς ἔφτασες στό σκοτεινό τοῦτο ἀκρογιάλι;

Πεζοδρόμος, ἦρθες ξεπερνώντας τούς θαλασσινούς;"

Καί αὐτός βαριά μιλώντας:
"Τύχη κακιά καί τό πολύ κρασί. Γλίστρησα στό μέγαρο τῆς Κίρκης.
Κατεβαίνοντας τήν ἀψηλή σκάλα ἀφύλαχτος

Ἔπεσα πάνω στόν τοῖχο,
Τσάκισα τό κόκαλο τοῦ αὐχένα, κι ἡ ψυχή, γύρεψε τόν Ἄδη.

Μά ἐσύ, Βασιλιά, παρακαλῶ θυμήσου με, ἄκλαυτον, ἄθαφτο,

Σώριασε τ΄ ἅρματά μου, φτιάξε μου τάφο στήν ἀκρογιαλιά, καί γράψε:
Ἕνας ἄμοιρος ἄνθρωπος, καί μ΄ ὄνομα μελλούμενο.
Καί στῆσε τό κουμπί μου, πού ἔλαμνα μαζί μέ τούς συντρόφους."

"Ἦρθες ξανά; Γιατί; Κακορίζικε ἄνθρωπε,
Μέσα στούς ἀνήλιαγους, στήν ἄχαρη τούτη χώρα;

Τραβήξου ἀπ΄ τόν τάφρο, ἄφησε τό αἱματερό πιοτό μου
Γιά νά μαντέψω."

Καί τραβήχτηκα πίσω,
Κι αὐτός δυναμωμένος ἀπό τό αἷμα εἶπες τότες: "Ὀδυσσέα
Θά γυρίσεις διαβαίνοντας τόν πεισμωμένο Ποσείδωνα
Πάνω σέ μαῦρες θάλασσες,
Θά χάσεις ὅλους τούς συντρόφους." Καί τότες ἡ Ἀντίκλεια ἧρθε.

Μεῖνε ἥσυχος Divus. Θέλω νά πῶ τόν Ἀντρέα Divus,
In officina Wecheli, 1538, ἔξω ἀπό τόν Ὅμηρο·
Κι ἀρμένισε πλάι σέ Σειρῆνες κι ἔπειτα πέρα στ΄ ἀνοιχτά
Καί πρός τήν Κίρκη.

Venerandam

Κατά τή φράση τοῦ Κρητικοῦ, χρυσοστέφανη Ἀφροδίτη,
Cypri munimenta sortita est, πασίχαρη, orichalci
μέ τίς μαλαματένιες

Ζῶνες καί τούς στηθόδεσμους, σύ μέ τά μαῦρα βλέφαρα
Φέρνοντας τό χρυσό κλωνάρι τοῦ Ἀργειφόντη . Ἔτσι
λοιπόν:

Ἔζρα Πάουντ, μετάφραση Γιῶργος Σεφέρης
~

Τειρεσίας

Τό ποίημα Canto I εἶναι ἐμπνευσμένο ἀπό τήν Ὀδύσσεια τοῦ Ὁμήρου τοῦ Andreas Divus. Γίνεται σαφής ἀναφορά στή νέκυια καί στήν κάθοδο στόν Ἄδη.

~

Nέκυια

Ποιός εἶσαι στό κατακάρδι καί στή βάση σου ὅμως, ἐάν διαλέξεις τό
ἐλάχιστο πού ἔχεις ἀπορρίξει ἀπό μέσα του τό πλεῖστο;
Νέκυια σημαίνει ὅτι κερνᾶς στό ποτήρι σου τό γλεῦκος τῆς ὕπαρξης
καί τό γλεῦκος τῆς ἀνυπαρξίας σου, καί πίνεις ὕστερα στή σωστή
ἀναλογία τό κρασί τῆς ζωῆς.
Ἥσυχα, καί χωρίς αὐταπάτες.

Δ. Λιαντίνης, ΓΚΕΜΜΑ
~

Πλούτωνας

"Ἡ τιμιότερές μου μέρες εἶν΄ ἐκεῖνες
πού τήν αἰσθητική ἀναζήτησιν ἀφίνω,
πού ἐγκαταλείπω τόν ὡραῖον καί σκληρόν ἑλληνισμόν,
μέ τήν κυρίαρχη προσήλωσι
σέ τέλεια καμωμένα ἄσπρα μέλη."

Κ.Π. Καβάφης, ΤΩΝ ΕΒΡΑΙΩΝ (50 Μ.Χ.)
~

"Ἡ ἀνάγνωση δέν εἶναι συνομιλία, ἀλλά ἀκρόαση. Ἀκούω αὐτό πού λέγεται, ἑτοιμάζομαι συνεχῶς νά δεχθῶ τό ρῆμα καί γι΄ αὐτό σιωπῶ καί ἀνοίγομαι. Ἀφουγκράζομαι τά λεγόμενα καί ὄχι τό ψυχολογικό ἄτομο πού κάνει χρήση λόγου. Κατευθύνομαι πρός τήν ἀλήθεια, πρός τά ἴδια πράγματα."Ἀντώνης Ζέρβας, ΧΑΝΣ-ΓΚΕΟΡΓΚ-ΓΚΑΝΤΑΜΕΡ

"Τοῖς μέν οὖν τότε, ἅτε οὐκ οὖσι σοφοῖς ὥσπερ ὑμεῖς οἱ νέοι,
ἀπέχρη δρυός καί πέτρας ἀκούειν ὑπ΄ εὐηθείας, εἰ μόνον ἀληθῆ
λέγοιεν. Σοί δ΄ ἴσως διαφέρει τίς ὁ λέγων καί ποδαπός·
οὐ γάρ ἐκεῖνο μόνον σκοπεῖς εἴτε οὕτως, εἴτε ἄλλως ἔχει"
Πλάτων, Φαῖδρος 274b-279b



Πηγή:

    Πλάτων, Φαῖδρος http://www.perseus.tufts.edu/hopper/, http://www.greek-language.gr/greekLang/index.html
    Ἔζρα Πάουντ, Canto I ΑΝΤΙΓΡΑΦΕΣ Γιῶργος Σεφέρης, ἐκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ
    Δ. ΛΙΑΝΤΙΝΗΣ, ΓΚΕΜΜΑ, ἐκδόσεις Δ. ΛΙΑΝΤΙΝΗΣ
    Κ.Π. ΚΑΒΑΦΗΣ, ΤΩΝ ΕΒΡΑΙΩΝ (50 Μ.Χ.), ἐκδόσεις ΜΕΡΜΗΓΚΑ
    ΧΑΝΣ-ΓΚΕΟΡΓΚ-ΓΚΑΝΤΑΜΕΡ, ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ, ἐκδόσεις ΙΝΔΙΚΤΟΣ

Φωτογραφία: https://gr.pinterest.com/ , http://floroieikastikoi.blogspot.gr/

Χρύσα Νικολοπούλου/Ἑλλήνων Φῶς

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *