Διδακτικὲς στρεβλώσεις καὶ παρανοήσεις «Σάπιο κρασί, νεοταξικὸ ἀφιόνι, ποτίζει καὶ μολύνει ὕπουλα, τὸ σχολεῖο».

Γράφει ὁ Δημ. Νατσιός Δάσκαλος-Κιλκίς

ellinon-paideia

Ἀπὸ τοὺς τελευταίους δασκάλους τοῦ Γένους μας, ὁ Φώτης Κόντογλου, γιὰ νὰ παραστήσει τὴν εἰκόνα τῆς σημερινῆς Ἑλλάδας, κατέφυγε σ’ ἕναν μύθο: Τὸν μύθο τοῦ χταποδιοῦ, ὁ ὁποῖος περιέχεται στὸ περίφημο βιβλίο του, «Μυστικὰ Ἄνθη» καὶ μὲ ὑπότιτλο «χαμογελαστοὶ ἐχθροί».

Τὸν παραθέτω:

«Κάθεται ἡ χταπόδα μὲ τὸ χταποδάκι στὸν πάτο τῆς θάλασσας. Ὅπου μὲ τὴν ἀπόχη πιάνουνε τὸ χταποδάκι καὶ τ’ ἀνεβάζουνε ἀπάνω. Τὸ μικρὸ φωνάζει στὴν μάνα του: «Μὲ πιάσανε, μάνα!». Ἐκείνη τ’ ἀποκρίνεται: «Μὴ φοβᾶσαι, παιδί μου!» Τὸ χταποδάκι φωνάζει πάλι: «Μὲ βγάλανε ἀπὸ τὸ νερό, μάνα!» -«Μὴ φοβᾶσαι παιδί μου!» -«Μὲ κόβουνε μὲ τὸ μαχαίρι!» -«Μὴ φοβᾶσαι!» -«Μὲ βράζουνε στὸ τσουκάλι!» -«Μὴ φοβᾶσαι!» -«Μὲ τρῶνε, μὲ μασᾶνε!» -«Μὴ φοβᾶσαι, παιδί μου!» -«Μὲ καταπίνουνε!» -«Μὴ φοβᾶσαι!». -«Πίνουν κρασὶ μάνα!» -«Ἄχ! Σ’ ἔχασα παιδί μου!» (σελ. 11, ἔκδ. «Ἀστήρ»).

Τὸ χταποδάκι, λέει ὁ Κόντογλου, συμβολίζει τὴν Ἑλλάδα. «Παλαιόθεν καὶ ὢς τώρα, ὅλα τὰ θεριὰ πολεμοῦν νὰ τὴν φᾶνε, τρῶνε, ἀλλὰ πάντοτε ἔμενε μαγιά», καταπῶς θά ᾽λεγε ὁ πατριδοφύλακας στρατηγὸς Μακρυγιάννης. Ἡ χταποδομάνα εἶναι ἡ μοίρα, ἡ ἱστορία αὐτοῦ του τόπου.

«Περάσανε ἀπὸ τὴν πλάτη μας ἄγριες ἀνεμοζάλες κάθε λογῆς, ἀγριανθρῶποι σκληροί, φονιάδες μὲ σπαθιά, μὲ κοντάρια καὶ μ’ ἅρματα κάθε λογής, Πέρσες, Ἀλαμάνοι, Φράγκοι, Ἀραπάδες, Τοῦρκοι κι ἄλλοι. Μᾶς σφάζανε, μᾶς κομματιάζανε, μᾶς σουβλίζανε, μὰ δὲν πεθάναμε, γιατί μᾶς ἀτσάλωνε ὁ ἀγώνας, δίναμε φωτιὰ στὴ φωτιά, εἴχαμε νὰ κάνουμε μὲ ὀχτροὺς φανεροὺς καὶ σκληρούς. Τώρα ὅμως, στὸν σημερινὸ καιρό, οἱ ἐχθροὶ ἀλλάξανε ὄψη, γινήκανε κρυφοδαγκανιάρηδες, μὲ τὸ χαμόγελο στὰ χείλια, φίλοι δολεροί, ποὺ φαίνονται ἄβλαβοι, μάλιστα κι εὐεργέτες καὶ καλόβουλοι» (Κόντογλου).

Τὸ κρασὶ συμβολίζει «τὰ φῶτα» τοῦ φράγκικου πολιτισμοῦ, ποὺ μετακενώθηκαν στὴν καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολὴ ἀπὸ τοὺς τετυφωμένους, τοὺς ξιπασμένους νεόπλουτους τῆς μάθησης «ποὺ ἔχουν τὴν ἴδια κίβδηλη εὐγένεια μὲ τοὺς νεόπλουτους τοῦ χρήματος», γράφει ὁ Σεφέρης («Δοκιμὲς Α´τ., σελ. 236, ἔκδ. «Ἴκαρος»). Μὲ τὸ κρασὶ ξεχνᾶς ποιὸς εἶσαι…

Ἔγραφε ὁ Μ. Χουρμούζης, ἀγωνιστὴς τοῦ ’21, βουλευτὴς ἀργότερα καὶ συγγραφέας, γιὰ τοὺς τότε ψευτολογίους- «ψαλιδόκωλους», ὅπως ὑπέροχα τοὺς χλεύαζε ὁ λαός, λόγῳ τοῦ φράκου- ποὺ κατέφθαναν σωρηδὸν ἀπὸ τὴν Δύση, μετὰ τὴν Ἐπανάσταση, γιὰ νὰ μᾶς φωτίσουν.

«Ἀπροκάλυπτος περιφρόνησις τῶν πατριῶν εὐρωπαϊκῆς προόδου. Συμπεριφορὰ γελοιοδεστάτη δῆθεν ὑψηλῆς ἀνατροφῆς καὶ σφαίρας ἀριστοκρατικῆς! Πτωχοαλαζονεία ἀξία οἴκτου, γλῶσσα παρδαλή. Ἔμαθε καὶ ξένην γλώσσαν κι ὅταν ὁμιλεῖ κυττάζω./Εἶναι Ἕλλην; Εἶναι Φράγκος; Ἀπορῶ καὶ τὸν θαυμάζω» (Τ. Λιγνάδης «Τὸ μυστήριο τὸ κάλλος καὶ ἡ ἰθαγένεια τοῦ τοπίου», σελ. 200, ἐκδ. «Ἀκρίτας»).

Θυμίζω καὶ τὸν ἐπιτυχῆ νεολογισμὸ τοῦ Κ. Ζουράρι «εὐρωλιγούρηδες», «γυρολόγοι τῆς ἀμερικανικῆς Νέας Τάξης Πραγμάτων, ἐξυπνάκηδες, δηθενάδες ποὺ βούλιαξαν στὸ τίποτε τοῦ δῆθεν τους καὶ στὸ δῆθεν τοῦ τίποτέ τους», ὅπως τὰ ἀραδιάζει στὸ αἰχμηρὸ πόνημά του «Βέβηλα καὶ Κίβδηλα» (ἐκδ. «Ἁρμός», σελ. 38).

Αὐτὸ τὸ σάπιο κρασί, τὸ νεοταξικὸ ἀφιόνι, ποτίζει καὶ μολύνει ὕπουλα, κυρίως τὸ σχολεῖο. Παράδειγμα. Βιώνουμε στὶς μέρες μας κάποιες στρεβλώσεις καὶ παρανοήσεις σχετικὰ μὲ τὴν διδασκαλία καὶ ὄχι μὲ τὰ διδακτήρια. Ὁ κοινὸς νοῦς βεβαιώνει πὼς δὲν λείπουν ἁπλῶς αἴθουσες διδασκαλίας στὶς μεγάλες πόλεις γιὰ διδακτικὸ προσωπικό, τὰ ὁποῖα θὰ λείπουν καὶ θὰ συμπληρώνονται ἀενάως. Λείπει κάτι κρισιμότερο. Ποιό εἶναι αὐτό; Ὁ μαθητὴς δὲν καταλαβαίνει γιὰ ποιὸ λόγο εἶναι μαθητής, ὁ δάσκαλος γιὰ ποιὸ λόγο εἶναι δάσκαλος, ἡ λεγόμενη πολιτεία τί θέλει ἀπὸ τὸ σχολεῖο, ποιὸν τύπο ἀνθρώπου ὁραματίζεται γιὰ τὸ αὔριο τῆς κοινωνίας.

Ἐπειδὴ τὰ θέματα αὐτὰ εἶναι μεγάλα, θὰ περιοριστῶ σὲ δύο τρέχοντα ἰδεολογήματα ἢ καλύτερα ὅρους-γλειφιτζούρια εὐρείας κατανάλωσης- τὰ ὁποῖα κυριαρχοῦν στὰ σχολεῖα ἀλλὰ κανεὶς δὲν μπαίνει στὸν κόπο νὰ μᾶς τὰ ἀποκρυπτογραφήσει καὶ κυρίως οἱ νέας κοπῆς σύμβουλοι τῆς διὰ βίου μάθησης.

Πρῶτον ὅτι κέντρο τοῦ σχολείου εἶναι ὁ μαθητὴς καὶ ὄχι ὁ δάσκαλος καί, δεύτερον, ὅτι τὸ σχολεῖο πρέπει νὰ εἶναι ἀνοιχτὸ στὴ ζωή.

Ἐν πρώτοις τό… πρῶτο. Σήμερα ἡ ἰδέα ὅτι τὸ παιδὶ εἶναι τὸ κέντρο τοῦ σχολείου, ὅποια κι ἂν εἶναι ἡ γενεαλογία της καὶ ὅσοι κι ἂν εἶναι οἱ ἐπιστημονικοί της καρποί, ἔχει ἀποβεῖ ἕνα ὀλέθριο ἐφεύρημα, καταστρεπτικό τῆς ἴδιας της ὑπόστασης τοῦ σχολείου. Ἱδρυτικὴ συνθήκη τοῦ σχολείου εἶναι ὅτι ὑπάρχει κάποιος ποὺ γνωρίζει (ὁ δάσκαλος) καὶ κάποιος ποὺ δὲν γνωρίζει (ὁ μαθητὴς) καὶ ὅτι ὁ δεύτερος προσέρχεται στὸν πρῶτο γιὰ νὰ διδαχτεῖ καὶ νὰ μάθει.

«Ὁ μαθητὴς πηγαίνει στὸ σχολεῖο γιὰ νὰ μάθει γράμματα, σπουδάματα (καὶ τοῦ Θεοῦ τὰ πράματα), γιὰ νὰ μάθει, δηλαδή, συγκεκριμένα περιεχόμενα καὶ ὄχι «γιὰ νὰ μαθαίνει πῶς νὰ μαθαίνει», ὅπως λέει ἕνα τρέχον εὐφυολόγημα, τὸ ὁποῖο εἶναι μία πελώρια ἀνοητολογία-«κέλυφος ἔρημο ἐννοίας» ὅπως θὰ ἔλεγε καὶ ὁ Ροΐδης-γιὰ τὸν ἁπλούστατο λόγο ὅτι μόνο μαθαίνοντας συγκεκριμένα περιεχόμενα, μαθαίνει κανεὶς τελικὰ νὰ μαθαίνει. Ἡ περιβόητη κριτικὴ ἱκανότητα, ἡ ἀνάπτυξη τῆς ὁποίας ἔχει ἀναχθεῖ σὲ πρωταρχικὸ στόχο τῆς ἐκπαίδευσης προϋποθέτει μαθητεία, σπουδή, κοπιαστικὴ μελέτη. (Παιδεία σημαίνει, ἐξ ἄλλου, παιδεμός).

Τὸ σχολεῖο δὲν εἶναι χῶρος ἐπικοινωνίας ζωῆς ἀνέμελης, ἐξουδετέρωσης κοινωνικῶν ἀδικιῶν, ταξικῶν ἀνισοτήτων, ἐνσωμάτωσης παιδιῶν μεταναστῶν, λαθραίων καὶ μή. Εἶναι κατ’ ἀρχὴν χῶρος διδασκαλίας καὶ μάθησης, εἶναι θεσμὸς μετάδοσης. Ὅλα τὰ μορφωτικὰ ἀγαθὰ καὶ καλούδια τὰ προσφέρει ὁ ἀφοσιωμένος καὶ φιλότιμος δάσκαλος, ἔχει μεταδοτικότητα, ἔλεγαν παλιά, σήμερα τὸν θέλουμε «ἐπικοινωνιακό», εὐχάριστο στοὺς μαθητὲς καὶ ὄχι ἐργατικό.

Μεταδίδει ὁ δάσκαλος τὴν γνώση, «σμιλεύει ψυχὲς» (Παλαμᾶς) καὶ τότε εἰσπράττει κι αὐτός, ὡς ἀντίδωρο, τὴν εὐλογημένη ἀγάπη τῶν μαθητῶν του. Σήμερα, δυστυχῶς, καταστρέψαμε τὸν δάσκαλο, τὴν ψυχὴ τοῦ σχολείου, γιὰ νὰ τὸν μεταβάλουμε σὲ συνδικαλιστὴ καὶ φροντιστή, σὲ μίζερο πενταροκυνηγό, ποὺ ξέρει μόνο νὰ διεκδικεῖ καὶ νὰ κομματί(α)ζεται, κατὰ παράλειψιν ὑποχρεώσεων. Καὶ βέβαια ὅλα ἀκυρώνονται, ἂν ὁ δάσκαλος δὲν ἐπιστέφει τὴν διδασκαλία του διὰ τοῦ προσωπικοῦ του παραδείγματος.

Κατὰ τὸν Μέγα Βασίλειο ὁ δάσκαλος πρέπει νὰ εἶναι «ἀρχέτυπον βίου καὶ νόμος ἔμψυχος καὶ κανὼν ἀρετῆς». «Ἢ μὴ δίδασκε ἢ δίδασκε διὰ τοῦ παραδείγματος», ἀναφωνεῖ ἐπιγραμματικότατα ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος. Ὅπως οἱ οὐρανοὶ διηγοῦνται δόξαν Θεοῦ, χωρὶς νὰ ἔχουν στόμα καὶ λαλιά, ἀλλὰ διὰ τοῦ ἐκπάγλου κάλλους τους, ἔτσι καὶ ὁ δάσκαλος, πρέπει νὰ ἔχει ζωὴ φωτεινή, γιὰ νὰ φωτίζει. («Γενέσθαι φῶς καὶ εἶτα φωτίσαι», γράφει ὁ ὑπέροχος αὐλὸς τῆς θεολογίας, ἅγιος Γρηγόριος).

Νὰ προστρέξουμε, παρενθετικά, σ’ ἕνα λαμπρὸ παράδειγμα ἀπὸ τὴν νεότερη ἱστορία μας καὶ δὴ ἀπὸ τὸ ἔπος τοῦ Μακεδονικοῦ Ἀγώνα. Ξεχωριστὴ θέση στὸ «Συναξάρι τοῦ Γένους» κατέχουν οἱ ἡρωικὲς δασκάλες-οἱ δασκαλίτσες, ὅπως τὶς ὀνόμασαν- νεαρὰ κορίτσια 17 καὶ 18 ἐτῶν, βγαλμένες ἀπὸ τὸ ἀνώτερο Παρθεναγωγεῖο Θεσσαλονίκης, τὸ φυτώριο ἡρώων, στὸ ὁποῖο μεταμορφώθηκαν σὲ πραγματικὲς ἐθναποστόλους.

Ἡ Λίλη Βλάχου, ἡ Αἰκατερίνη Χατζηγεωργίου, ἡ Βελίκα Τράικου, ἡ Ἀγγελικὴ Φιλιππίδου καὶ ἄλλες, πολλὲς θύματα τῶν Κομιτατζήδων. Τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1906 οἱ Βούλγαροι, ποὺ σφάζουν ἀνελέητα παπάδες καὶ δασκάλους -πίστη καὶ γλώσσα, δηλαδή, τὰ δύο ἀπόρθητα ἀμυντήρια τοῦ Γένους- περικυκλώνουν καὶ πολιορκοῦν τὸ σπίτι, στὸ ὁποῖο βρίσκεται ἡ Ἀγγελικὴ Φιλιππίδου καὶ ὁ σύζυγός της δάσκαλος κι αὐτός, στὴν Ἀγριανὴ Σερρῶν. Οἱ δύο σύζυγοι ἀμύνονται μὲ τὰ περίστροφα καὶ τὰ ὄπλα τους. Ἡ Ἀγγελικὴ πληγώνεται στὸ πόδι. Οἱ Κομιτατζῆδες βάζουν φωτιὰ καὶ τὸ ἡρωικὸ ζευγάρι κατορθώνει νὰ περάσει σὲ γειτονικὸ σπίτι.

Παραδίδω τὴν πένα στὴν Ἀθηνᾶ Τζινίκου-Κακούλη, στὸ ἐξαίρετο βιβλίο της «Ἡ Μακεδόνισσα στὸ θρύλο καὶ στὴν ἱστορία», σελ. 336. «Ἔδωσε ὁ Θεὸς τὴ μέρα κι οἱ Βούλγαροι ἐγκατέλειψαν τὴν Ἀγριανὴ (τότε λεγόταν Κλεποῦσα). Ὅταν ἔφτασε ὁ πρόξενος Σερρῶν Σαχτούρης, ἡ Ἀγγελική, παρὰ τοὺς πόνους, παρακάλεσε νὰ μὴν μεταφερθεῖ ἀπ’ εὐθείας στὸ νοσοκομεῖο Σερρῶν, ἀλλὰ νὰ τὴν τοποθετήσουν σὲ φορεῖο καὶ νὰ σταματοῦν στὴν πλατεία κάθε χωριοῦ, νὰ συγκεντρώνονται οἱ κάτοικοι καὶ νὰ τοὺς μιλᾶ.Οἱ χωρικοὶ τὴν σήκωσαν καὶ κίνησαν νὰ τὴν σώσουν. Τὸ αἷμα της, στὴν τραγικὴ ἐκείνη πορεία, σταγόνα σταγόνα ἔβαψε τὴ μακεδονικὴ γῆ καὶ γινόταν ἀρραβώνας μὲ τὴ λευτεριά…

Πέρασαν ἔτσι ἀπὸ πολλὰ χωριά. Οἱ ἄνθρωποι ξεμύτιζαν τρομαγμένοι ἀπὸ τὰ σπίτια τους, νὰ δοῦνε τί συμβαίνει. Κι ἄκουγαν ἀπὸ τὸ στόμα τῆς ἡρωίδας νὰ τοὺς λέει, μὲ ὅση δύναμη τῆς ἔμεινε, πὼς εἶναι ὑπερήφανη γιατί προσφέρει τὸ αἷμα της γιὰ τὴν πατρίδα καὶ νὰ τοὺς καλεῖ ὅλους, ἄντρες, γυναῖκες, γέρους καὶ παιδιὰ νὰ πάρουν ὄπλα, τσεκούρια καὶ πέτρες καὶ νὰ ἐγερθοῦν κατὰ τῶν Κομιτατζήδων.

Στὶς Σέρρες τὰ πλήθη συνέρρεαν στὸ νοσοκομεῖο καὶ μ’ εὐλάβεια τῆς ἀσπάζονταν τὸ χέρι, ποὺ ὅλο καὶ πάγωνε, καθὼς ὁ Ἀρχάγγελος κοντοζύγωνε. Ἔπειτα τὴν μεταφεραν στὸ νοσοκομεῖο Θεσσαλονίκης. Οἱ προσπάθειες τῶν γιατρῶν δὲν μπόρεσαν νὰ ἀποτρέψουν τὸ μοιραῖο. Ἐκεῖ ἡ ἡρωίδα δασκάλα ἄφησε τὴν τελευταία της πνοὴ μὲ τὸ ὅραμα τῆς λευτεριᾶς στὰ βασιλεμένα τῆς μάτια. Ἦταν μέσα Ἰανουαρίου τοῦ 1907».

Μετὰ τὸ μεγαλεῖο, ἂς γυρίζουμε στὰ τωρινὰ χθαμαλά, στὸ δεύτερο ἰδεολόγημα ποὺ μᾶς ταλανίζει τό: «σχολεῖο ἀνοιχτὸ στὴ ζωή». Ὅσοι μιλοῦν γιὰ ζωὴ σίγουρα ὑπονοοῦν ὅτι ζωὴ σημαίνει διασκέδαση, γλέντι, διακοπές, κοκκινοσκουφίτσες ποὺ τραγουδοῦν καὶ λοιπὰ χαζοχαρούμενα πράγματα, κάτι, τέλος πάντων, ἀπεριόριστα θετικό.

Στὴ ζωὴ ὅμως ἀνήκουν ὁ ἀνταγωνισμός, ἡ βία, ὁ φανατισμὸς καὶ ἡ μισαλλοδοξία, ὁ δόλος, ἡ ψευτιὰ καὶ ἡ ἀπάτη, ἡ χυδαιότητα καὶ ἡ βλακεία. Σὲ ποιά ζωὴ ἀνοίγουμε τὸ σχολεῖο; (ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς ἄλογης… λογικῆς εἰσχώρησαν στὰ βιβλία γλώσσας τόσες ἀπρέπειες. Ἐπειδὴ ὁ κόσμος σήμερα «τηγανίζεται» ἀπὸ τὴν ἀθεΐα, πρέπει νὰ καταργήσουμε τὰ θρησκευτικά; Ξεχνᾶμε ὅτι στὸ σχολεῖο, πρωτίστως, καλλιεργοῦμε χαρακτῆρες καὶ μορφώνουμε ἄνθρωπο).

Τοὐναντίον μάλιστα τὸ σχολεῖο πρέπει νὰ κλείσει τὰ πορτοπαράθυρά του σ’ αὐτὴν τὴν χαμοζωὴ ποὺ σήμερα βιώνουμε. Τὸ σχολεῖο πρέπει νὰ γίνει κάστρο συντήρησης, ἀπροσπέλαστο στὶς ἀνθρωποβόρες ἰδέες τοῦ αἰῶνος τούτου τοῦ ἀπατεῶνος. Καὶ χρησιμοποιῶ τὴν λέξη συντήρηση μὲ τὴν πρωταρχικὴ κυριολεκτική της σημασία. Νὰ συντηρεῖ, δηλαδή, ὅ,τι παρέλαβε καὶ νὰ τὸ παραδίδει στοὺς νεότερους. Αὐτὸ λέγεται παράδοση καὶ πάνω σ’ αὐτὸ τὸ «ριζιμιὸ λιθάρι» πρέπει νὰ ἑδράζεται τὸ σχολεῖο.

Ἡ παράδοση μὲ τὴν παιδαγωγική της ἐξοχότητα ἀποτελεῖ, γιὰ μᾶς τοὺς Ἕλληνες, πνευματικὸ θησαυρὸ ἀδαπάνητο καὶ ἀείχλωρο, ὁ ὁποῖος μεταβιβάζεται ἀπὸ γενεὰ σὲ γενεά, σὰν μία πνευματικὴ σκυταλοδρομία. Ἡ παράδοση προσφέρει τὰ ἠθικὰ πρότυπα, ποὺ τόσο λείπουν σήμερα, ὡς βιωμένες ἀξίες, τὸν ἅγιο καὶ τὸν ἥρωα, τὸν ἅγιο Πατροκοσμὰ καὶ τὸν Καραϊσκάκη, καὶ ὄχι ὡς ἄνωθεν ἐπιταγές.

Ἔτσι, ἀφοῦ προσλάβουν οἱ νεότεροι τὰ τιμαλφῆ τοῦ Γένους καὶ τὶς ἀξίες τῆς Πονεμένης Ρωμηοσύνης, ὅταν ἀποφοιτήσουν καὶ βγοῦν στὴ ζωή, ὅταν ἁπλώσουν τὰ φτερά τους καὶ πετάξουν σὰν περήφανα θαλασσοπούλια πάνω ἀπὸ τὸ πέλαγος, θὰ καινοτομήσουν (Ἡ λέξη «ἀξίες», προέρχεται ἀπὸ τὸν μέλλον τοῦ ρήματος «ἄγω», «ἄξω». Ἄρα ἡ ἀγωγὴ ὀφείλει νὰ ὁδηγεῖ, νὰ ἄγει, σὲ ἀξίες). Ἔλεγε ἡ Χάννα Ἄρεντ, ἤδη ἀπὸ τὸ 1958, στὸ ἀπροσπέραστο δοκίμιό της «ἡ κρίση τῆς ἐκπαίδευσης».

«Μοῦ φαίνεται ὅτι ὁ συντηρητισμὸς νοούμενος ὡς συντήρηση ἀποτελεῖ τὴν ἴδια τὴν οὐσία τῆς ἐκπαίδευσης, ἡ ὁποία ἔχει πάντοτε ὡς ἔργο της νὰ περιβάλλει καὶ νὰ προστατεύει κάποιο πράγμα -τὸ παιδὶ ἔναντι τοῦ κόσμου, τὸν κόσμο ἔναντι τοῦ παιδιοῦ, τὸ καινούργιο ἔναντι τοῦ παλαιοῦ, τὸ παλαιὸ ἔναντι τοῦ καινούργιου. Ἀκόμη καὶ ἡ ἴδια ἡ ἀπέραντη εὐθύνη γιὰ τὸν κόσμο συνεπάγεται ἀσφαλῶς μία συντηρητικὴ στάση». (Ν. Πολονύ, «τὰ χαμένα παιδιά μας», ἔκδ. «Πόλις», σελ. 23).

Σήμερα ὅμως ὄχι μόνο δὲν προστατεύουμε τὸ σχολεῖο ἀπὸ τὴν τύρβη καὶ τὴν ἀφροσύνη τοῦ κόσμου, ἀλλὰ τὸ μετατρέψαμε καὶ σὲ κακέκτυπό του. (Πῶς ἀλλιῶς νὰ ἐξηγηθοῦν οἱ καταλήψεις καὶ οἱ βιαιοπραγίες).

«Σχολεῖον ἴσον δάσκαλος», μᾶς κανοναρχεῖ ὁ Παλαμᾶς. Οἱ σακατεμένοι καιροί μας, ἀπαιτοῦν δασκάλους, συντηρητὲς τῆς Παράδοσής μας, μεταλαμπαδευτὲς ἀξιῶν, μὲ «ψυχὴ καὶ Χριστό», ποὺ θὰ διδάσκουν σὲ σχολειὰ κλειστὰ στὸν ἀφόρητο, ἔξω κόσμο. Κι ἂς τσιρίζει ὁ κάθε νηπιόφρων.

Τὸ «πρῶτα ὁ μαθητής», ὅπως διατυμπανίζει τὸ ὑπουργεῖο Ἀπαιδευσίας, ὑπονομεύει, τὴν οὐσία τῆς Παιδείας. Πρῶτα ὁ δάσκαλος καὶ «καλῶν τῶν διδασκάλων καὶ οἱ μαθηταὶ καλοὶ κἀγαθοὶ γίγνονται», κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Θεολόγο.

Πηγή

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *