Δημαγωγοί στην αρχαία Ελλάδα

Ελαιογραφία του Φ. Φολτζ Ο Περικλής αγορεύει στην Εκκλησία του Δήμου

Ελαιογραφία του Φ. Φολτζ
Ο Περικλής αγορεύει στην Εκκλησία του Δήμου

Ο Αριστοφάνης και ο Θουκυδίδης καταγράφουν το φαινόμενο

της Μαρίνας Μαραγκού

Υπό την αρχή του Περικλή η αθηναϊκή δημοκρατία γνώρισε πολιτικό και οικονομικό θρίαμβο που συνοδεύθηκε από μια ανεπανάληπτη ανάπτυξη του πολιτισμού, ο οποίος προσέλαβε κλασική μορφή. O Πελοποννησιακός Πόλεμος (431-404 π.Χ.) όμως, η μεγάλη αναπόφευκτη εμφύλια σύρραξη ανάμεσα στη Σπάρτη και στην Αθήνα, χώρισε την Ελλάδα σε δύο εχθρικά στρατόπεδα και είχε ως αποτέλεσμα την κατάρρευση της αθηναϊκής ηγεμονίας και τη διασάλευση των αρχών της ελληνικής πόλης-κράτους. Ένας κωμωδιογράφος, ο Αριστοφάνης, και ένας ιστορικός, ο Θουκυδίδης, παρουσιάζουν, με όλη τη σαφήνεια και την οξυδέρκεια του κριτή και του αναλυτή, τους δημαγωγούς και την κοινωνία της πρώτης φάσης του πολέμου, έχοντας ως κύριο στόχο να προβάλουν την πολιτική φαυλότητα της εποχής τους ενώ συγχρόνως φαίνεται να στοχεύουν και στην αφύπνιση του λαού ώστε να επανέλθει σε μια υπεύθυνη πολιτική διαχείριση.

Ο θάνατος του Περικλή από τον λοιμό φέρνει αλλαγή στην πολιτική ατμόσφαιρα της πόλης των Αθηνών. Στα δύο επόμενα χρόνια οι Πελοποννήσιοι αρχίζουν τις επιδρομές στην Αττική ενώ ταυτόχρονα με άλλες δυνάμεις χτυπούν τις Πλαταιές, σύμμαχο των Αθηνών, έως ότου τις καταστρέψουν ολοσχερώς έπειτα από μία διετία. Ο πιο διαλυτικός παράγοντας μετά τον θάνατο του Περικλή ήταν η εμφάνιση νέων ηγετών που δεν στήριζαν την επιτυχία στο κύρος τους, όπως οι στρατηγοί, αλλά στον λαϊκισμό και στην επιχειρηματολογική τους δεινότητα στην Εκκλησία του Δήμου. Ο Κλέων, γιος πλούσιου βυρσοδέψη, υπήρξε ο πρώτος από τους νέους αυτούς άνδρες. Πέτυχε να απαλλαγεί από τους κυριότερους πολιτικούς αντιπάλους του αλλά και να αποκτήσει ισχυρά ερείσματα στον λαό, με μέτρα όπως η αύξηση του μισθού των δικαστών.

Το ποιόν του Κλέωνα αποκαλύπτεται όταν η Μυτιλήνη, από τους λίγους συμμάχους της Αθήνας που δεν είχε την υποχρέωση καταβολής φόρων, αποστάτησε το 428 π.Χ. με υποκίνηση της Σπάρτης και δημιούργησε για την Αθήνα έναν πολύ μεγάλο κίνδυνο. Οι Αθηναίοι έστειλαν μια μεγάλη εκστρατευτική δύναμη που υπέταξε τη Μυτιλήνη το 427 π.Χ. και η Εκκλησία του Δήμου έπρεπε να αποφασίσει ποιες ποινές θα της επέβαλλε. Ο Κλέων έπεισε τον λαό, ο οποίος βρισκόταν –όπως περιγράφει ο μεγάλος ιστορικός– «υπό την επίδραση της οργής», για μια σκληρή αντιμετώπιση των Μυτιληναίων, ότι ήταν το σωστότερο να εκτελεστούν όλοι οι άρρενες ενήλικοι και να εξανδραποδισθούν οι γυναίκες και τα παιδιά.

Η αρχαία αγορά

Η αρχαία αγορά

Σε μια δεύτερη συνέλευση, που συγκλήθηκε για να μελητηθεί ξανά η απόφαση γιατί «την έκριναν άγρια και υπερβολική», έμεινε σταθερός στην πρότασή του, η οποία όμως μειοψήφησε καθώς επικράτησε η μετριοπαθής γνώμη του Διόδοτου, καρπός σοφιστικής εκπαίδευσης. Εδώ παρενθετικά θα πρέπει να επισημάνουμε την άνοδο των σοφιστών και τις απόψεις που προσκομίζουν για την ηθική και την πολιτική, γεγονός που θα «ταράξει τα νερά» της αθηναϊκής κοινωνίας εκείνη την περίοδο. Έπειτα από αυτή την ήττα λοιπόν του Κλέωνα θα φονευθούν μόνον οι αιχμάλωτοι, ο στόλος της νήσου θα κατασχεθεί από τους Αθηναίους και θα εγκατασταθεί μια κληρουχία στο έδαφος της πόλης. Η επιρροή του πολιτικού γίνεται ακόμη πιο ισχυρή στην Αθήνα του 425 π.Χ. Μάλλον συμπτωματικά, μοίρα του αθηναϊκού στόλου που έπλεε προς τη Σικελία για να ενισχύσει τις αθηναϊκές δυνάμεις είχε αφήσει τμήμα της στη μεσσηνιακή Πύλο. Οι Λακεδαιμόνιοι, ανήσυχοι, εγκαταστάθηκαν στη γειτονική Σφακτηρία αναγκάζοντας τον αθηναϊκό στόλο να την αποκλείσει. Επειδή όμως ο αποκλεισμός παρατεινόταν χωρίς αποτέλεσμα, ο Κλέων επιτέθηκε βίαια κατά των μετριοπαθών στρατηγών Νικία και Δημοσθένη, στην Εκκλησία του Δήμου, και απαίτησε πιο έντονη δράση. Εκεί τελικώς θα ωθηθεί από το πλήθος και, «την ανάγκην φιλοτιμίαν ποιούμενος», θα αναλάβει προσωπικά τη διοίκηση.

Έτσι, θα αποβιβάσει άνδρες στη νησίδα και θα αναγκάσει τελικά τους Σπαρτιάτες να παραδοθούν αφού θα αιχμαλωτίσει 292, τους οποίους θα χρησιμοποιήσει αργότερα ως μέσο άσκησης πίεσης. Τονίζεται ότι το σχέδιο του Κλέωνα επιτεύχθηκε χάρη στην εκπληκτική προεργασία που είχε κάνει ο στρατηγός Δημοσθένης με έναν έξυπνο τρόπο δράσης του, τη συμμετοχή δηλαδή μεγάλου αριθμού ελαφρά οπλισμένων στρατιωτών απέναντι στον υπέρτερο αλλά δυσκίνητο λόγω του βαρέος οπλισμού του εχθρό. Εννοείται ότι τη νίκη αυτή την καρπώθηκε ο ίδιος ο Κλέων. Εντούτοις, η σύναψη συνθήκης, παρά το ότι οι Πελοποννήσιοι την επιδίωξαν, πραγματοποιήθηκε μόλις μετά τον θάνατο του Κλέωνα, το 421 π.Χ.

Η σχέση των δημαγωγών με τον λαό της Αθήνας

α. Με τη γραφίδα του Αριστοφάνη

Από τον «πρόλογο» κιόλας των Ιππέων του ο Αριστοφάνης αναλύει με τον πιο ανάγλυφο τρόπο τη σχέση του αθηναϊκού δήμου και των νέων πολιτικών του ηγετών.

Παρουσιάζει μεταφορικά δύο δούλους (εννοώντας τους στρατηγούς Νικία και Δημοσθένη) οι οποίοι, δυσανασχετώντας για την τύχη τους, απευθύνονται στο κοινό και αποκαλούν τον αφέντη τους, Δήμο, που είναι ο προσωποποιημένος λαός της Αθήνας, «γερο-χωριάτη, αράθυμο, μισόκουφο, γκρινιάρη». Έπειτα αναλαμβάνουν τον νέο ευνοούμενο δούλο του αφέντη τους, στον οποίο εύκολα εδώ αναγνωρίζεται ο Κλέων, λέγοντας ότι μόλις πιάσει τον σφυγμό του λαού προσκολλάται δίπλα του και αρχίζει να «ερωτοτροπεί» μαζί του και να τον επαινεί υπέρ το δέον, με στόχο να κερδίσει την εύνοιά του («άρχισε καλοπιάσματα, και χάδια και κολακείες» λέει χαρακτηριστικά ο Αριστοφάνης) και ότι επιπλέον κάθε επιτυχία των άλλων την παρουσιάζει για δική του, υπονοώντας το θέμα του Δημοσθένη που προαναφέραμε.

Με αυτόν τον τρόπο ο λαός, ο οποίος χαρακτηρίζεται και ανόητος, προσφέρεται ως βορά στον πολιτικό και εκείνος, σαν καλός επαγγελματίας που είναι, θα τον χρησιμοποιήσει προς όφελός του αποκρύβοντάς του την αλήθεια και διαδίδοντας ψευδείς κατηγορίες κατά των αντιπάλων του:

Και μόλις ο άλλος τον δει σ’ αυτή τη χαζωμάρα, την τέχνη του αρχινά:/
Για τους ανθρώπους του σπιτιού όλο ψευτιές, συκοφαντίες.

Ο δημαγωγός είναι και ο «προστάτης» του λαού, τη στιγμή που ταυτόχρονα τον αποκοιμίζει δίνοντάς του χρησμούς, λόγια μπερδεμένα, αλλά που εκείνος στρέφει ευήκοα τα ώτα του, με συνέπεια να θαμπώνεται και να εκστασιάζεται: και τραγουδά χρησμούς/ το γέρο τότε τον πιάνει σιβυλλίτιδα.

Επίρρωση αυτών αποτελεί και το τρίτο «επεισόδιο» όπου εκεί αναδεικνύεται η ωφελιμιστική προσμονή του «δήμου» σε «ό,τι τον ευφραίνει και τον ανεβάζει στα σύννεφα».

Ο δημαγωγός Κλέων κατόπιν «χαϊδεύει τ’ αυτιά» του Δήμου προσφωνώντας τον γιο του Ερεχθέα, αυτόχθονα Αθηναίο, και παρομοιάζει τον εαυτό του με πιστό σκύλο που ο Δήμος πρέπει να τον τιμά αφού θα τον υπερασπίζεται δυναμικά (αλυχτώντας), ενώ κομπορρημονεί ότι πάντα θα του δίνει τροφή, χρήματα δηλαδή, εσαεί.

β. Με τη γραφίδα του Θουκυδίδη

Στη δημηγορία του Κλέωνα στο Βιβλίο Γ’ της Ιστορίας του Θουκυδίδη η αλληλεπίδραση του πολιτικού με το πλήθος είναι πλέον προβληματική. Γινόμαστε μάρτυρες της εξασθένησης της επιρροής επάνω του, καθώς επίσης και της απόρριψης μιας πολιτικής υπέρμετρης βίας κατά των εχθρών και όσων συμμάχων αποστατούσαν. Ο πολιτικός θα υποστεί από τον αθηναϊκό λαό μια ηχηρή προσωπική ήττα ενώ αποδύεται σε έναν δραματικό αγώνα λόγων με επιχειρήματα για να εγείρει το κοινό αίσθημα, απαιτώντας να διατηρηθεί η ισχύς της αρχικής απόφασης για τους Μυτιληναίους.

Ο Κλέων, στον Θουκυδίδη, με ένθερμα λόγια τάσσεται κατά της δημοκρατικής πρακτικής της ανταλλαγής απόψεων και υποστηρίζει ότι οι νόμοι, ακόμη και αν είναι κακοί, πρέπει να τηρούνται μετ’ ευλαβείας γιατί αλλιώς η πολιτεία δεν έχει ισχύ. Επιπλέον τοποθετείται υπέρ της αμάθειας όταν συνοδεύεται από σύνεση και υπακοή παρά της εξυπνάδας όταν εκφράζεται παρορμητικά.

Θουκυδίδης

Θουκυδίδης

Ανελέητος ο Κλέων, δεν φείδεται ακόμη και επιθέσεων κατά μέτωπο στον λαό, κατηγορώντας τον ότι ευφραίνεται από τα ωραία λόγια των ρητόρων πολιτικών και παρασύρεται λαμβάνοντας λάθος αποφάσεις με συνέπεια η πολιτεία να «σηκώνει μόνο τα βάρη των κινδύνων». Στη συνέχεια τους λέει: «Είστε δούλοι της παραδοξολογίας», «αράθυμοι», «θεατές που ακούν έναν σοφιστή» και «αναζητείτε έναν άλλο κόσμο από αυτόν που ζούμε», ψόγοι που μοιάζουν να είναι και απόψεις του ίδιου του ιστορικού για τον λαό.

Δεν διστάζει ακόμη να προτείνει να θανατωθεί ο λαός της Λέσβου για να χρησιμοποιηθεί έτσι ως παράδειγμα για τους άλλους συμμάχους ενώ για τους Αθηναίους, ακολουθώντας μια πολιτική τρομοκρατίας, τους απειλεί ότι κινδυνεύει η ζωή και η περιουσία τους.

Όσον αφορά τώρα τα γεγονότα της Πύλου, ο δημόσιος άνδρας εξωθεί τους Αθηναίους να αποστείλουν ενισχύσεις στην Πύλο ενώ η εικόνα του καταρρακώνεται και είναι φανερή η προσπάθεια που κάνει να «συγκαλύψει την ανεπάρκειά του», παρά το γεγονός ότι η αποστολή ενισχύσεων τελικώς θα στεφθεί με επιτυχία.

Το κλίμα όμως τώρα είναι πρόσφορο, εξηγεί σαφώς ο Θουκυδίδης, δηλαδή οι πολίτες «είχαν κάπως περισσότερη όρεξη να εκστρατεύσουν».

Στο τέλος της ομιλίας του Κλέωνα οι Αθηναίοι θα ξεσπάσουν σε γέλια –που υποδηλώνουν περιφρόνηση και χλευασμό– από τις αερολογίες του αναξιόπιστου πολιτικού και θα εγκρίνουν τις κινήσεις του, ευελπιστώντας τοιουτοτρόπως ότι ή θα απαλλαγούν από αυτόν ή θα αιχμαλωτίσουν τους Λακεδαιμόνιους.

Κοινή θέαση του πολιτικού συστήματος

Οι δύο συγγραφείς, Αριστοφάνης και Θουκυδίδης, φαίνεται να έχουν κατά πολύ μια κοινή οπτική απέναντι στη σχέση των Αθηναίων με τους πολιτικούς τους άρχοντες. Εύκολα, συνεπώς, τεκμαίρεται μια καθαρά ανταλλακτική σχέση με διαπλεκόμενα συμφέροντα, υποκείμενα στην ιδιοτέλεια και στην υστεροβουλία.

Από τη μια, ο πολιτικός προσπαθεί να κερδίσει την εύνοια του λαού με αθέμιτα μέσα για να διατηρηθεί στην εξουσία. Λαοφιλής μεν, αλλά βίαιος, λαοπλάνος, κόλακας του λαού και κινδυνολόγος. Του προσάπτεται και από τους δύο ως μέγα μειονέκτημα η συκοφαντία προς κάθε υπαρκτό ή κατασκευασμένο αντίπαλο προς ιδίαν εκμετάλλευση και η κάρπωση της επιτυχίας των άλλων. Όλη του η πολιτική δραστηριότητα, όπως προκύπτει, κινείται μέσα από το πρίσμα του προσωπικού συμφέροντος και της δίψας για το κέρδος. Προσπαθεί υπό το κράτος των προσωπικών του βλέψεων να κάνει τον λαό να πιστέψει ότι καθετί που εύχεται είναι πραγματοποιήσιμο, ότι όλες οι κατακτήσεις που επιθυμεί μέσα στην απληστία του μπορούν να επιτευχθούν αν το επιθυμεί και αν, αντιθέτως, θελήσει την ειρήνη μπορεί να του τη διασφαλίσει. Ενθαρρύνει το πλήθος σε πράξεις καταστολής όταν εκείνο είναι οργισμένο και οπωσδήποτε προτάσσοντας τη συνέχιση του πολέμου τού καλλιεργεί την ελπίδα της επιτυχίας. Πολλές φορές πάλι δεν οδηγεί τον λαό του αλλά τον ακολουθεί και είναι υποχρεωμένος να συμπλεύσει με τις παράλογες επιθυμίες του. Φαίνεται περισσότερο να βρίσκεται υπό την εξουσία του πλήθους παρά να ασκεί έλεγχο επάνω του, υποθάλποντας με αυτόν τον τρόπο την απληστία του.

Από την άλλη, ο πολίτης, όπως συμφωνούν και οι συγγραφείς μας, δεν είναι ενεργός, βρίσκεται σε τύφλωση και εκτός της πραγματικότητας, ενώ χαρακτηρίζεται και αράθυμος (τεμπέλης) και από τους δύο, καθόλου συμπτωματικά. Συμμετέχει μόνο γεμίζοντας τις τσέπες των πολιτικών και επιτρέποντάς τους την απάτη και την παραπλάνηση εις βάρος του, καθώς και την καταδίωξη των προσωπικών των εχθρών, παραμένοντας απλώς θεατής που μοιάζει μάλλον να το απολαμβάνει. Έχει κίνητρα που δεν περιέχουν αξίες ηθικής και εκστασιασμένος από τα ωραία λόγια επιδιώκει τα εύκολα και τα αρεστά γι’ αυτόν.

Το πλήθος επίσης φέρεται ανώριμα και λαμβάνει, δυστυχώς, παρορμητικές αποφάσεις χωρίς την ικανότητα να αντιληφθεί καν τους μακροπρόθεσμους κινδύνους που ελλοχεύουν για την πόλη του. Οι αντιδράσεις του συνεπώς δεν τον τιμούν καθόλου αφού ενεργεί απρόσωπα, ως μάζα, «όπως συνηθίζει να κάνει το πλήθος», σύμφωνα με τον Θουκυδίδη. Είναι ένα κύριο χαρακτηριστικό της μάζας η οποία τελεί υπό την επίδραση της ολοένα και πιο επιτηδευμένης και σίγουρα επικίνδυνης ρητορείας.

Εκμεταλλεύεται και αυτός ως εκ τούτου τους πολιτικούς του ηγέτες προκειμένου να εξακολουθούν να τον ευεργετούν, δίνοντάς του αυτά που ποθεί και αποσκοπώντας στο να μη διαταραχθεί η μακαριότητά του. Προσφέρει γενναιόδωρα δόξα και χρήμα, «νομιμοποιώντας» τους πολιτικούς κατ' αυτόν τον τρόπο στο πλαίσιο μιας ανταποδοτικής οφειλής.

Ο πολιτικός Κλέων κατά τον Αριστοφάνη

Ιππείς από τη δυτική πλευρά της ζωφόρου του Παρθενώνα

Ιππείς από τη δυτική πλευρά της ζωφόρου του Παρθενώνα

Οι Ιππής του Αριστοφάνη αποτελούν μια πρωτοφανή αλληγορία και είναι ένα έργο με πολιτική θέση.

Στο πρόσωπο του δούλου Παφλαγόνα ο Αριστοφάνης με σατιρική δύναμη –μέσα από μια διαρκή εναλλαγή μεταξύ των οικιακών σχέσεων και της δημόσιας διοίκησης– διακωμωδεί και ταυτόχρονα επιτίθεται βιαίως στον επιτυχημένο πολιτικό Κλέωνα, προβάλλοντάς τον ως ανήθικο και αχρείο, αντιπαραθέτοντας σ’ αυτόν ένα όχι λιγότερο φαύλο υποκατάστατό του.

Τον αποδίδει ως έναν δημαγωγό που διαθέτει ερείσματα κατά κύριο λόγο στις κατώτερες τάξεις, πολύ φιλόδοξο, χωρίς ηθικούς ενδοιασμούς ή φραγμούς, ο οποίος επίσης ασκεί σκληρή και καταπιεστική πολιτική στους συμμάχους του. Μέσα από τις σχέσεις στο σπίτι του Δήμου ο κωμωδιογράφος αντικατοπτρίζει και τοποθετείται στα πολιτικά γεγονότα της Πύλου.

Πιο κάτω πλέον μνημονεύεται και απροκάλυπτα το όνομα του Κλέωνα, ενώ ο Χορός λέει ότι θα γινόταν ακόμη πιο λαμπερό το φως της ημέρας αν δεν υπήρχε πια ο Κλέων αλλά, για κακή τύχη, υπάρχουν κάποιοι στυλοβάτες του, κάτι αφελείς γέροντες, θέλοντας να σατιρίσει εν προκειμένω την αύξηση της βουλευτικής αποζημίωσης που πραγματοποίησε ο άρχων για να εξασφαλίζει την υποστήριξή τους.

Στη συνέχεια, με τον Χορό να πρωτοστατεί, ο Αριστοφάνης «ανεβάζει τους τόνους» παρομοιάζοντας τον Κλέωνα σαν «γουδόχερο» και «ξυλοχούλιαρο», υπαινισσόμενος «τις προσφιλείς πρακτικές των δημαγωγών να αναμειγνύουν και να ανακατεύουν όλα τα πράγματα μεταξύ τους». Ταυτόχρονα θίγει και το θέμα της ανεπαρκούς μόρφωσής του (χοιρομόρφωση), θέλοντας να αναδείξει τη στενή σχέση γενικής παιδείας –και δη της μουσικής παιδείας– και πολιτικής σταδιοδρομίας ως μείζον θέμα που απασχολεί τον συγγραφέα.

Στο τέλος έρχεται η κορύφωση και το τυπικό οπλοστάσιο με τις πολύ βαριές κατηγορίες που εξαπολύονται, αποκαλώντας τον Κλέωνα διεφθαρμένο και δωρολήπτη.

Ο πολιτικός Κλέων κατά τον Θουκυδίδη

Στην προσωπογραφία του Κλέωνα, που «είναι ένα οργανικό μέρος της Ιστορίας του σαν σύνολο», ο Θουκυδίδης εκφράζεται με δυσμενείς κρίσεις γι’ αυτόν περιγράφοντάς τον ως τον πιο βίαιο από όλους τους πολίτες, ενώ συγχρόνως μας αποκαλύπτει ότι «τον ακολουθούσε πρόθυμα το πλήθος εκείνο τον καιρό». Ο μεγάλος ιστορικός, αφού έχει εξυψώσει και τιμήσει τον Περικλή, την «πρώτου ανδρός αρχήν», θεωρεί τους επιγόνους του ανίκανους να διοικήσουν. Τονίζει στο έργο του την ανεπάρκεια εκείνων που, ενώ έπρεπε να ακολουθήσουν την πολιτική του, έφθασαν στο σημείο να εξαρτώνται από την εύνοια και τη θέληση του λαού.

Στη συζήτηση για την τιμωρία των αποστατών ο Κλέων παραθέτει τους τρεις εχθρούς κάθε εξουσίας, τον οίκτο, τη γοητεία των όμορφων λόγων και την επιείκεια, καταδεικνύοντας τη μεγάλη απόκλιση από τον Περικλή και δη στον Επιτάφιο. Όπως συνάγεται, ο νέος πολιτικός εμφανίζεται ως δημαγωγός που η έκκλησή του στο συναίσθημα και στο ατομικό συμφέρον διαιρεί την πόλη και θέτει σε κίνδυνο την ηγεμονία της Αθήνας. Εξάλλου, όπως ο Αριστοφάνης τον θεωρεί «χοιρομορφωμένο», έρχεται τώρα ο ιστορικός και διά στόματος του Κλέωνα –όταν υπερασπίζεται την αμάθεια– φαίνεται να επιβεβαιώνει πλήρως τον κωμωδιογράφο.

Η σχεδόν εμμονή του Κλέωνα στη συνέχιση του πολέμου και στην εναντίωση κάθε πρωτοβουλίας για ειρήνη έχει απώτερο σκοπό τη δόξα του και νέους στρατιωτικούς θριάμβους, μην υπολογίζοντας κανένα κόστος και θέτοντας σε κίνδυνο στο μέλλον την πόλη του.

Φυσικά, του προσάπτει και αυτός ένα από τα συνήθη μεγάλα όπλα των δημαγωγών, τη διαβολή, όταν εκτοξεύει κατηγορίες εναντίον αυτών που έχουν προτείνει την αναθεώρηση της απόφασης για τους αποστάτες Μυτιληναίους και τους συκοφαντεί ότι είναι πληρωμένοι από τον εχθρό («παρασυρμένοι από το κέρδος»), ενώ παρακάτω τους λέει «αν δεν είστε ικανοί να παραιτηθείτε από την εξουσία».

Στα γεγονότα της Πύλου ο Θουκυδίδης δείχνει ότι η συνέχιση του πολέμου εξυπηρετεί τις προσωπικές φιλοδοξίες του Κλέωνα ο οποίος επιτίθεται σφοδρά και εναντίον των αγγελιαφόρων Σπαρτιατών και επίσης διασύρει τον Νικία ασκώντας του δριμεία ανούσια κριτική.

Όπως σκιαγραφείται επομένως από τον ιστορικό ο δημαγωγός εκδηλώνεται εχθρικά και με πάθος απέναντι σε όσους διαφωνούν, τους συκοφαντεί, διαβάλλει τους πολιτικούς αντιπάλους του με σκοπό να τους αποδυναμώσει, προσάπτοντάς τους πρόθεση παραπλάνησης του λαού, λόγω της ρητορικής τους ικανότητας, με «ωραία λόγια» (δύο λέξεις που κυριαρχούν), αξιοποιώντας την καχυποψία που έχει ο απλός πολίτης για τον νέο ορθολογισμό και τη ρητορεία.

***

Διεισδύοντας στον Αριστοφάνη και στον Θουκυδίδη και βλέποντας με τα δικά τους μάτια τα ιστορικά γεγονότα, αποκομίζουμε το συμπέρασμα ότι μετά τον θάνατο του Περικλή οι δημαγωγοί έχουν εμφανή διαφορά σε σχέση με το πνεύμα της λογικής του μεγάλου αυτού άνδρα και την εποχή της δόξας της αθηναϊκής δημοκρατίας.

Συγκλίνοντας εκπληκτικά, όπως παρακολουθήσαμε, οι δύο αυτοί συγγραφείς δείχνουν το έσχατο σημείο του κατήφορου όπου όλο και πιο γρήγορα κατρακυλούσε η αθηναϊκή πολιτική ηγεσία και την κτηνώδη διάθεση που προκαλούσε ο πόλεμος. Ο Κλέων, η κυρίαρχη μορφή της αθηναϊκής κοινωνίας της ιστορικής αυτής περιόδου, χρησιμοποιεί ως μέσο για την επιβίωσή του τη σύγκρουση ενώ συγχρόνως καταφέρνει να ξεσηκώσει τον λαό με μεγαλειώδη οράματα εκθέτοντας την πόλη σε μεγάλης κλίμακας κινδύνους. Είναι λαοπλάνος και έχει τη λαϊκή αποδοχή ασκώντας εξουσία και επιρροή στον λαό, αλλά συγχρόνως άγεται και φέρεται από αυτόν. Πρέπει να συμμορφώνεται με ό,τι απαιτεί το λαϊκό πάθος της στιγμής και «προκειμένου να εξυπηρετήσει το προσωπικό συμφέρον του ή το γόητρό του μπορεί να παραδώσει την κυβέρνηση στον λαό για να τον ευχαριστήσει».

Ο Πελοποννησιακός Πόλεμος αλλοίωσε και τον δημοκρατικό πολίτη της Αθήνας με συνέπεια να αποτυπώνεται με καθαρό τρόπο η αστάθεια, η κυκλοθυμία και η πτώση των ηθικών αξιών που δημιουργήθηκαν και που επηρέασαν ριζικά την αθηναϊκή δημοκρατία. Κατά συνέπεια ο λαός και ο Κλέων συμπορεύονται απόλυτα ενωμένοι με μια σχέση αλληλεξάρτησης. Το πλήθος κινείται μέσα στον παραλογισμό έχοντας χάσει την αίσθηση της πραγματικότητας, ενώ αλλάζει εύκολα τακτική ανάλογα με τα πρόσκαιρα συμφέροντά του. Δίνει αυτά που ζητεί ο ηγέτης του με αντάλλαγμα να πάρει από αυτόν εκείνα στα οποία αρέσκεται. Κολακεύεται εύκολα από τον πολιτικό του και αν εκείνος του δώσει απλόχερα ό,τι ορέγεται τότε ο λαός θα του ανταποδώσει δωροδοκώντας τον και βρισκόμενος πάντα στο πλευρό του.



Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Ιστορία Εικονογραφημένη



Βιβλιογραφία
- Αριστοφάνη, Ιππής, (μτφρ. Θρ. Σταύρου).
- ΕΑΠ, Γράμματα Ι: Αρχαία Ελληνική και Βυζαντινή Φιλολογία τόμ. Α΄, Αρχαϊκή και Κλασική Περίοδος, Πάτρα, 2001.
- Θουκυδίδου, Ιστορία, Βιβλία Γ΄, Δ' (εισαγωγή Ι. Θ. Κακριδή, πρόλογος, μετάφραση, σχόλια Έλλης Λαμπρίδη), εκδ. Γκοβόστη.
- Πάπυρος - Λαρούς - Μπριτάννικα, Ελλάς, τόμ. Α΄, Αθήνα 1999, Εκδοτικός Οργανισμός Πάπυρος
- Α. Τσακμάκης, Ηγέτες, πλήθη και η δύναμη της εικόνας, Η πολιτική επικοινωνία στον Θουκυδίδη.
- K. J. Dover, Η κωμωδία του Αριστοφάνη (μτφρ. Φ. Ι. Κακριδής), ΜΙΕΤ, 1972.
- J. H. Finley, Θουκυδίδης (μτφρ. Τ. Κουκουλιός), εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 2008.
- Claude Mosse, Επιτομή της Αρχαίας Ελληνικής Ιστορίας (μτφρ. Λύντια Στεφάνου), εκδόσεις Παπαδήμα, Αθήνα, 2006.
- J. de Romilly, Προβλήματα της Αρχαίας Ελληνικής Δημοκρατίας, (μτφρ. Ν. Αγκαβανάκης), εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1992.
- B. Zimmermann, Η αρχαία ελληνική κωμωδία (μτφρ. Ηλ. Τσιριγκάκης), εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 2007.



Πηγή: Τέχνες - Γράμματα - Πολιτισμός

Σχετικά άρθρα...

1 Σχόλιο

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *