Ἑάλω ἡ Πόλις - ᾿Εβδόμη καὶ εἰκοστὴ τοῦ Μαΐου

Κωνσταντῖνος ΙΑ' Παλαιολόγος

Κωνσταντῖνος ΙΑ' Παλαιολόγος

Τὶς μέρες ποὺ οἱ Τοῦρκοι, ἀπογοητευμένοι, περνοῦσαν μιὰ κρίση ἀμφιβολίας γιὰ τὴν ἔκβαση τῆς πολιορκίας, ὁ φίλος τοῦ Κωνσταντίνου καὶ τῶν Ἑλλήνων Χαλίλ πασᾶς (ὁ Σφραντζῆς τὸν ὀνομάζει Ἀλὶ) σκέφθηκε ὅτι εἶχε φθάσει ἡ στιγμὴ γιὰ νὰ παρέμβει ἀποτελεσματικὰ καὶ νὰ πείσει τὸν σουλτάνο νά λύσει τὴν πολιορκία. «Ἀλί πασιᾶς μὲν ὁ πρῶτος τῆς βουλῆς αὐτοῦ, ὁ ὑπὲρ πάντας δόκιμος καὶ πρακτικὸς, θεωρῶν τὸν ἀμηρᾶν οὕτως διαλογιζόμενον καὶ τοὺς ἐτέρους πάντας μεστοὺς φόβου καὶ δειλίας, εἰς τὸ φαινόμενον καὶ αὐτὸς ἐλυπεῖτο, ἔσωθεν δὲ ἠγαλλιᾶτο. Καὶ ἡ αἰτία ἦν ὅτι αὐτὸς πάντοτε τῷ ἀμηρᾷ ἐν ταῖς βουλαῖς ἔλεγεν ἵνα μὴ πόλεμον ἐγείρῃ κατὰ τῆς πόλεως, ὅπως μὴ οἱ δυτικοὶ αὐθένται ἀκούσωσι καὶ συναχθέντες ὁμονοήσωσι καὶ τοὺς Τούρκους ἐκ Εὐρώπης ἐξώρωσιν». Σ' ἕνα κρίσιμο στρατηγικὸ συμβούλιο, ὕψωσε ὁ Χαλὶλ τὴ φωνή του καὶ εἶπε στὸν σουλτάνο:

«Ἐγὼ ἐξ ἀρχῆς ταῦτα ἐνωτιζόμην περί τούτων πῶς ἔμελλον γενέσθαι, καὶ πολλάκις ταῦτα σοι εἴρικα, καὶ οὐκ ἤκουσάς μου. Τὰ νῦν δὲ πάλιν, ἐὰν ἀρεστὸν σοὶ ἐοτιν ἵνα ἐκ τῶν ἐντεῦθεν ἀναχωρήσωμεν, καλόν ἐστιν, ἵνα μή τι χεῖρον γένηται».

Ὁ σουλτάνος Μωάμεθ - γενναῖος ἀλλὰ νεώτατος, βουλητικὸς ἀλλὰ μὲ μιὰ βούληση πού, ἄν καὶ ἰσχυρὴ, δὲ μποροῦσε ἀκόμα να στηριχθεῖ στὰ βάθρα τῆς πείρας - ἐπηρεάσθηκε πολὺ ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ Χαλίλ· ὡστόσο, ντρεπόταν ν' ἀποφασίσει τὴ λύση τῆς πολιορκίας. Ἔτσι, τὸν ἔσωσε ὅ,τι σ' ἄλλες περιπτώσεις θὰ μποροῦσε νὰ προκαλέσει τὴν καταστροφή του. Τὸν ἔσωσε ἡ ἔλλειψη πείρας. Ἐνῶ, ἴσως, θἄθελε - ἀπογοητευμένος, ὅπως ἦταν («ἡμιθανὴς ἐκ τῆς λύπης», ὅπως λέει ὁ Σφραντζῆς) - νὰ πάρει τὴν ὀδυνηρὴ ἀπόφαση, νὰ ὁμολογήσει ὅτι ἔκαμε λάθος, καὶ νὰ διατάξει τὴ λύση τῆς πολιορκίας, ντράπηκε νὰ τὸ κάμει· ἡ νεανικὴ φιλαυτία τὸν ἐμπόδισε νὰ δείξει σωφροσύνη ποὺ δείχνει ἓνας ἔμπειρος ἄνθρωπος μὲ ἰσχυρὸ χαρακτήρα. Ὡστόσο, στὴν περίπτωση αὐτὴ, ἡ ἔλλειψη πείρας καὶ σωφροσύνης τὸν ἔσωσε, κ' εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τὴ δική μας καταστροφή. Φρόντισε, ἄλλωστε, ἀμέσως ὁ δεύτερος βεζίρης, ὁ ἀντίζηλος τοῦ Χαλίλ, νὰ ἐξουδετερώσει τὴν ἐπίδραση ποὺ εἴδε ὅτι εἶχαν στὴν ψυχὴ τοῦ νεαροῦ Μωάμεθ οἱ λόγοι τοῦ πρώτου βεζίρη. Καὶ, ὑψώνοντας τώρα τὴ φωνή του «ὁ Σογὰν πασιᾶς» (ὁ Ζαγανὸς) «ὁ δεύτερος βαζίρης αὐτοῦ», λέει στὸν Μωάμεθ:

«Ἵνα τί, ᾦ ἀμηρᾶ, ἔστηκας σκυθρωπὸς καὶ λυπούμενος, καὶ τίς ἡ δειλία ἡ ἐμπεσοῦσα σοι, καὶ τίνες οἱ ἀναβαίνοντες διαλογισμοὶ ἐπὶ τὴν καρδίαν σου; Ὁ θεὸς μετὰ σοῦ ἐστί. Μὴ λυπῆσαι. Οὐχ ὁρᾷς διὰ τοῦ φωτὸς ἐκείνου σημεῖον ὅτι τὴν πόλιν ταύτην εἰς χεῖρας σου δώσει; Οὐχ ὁρᾷς τοσούτου μὴ ἀριθμητοῦ στρατοῦ πλῆθος ὅ ἔχεις, καὶ καλῶς εἶ ἡτοιμασμένος, καὶ πᾶσα ἡ προπαρασκευὴ πολλὴ καὶ καλὴ; Ὁ στρατὸς τοῦ Μακεδόνος Ἀλεξάνδρου τοσοῦτος οὐχ ὑπῆρχέ ποτε ὡς ὁ σός, οὐδὲ τοσαύτας παρασκευὰς αὐτὸς εἶχε· καὶ τὸν κόσμον ἐκυρίευσεν ὅμως. Ἐγὼ μὲν οὐ πιστεύω οὔτε ἐλπίζω ἐκ τῆς Ἰταλίας ἐνταῦθα στόλον ἐλθεῖν, ὥς τινες λέγουσιν καὶ ὁ ἀδελφός μου ὁ Ἀλὶ πασιᾶς εἴρηκε, διὰ τὶ μὲν καλῶς οἴδατε ὅτι ἡ πολυαρχία τῶν Ἰταλῶν αὐθέντων καὶ τῶν ἐτέρων ἑσπερίων ἀνάρχους ποιεῖ αὐτοὺς εἶναι, καὶ ἀναμέσον αὐτῶν οὐκ ἔστιν ὁμόνοια. Καὶ ὅταν πάλιν τινὲς αὐτῶν ὁμονήσωσι μετὰ κόπου καὶ συμβάσεων πολλῶν, ἐν ὀλίγῳ καιρῷ καὶ οὐκ εἰς μάκρος λύεται ὁ τούτων σύνδεσμος· καὶ ἐν συνδέσμῳ ὄντες εἶς κατὰ τοῦ ἑτέρου περιεργάζεται, πῶς ἁρπάξαι δυνήσεται τὰ τούτου, καὶ ἀλλήλους προσέρχονται καὶ φυλάττονται. Πολλὰ μὲν οὖν βουλεύονται καὶ λογίζονται καὶ λέγουσι, καὶ ὀλίγα πράττουσιν... Διὰ τοῦτο, ὦ αμηρᾶ ἡμέτερε αὐθέντα, θάρσει. Οὐκ ἀνάγκη ἐστὶ πρὸς τὸ παρὸν φόβον σε ἔχειν εἰ μὴ μόνον ἐκ θεοῦ. Καὶ ἀνδρίζου καὶ ἀγάλλου καὶ ἴσχυε, καὶ τῇ τέχνῃ τῇ τοῦ πυρὸς οὐκ ὄκνησον σήμερον καὶ αὔριον, ἵνα μετὰ τῶν ἑλεβόλεων, ὅσον δυνατόν, τὰ τείχη πλέον ταπεινώσῃς». Τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ δεύτερου βεζίρη γέμισαν χαρὰ τὴν καρδιὰ τοῦ σουλτάνου. Ἔτσι, πῆρε ὁ Μωάμεθ τὴν ἀπόφαση νὰ μείνει, καὶ νὰ ἐπιχειρήσει τὴ μεγάλη ἐπίθεση γιὰ νὰ κυριεύσει τὴν Κωνσταντινούπολη.

Καὶ πῶς τἄμαθε ὁ Σφραντζῆς ὅσα εἰπώθηκαν στὸ κρίσιμο ἐκεῖνο στρατηγικὸ συμβούλιο; Ὁ ἴδιος ὁ Χαλὶλ πασᾶς «ἐμήνυσε τῷ βασιλεῖ τὰ συμβάντα καὶ παρῄνει αὐτὸν μὴ φοβεῖσθαι, διότι ἐν τοῖς πολέμοις ἄδηλός ἐστιν ἡ τύχη πολλάκις· καὶ διὰ τοῦτο οἱ φύλακες φυλαττέτωσαν ἀγρύπνως. Ἦν δὲ τοῦτο τῇ ἑβδόμῃ καὶ εἰκοστῇ τοῦ Μαΐου ἑσπέρᾳ».

Ἡ ἡμέρα αὐτὴ - ἡ «ἑβδόμη καὶ εἰκοστὴ τοῦ Μαΐου» -ἦταν ἡ πιὸ κρίσιμη στὴ ζωή τοῦ Γένους. Καὶ ὁ Δοὺκας, ὃταν ἒφθασαν τὰ φοβερὰ νέα στὴν Μυτιλήνη, ἔλεγε συχνά: «Ὁ δὲ τύραννος ἤρξατο ἡμέρα κυριακῇ συνάπτειν πόλεμον καθολικὸν, καὶ δὴ ἑσπέρας γενομένης οὐκ ἔδωκεν ἀνάπαυσιν τοῖς Ῥωμαίοις τῇ νυκτὶ ἐκείνη· ἦν γὰρ ἡ κυριακὴ ἐκείνη τῶν ἁγίων πάντων, ἀγών ὁ Μάϊος ἡμέρας κζ΄».

Ἄν ἐπικρατοῦσε ἡ γμώμη τοῦ Χαλίλ πασᾶ, τοῦ πρώτου βεζίρη, ἡ Κυριακὴ ἐκείνη θά εἶχε ἄλλο νόημα στὴν ἱστορία· θὰ εἶχε τὸ ἀντίθετο νόημα. Μιὰ μ ο ν α δ ι κ ή στιγμὴ ἄρκεσε γιὰ νὰ πάρει ὁ Μωάμεθ, ποὺ ταλαντεύτηκε, τὴν ἀπόφαση νὰ ἐπιτεθεῖ, ἐκτοπίζοντας ἀπὸ τὴν καρδιά του τὴν ἀπόφαση νὰ φύγει ποὺ εἶχε σχεδὸν ἀποκρυσταλλωθεῖ. Μήπως ταλαντεύθηκε, ὅπως εἶπα καὶ παραπάνω, ὁ ἴδιος ὁ Θεός; Ὁ «Σογὰν πασιᾶς» πού, στὴν κρίσιμη συζήτηση, κέρδισε τὸ παιχνίδι, ἐπικαλέσθηκε - ὅπως ἐμήνυσε στὸν Κωνσταντῖνο ὁ Χαλὶλ πασᾶς - τὴν ἀλλαγὴ τοῦ σημείου ποὺ φάνηκε στόν οὐρανό. «Οὐχ ὁρᾷς διὰ τοῦ φωτὸς ἐκείνου», εἶπε στὸν Μωάμεθ, «σημεῖον ὅτι τὴν πόλιν ταύτην εἰς χεῖρας σου δώσει»;

Μιὰ μ ο ν α δ ι κ ή στιγμὴ μέσ' στὴν ψυχὴ τοῦ Μωάμεθ ἄρκεσε, γιὰ νὰ γίνει ἡ ἡμέρα τῆς σωτηρίας τοῦ Γένους μας ἡμέρα καταστροφῆς. Εἶμαι βέβαιος ὅτι ὁ αὐτοκράτωρ Κωνσταντῖνος, ὅταν πῆρε τὸ μήνυμα τοῦ Χαλὶλ καὶ ὅταν τὸ ἴδιο βράδυ τῆς μοιραίας Κυριακῆς αἰσθάνθηκε τὴν πίεση τῶν Τούρκων στὰ τείχη νὰ γίνεται ὅλο καὶ πιὸ ἔντονη καὶ καθολική, θα ἤξερε πιὰ μέσα του ὅτι τὸ τέλος εἶναι ἀναπόφευκτο. Ἡ σκέψη αὐτὴ μὲ κάνει νὰ τὸν θαυμάζω ἀκόμη περισσότερο. Ὁ Κωνσταντῖνος Παλαιολόγος ἔδειξε ἀπὸ τὴ στιγμὴ ἐκείνη τὴν πιὸ μεγάλη ἀποφασιστικότητα καὶ γενναιότητα· ἔγινε, ἔτσι, μεγαλύτερος ἀπ' ὅ,τι ἡ φύση τὸν εἶχε πλάσει, ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ξεκίνησε, καλπάζοντας μὲ τ' ἄλογό του (ἡ διατύπωση αὐτὴ δὲν εἶναι συμβολικὴ) ν' ἀντιμετωπίσει τὸ ἀναπόφευκτο· νὰ τὸ ἀντιμετωπίσει, δείχνοντας στὸν κόσμο - πρᾶγμα πού, μετὰ τὸν Λεωνίδα, δὲν τὄδειξε κανένας ἄλλος μὲ τὸν ἴδιο ὑπέροχο τρόπο- ὅτι καὶ στὸ ἀναπόφευκτο πρέπει ν' ἀντιστέκεσαι. Ὁ Κωνσταντῖνος ἔκαμε καὶ κάτι περισσότερο ἀπὸ τὸν Λεωνίδα. Ὁ ἡρωϊκὸς Σπαρτιάτης ἔγινε ἕνα μεγάλο σύμβολο, ἐνῶ ὁ Μιλτιάδης ἤ ὁ Θεμιστοκλῆς, ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος ἢ ὁ Ἰούλιος Καῖσαρ δ ε ν ἔγιναν σύμβολα. Ἔγιναν μεγάλες πραγματικότητες (ἡ νίκη χωράει μ ό ν ο στὴν παροδικὴ πραγματικότητα), ἀλλὰ σύμβολα δ ε ν ἔγιναν (τὰ σύμβολα ἐγγίζουν τὴν αἰωνιότητα). Σύμβολο γίνεται ἐκεῖνος ποὺ ἐνσαρκώνει τὴ μεγάλη θυσία (ἐκείνη πού, πρὶν σημειωθεῖ, δὲν εἶναι μονάχα πιθανὴ, ἀλλὰ εἶναι, ὅπως ἡ θυσία τοῦ Χριστοῦ, προαποφασισμένη), καὶ ὄχι ἐκεῖνος ποὺ πραγματοποιεῖ θριάμβους. Ὁ Λεωνίδας ἔγινε, λοιπόν, σύμβολο. Ὡστόσο, ἡ προκαθορισμένη θυσία του - ἡ ἀπόφασή του νὰ μείνει στὶς Θερμοπύλες, ξέροντας καλὰ ὅτι μένει γιὰ νὰ θυσιασθεῖ - εἶχε καὶ ἄμεση ἐγκόσμια σκοπιμότητα· ἔπρεπε, ἀντιμετωπίζοντας κάμποσες ὧρες τὸ ἀναπόφευκτο (ἀναπόφευκτο γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ τοὺς τριακόσιους), νὰ προκαλέσει μιὰ καθυστέρηση στὴν προώθηση τῶν Περσῶν, μιά καθυστέρηση ποὺ θἄκανε τοὺς Ἕλληνες νὰ κερδίσουν τὸ τελικὸ παιχνίδι. Ὁ Κωνσταντῖνος Παλαιολόγος ἀντιστάθηκε στὸ ἀναπόφευκτο ποὺ ἦταν, α ὐ τ ὸ τ ὸ ἴ δ ι ο, ἡ τελευταία φάση τοῦ παιχνιδιοῦ γιὰ τὸ Γένος ὁλόκληρο. Ἔτσι, ἡ μορφή του συμβολίζει κάτι ἀκόμα μεγαλύτερο ἀπ' ὅ,τι συμβολίζει ἡ μορφὴ τοῦ Λεωνίδα.

Ὡστόσο, λὲω καὶ κάτι ἄλλο. Ὁ Κωνσταντῖνος ξεκίνησε, καλπάζοντας μὲ τ' ἄλογό του, ν' ἀντισταθεῖ στὸ ἀναπόφευκτο, βέβαιος ὅτι πάει νὰ θυσιασθεῖ. Ὅταν ξεκινᾶς μὲ τέτοιον τρόπο, δὲν ὑπάρχει τάχα καὶ κάποια πιθανότητα νὰ ὑποχωρήσει μπροστά σου καὶ ν ὰ ἡ τ τη θ ε ῖ τ ὸ ἀ ν α π ό φ ε υ κ τ ο, νὰ σωριαστεῖ χάμου, κ α ὶ ν ὰ π ρ α γ μ α τ ο π ο ι η θ ε ῖ τ ὸ ἀ δ ύ ν α τ ο; Λέω ὅτι ὑ π ά ρ χ ε ι ἡ πιθανότητα αὐτή. Ὅ τ ι ε ἶ ν α ι ἀ δ ύ ν α τ ο δ ὲ ν ε ἶ ν α ι κ α ὶ ἀ π ί θ α ν ο. Ὑπάρχει ἡ περίπτωση τοῦ θαύματος. Ὑπάρχει ὁ Θεός.

Ἀλλὰ, τὸν Μάϊο τοῦ σωτήριου ἔτους 1453, δ ε ν ἔγινε τὸ θαῦμα. [...]

Ἡ «ἐβδόμη καὶ εἰκοστὴ τοῦ Μαΐου» ἔδυσε μὲ τὴν ἔναρξη τῶν μεγάλων προπαρασκευαστικῶν ἐνεργειῶν τοῦ ἐχθροῦ. Σκοπὸς τῶν ἐνεργειῶν αὐτῶν ἦταν νὰ κουράσουν τους λίγους - τοὺς ἐλάχιστους - ποὺ ἦταν ταγμένοι νὰ ὑπερασπίζονται τὰ τείχη. Ὁ Σφραντζῆς λέει ὅτι «ὄντως καθ' ἕκαστον ἡμῶν πεντακόσιοι καὶ πλεῖον ἦσαν ἐξ αὐτῶν». Ὁ ὑπολογισμὸς τοῦ Σφραντζῆ περιέχει, βέβαια, κάποιαν ὑπερβολή, ἀλλὰ στὴν περίπτωση αὐτὴ καὶ ἡ ὑπερβολὴ ἀκόμα περιέχει τὴν ἀλήθεια. Εἲτε ἀντιμετωπίζει ὁ ἕνας πεντακόσιους, εἴτε ἀντιμετωπίζει πενήντα, ὁ ἀριθμὸς τῶν πενήντα ἤ πεντακοσίων εἶναι, μπροστὰ στὸν ἕναν, οὐσιαστικὰ ἰσοδύναμος. Ὡς μέτρο σωματικῆς ἀντοχῆς εἶναι, σὲ σύγκριση μὲ τὴν ἀντοχὴ τοῦ ἑνός, ὁ ἀριθμὸς πενήντα ἤ καὶ τριάντα ἄπειρος.

Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ
Παναγιώτη Κανελλοπούλου
ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ ΣΤΟ ΧΙΛΙΑ ΤΕΤΡΑΚΟΣΙΑ ΔΥΟ



Ἀντιγραφή: Ἑλλήνων Φῶς

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *