ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ

O Γεώργιος Καραϊσκάκης πίνακας του Διονύσιου Τσόκου

O Γεώργιος Καραϊσκάκης πίνακας του Διονύσιου Τσόκου

Κάτι μεγαλοπρεπῶς μαῦρον· φέσι ὡς κόκκινον καλπάκι· μουστάκι εὐθύ, σκληρόν, ὡς ἀπὸ ὀρείχαλκον· μαλλιὰ ἀπ' ἐδῶ κι ἀπ' ἐκεῖ χυτὰ εἰς τοὺς ὤμους· ἡ ρουμελιώτικη τραχύτης εἰς ὅλην την τὴν ἔκτασιν· κάτι τι ἀρχαγγελικόν, ἑωσφορικόν, ταξιαρχικόν, ἀρχιστρατηγικόν. Ὁ ἄγγελος καὶ ὁ δαίμων, τῶν ὁποίων ἐκαυχᾶτο ὅτι ἦτο ὁ ἁρμονικὸς συνδυασμός, τὸ ἐλεύθερον ζευγάρωμα.

Τὸν περιγράφει περιέργως ὁ Περραιβός: «Ἀνάστημα μέτριον, σῶμα ἰσχνόν, ὑπομέλαν καὶ ἀσθενές, πρόσωπον μακρὺ καὶ λεπτόν, μέτωπον πλατύ, ὀφρῦς πλατεῖαι, δασεῖαι καὶ μελαναί, ὀφθαλμοὶ μικροὶ καὶ μελανοί· ὦτα μεγάλα καὶ λεῖα· ρίς λεπτὴ καὶ εὐθεῖα. στόμα μεγάλον· ὀδόντες μικροί· μύσταξ μέτριος καὶ μέλας· αἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς του ὁμοίως, ἐξ ὧν ἦσαν καὶ ὀλίγαι λευκαί· εἶχε νοῦν (ὡς πρὸς ἕνα ἀμαθῆ) ἱκανῶς ἐκτυλιγμένον, γεννητικὸν καὶ δραστήριον, ἀνδρεῖος, καὶ τολμηρὸς εἰς τοὺς κινδύνους· στρατηγηματικός· ἀκούραστος εἰς τοὺς ἀγώνας· μεγαλόψυχος εἰς τὰς σκληραγωγίας μολονότι ἥν ἀδύνατος· μεταδοτικός, κοινωνικὸς μὲ ὅλους· τὰς παρὰ τῶν συναγωνιστῶν συμβουλάς, πολεμικὰ σχέδια, καὶ ἤκουε μὲ προσοχὴν καὶ ἐνήργει μὲ εὐχαρίστησιν. Καὶ ταῦτα μὲν τὰ χαρακτηριστικὰ καὶ φυσικά του προτερήματα· τὰ δὲ ἐλαττώματα, τὰ ἐφεξῆς: ἦν ἔσθ' ὅτε παλίμβουλος· αἰσχρολόγος καθ' ὑπερβολήν· πικρὸς ὑβριστὴς τῶν ἀνάνδρων, πολλάκις καὶ τῶν φίλων· ὀξύθυμος· ὥστε ἐφαρπάζετο ἐνίοτε εἰς τὰ πράγματα πρὶν ἐρευνήσῃ τὴν ὑπόθεσιν. Ἦν ἐκ τοῦ ἐναντίου ἱκανὸς νὰ διορθώνῃ τὰ ἐλαττώματά του ὅταν ἔβλεπεν ὅτι ἐπροξένουν σύγχυσιν, καὶ βλάβην· διότι ἐμεταχειρίζετο τὴν πολυτροπίαν καὶ ἀστειότητα· τελευταῖον δὲν ἐσυστέλλετο ἔσθ' ὅτε νὰ ζητῇ καὶ συγχώρησιν».

Μὲ δύο λέξεις, ἐκφραστικώτερον, ὁ Καραϊσκάκης ὑπῆρξεν ὅ,τι εἶπεν ὁ μέγας Ναπολέων διὰ τὸν Γκαῖτε: Ἕνας ἄνθρωπος!

Ὁ ἐλεύθερος ἔρως τῆς Καλογρηᾶς τὸν ἔφερεν εἰς τὸν κόσμον. Κλέφτης ὑπὸ τὸν Κατσαντώνην, μισθοφόρος τοῦ Ἀλήπασα· εἰς τὰ λημέρια τοῦ πρώτου καὶ μέσα εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ δευτέρου ἐπέρρωσε τὴν ψυχήν του μὲ ὅλας τὰς ὁρμὰς καὶ μὲ ὅλα τὰ πάθη τῶν ὁποίων ἦτο δεκτικὸν τὸ παλληκάρι τῶν καιρῶν ἐκείνων. Ὡς πάντες οἱ μεγαλουργοί, ἐξέφρασε καὶ αὐτὸς τὴν ἐποχήν του μὲ ὅλας της τὰς ἀρετὰς καὶ τὰ ἐλαττώματα ἰσχυρότερον καὶ πληρέστερον τῶν συγχρόνων του. Ὁ Κωνσταντῖνος Παπαρρηγόπουλος εἰς δύο μέρη διαιρεῖ τὴν βιογραφίαν τοῦ ἥρωος· εἰς τὸ πρῶτον μέρος, μέχρι τῆς πτώσεως τοῦ Μεσολογγίου, ὁ ἥλιος τοῦ Καραϊσκάκη εἰς τὰ βάθη τοῦ ὁρίζοντος, θαμβωμένος ὡς ἀπὸ λευκήν τινα ὀμίχλην, μὲ σποραδικὸν καὶ παροδικὸν ἐξακόντισμα λαμπρῶν ἀκτίνων. Εἰς τὸ δεύτερον μέρος, ἀπὸ τῆς πτώσεως κ' ἐκεῖθεν, ὁ ἥλιος τοῦ Καραϊσκάκη, μεσουρανῶν, ἀπερικάλυπτος, χείμαρρος φωτὸς καὶ δόξης.

Ἀλλ' ἡ ζωὴ τοῦ Καραϊσκάκη θὰ ἠδύνατο εὐστοχώτερον νὰ ἀναπλασθῇ ὡς δραματικὴ τριλογία. Πρῶτον μέρος· τὸ πρωτοπαλλήκαρον τοῦ Κατσαντώνη, ὁ ὑπηρέτης τοῦ Ἀλήπασσα· ὁ ἀτίθασος, ὁ ἀπερίστροφος, ὁ ἀθυρόστομος· ὁ ἐν ὑψηλῇ ἡρωϊκὴ ἐμπνεύσει καταφρονήσεως ὑπερτάτης, πρὸς τῆς ὁποίας ἡ περίφημος λέξις τῶν Καμπρὼν φαίνεται ὡς μία ἄτολμος πεζότης, γυμνώνων τὸ ὀπίσθιά του πρὸς τοὺς φεύγοντας Τούρκους ἀπὸ τῆς κορυφῆς τοῦ λόφου. Ὁ ἐπίμονος καὶ περιφίλαυτος μνηστὴρ τοῦ ἀρματωλικίου τῶν Ἀγράφων· ὁ θέλων μὲ κάθε τρόπον νὰ ἐπιτύχῃ τὸν σκοπόν του· ὁ ἀσθενῶν, ὁ φθισιῶν, ὁ ψυχορραγῶν, ὁ ὡς παράλυτος ἐπὶ φορείου περιαγόμενος, ὁ ἐχθρὸς τοῦ Καραϊσκάκη, καὶ πολέμιος τῆς πατρίδος, ὁ ἐπικηρυττόμενος ὑπὸ τῆς Κυβερνήσεως καὶ ἀναθεματιζόμενος ὑπὸ τῶν «Ἑλληνικῶν Χρονικῶν». Τὸ ἄγος τοῦ Ἀγῶνος.

Δεύτερο μέρος. Ὁ ἀποστάτης ζητεῖ συγχώρησιν ἀπὸ τὴν Κυβέρνησίν του. Δεικνύει ἀπροσδόκητα σημεῖα νομιμοφροσύνης. Ὄχι πλέον ἡ κατάκτησις τῆς ἐπαρχίας τῶν Ἀγράφων διὰ λογαριασμόν του· ἀλλ' ἡ σωτηρία τοῦ κινδυνεύοντος Μεσολογγίου, τῆς καρδιᾶς τῆς Ἑλλάδος, διὰ λογαριασμὸν τῆς ὅλης πατρίδος. Ὁ Καραϊσκάκης, κατερχόμενος ἀπὸ τὰ ὅρη τοῦ Ζυγοῦ καὶ ἐπίπτων κατὰ τοῦ Κιουταχῆ· ἀρχίζων νὰ ἀναπτύσσῃ ὅλην τὴν στρατηγικὴν εὐφυΐαν του, καὶ μὲ θυσίας καὶ μὲ αὐταπάρνησιν ἀγωνιζόμενος γύρω καὶ ἔξω τῆς πόλεως διὰ νὰ τὴν θρέψῃ, διὰ νὰ τὴν ἐνισχύσῃ. Ἐνῷ ἐν ταὐτῷ καὶ ἡ προσοχὴ τῆς πατρίδος ἀρχίζει ὅλη νὰ στρέφεται πρὸς τὸ μέγα ὑποκείμενόν του.

Τρίτο μέρος. Πίπτει τὸ Μεσολόγγι, καὶ ὁ Καραϊσκάκης ἀνυψώνεται εἰς κλέος ἄφθιτον. Προχειρίζεται Γενικὸς Ἀρχηγὸς τῆς Στερεᾶς. Ὁ ἄσπονδος ἐχθρός του Ἀνδρέας Ζαΐμης, μὲ γενναιοφροσύνην θεόπνευστον τοῦ ἀγγέλει ἐν ἐπισήμῳ συνεδριάσει τὴν ἀπόφασιν τῆς Κυβερνήσεως διὰ λόγων ἐγκωμιαστικῶν. Κατασυγκινεῖται ὁ Ἀρχηγός, καὶ πρὸς τὸν Βουδούρην, ὅστις τοῦ παρατηρεῖ ὅτι δὲν εἶχε κάμει ἕως τώρα ὅσον ἔπρεπε τὸ χρέος του πρὸς τὴν πατρίδα, ἀποκρίνεται: «Δὲν τὸ ἀρνοῦμαι. Ὅταν θέλω γίνομαι ἄγγελος καὶ ὅταν θέλω διάβολος. Εἰς τὸ ἑξῆς ἔχω ἀπόφασιν νὰ γίνω ἄγγελος!» Καὶ εἰς τὸ ἑξῆς προχωρεῖ διὰ μέσου τῆς κατηρειπωμένης καὶ καταπλημμυρισμένης ἀπὸ τουρκικὰ στρατεύματα γῆς, καὶ προχωρεῖ θριαμβευτὴς ἐγείρων πανταχοῦ «Τρόπαια τῶν Ἑλλήνων κατὰ βαρβάρων», ὡς ἀποκαλεῖ τὰς νίκας του. Καὶ τὰ διαλαλοῦν ἀκόμη τὸ Χαϊδάρι, τὸ Δραγαμέστον, τὸ Δίστομον, τὸ Κερατσίνι, τὸ Τουρκοχῶρι, ἡ Ἀράχωβα, ἀπὸ ἄκρου εἰς ἄκρον ἡ Στερεά. Καὶ τὸ ὄνομα Καραϊσκάκης παραμένει ἀπὸ τότε εἰς τὴν γλῶσσαν τῶν Τουρκαλβανῶν καὶ ἀντηχεῖ ὡς σύνθημα ὀλέθρου. Καὶ εἶναι πειθαρχικώτατος ὁ θριαμβευτὴς εἰς τὴν συνέντευξίν του ἐπὶ τῆς γαλλικῆς ναυαρχίδος, ἐνῷ ὁ Κιουταχῆς ὁμιλεῖ διὰ τὸν Σουλτάνον τὸν βασιλιᾶ του, ὁμιλεῖ καὶ αὐτὸς διὰ τὴν βασίλισσάν του, τὴν Διοίκησιν. «Ὅταν τὴν 25 Ὀκτωβρίου 1826 ἐξεστράτευσεν ἐξ Ἐλευσῖνος, λέγει ὁ ἱστορικός, ἅπασα ἡ στερεὰ Ἑλλὰς ἦτον ὑποταγμένη εἰς τοὺς Τούρκους· ὅταν δὲ τῇ 21 Φεβρουαρίου 1827 ἀνεχώρησεν ἀπὸ τὸ Δίστομον, ἀπὸ τοῦ Ἀμβρακικοῦ κόλπου μέχρι τῶν Ἀθηνῶν οὐδαμοῦ ἀλλοῦ ἐφαίνετο ὀθωμανικὴ σημαία εἰμὴ ἐντὸς τῶν παραλίων φρουρίων τοῦ Μεσολογγίου, τῆς Βονίτσης καὶ τῆς Ναυπάκτου». Καὶ δι' αὐτὸ ὅταν εἰς τὰς 23 Ἀπριλίου τοῦ 1827 ἔπιπτεν ὁ Ἀρχηγός, λησμονήσας ἑαυτόν, ὡς ἐν ὑποτροπῇ τῆς ἀκρατήτου λεβεντιᾶς τῶν ἐπὶ Κατσαντώνη χρόνων, εἰς τὴν πεδιάδα τοῦ Φαλήρου, τὸ ψήφισμα τῆς Ἐθνικῆς Συνελεύσεως, τὸ ἐξαγγέλλον τὸ τέλος του, μὲ τὴν μεγαληγορίαν πινδαρικῆς ὠδῆς, προσεκάλει τὴν Ἑλλάδα νὰ πενθήσῃ «τὸν πολύτιμόν της Καραϊσκάκην», καὶ τὰς Ἑλληνίδας νὰ μαυροφορέσουν, καὶ τὴν Πατρίδα νὰ θρηνήσῃ διὰ τὴν ἀπώλειαν τοῦ «γνησιωτάτου τέκνου της καὶ ἐξολοθρευτοῦ τῶν τυράννων».

Ὁ Καρλάϊλ ὁρίζει τὸν μέγαν ἄνδρα ὡς τὸν «σωτῆρα τῆς ἐποχῆς του». Ὁ Καραϊσκάκης εἶναι ὁ μέγας ἀνὴρ τοῦ Κάρλαϊλ.



Κ. Παλαμᾶ, Ἅπαντα, Τόμος IΣΤ΄. Β΄ ΕΚΔΟΣΗ, ΓΚΟΒΟΣΤΗΣ
ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ΠΑΝΘΕΟΝ, ΟΙ ΚΑΤΑ ΞΗΡΑΝ ΗΡΩΕΣ

Ἑλλήνων Φῶς

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *