Η ανάδυση του φιλότιμου

Νικόλαος Γύζης, Γέρος που ράβει

Νικόλαος Γύζης, Γέρος που ράβει

Νά µποροῦσαν καί τή σηµασία τῶν λαῶν νά τή µετρᾶν
ὄχι ἀπό τό πόσα κεφάλια διαθέτουνε γιά µακέλεµα, ὅπως συµβαίνει στίς ἡµέρες µας,
ἀλλά ἀπ’ τό πόση εὐγένεια παράγουν,
ἀκόµη καί κάτω ἀπό τίς πιό δυσµενεῖς καί βάναυσες συνθῆκες,
ὅπως ὁ δικός µας ὁ λαός στά χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας,
ὅπου τό παραµικρό κεντητό πουκάµισο,
τό πιό φτηνό βαρκάκι, τό πιό ταπεινό ἐκκλησάκι,
τό τέµπλο, τό κιούπι, τό χράµι,
ὅλα τους ἀποπνέανε µιάν ἀρχοντιά
κατά τι ἀνώτερη τῶν Λουδοβίκων.

Οδυσσέας Ελύτης, «Τα δημόσια και τα ιδιωτικά»

Την ίδια εποχή που η ευγένεια έπαψε να αποτελεί αρετή και περιορίστηκε σε μια επιφανειακή εκδήλωση αβροφροσύνης, το διαμορφωθέν ήθος άρχισε να δίνει ένα νέο περιεχόμενο στις έννοιες του «είναι» και του «φαίνεσθαι». Μέσα από τη γενική συναίνεση ότι ευγένεια σημαίνει «καλοί τρόποι», η εξαφάνιση κάθε εσωτερικής παρόρμησης, που θα μπορούσε να εκδηλωθεί ως δείγμα αλτρουισμού, γενναιοδωρίας και αυταπάρνησης, μετατόπισε την αντιληψη από το προσωπικό ήθος προς τη διεκδίκηση της κοινωνικής αναγνώρισης. Αν και η ηθική ουδέποτε υπήρξε καθωσπρεπική διαγωγή, με την αναγωγή της σε νοοτροπία μεταμορφώθηκε σε αμετροέπεια και διαπέρασε ως τέτοια όλα τα στρώματα της κοινωνικής ουσίας, περιορίζοντας τον χαρακτήρα και την εμβέλειά της. Η στροφή προς την τυπολατρική μορφή της ευγένειας του δυτικοτραφούς καθωσπρεπισμού, δεν άργησε να συνδέσει την ευγένεια με την ίδια την κοινωνική ή οικονομική θέση, όπου ο κόσμος εκπίπτει σε κληροδοτήματα τίτλων κατά την έκταση της εξουσίας και της ισχύος του καθενός. Η φροντίδα για την ταξική διαστρωμάτωση πέρασε μέσα από τη διατήρηση των κοινωνικών αποστάσεων, βασισμένη πάνω σε προνόμια καταγωγής και δεσμών αίματος, κρίνοντας τους ευγενεστέρους των ανθρώπων μέσα από τα επιφαινόμενα που προκύπτουν από γενεαλογικές αντιλήψεις και επιβάλλονται ως πραγματικότητες.

Η κλασική κοσμοθεωρητική θεμελίωση, που έβρισκε κατά τη ρήση του Αντισθένη την ευγένεια και την αρετή να είναι έννοιες ταυτόσημες και να συσχετίζονται με μια κοινωνικά δομημένη και υποκειμενικά αντιλαμβανόμενη αξίωση, δεν διέκρινε καμία βιολογική πραγματικότητα, θεσμικά κατοχυρωμένη, μέσα στους όρους συγκρότησης της αρχαίας ελληνικής κοινωνίας. Στην ομολογουμένως εύγλωττη γραμματεία της δεν μπορεί να στηριχθεί καμία κοινωνική διάσταση της ευγενικής καταγωγής. Ακόμα και τα κοινωνικά χαρακτηριστικά που κάποτε αποδίδονταν στο γένος και τα προνόμια των μελών του φαίνεται να μην υπήρξαν ποτέ ούτε σχετίζονταν με την κυρίαρχη δομή της κοινωνίας.[1] Αν και η ερμηνεία της κλασικής έννοιας της ευγένειας υπήρξε αρκετά σαφής σχετικά με την αφύσικη τάξη των ευγενών κληρονομικώ δικαιώματι, η ορθόδοξη αντίληψη που θα απευθυνθεί στον πλησίον ως Λόγο, ως λογικό ον και συνέταιρο στην πολιτική κοινωνίας κατά τον βαθμό της λογικότητάς του, δεν άφησε ανοιχτά πεδία για παρανόηση των όρων προσέγγισης της ευγένειας ως μια καθαρά εσωτερική, γεμάτη πνευματική λεπτότητα, ευαισθησία.

Μέσα από αυτήν την αναγωγή, η εκκλησία δεν διέκρινε τίποτε άλλο στην ευγένεια παρά την έκφραση οικειότητας προς το Θείο και αλληλεγγύης προς τον συνάνθρωπο, αντλώντας από την καθαρή της πηγή έμπνευση για την εκδήλωση της καλοσύνης, της ευθυδικίας, της γλυκύτητας και ευγνωμοσύνης.

Απέναντι στη διαφαινόμενη αδυναμία της ευγένειας να διασώσει το νόημά της και στις αποκλίσεις που αυτή άρχισε να λαμβάνει κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα και εντεύθεν, μια νέα ηθική διαμόρφωση έρχεται να οικοδομήσει μια οικεία μορφή αντίληψης που θα αποτελέσει έκτοτε μέρος της ουσίας και της ύπαρξης των Ελλήνων: το φιλότιμο.

Από την αρχαία ελληνική περιγραφή του Θαλή τον 7ο π.Χ. αιώνα μέχρι τα κείμενα και τις επιστολές του Αποστόλου Παύλου και από εκεί στους Αγίους Πατέρες και τον σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό, το φιλότιμο θα αναγνωριστεί έκδηλα ή ένδηλα ως η πηγή της αρετής, αποτελώντας το απαύγασμα των πολλαπλών πνευματικών διασταυρώσεων και εξευγενισμού διάρκειας αιώνων.

Περιγράφοντας πλέον ένα πιο σύνθετο από την ευγένεια πλέγμα αρετών, παρουσιάζεται σαν ο ψυχικός θησαυρός που νοηματοδοτεί αναμφίβολα τον μυστικό καρπό καλλιέργειας που προέρχεται από τη συλλογική ελληνική εμπειρία. Κλειστή για τον υπόλοιπο κόσμο έννοια και μη επιδεχόμενη μετάφρασης, ακόμα και στη νέα ελληνική γλώσσα, πρόκειται για την πατροπαράδοτη αυτοτελή ιδιότητα της ελληνικής ιδιοπροσωπίας, η οποία φέρεται αλλά και καλλιεργείται, προκειμένου να συγκρατήσει τον άνθρωπο σε κοινωνία με τους συνανθρώπους του, αλλά και να διασώσει την εμπειρική του ύπαρξη μες στην αλήθεια. Ένα εσωτερικό σύστημα αναφοράς που γεφυρώνει την ατομική υποκειμενική και τη γενική αντικειμενική γνώμη και βούληση και παρουσιάζει την ίδια τη συνείδηση, όχι σαν κάποια απλή διανοητική ή συναισθηματική εκδήλωση ή κάποιο γεγονός εξωτερικό προς τον άνθρωπο –που άλλωστε δεν μπορούν να τη συνθέσουν σε κοινή αντίληψη–, αλλά στη σωτήρια λειτουργία της σαν άμεσης, άοκνα εκφρασμένης και θεμελιώδους εμπειρίας, που βρίσκει τη λογική της ολοκλήρωση μέσα στην ιδέα του καθαρά μεταφυσικού κόσμου των ελληνικών κοινοτήτων.

Χωρίς να αποτελεί μια εξωτερική ή παρεπίδημη λειτουργία, η ιδιαιτερότητα του φιλότιμου να διαπραγματεύεται τη σύζευξη προσωπικών αρετών, όπως την τιμή, τη δικαιοσύνη, την ακεραιότητα, τη φιλανθρωπία, τον αλτρουισμό και την υπερηφάνεια, με περισσότερο κοινωνικές αξίες, όπως τη φιλία, την εντιμότητα στις συναλλαγές, τον ανθρωπισμό, την ευγνωμοσύνη και τη φιλοξενία, αλλά και με πιο εξατομικευμένες και ώριμες υπαρξιακές πεποιθήσεις αυτοεκτίμησης, προσωπικής ελευθερίας και αξιοπρέπειας ή έμφυτες τάσεις συμπεριφοράς, σκέψης και συναισθήματος, όπως το κουράγιο, την ευγένεια, την αυτοθυσία και τον σεβασμό, αντικατοπτρίζει μια διαρκώς επαναπροσδιοριζόμενη λειτουργική διαμόρφωση πρωτοφανούς πολυπλοκότητας ως προς την ερμηνεία της, αλλά και πρωτοφανούς απλότητας ως προς την εκδήλωσή της.

Συνοψίζοντας όλες τις θετικές ιδιότητες της υπαρξης, η είσοδος του φιλότιμου στο πεδίο τoυ θυμικού θα διαγράψει όλη την τροχιά προς τις μύχιες συνιστώσες της ανθρώπινης συνείδησης, συνιστώντας παράλληλα μια θεμελιώδη πολιτισμική δόνηση. Η δυναμική που προκύπτει από την εκδήλωσή του θα αξιώσει την επίγνωση των προτύπων της καθημερινότητας κατά τον τρόπο των κοινοτήτων, που θα καθορίσει τον Ελληνισμό σε όλη την ιστορική του πορεία.

Α.Χ.

Εκ των αντιθέτων η αρμονία

  1. Bourriot F., Recherches sur la nature du genos. Étude d’ histoire sociale athénienne (périodes archaïque et classique) (Lille 1976)· Roussel D., Tribu et Cité. Études sur les groupes sociaux dans les cités grecques aux époques archaïque et classique (Besançon 1976).



Πηγή: Εφημερίδα Ένωσις

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *