Η μάχη στό Βαλτέτσι (12 Μαΐου 1821)

μαχη-Βαλτετσιου

Ο Μώρα Βαλεσί Χουρσίτ Πασάς, πού πολιορκούσε τόν Αλή πασά τών Ιωάννίνων, ανησυχούσε τόσο γιά τήν κατάσταση τής περιοχής του, όσο καί γιά τούς θησαυρούς πού είχε αφήσει στό σεράϊ του στήν Τριπολιτσά. Πρότεινε λοιπόν στόν κεχαγιά τού Κιοσέ Μεχμέτ, τόν Μουσταφά Μπέη, νά αναλάβει τήν εξόντωση τών γκιαούρηδων στόν Μοριά.

«Τούτου γενομένου, διορίζεται ο Κιοσέ Μεχμέτ Πασιάς νά συμπαραλάβη τόν Ωμέρ Βρυώνην, καί νά κινηθή εις τήν Ανατολικήν Ελλάδα μέ δεκατέσσαρας χιλιάδας εκλεκτά στρατεύματα, διά νά καταπνίξη τήν επανάστασιν εις εκείνα τά μέρη, καί επομένως νά εισβάλη εις τήν Πελοπόννησον καί ενωθείς μέ τόν Κεχαγιάν του, όστις διωρίσθη νά στρατεύση μέ τρείς χιλιάδας πεντακοσίους Τουρκαλβανούς διά τής Δυτικής Ελλάδος, νά συντελέσωσι τών επαναστατών τόν όλεθρον. Καί δή κατά μεσούντα τόν Απρίλιον τού 1821 έρχεται ο Κεχαγιάς τού Κιοσέ Μεχμέτ Πασιά εις Μεσολόγγι, περά επί πλοίων τών Μεσολογγιτών εις τό Ρϊον, κινείται αμέσως εις Βοστίτσαν (Αίγιο) καί τήν ευρίσκει έρημον, διότι οι κάτοικοι είχον φύγει εις τά όρη καί τήν καίει.

Μετά ταύτα εστράτευσε διά τήν Κόρινθον, όπου καί έφθασε μή απαντήσας αντίστασιν, ειμή εις τήν Μονήν τών Ταξιαρχών, όπου ώρμησαν έως πεντακόσιοι Τούρκοι εναντίον τού Ζαΐμη καί έφυγον οι στρατιώται του καθώς καί εις τά Μαύρα Λιθάρια, ένθα ο Χαραλάμπης, ο Νικόλαος Πετιμεζάς καί ο Νικόλαος Σολιώτης έρριψαν ολίγα τουφέκια τήν 21ην Απριλίου εναντίον του.»

Νικόλαος Σπηλιάδης (1785 - 1862)

Ο Κεχαγιάς πέρασε ατουφέκιστος από τήν βορειοανατολική Πελοπόννησο καί αφού έκαψε τό Αίγιο, τήν Κόρινθο καί τό Άργος, έφθασε στίς 6 Μαΐου 1821 θριαμβευτής στήν Τρίπολη. Ο Παπαφλέσσας, πρίν εγκαταλείψει τήν Κόρινθο είχε προηγουμένως κάψει τό σεράι τού Κιαμήλ Μπέη, ώστε νά ενοχοποιηθούν οι Κορίνθιοι πού δίσταζαν νά επαναστατήσουν. Η μάνα τού μπέη, ως αντεκδίκηση, έριξε κάτω από τό τείχος τής Ακροκορίνθου τούς ομήρους Έλληνες καί ανάμεσά τους τόν Ανδρίκο Νοταρά.

Θεόδωρος Κολοκοτρώνης Ο Κεχαγιάς μέ πεζούρα καί καβαλαρία αναχώρησε από τήν Τριπολιτσά στίς 12 Μαΐου μέ δώδεκα χιλιάδες ασκέρι καί μαζί του είχε καί τόν Κιαμήλ μπέη τής Κορινθίας. Η βίγλα τού Κολοκοτρώνη στήν Επάνω Χρέπα άναψε δύο φωτιές καί αυτό ήταν σημάδι ότι οι Τουρκοι καί οι Αλβανοί κατευθύνονταν πρός τό Βαλτέτσι. Προπορεύονταν οι γενναίοι Μπαρδουνιώτες μέ αρχηγό τους τόν περίφημο Ρουμπή. Ο στρατός χωρίστηκε σέ κολώνες καί η μία έπιασε τό Καλογεροβούνι, η άλλη τούς Αραχαμίτες, η τρίτη τό Φραγκόβρυσο καί η μεγαλύτερη τού Κεχαγιά μέ τά κανόνια, τά πολεμοφόδια καί τά τσαντήρια (σκηνές), κινήθηκε νοτιοδυτικά του Βαλτετσίου, αποκλείοντας έτσι κάθε διέξοδο διαφυγής τών Ελλήνων. Μάλιστα, ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης, όταν είδε ότι οι Τουρκαλβανοί τούς είχαν αποκλείσει από παντού, φώναξε "Σωθήκαμε!", διότι έτσι γνώριζε ότι δέν θά λιποτακτούσαν οι απόλεμοι Ρωμιοί γιά νά αφήσουν τούς ολίγους νά βγάλουν τό φίδι από τήν τρύπα.

«Αφού ήλθαν τά στρατεύματα εις Βαλτέτσι, τότε ο Κολοκοτρώνης διά πολλάς ημέρας επήγαινε καί ήρχετο εις Βαλτέτσι τήν αυγήν, από εκεί τό μεσημέρι πάλιν εις Χρυσοβίτσι καί τό εσπέρας εις Πιάνα. Αφού έγειναν όλα τά στρατεύματα τά Καρυτινά υπέρ τάς 2000 στρατιώται καλοί, ο Κολοκοτρώνης επήγεν εις Βαλτέτσι καί έκαμεν τά ακόλουθα ταμπούρια.

Πρώτον, ένα τού Ηλία καί Κυριακούλη Μαυρομιχάλη (Μανιάτικον), δεύτερον τού Παναγιώτη Κεφάλα, τού Δημήτρη Παπατσώνη καί τού Μήτρο Πέτροβα τών Καλαματιανών καί τών Μεσσηνίων, τρίτον τού Ηλία Φλέσα μέ τούς Λεονταρίτας, τέταρτον ταμπούρι είχαν κάμει επάνω εις τήν εκκλησίαν οι αδελφοί Μπουραίοι από τό χωρίον Κωνσταντίνους τής Μεσσηνίας.

Τό στρατόπεδον τού Βαλτετσίου είχε τά πάντα τακτοποιημένα καί ήτον υπό τήν αρχηγίαν τού Κυριακούλη Μαυρομιχάλη. Τών Μεσσηνίων τό ταμπούρι, εις τό οποίον ευρίσκετο ο Μητροπέτροβας ήτον εις τό κάτω μέρος τού χωρίου όπου εδούλευε καί η καβαλαρία τών Τούρκων καί αυτό εδέχθη όλην τήν τουρκικήν φωτιάν.»

Φώτιος Χρυσανθόπουλος ή Φωτάκος (1798 - 1879)

Στίς δυνάμεις τού Βαλτετσίου πού αναφέρει ο Φωτάκος συμπεριλαμβάνονταν κατά τόν Οικονόμου, οι Σαλαφατίνος, Σιόρης, Οικονομόπουλος, Ευμορφόπουλος καί ο οπλαρχηγός Αναγνωσταράς με 56 παλικάρια πού τοποθετήθηκε σάν δύναμη εφεδρείας μέσα στό χωριό. Κατά τήν διάρκεια τής μάχης εμφανίστηκε καί ο Κολοκοτρώνης, στό όρος Ρεζινίκο, καί κατά τήν πάγια τακτική του, τά παλληκάρια του έριξαν ομοβροντιές ώστε οι δυνάμεις του νά φαντάζουν στά μάτια τών Τούρκων πολλές χιλιάδες. Τό σύνολο τών ελληνικών δυνάμεων ήταν 1000 άνδρες καί μία γυναίκα, η Κωνσταντινιά κόρη του Παναγιώταρου Μπούρα.

Τό πρωΐ τής 12ης Μαΐου 1821, έφθασε στό Βαλτέτσι η προφυλακή τού Κεγαγιά, η οποία βρισκόταν υπό τήν διοίκηση τού ξακουστού Ρουμπή Βαρδουνιώτη καί τού Μαραμπούτη. Αμέσως ξεκίνησε μία σκληρή μάχη στήν οποία καί οι δύο πλευρές πολεμούσαν μέ πείσμα καί ηρωϊσμό.

«Ο Ρουμπής εβόησε κατά τήν πρό τής μάχης συνήθειαν:

- "Μπρέ Ρωμιοί! μά τό καλό πού σάς θέλω, ρίξετε τ' άρματα κι εβγάτε νά προσκυνήσετε. Μά τού Ρουμπή τ' όνομα! Καί μά τά τέσσερα κιτάπια τού Αλλάχ! Καί μά τού Πατισάχ μας τό κεφάλι! τρίχα σας δέ θά πειραχτεί, γιατί τό ξέρουμε πώς σάς γελάσανε καί δέν είναι από λόγου σας."

Οι Ρωμιοί τού αποκρίθηκαν:

- "Έ βρέ Τούρκοι, πάνε κείνα πού ξέρατε. Νά μάς δώσετε τ' άρματά σας τώρα γιατί θά μάς παρακαλάτε υστερνά καί δέ θ' ακούμε!"

Άναψε τό ντουφέκι. Δεκατέσσερεις μπαϊραχτάρηδες μπήκαν μπροστά νά μπήξουν τά μπαϊράκια (σημαίες) τους στά ταμπούρια μας. Μά καί οι δεκατέσσερεις θερίστηκαν από τά βόλια τών δικών μας. Μά νά σύγκαιρα έφτασε η πρώτη βοήθεια στούς μπλοκαρισμένους. Ήταν ο Κολοκοτρώνης πού ερχόταν από τό Χρυσοβίτσι. Ανέβηκε σέ μία ράχη, πού ίσαμε σήμερα τήν ονομάζουν τού "Κολοκοτρώνη τό βουνό", καί φώναξε:

- "Μπάρμπα Μήτρο! (Πέτροβα) ήρθε ο Κολοκοτρώνης μέ δέκα χιλιάδες. Βαστάτε καί σάς φέρνουμε απ' όλα."

Σέ λίγο φτάνει ο Πλαπούτας μ' οχτακόσιους νοματαίους καί από κείνη τήν ώρα ο Ρουμπής πού πολιορκούσε τούς δικούς μας στό Βαλτέτσι, βρέθηκε αυτός πολιορκημένος.»

Δημήτρης Φωτιάδης

Μήτρος Πέτροβας (Γαράντζα 1745 - 1838)

Μήτρος Πέτροβας (Γαράντζα 1745 - 1838)

Οι Μπαρδουνιώτες τού Ρουμπή μέ μαζικές εξορμήσεις καί αλαλαγμούς προσπαθούσαν επί πέντε καί πλέον ώρες νά ανοίξουν ένα κενό στό ταμπούρι τής Θολωτής Εκκλησιάς, όπου αμύνονταν οι αδελφοί Μπουραίοι. Οι επιτιθέμενοι απέτυχαν σέ όλες τίς επιθέσεις τους καθώς δέχονταν διαρκώς βόλια από τά δεκάδες ταμπούρια τών Ελλήνων. Οι Έλληνες πλέον έπαιρναν θάρρος βλέποντας τίς απώλειες τού εχθρού.

Εν τώ μεταξύ έφθασε καί ο Κολιόπουλος (Δημήτριος Πλαπούτας) μέ τόν Κανέλλο Δεληγιάννη καί 800 άνδρες από τήν Πιάνα καί πλευροκόπησε καί αυτός τούς Μπαρδουνιώτες τού Ρουμπή. Ο Κεχαγιάς έχοντας υποτιμήσει τά σκυλιά τούς γκιαούρηδες, δέν είχε ενισχύσει όπως έπρεπε τόν Ρουμπή ο οποίος παρά τήν αριθμητική του υπεροχή έπαθε πανωλεθρία καί ζήτησε τήν άμεση βοήθεια από τόν αρχηγό του.

Πράγματι τό απόγευμα τής ίδιας ημέρας, ο Κεχαγιάς έφθασε στήν είσοδο του Βαλτετσίου μέ τίς υπόλοιπες δυνάμεις του. Οι Τούρκοι αναθάρρησαν καί προσπάθησαν μέ νέες, λυσσαλέες επιθέσεις νά διασπάσουν τήν άμυνα τών επαναστατών.

«O παλιός γερό-κλέφτης μέ όλα τά περασμένα χρόνια του (εβδομήντα καί πάνω) κοντός, μαζεμένος, σκεβρωμένος μά όλος ψυχή αντρικία έγραψε κει πέρα (Βαλτέτσι) έπος πού θά δοξάζει τή Μεσσηνία στούς αιώνες, ορθός πολέμησε καί γιά νά μή χασομεράει τού γέμιζαν ντουφέκια καί τού τά δίναν τόνα πίσω από τό άλλο. Αυτός σημάδευε καί έριχνε αδιάκοπα. Διάλεγε καβαλαραίους καί δέν λάθευε κανέναν, είχε γκρεμίσει οκτώ σ' ένα γιουρούσι.»

Σπύρος Μελάς

Οι ώρες προχωρούσαν καί οι κανονιοβολισμοί συνεχίζονταν όλη τήν νύκτα. Οι χειριστές τών εχθρικών πυροβόλων πού βρίσκονταν μπροστά από τό ταμπούρι τού Κεφάλα καί τού Μήτρο Πέτροβα έριχναν τίς βολές τους πολύ υψηλότερα από τά οχυρά καί κτυπούσαν τούς δικούς τους καί συγκεκριμένα τό σώμα τού Ρουμπή πού βρισκόταν στόν πίσω λόφο.

«Οι Τούρκοι είδαν ότι δέν κάμουν τίποτε καί απελπίσθησαν. Ένας δέ αράπης είχεν αναβή από τό βράδυ εις μίαν αχλαδιά επάνω καί έβλεπε μακρύτερα τούς Έλληνας καί τούς εσκότωνεν, αλλ' οι Έλληνες δέν εγνώριζαν πόθεν έρχεται τό βόλι.

Επειδή καί εις τά βουνά αυτά κάμνει ψύχρα πολλή τήν νύκτα καί μάλιστα τήν άνοιξιν, είχαν από μικρά τσάχαλα καί από χαμόκλαδα φωτιά, αλλά δέν εζεσταινόμεθα καί αυτήν τήν νύκτα τήν επεράσαμεν κακά από τό κρύο. Ο Κολοκοτρώνης, ο Κωνσταντίνος Πετρόπουλος καπετάνιος από Μαγούλιανα καί εγώ, οι τρείς μας είχαμεν μόνον μία κοντοκαπότα τσοπάνικην, αλλά ποιός νά πρωτοσκεπασθή, μάλιστα εγώ κρύωσα, έγεινα μαύρος σάν τό σηκώτι καί μού επήραν αίμα καί έγιανα.

Τήν αυγήν ο Κωνσταντίνος Αλεξανδρόπουλος από Στεμνίτσαν επροσκάλεσε τόν Κολοκοτρώνη καί τούς περί αυτόν άν ηθέλαμεν νά πάμεν εις τό ταμπούρι του, όπου είχε φωτιά, κρασί καί μπογάτσα, διά νά φάμε καί νά ζεσταθούμε. Ενώ λοιπόν επαίρναμεν ολίγην μπογάτσαν ο καθένας μας καί επίναμε κρασί, οι Τούρκοι από τό αντικρυνόν μέρος έκαψαν μπαρούτη καί έκαμαν φουμάδα εις τήν οποίαν ανταπεκρίθη ο Ρουμπής. Ο Κολοκοτρώνης, αφού είδε ταίς φουμάδαις εγνώρισεν ότι ήτο σημείον νά φύγουν, καί επειδή τό στόμα του ήτον γεμάτο μπογάτσα, έβαλεν ευθύς τό δάκτυλόν του καί τήν έβγαλε καί έβαλε ταίς φωναίς: "οι Τούρκοι θά φύγουν καί ριχθήτε επάνω τους".

Ο τόπος τότε εβούησεν από ταίς φωναίς τού Κολοκοτρώνη καί τώ όντι οι Τούρκοι όπου φύγη φύγη, άφησαν τά τσαντήρια τους, τά πολεμικά τους πράγματα. Ο δέ αράπης, ο οποίος πάλιν τό πρωΐ ανέβη εις τήν αχλαδιά, δέν επρόφθασε νά καταβή κάτω καί κάποιος Έλλην τόν είδε καί αφού τού έρριξε καί τόν εσκότωσεν, έπεσε κάτω σάν ασκί, τά ρούχα του επήραν τότε φωτιά καί εκάη όλος σάν τό κερί. Ο βρόντος του, όταν έπεσε μέ έκαμε καί επήδηξα σάν λαγός μανιάτικος από τόν φόβον μου.»

Φώτιος Χρυσανθόπουλος Φωτάκος (1798 - 1879)

Τό πρωί τής 13ης Μαΐου 1821, οι Τούρκοι βλέποντας ότι νέα ελληνικά στρατεύματα έρχονται από τά Βέρβαινα σήμαναν μέ στήλες καπνού συναγερμό οπισθοχώρησης. Πράγματι η οργάνωση τών ελληνικών στρατευμάτων αποδείχτηκε άριστη στή μάχη τού Βαλτετσίου.

Οι καπεταναίοι Νικηταράς, Παναγιώτης Γιατράκος, Παναγιώτης Ζαφειρόπουλος καί Αντώνης Μαυρομιχάλης ήταν ήδη στή λίμνη Τάκα καί έπιαναν τίς πλάτες τών Τουρκαλβανών, οι οποίοι αντιλήφθηκαν ότι ήταν περικυκλωμένοι από παντού. Σέ αυτό ακριβώς τό χρονικό σημείο ο Κολοκοτρώνης διέταξε γενική αντεπίθεση καί τότε άρχισαν νά δουλεύουν τά ρωμέικα γιαταγάνια καί νά πέφτουν τά τούρκικα κεφάλια.

Οι μουσουλμάνοι, γνωρίζοντας τίς ελλείψεις τών Χριστιανών σέ ρουχισμό, τρόφιμα καί κυρίως όπλα, οπισθοχωρούντες πέταγαν όλα τά πολύτιμα πράγματά τους, γιά νά σταματούν οι επαναστάτες καί νά τά λαφυραγωγούν ώστε νά κερδίσουν έτσι χρόνο στή φυγή τους γιά τήν Τριπολιτσά. O Κολοκοτρώνης παρακολουθώντας τό κυνηγητό τών Τούρκων, πρόσεξε μέ τό κυάλι του ότι οι Ρωμιοί πλησίαζαν στόν κάμπο. Φοβούμενος γιά τό τουρκικό ιππικό φώναξε στά παλληκάρια του: "Έλληνες, γυρίστε πίσω, αφήστε Τούρκους γιά νά 'χουμε νά σκοτώσουμε κι άλλη μέρα".

anagnostarasΟι ελληνικές απώλειες ανήλθαν σέ μερικές δεκάδες νεκρούς, τών δέ Τούρκων σέ πολλές εκατοντάδες. Αυτή ήταν η πρώτη σοβαρή νίκη τής επανάστασης καί οι Ρωμιοί έκτοτε δέν θά σκορπούσαν μέ τήν εμφάνιση τού εχθρού, τόν οποίον μέχρι τότε θεωρούσαν ανίκητο. Ο Κεχαγιάς ντροπιασμένος καί έχοντας χάσει σχεδόν τό ένα τέταρτο τών στρατιωτών του, σέ μία μόνο μάχη, έφθασε τό βράδυ τής 13ης Μαΐου στήν Τρίπολη καί έκτοτε δέν τόλμησε νά βγεί από τά τείχη τής πόλης.

«Τρίτη, Τετράδη θλιβερή,
Πέμπτη φαρμακωμένη,
Παρασκευή ξημέρωνε
νά μή ΄χε ξημερώση,
πού βγήκε ο Κεχαγιάμπεης
μές στόν Μωριά νά πάη.
Μά' καψε χώραις καί χωριά,
χωριά καί βιλαέτια,
τήν Πάτρα τήν περήφανη,
Βοστίτσα παινεμένη,
Κόρθο κολώνα τού Μωριά
καί τ' Άργος τό καϋμένο.

Επήγε στήν Τριπολιτσάν
στήν ξακουσμένη χώρα,
Κιαμήλμπεης τού μίλησε,
Κιαμήλμπεης τού λέγει:
"ήρθες νά πολεμήσωμεν
Μωριά τόν ξακουσμένον.
Ταχύ σάν θέλεις πόλεμο
μέ τόν Κολοκοτρώνη έβγα
νά πολεμήσετε στά Τρίκορφα στή ράχι".

Παρασκευή ξημέρωνε
νά μή' χε ξημερώση,
πού βγήκε απ’ τήν Τριπολιτσάν
νά πάη στό Βαλτέτσι.
Κι' ο Κυριακούλης τού μιλάει
κι' ο Κυριακούλης λέει:
"Πού πάς βρέ κερατόμπεη
καί σύ σκυλαρβανίτη;
Δέν είν' τής Κόρθος τά χωριά,
τ' Αργίτικα κορίτσια,
εδώ τό λένε Τρίκορφα,
εδώ τό λεν' Βαλτέτσι".»

Δημοτικό τραγούδι γιά τή Νίκη στό Βαλτέτσι

Ακολουθεί διήγησις τού κοτσαμπάση Κανέλλου Δεληγιάννη, τού οποίου ο πατέρας Ιωάννης, πρό εικοσαετίας, είχε προσπαθήσει νά συλλάβει τόν Κολοκοτρώνη καί νά τόν παραδώσει στόν βοϊβόντα τής Τριπολιτσάς. Έκτοτε υπήρχε μίσος καί αντιπαλότητα μεταξύ τών δύο ανδρών.

«Έως εις τάς 10 Μαΐου 1821 ήτον συνηγμένοι εις τήν Βέρβαιναν τέσσαρες ώς έγγιστα χιλιάδες στρατιώται υπό τήν διεύθυνσιν τών αρχιερέων Έλους καί Βρεσθένης, Παναγιώτου Γιατράκου, τού Νικολάκη Δεληγιάννη καί τού Δημητρίου Καραμάνου, καί οι οπλαρχηγοί Παπακαλομοίρης, Μπαρμπιτσιώτης, Κουμουστιώτης, Κοντάκης. Ήτον καί ο Αντωνάκης Μαυρομιχάλης μέ 100, ως έγγιστα, Μανιάτας. Εις τάς 9 Μαίου κατέλαβον τό Λεβίδι οι Ανδρέας Ζαΐμης, Σωτήρης Χαραλάμπης, Λόντος, Θεοχαρόπουλος μέ επέκεινα τών τριών χιλιάδων εις τό Χρυσοβίτσι ο Κολοκοτρώνης μέ τόν Ανδρέα Παπαδιαμαντόπουλον χίλιοι ως έγγιστα εγώ δέ τήν θέσιν τής Πιάνας, πλησιεστέραν ούσαν τών άλλων εις τήν Τριπολιτσάν μεθόλων τών προκρίτων, μέ έπέκεινα τών δύο σχεδόν χιλιάδων.

Εις τό Βαλτέτσι ήτον ο Κυριακούλης, Ηλίας καί Ιωάννης Μαυρομιχάλαι μεθ' εκατόν πεντήκοντα Μανιατών. Έστειλα καί εγώ τόν Σαλαφατίνον μέ 38, τούς οποίους είχον ένα μήνα μαζί μου, ως είρηται. Ο Δημήτριος Παπατσώνης μέ τριακόσιους. Οι Πετροβαίοι, Παναγιώτης Κεφάλας καί Κώστας Μπούρας μετά διακοσίων, ο Ηλίας καί Νικήτας Φλεσιαίοι μέ διακόσιους ως έγγιστα. Αυτοί έμειναν καί επολιορκήθησαν αυθορμήτως, τό όλον 874. Ήτον τήν προτεραίαν καί άλλοι από διαφόρους επαρχίας, αλλ' άμα ήκουσαν από τούς αρχηγούς των ότι θά κλεισθούν νά πολεμήσουν μέχρι θανάτου καί οποίος φοβείται νά φύγη ευθύς από 1500 όπου ήτον έφυγον τήν νύκταν εκείνην καί έμειναν οι ως άνω είρηται.

Κατά τάς αρχάς τού Μαϊου είχομεν διωρισμένας δύο σκοπιάς, μίαν εις τήν επάνω Χρέπαν, καί μίαν εις τήν πηγήν, νά παρατηρούν μέ πολλήν προσοχήν τά κινήματα τών εχθρών μέ τοιούτον σύνθημα, ότι εάν κινηθούν κατά τού εν Βερβαίνοις στρατοπέδου νά βάλουν μίαν μεγάλην φωτιάν μέ καπνόν, άν κατά τού Βαλτετσίου νά βάλουν δύο, άν κατά τού Χρυσοβιτσίου τρείς, άν κατά τής Πιάνας τέσσαρας, άν κατά τού Λεβιδίου πέντε. Ώστε δι' οποίον μέρος εκινούντο, νά τρέξωμεν όλα τ' άλλα σώματα πρός βοήθειαν. Ελάβομεν εν τούτοις τοσούτα καί τοιαύτα αποφασιστικά καί απελπιστικά μέτρα άπαντες καί κατεσκευάσαμεν ισχυρά οχυρώματα, ώστε ή νά ανθέξωμεν πολεμούντες νά νικήσωμεν, ή νά αποθάνωμεν μέ τά όπλα εις τάς χείρας.

kanellos-deligiannis

Τήν 12 λοιπόν τού Μαΐου εις τάς 6 π.μ. μάς ανήγγειλαν αι σκοπιαί μας ότι εις τήν Επάνω Χρέπαν έβαλαν αι σκοπιαί δύο φωτιές μέ καπνούς μεγάλους τάς είδομεν αμέσως καί ευθύς είδοποιήσαμεν τό εις τό Χρυσοβίτσι σώμα νά ξεκινήση διά τό Βαλτέτσι, ως πλησιέστερον, καί συγχρόνως αναχωρούμεν καί ημείς διά νά δώσωμεν τών πολιορκουμένων σύντομον επικουρίαν, μήπως καί δειλιάσουν. Καί αμέσως εξεκίνησεν όλον αυτό τό σώμα. Οι Κιαχαγιάμπεης, Κιαμίλμπεης καί Δευτέρ Κιαχαγιάς εξεστράτευσαν επίτηδες διά τό Βαλτέτσι, γνωρίζοντες οι αυτόχθονες Τούρκοι ότι, άν δυνηθούν καί διαλύσουν αυτό, τότε αποδειλιούν τά άλλα καί ευκόλως δύνανται νά προχωρήσουν συσσωματωμένοι εις άπασαν τήν Πελοπόννησον, νά τήν υποτάξουν.

Εξήλθον λοιπόν δώδεκα χιλιάδες πεζοί καί δύο χιλιάδες ιππείς, όλοι εμπειροπόλεμοι, μέ απόφασιν νά πολεμήσουν απελπισμένα, κατά τήν διαβεβαίωσιν, τήν οποίαν μάς έκαμαν ο Μουσταφάμπεης, Σιακήρμπεης καί ο Δευτέρ Κιαχαγιάς μετά τήν άλωσιν τής Τριπολιτσάς, τούς όποίους είχομεν υποχείριους, καί ότι εις τήν εκστρατείαν εκείνην έμειναν εις τήν Τριπολιτσάν τότε έως δύο χιλιάδες γέροντες καί άλλοι διά φρουρά, οι δέ λοιποί όλοι, υπέρ τάς 14000, εξεστράτευσαν.

Φθάσαντες λοιπόν εις τό Βαλτέτσι επολιόρκησαν απ' όλα τά μέρη τούς άνω ειρημένους μέ τήν πεποίθησιν ότι θά νικήσουν, ώστε νά μήν δυνηθή νά σωθή ουδέ εις τών Ελλήνων. Ήρχισε λοιπόν η μάχη μέ απαραδειγμάτιστον επιμονήν καί απελπισίαν εξ αμφοτέρων τών μερών περιπλέον δέ έρριψαν τήν περισσοτέραν αυτών δύναμιν εις τό μέρος εις τό οποίον ήτον ωχυρωμένοι ο Παπατσώνης, Πετροβαίοι καί Κεφάλας, ως υπαρχούσης τής θέσεως εκείνης ομαλωτέρας καί αδυνατωτέρας τών άλλων, καί κατέλαβον τήν αντίθετον αυτών θέσιν οι εκλεκτότεροι μαχηταί Μπαρδουνιώται καί Αλβανοί καί μ' όσα γιουρούσια τους έκαμαν νά εμπορέσουν νά τούς αποδειλιάσουν, διά νά τούς διαλύσουν, εύρον ατρόμητον καρτερίαν καί επιμονήν.

Πρός τάς 9 π.μ. έφθασαν από τό Χρυσοβίτσι ο Κολοκοτρώνης καί Παπαδιαμαντόπουλος επικουρία τό επάνωθεν μέρος τού Βαλτετσίου πρός τό μέρος, όπερ κατείχεν ο Παπατσώνης καί λοιποί, αλλά τήν υπώρειαν αυτού πρός βορράν τήν είχον καταλάβει οι Βαρδουνιώται. Συνεκρούσθησαν αμέσως αλλά διά τό άνισον τής δυνάμεως, διά τό εισέτι απειροπόλεμον τών Ελλήνων καί διά τό αδύνατον τής θέσεως, επειδή καί δέν επρόφθασαν νά κάμουν οχυρώματα, μετά μίας σχεδόν ώρας αντίστασιν, απεσύρθησαν πολεμούντες πρός τό χωρίον Αραχαμίτες αβλαβώς, καί έμειναν εκεί συσσωματωμένοι περιμένοντες νά προφθάσωμεν καί ημείς.

Εγώ αμέσως ητοίμασα όλους τούς στρατιώτας καί εξεκίνησαν διά τό Βαλτέτσι προτρέπων αυτούς νά τρέξουν θαρραλέως, νά πολεμήσουν ατρομήτως, υπενθυμίσας εις αυτούς τήν πρό ολίγου νίκην τού Λεβιδίου αλλ' υποπτεύσας μήπως καθ' οδόν δειλιάσουν καί κρυφθούν εξ αυτών οι μικρόψυχοι, εδιόρισα επί κεφαλής αυτών τόν Δημήτριον Πλαπούταν, τόν Σταύρον Δημητρακόπουλον καί τόν Λαμπρινόπουλον εμπροσθοφυλακήν, εγώ δέ μετά τού Παναγιώτη Δημητρακοπούλου, Νικόλαου Ταμπακοπούλου καί λοιπών προκρίτων τής επαρχίας εμείναμεν οπισθοφυλακή, διά νά ξεριζώσωμεν όλους τούς στρατιώτας από τό χωρίον Πιάναν, καί μή άφήσαντες ουδ' ένα κατέβημεν εις τήν Πάπαιναν καί διέταξα τήν τακτικήν οδοιπορίαν.

Είχον διατάξει όλους ανεξαιρέτως νά τρέξουν όσον ηδύναντο ταχύτερον νά προφθάσουν εις τό Βαλτέτσι νά ενωθούν μέ τό σώμα τού Χρυσοβιτσίου, νά λάβουν ενεργητικόν μέρος εις τήν μάχην, νά ανακουφίσουν οπωσούν τούς πολιορκουμένους, μέχρις ότου φθάσω καί εγώ καί ούτως ηκολούθησαν καί εις τάς 10 π.μ. έφθασαν εκεί, καί αμέσως εκτυπήθησαν μέ τούς Τούρκους. Η μάχη αύτη ήρχισε μέ απαραδειγμάτιστον λύσσαν εξ αμφοτέρων τών μερών, καθότι κατήντησεν περί ζωής καί θανάτου, καί μ' όλον τό εμπειροπόλεμον τών Βαρδουνιώτων καί τών Αλβανών δέν εδυνήθηκαν νά οπισθοδρομήσουν τούς εδικούς μου ούδ' έν βήμα.

Περί τήν 1 μ.μ. υπέστρεψαν καί ο Κολοκοτρώνης μέ τόν Παπαδιαμαντόπουλον μέ τό σώμα καί ενωθέντες μέ τό ημέτερον, τρείς σχεδόν χιλιάδες, καί οχυρωθέντες κατήντησαν πολιορκουμένους τούς Βαρδουνιώτας καί Αλβανούς, καθότι πρός τό μέρος, τό όποίον ωχυρώθησαν οι εδικοί μας, ήτον ο Παπατσώνης, οι Πετροβαίοι καί Φλεσαίοι καί επολεμούσαν ατρομήτως όντες καλά οχυρωμένοι. Τό όπισθεν μέρος ωχυρώθησαν τά στρατιωτικά σώματα τής Καρύταινας, ώστε οι Τούρκοι κατήντησαν εις θέσιν δεινήν, πολεμούντες εκείνην τήν ημέραν καί τήν νύκταν ακαταπαύστως.

Εις τάς 9 λοιπόν π.μ. 13 Μαίου ως εκ συνθήματος έγινε γενική λιποταξία εις τό στρατόπεδον τών Τούρκων, ετζακίσθη εις τοιούτον βαθμόν καί μέ τοσαύτην φρίκην, ώστε δέν ηδυνήθη εις Οθωμανός νά πυροβολήση, αλλ' έτρεχον φεύγοντες, καί καθ' όδόν έρριπτον τά όπλα τους τά αργυρά, νά πέση η προσοχή τών Ελλήνων εις τά λάφυρα, νά διασωθούν αυτοί. Εάν επρόφθαναν εις τά Τρίκορφα πρό ημισείας ώρας τά εκ Λεβιδίου ή καί τά εκ Βερβαίνων ερχόμενα στρατεύματα, δέν ήθελεν υπάγει ουδέ εις Τούρκος ζωντανός εις τήν Τριπολιτσάν, αλλ' ήθελον αφήσει τά κώλα εκεί ένεκα τής απαραδειγματίστου δειλίας των.

Εφονεύθηκαν εις τήν μάχην εκείνην υπέρ τούς 1700 Τούρκοι καί ούτως υπέστρεψαν εις τήν Τριπολιτσάν. Από δέ τούς εντός τού Βαλτετσίου εφονεύθηκαν τέσσαρες Μανιάται, πέντε τού Παπατσώνη, τρείς τού Φλέσσα καί δύο τών Πετροβαίων, καί δεκατέσσαρες επληγώθηκαν απ' όλα τά σώματα. Από τούς εδικούς μας έξω εφονεύθησαν εννέα Καρυτινοί καί δώδεκα επληγώθηκαν τό όλον φονευμένοι καί πληγωμένοι 49. Επήραν δέ oι έσωθεν καί έξωθεν στρατιώται λάφυρα, τουφέκια, πιστόλας, σπαθιά υπέρ τάς τρείς χιλιάδας καί ωπλίσθηκαν καλώς υπέρ τάς τρείς χιλιάδας στρατιώται μέ αργυρά, όπλα καί λαμπρά ενδύματα. Επήραμεν δεκαοκτώ σημαίας, τέσσαρα κανόνια τού κάμπου, τρία τσαντήρια, άπειρα πολεμοεφόδια καί όλας τάς αποσκευάς τού τούρκικου στρατοπέδου.»

Κανέλλος Δεληγιάννης - Απομνημονεύματα.



Πηγή: agiasofia.com

Σχετικά άρθρα...

1 Σχόλιο

  1. Ο/Η ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Π ΗΛΙΟΥ λέει:

    Ο Παναγιώτης Κεφάλας, ένας απο τους πρώτους και διακεκριμένους Αγωνιστές-Οπλαρχηγούς της Επανάστασης του 1821 και μέγας συντελεστής της Εθνικής παλιγγενεσίας.Προσέφερε τα πάντα και αυτή τη ζωή του, πέφτοντας ηρωικά στο Μανιάκι το 1825 με τον Παπαφλέσσα παρ΄ότι είχε αντιρρήσεις λόγω της τεράστιας διαφοράς των αντιπάλων δυνάμεων.
    Δημήτριος Π.Ηλιού

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *