Ἡ μάχη τοῦ Σοβολάκου

Μάχη του Σοβολάκου

Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΣΟΒΟΛΑΚΟΥ
ΚΑΤΑ ΤΟΥ 1822*

Μὲ χιλιάδας ἀλβανῶν καὶ τάγματα ἱππέων Τριΐπουρος πασᾶς κινεῖ ἀπὸ Βραχώρι πνέων Ἄγρια μίση Μὲ μέγας τάχος προχωρεῖ, ἀλλ' ἔξαφνα οἱ βράχοι Τοῦ Σοβολάκου τὸν κρατοῦν καὶ σταματᾷ· ἡ μάχη Πρέπει ν' ἀρχίσῃ.

Ἐνῷ τὴν λείαν του ἐκεῖ ὁ θάνατος προσμένει, Καὶ εἶν' αἱ μάχαιραι γυμναὶ καὶ οἱ λύκοι σηκωμένοι Τῶν τουφεκίων, Ἀπὸ στεντόρειον φωνὴν ἡ πέριξ γῆ κλονεῖται· «Κἀνεὶς ἐὰν ῥίψω ἐγὼ μὴ κινηθῇ· σταθῆτε Μὲ αἷμα κρύον.»

Καὶ τοῦ Πασᾶ ὁ Κεχαγιᾶς ἀπὸ τὸ πεπρωμένον Ὠθούμενος, καὶ ἀλαζὼν τοῦ ἵππου καταβαίνων Ὅπλον ἁρπάζει· Προβαίνει μόνος καὶ πεζός. Τὴν χεῖρά του ἐκτείνων, Εἰς θέσιν φθάνει ἀντικρὺ τοῦ λόχου τῶν Ἑλλήνων Καὶ οὕτω κράζει·

-Ἀκίνητοι, ὦ Ἕλληνες, στὰ ὀχυρώματά σας Ἀκούσατε· πρὶν γεμισθοῦν ἀπὸ τὰ πτώματά σας Τάφοι καὶ λάκκοι, Θέλω σᾶς κάμει θεατὰς ἐγὼ σκηνῆς ὡραίας. Σ' ἐγνώρισ' ἀπὸ τὴν φωνὴν, υἱὲ τῆς Καλογραίας Καραϊσκάκη!

Πόθον αἰσθάνεται δριμὺν καὶ μέγαν ἡ ψυχή μου, Κι' ἄν ψυχὴν ἔχῃς, πρόβαλε καὶ στάσου ἀντικρύ μου Νὰ σὲ σκοπεύσω· Ἐὰν τοῦ τουφεκίου μου τὸ βόλι σὲ λανθάνῃ, Ῥῖψε μου ἐσύ. Μαρτύρομαι τὸ ἱερὸν κοράνι Νὰ μὴ σαλεύσω.-

Κ' ἰδοὺ, ἐξέρχεται ταχὺς ἀπὸ τ' ὀχύρωμά του Ὁ ἀτενίσας πάντοτε τὴν ὄψιν τοῦ θανάτου Μ' ἀταραξίαν. Ὁ Κεχαγιᾶς πυροκροτεῖ· ἡ σφαῖρά του συρίζει Ἄσκοπον τρέχουσαν γραμμὴν, καὶ τὸν ἀέρα σχίζει Χωρὶς ζημίαν.

-Γἱὲ τῆς τούρκας, ἔκραξεν ἡ ἥρως, μὲ σαλεύσῃς! Νὰ ᾖσαι τοῦρκος ἄνανδρος καὶ νὰ μὲ σημαδεύσῃς Σ' ἄφησα πρῶτον. Ἐσίγησα καὶ ἐγέλασα διὰ τὸν κομπασμόν σου, Καὶ δὲν ᾐσθάνθην ἄλλο τι εἰς τὸν τουφεκισμόν σου Εἰμὴ τὸν κρότον.

Πρέπει καὶ σὺ τὸ βόλι μου νὰ δοκιμάσῃς τώρα· Ἰδὲ ἄν ᾖσαι τυχηρὸς ἤ ἔφθασεν ἡ ὥρα Τῆς τελευτῆς σου. Ἐλπίζω τὸ κοράνι σου νὰ μὴν σὲ ὠφελήσῃ, Καὶ ἄλλο βόλι ἀπ' αὐτὸ ποτὲ νὰ μὴ γροικήσῃ Ἡ ἀκοή σου.-

Εἶπε καὶ βόλι φλογερὸν κατὰ τοῦ Τούρκου ῥίπτει Βόλι θανάτου· ὑψηλόν, βαρὺ τὸ σῶμα πίπτει Τοῦ ἀλαζόνος. Πίπτει, κ' ἠχεῖ περὶ αὐτὸν ὅπλων κλαγγὴ μεγάλη, Χαρᾶς φωνὴν οἱ ἕλληνες, λύπης φωνὴν οἱ ἄλλοι Πετοῦν συγχρόνως.

Διὰ νὰ πάρουν τὸν νεκρὸν οἱ τούρκοι τρὶς ὁρμῶσι, Καὶ πάλιν τρὶς βιάζονται ὀπίσω νὰ στραφῶσι Κατῃσχυσμένοι. Οἱ ἔφιπποι μετὰ φθορᾶς πολλῆς παραμερίζουν, Οἱ δ' ἀλβανοὶ ὁλόγυρα τῶν βράχων τουφεκίζουν Ὠχυρωμένοι.

Ὁρμᾷ πρὸς λείαν τοῦ νεκροῦ ὁ Δῆμος ὁ ἀνδρεῖος, Ἀλλ' ἐξαπλόνεται πεσὼν αἱματωμένος, κρύος Ἐκεῖ πλησίον. Ὁ Καραΐσκος τὸν θρηνεῖ καὶ οἱ ἀνδρεῖοι ὅλοι. Ὁρμοῦν τρεῖς ἄλλοι... καὶ τοὺς τρεῖς ἐφόνευσε τὸ βόλι Τῶν ἐναντίων.

«Φθάνουν οἱ ἄδικοι, βοᾷ ὁ Καραΐσκος, φόνοι!» Παρήκουσε τὴν προσταγὴν καὶ τὸ σπαθὶ γυμνόνει Νέος ἀθῶος, Νέος, μικρὸς ὁ Λυγαριᾶς, πρωτόπειρος πολέμου, Τρέχει...** δὲν τρέχει, χύνεται ὡσὰν πνοὴ ἀνέμου Καὶ φθάνει σῶος.

Πρηνὴς καὶ προφυλακτικὸς μὲ κοπτερὸν μαχαίρι Σχίζει τὴν ζώνην τοῦ νεκροῦ, καὶ δράξας τὸ κημέρι Καὶ τ' ἅρματά του, Ἐν μέσῳ ἐχθρικοῦ πυρὸς ταχὺς τὰ νῶτα στρέφει, Καὶ ζηλευμένος νικητὴς ἐκ νέου ἐπιστρέφει Στ' ὀχύρωμά του.

-Ἀπὸ τὸν τάρταρον πετῶν εἰς πτέρυγας ἀνέμων Ἦλθε πλησίον του πασᾶ λόγους βαρεῖς ὁ Δαίμων Νὰ ἐμφυσήσῃ. «Ἐκδίκησιν, εἶπε, ζητεῖ τοῦ Κεχαγιᾶ τὸ πτῶμα, » Πρὸς τοὺς ἀπίστους τῶν πιστῶν ὁλόκληρον τὸ σῶμα Ἄς ἐφορμήσῃ.

Αἶσχος! τὴν μάχην θεωρεῖς μὲ ἀδιαφορίαν; Ὀλίγοι ἕλληνες, Πασᾶ, σοῦ προξενοῦν δειλίαν Τόσην μεγάλην;» Καὶ ἰδοὺ, στήνει ὁ πασᾶς ἱππόδασιν σημαίαν, Καὶ συναθροίζει τοὺς ἱππεῖς καὶ φέρονται πρὸς νέαν Ἔφοδον πάλιν.

Ἀκούω τοὺς χρεμετισμοὺς τῶν φιλομάχων ἵππων, Τὰς προσευχὰς τῶν ἀσεβῶν, καὶ συνεχῆ τὸν κτύπον Πολλῶν κυμβάλων· Ὡς κυματίζον πέλαγος τὸ ῥεῦμα τῶν ἱππέων Συμπυκνωμένον θεωρῶ νὰ χύνεται ῥαγδαῖον, Μὲ μέγαν σάλον.

(Λείπει τὸ τέλος)

*Τὸ Ὁμηρικὸν τοῦτο ἐπεισόδιον τοῦ ἀγῶνος ἐγράφη κατὰ τὰς νεανικὰς ἡμέρας τοῦ ποιητοῦ, ὅτε ἀνήρτα καὶ αὐτὸς τὸ ξίφος τοῦ πολέμου εἰς δάφνην. Ἐντεῦθεν τὸ ποιημάτιον τοῦτο ἔχει τι ἀφελὲς καὶ ἡρωϊκὸν, ὡς ἦσαν οἱ ἡμίθεοι τοὺς ὁποίους σκιαγραφεῖ, ὡς ἦσαν αἱ ἡμέραι καθ' ἅς ἐξήλθομεν τοῦ ἀγῶνος. Παρῆλθον αἱ ἡμέραι ἐκεῖναι καθὼς παρῆλθεν ὁ ποιητὴς ἀφ' ἡμῶν, καὶ τὸ ἡμιτελὲς τοῦτο ποιημάτιον εἶναι ἡμίθραυστος στήλη πενθοῦσα ἐπὶ μνήμης διπλῆς.

Διὰ τί νὰ μὴ δύναμαι νὰ προσφέρω πλῆρες τὸ ἔργον! Ἦτο περιγραφὴ νίκης ἀξίας τοῦ Καραΐσκου, τὴν ὁποίαν τοσάκις μὲ διηγήθη ὁ ποιητὴς μὲ ἄπληστον ἐνθουσιασμόν.

Γ.Π

**Ἐνταῦθα ἡ μετριοφροσύνη τοῦ ποιητοῦ σημειόνει τὸν στίχον·

Non suse no, precipitè di sella·

ὅν ἐμιμήθη ἐκ τῆς ἐποποιΐας τοῦ Τάσσου. Ὁποῖον μάθημα ἠθικῆς διά τινας τῶν συγχρόνων του!

Ἀλλὰ μεταξὺ τῶν χειρογράφων αὐτοῦ εὑρίσκω καὶ τὴν ἐφεξῆς σημείωσιν, τὴν ὁποίαν ὀφείλω νὰ παραθέσω ἐνταῦθα, ὡς συμπληροῦσαν ἕν τῶν ὡραιοτέρων ἔργων τοῦ ποιητοῦ καὶ ἐπιμαρτυροῦσαν τὸ εὐγενὲς τοῦ χαρακτῆρός του. Ἰδοὺ ἡ σημείωσις.

ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΚΑΙ Η ΚΟΡΩΝΑ.

»Ἤρχισα τὴν 8 Μαρτίου 1854 καὶ ἐτελείωσα τὴν 22 τοῦ ἰδίου.
Μετὰ τὴν 20 στροφὴν παρέλειψα τὴν ἐφεξῆς·

Καὶ ὁ ἀστρίτης στὴν ὀργὴ του Τὸ κεφάλι ἀνασηκόνει, Καὶ τὴ γλῶσσα τὴ λεπτή του Κονταρίζει μὲ θυμό, Ποῦ θαρρεῖς ἡ μιὰ καὶ μόνη Εἶναι γλῶσσαις δεκοχτώ.

Διότι εἰς τὴν ἐκτύπωσιν τῆς μιᾶς κόλλας δὲν ἐχωροῦσαν 58 στροφαὶ, καὶ διότι μάλιστα μετὰ τὸ πέρας αὐτῆς, ῥίψας τυχαίως ἕν βλέμμα εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ τοῦ Τάσσου (ᾠδῆ Β'. Στροφ. 55) ἐξεπλάγην εὑρών τὴν αὐτὴν παρομοίωσιν. Εἶναι δὲ τόσῳ μᾶλλον περίεργον, καθ' ὅσον τὴν ᾠδὴν ταύτην τοῦ Τάσσου δὲν εἶχον ἀναγνώσει ἀπὸ τριακονταετίας.

Ἀφῄρεσα δὲ καὶ τὴν 49 στροφήν μου -διὰ τὸν πρῶτον λόγον- οὕτως ἔχουσαν·

Τρέμουν σκόρπιοι οἱ κολασμένοι. Κοπὰδια πουλιῶν ποῦ τύχῃ Στὴ βοσκή της ξαφνισμένη Ὅμοια βλέπει τὸν ἀετό, Ὅμοια φεύγει ἀπὸ τὸ νύχι Καὶ τὸ στόμα τὸ σκληρό.»



Πηγή: Γεωργίου X. Ζαλοκώστα Τὰ ἄπαντα / 2η ἔκδ. Ὑπό Εὐγενίου Γ. Ζαλοκώστα. Ἐν Ἀθήναις: Ἐκ τοῦ Τυπογραφείου τῶν ἀδελφῶν Περρῆ, 1873.

Γεώργιος Καραϊσκάκης, λιθογραφία  του Karl Krazeisen (Πηγή: wikimedia)

Γεώργιος Καραϊσκάκης, λιθογραφία του Karl Krazeisen (Πηγή: wikimedia)

Σχετικά άρθρα...

1 Σχόλιο

  1. Ο/Η Ἑλλήνων Φῶς λέει:

    104
    Τὴν αἰσθάνονται, καὶ ἀφρίζουν
    Tὰ νερά, καὶ τ' ἀγροικῶ
    Δυνατὰ νὰ μουρμουρίζουν,
    'Σὰν νὰ ῥυάζετο θηριό.

    105
    Κακορίζικοι, ποῦ πᾶτε
    Τοῦ Ἀχελώου μὲσ' 'ς τὴ ῥοή,(10)
    Καὶ πιδέξια πολεμᾶτε
    Ἀπὸ τὴν καταδρομὴ

    106
    Νὰ ἀποφύγετε! τὸ κῦμα
    Ἒγεινε ὅλο φουσκωτό·
    Ἐκεῖ εὑρήκατε τὸ μνῆμα,
    Πρὶν νὰ εὐρῆτε ἀφανισμό.

    107
    Βλασφημάει, σκούζει, μουγκρίζει
    Kάθε λάρυγγας ἐχθροῦ,
    Kαὶ τὸ ῥεῦμα γαργαρίζει
    Ταῖς βλασφήμιαις τοῦ θυμοῦ.

    108
    Σφαλερὰ τετραποδίζουν
    Πλῆθος ἄλογα, καὶ ὀρθὰ
    Τρομασμένα χλιμιτρίζουν,
    Καὶ πατοῦν εἰς τὰ κορμιά.

    109
    Ποῖος 'ς τὸν σύντροφον ἁπλώνει
    Χέρι, ὡσὰν νὰ βοηθηθῇ·
    Ποῖος τὴ σάρκα του δαγκώνει,
    Ὃσο ὅπου νὰ νεκρωθῇ·

    110
    Kεφαλαῖς ἀπελπισμέναις
    Μὲ τὰ μάτια πεταχτά,
    Κατὰ τ' ἄστρα σηκωμέναις
    Γιὰ τὴν ὕστερη φορά.

    111
    Σβυέται, -αὐξαίνοντας ἡ πρώτη
    Τοῦ Ἀχελώου νεροσυρμή,-
    Τὸ χλιμίτρισμα, καὶ οἱ κρότοι,
    Καὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ γογγυσμοί.

    112
    Ἔτσι ν' ἄκουα νὰ βουύξῃ
    Τὸν βαθὺν Ὠκεανό,
    Καὶ 'ς τὸ κῦμά του νὰ πνίξῃ
    Κάθε σπέρμα Ἀγαρηνό·

    113
    Καὶ ἐκεῖ ποῦ ναι ἡ Ἁγία Σοφία,
    Μὲσ' 'ς τοὺς λόφους τοὺς ἑπτά,
    Ὅλα τ' ἄψυχα κορμία,
    Βραχοσύντριφτα, γυμνά,

    114
    Σωριασμένα νὰ τὰ σπρώξῃ
    Ἡ κατάρα τοῦ Θεοῦ,
    Κι ἀπ' ἐκεῖ νὰ τὰ μαζώξῃ
    Ὁ ἀδελφός του Φεγγαριοῦ(11)

    115
    Κάθε πέτρα μνῆμα ἂς γένη·
    Καὶ ἡ Θρησκεία, κ' ἡ Ἐλευθεριὰ
    Μ' ἀργοπάτημα ἂς πηγαίνῃ
    Μεταξύ τους, καὶ ἂς μετρᾷ.

    116
    Ἕνα λείψανο ἀνεβαίνει
    Τεντωτό, πιστομητό,
    Κι' ἄλλο ξάφνου κατεβαίνει,
    καὶ δὲν φαίνεται καὶ πλιό.

    117
    Καὶ χειρότερ' ἀγριεύει
    Καὶ φουσκώνει ὁ ποταμός·
    Πάντα, πάντα περισσεύει
    Πολυφλοίσβισμα καὶ ἀφρός.

    Ὑμνος εἰς τὴν Ἐλευθερίαν (Διονύσιος Σολωμός)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *