Η νύχτα στην οποία βρισκόμαστε, είναι πιο σκοτεινή απ’ ό,τι μπορούμε να φανταστούμε

class

του Κώστα Μ. Σταματόπουλου

Η ιστορία είναι χιλιοειπωμένη, αλλ’ αξίζει θαρρώ να την επαναλάβομε: ο Γυμνασιάρχης της Χίου, ο θρυλικός Λησμονάκης, κατά τον πάνδημο εορτασμό το 1912 επί τη απελευθερώσει της νήσου, αφού εξέφρασε εκ μέρους όλων ειλικρινή χαρά για την μεγάλη και από γενιές περιπόθητη ημέρα της ένωσης με την Ελλάδα, στρεφόμενος προς τους μαθητές, είπε το αμίμητο: «Και τώρα ό,τι μάθατε, μάθατε, διότι από τώρα υπαγόμεθα στο ελληνικό υπουργείο Παιδείας!»

Το επίπεδο της παιδείας στον αλύτρωτο Ελληνισμό ήταν βέβαια ιδιαίτερα υψηλό, αποτελώντας, μαζί με τα επιτεύγματα στον χώρο της οικονομίας, το κύριο καύχημα των ελληνικών κοινοτήτων απ’ άκρου εις άκρον της επικράτειας του σουλτάνου και όχι μόνον. Πλην όμως, θα πρέπει για λόγους δικαιοσύνης να αναγνωρίσομε ότι και το παρ’ ημίν, στην ελεύθερη δηλαδή Ελλάδα, επίπεδο παιδείας, τόσο προ του 1912-22 (η Αθήνα εστήριζε άλλωστε τα μέγιστα την ελληνική εκπαιδευτική προσπάθεια στην Ανατολή), όσο και μετά, υπήρξε αξιόλογο και από πλευράς στελεχώσεως, εμψύχου δηλαδή υλικού όλων των βαθμίδων, και από πλευράς περιεχομένου της διδακτέας ύλης. Το ίδιο μπορούμε να πούμε για τα άτομα που χρημάτισαν υπουργοί και ανώτατοι αξιωματούχοι στο υπουργείο Παιδείας. Αδυναμίες και ανεπάρκειες υπήρχαν πολλές, πλην το γενικό επίπεδο ήταν ικανοποιητικό και ορισμένες ανώτατες ελληνικές σχολές αμιλλώντο επιτυχώς με τις ύπατες του Δυτικού Κόσμου.

Όπως σε πολλά, έτσι και στην παιδεία, η τομή επήλθε στην Μεταπολίτευση, κατά την οποία μέσα σε ελάχιστα χρόνια τα πάντα σ’ αυτήν κατακρημνίσθηκαν: οι νεώτερες γενιές απεκόπησαν από την δυνατότητα πρόσβασης στο μέγιστο μέρος της ελληνικής γραμματείας με την απαγόρευση της καθαρεύουσας * και τον περιορισμό της διδασκαλίας των Αρχαίων Ελληνικών, ενώ καταργείτο η ιστορική ορθογραφία, κατελύετο στην κατώτερη και μέση εκπαίδευση κάθε ελεγκτική αρχή, και παρεδίδοντο τα Πανεπιστήμια βορά στην κομματοκρατία, ήτοι στην αναξιοκρατία, στην αρχή της ήσσονος προσπάθειας, στην αναρρίχηση εντός και εκτός Πανεπιστημίου των ημετέρων των κομματικών μηχανισμών και των συνδικαλιστικών παρεπομένων τους. «Κάτω η εντατικοποίηση των σπουδών», κραύγαζε ενθουσιασμένος ο Έλληνας σπουδαστής, προτού θρονιαστεί στην πρώτη καφετέρια. Και η ελληνική πολιτεία έσπευδε να τον ικανοποιήσει, ιδρύοντας «πανεπιστήμια» σε κάθε πόλη και χωρίο, με κριτήρια ψηφοθηρικά, αδιάντροπα πολέμια της Παιδείας, κατεβάζοντας την βάση στην βαθμολογία των εισαγωγικών έως και στα 5 στα 20 (ώστε να νοικιάζονται δωμάτια και να ανθούν οι καφετέριες στις πόλεις της επαρχίας που φιλοξενούσαν «ανώτερες» ή «ανώτατες» «σχολές»**), προσλαμβάνοντας στρατιές αχρήστων στο Δημόσιο και μετατρέποντας την θέση του υπουργού Παιδείας σε θέση δυσμένειας ή ικανοποίησης των πιο ανίκανων, μολαταύτα υπουργοποιήσιμων, κομματικών στελεχών. Αυτά δε την ώρα που ο κόσμος μίκραινε, η παγκοσμιοποίηση προχωρούσε και ο διεθνής ανταγωνισμός γινόταν αμείλικτος. Η κατάρρευση του συστήματος Παιδείας ήταν απολύτως σύγχρονη με την αποξήλωση και την εξάρθρωση της οικονομίας. Έτσι η καταστροφή για το Έθνος υπήρξε καθολική.

Ίσως, όμως, να μην είχε καταστεί ανεπανόρθωτη, αν παράλληλα δεν συντελείτο και τρίτη αποδόμηση, πιο βαθιά και πιο ριζική, ήτοι σχεδόν μη αναστρέψιμη. Αυτή του ήθους και του τρόπου του Έλληνα, από το υποτίθεται επιφανειακό επίπεδο της κοινωνικής συμπεριφοράς – μεταβλήθηκε λχ. επί το μάγκικο έως και η εκφορά του ελληνικού λόγου (θυμούμαι πάνω σ’ αυτό σε συζήτηση συγκεκριμένα σχόλια του Μάνου Χατζιδάκη και του Δημήτρη Χορν) – έως εκείνο της νοοτροπίας. Μεταβολή που έδωσε την χαριστική βολή στην πάντοτε εύθραυστη αστική μας τάξη και διέστρεψε σε βάθος το ήθος της αγροτιάς. Λόγω ιδιαίτερα σκληρών συγκυριών, αμόρφωτος ήταν συχνά ο Έλληνας, ανάγωγος όμως σπανίως υπήρξε.

Στο πρωτοφανές αυτό ξεχείλωμα, μείζον διαφθορείο αποδείχθηκε το ΠΑΣΟΚ (και ο μέγας ιεροφάντης του Ανδρέας), επιδεξίως εκμεταλλευόμενο πάγιες ροπές του ελληνικού ψυχισμού, καθώς και τους ευρωπαϊκούς πακτωλούς, ώστε να οικοδομήσει την ολοκληρωτική κυριαρχία του, μετατρέποντας τους Έλληνες σε χυδαία και θρασύτατη μάζα άξεστων τομαριστών. Άθλιος υπήρξε, τα ίδια εκείνα χρόνια, ο ρόλος της τηλεοράσεως και τεράστιου μέρους του τύπου. Έτσι, το περιούσιο και ανάδελφον έθνος, με την παιδεία του στα τάρταρα και την εγχώρια οικονομία του σε συστηματική κατεδάφιση, ζώντας ανερυθρίαστα και ανέμελα όλο και πιο πολύ με τις επιδοτήσεις και τα δανεικά των κουτόφραγκων, διδάχθηκε, πατώντας στον πατροπαράδοτο φθόνο της υπεροχής (ακούσαμε τελευταία και τις περί αριστείας υπουργικές απόψεις!), να επαίρεται για τα ελαττώματά του και σαν κακομαθημένο ανεύθυνο παιδί να απαιτεί τα πάντα και να μην προσφέρει τίποτε. Την ηθική εξαχρείωση καλλιέργησε για λόγους ιδιοτελείς η κομματαρχία, μαζί με όλα όσα είπαμε, αλλά και με το προσωπικό παράδειγμα πλείστων εκπροσώπων της, πλην εξαιρέσεων. Το αποκορύφωμα της ξεδιαντροπιάς ήταν και παραμένει ο νόμος περί ευθύνης υπουργών – κι είναι αυτή ακριβώς η απερίγραπτη κατάντια που έφερε από αντίδραση το ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία και εξέθρεψε την Χρυσή Αυγή.

Και κάτι επί πλέον ουσιαστικό. Το ότι, δηλαδή, όλα τα παραπάνω συντελέσθηκαν και εξακολουθούν να συντελούνται με φόντο την πλήρη αντιστροφή-διαστροφή της αισθητικής, σε έναν λαό πατροπαράδοτα δημιουργό ομορφιάς (το φιλοκαλούμεν μετ’ ευτελείας του Περικλέους υπήρξε διαχρονικά ο χρυσούς κανόνας της ελληνικής αισθητικής έως τα χθες), φαινόμενο που παρατηρείται χονδρικά μετά το 1950 και γενικεύεται μία δεκαετία αργότερα (κάτι που είναι ολοφάνερο στις ελληνικές ταινίες της εποχής). Τούτο δε παρά την έξοχη καλλιτεχνική δημιουργία της εποχής, προϊόν μιας δράκας φωτισμένων ανθρώπων, την ώρα που η λοιπή κοινωνία – πιθανώς μετά την χαριστική βολή του Εμφυλίου – έμπαινε σε φάση ασυγκράτητης παρακμής, της οποίας τα συμπτώματα σταδιακά ενισχύονταν. Το φαινόμενο είναι φυσικά παγκόσμιο. Η έλλειψη, όμως, παρ’ ημίν παιδείας και αγωγής, η έλλειψη ιθύνουσας τάξεως και πάσης μορφής αξίων ταγών, το κάμουν στον τόπο μας ακόμη πιο εκκωφαντικό, διότι χωρίς αντίλογο και αντίβαρο. Αν αληθεύει ότι η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο, κατά την ρήση του μεγάλου Ντοστογιέφσκυ, τότε η παντελής έλλειψή της, στις πόλεις, στα χωριά και στα σπίτια των Ελλήνων, μόνον απαισιόδοξους μας καθιστά. Κι η απότομη άνοδος του βιοτικού επιπέδου τις δεκαετίες πριν από την «κρίση», έδωσε στην ασχήμια μία θρασύτητα και μία έπαρση που δεν είχε πιο πριν, όπου ακόμη μας έσωζε, από την ανάποδη πια, η μέχρι τότε λόγω φτώχειας αχώριστή μας ευτέλεια.

Με λίγα λόγια: η νύχτα στην οποία βρισκόμαστε είναι πιο σκοτεινή απ’ ό,τι μπορούμε να φανταστούμε. Εύκολη η διάγνωση, η κριτική και η γκρίνια. Δύσκολη αν όχι αδύνατη η θεραπεία, ελλείψει ανθρώπων επαρκών να αναλάβουν καθολικά κι από την ρίζα την ανόρθωση. Κι η κρίση, στο μεταξύ, να λειτουργεί ως πρόσχημα και ως άλλοθι για να καλύψει παλιές αλλά και τωρινές –πάντα τις ίδιες– ανομίες.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

* Ουδέποτε θα υποστήριζα την μονοκρατορία της καθαρεύουσας, πλην οφείλω να πω πως η δια νόμου κατάργησή της υπήρξε όχι μόνον απαράδεκτη, αλλά και μοιραία. Όχι μόνον διότι απέκοψε τον μέσο Έλληνα από μεγάλο μέρος της γραμματείας του και επομένως από πολλές από τις ρίζες του, αλλά και διότι η καθαρεύουσα ως γλώσσα εγκεφαλική, με τις σφικτές, ακονισμένες και στιλπνές της φράσεις να αναπτύσσονται σχεδόν ως μαθηματικές εξισώσεις, συνέβαλε στην συγκέντρωση, στο συμμάζεμα του νου και στην εκλογίκευση, διαδικασίες με τις οποίες ο Νεοέλληνας έχει σχέση μάλλον χαλαρή και απόμακρη. Εξυπηρετούσε, δηλαδή, η καθαρεύουσα την Παιδεία τόσο στο επίπεδο της μόρφωσης, όσο και στο βαθύτερο που αποκαλέσαμε «τρόπο» και «αγωγή».

** Άκουσα με τα αυτιά μου υποψήφιο δήμαρχο, σε προεκλογική του συγκέντρωση, σε πόλη που φιλοξενεί Τ.Ε.Ι., να απαριθμεί μεταξύ των απαιτήσεων του δήμου του (του οποίου ήταν ακόμη δήμαρχος) προς την κυβέρνηση την περαιτέρω μείωση των βάσεων στα 2 ½ στα 20! Και το πλήθος μπροστά του να επικροτεί, να χειροκροτεί και να αλαλάζει.



Πηγή: Περιοδικό Η Νέα Πολιτική

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *