Η θυσία – καταστροφή των Ψαρών (20 - 22 Ιουνίου 1824)

Νικόλαος Γύζης: Μετά την Καταστροφή των Ψαρών Πηγή: wikipedia.org

Νικόλαος Γύζης: Μετά την Καταστροφή των Ψαρών
Πηγή: wikipedia.org

Η καταστροφή των Ψαρών από τους Τούρκους κατέχει ξεχωριστή θέση ανάμεσα στις θυσίες που πρόσφερε το γένος στο βωμό της ελευθερίας στην επανάσταση του 1821. Το μεγάλο δράμα που συγκλόνισε το πανελλήνιο και συγκίνησε τους πολιτισμένους λαούς, είναι από τα άφθαστα παραδείγματα ηρωισμού και θυσίας, αφού συμβολίζει το ανεξάντλητο και ακατάπαυστο αγωνιστικό πάθος της φυλής.

Μέσα στα γαλάζια νερά του Αιγαίου, σαν πελώριος απομονωμένος βράχος, φαντάζει από μακριά το ηρωικό και δοξασμένο νησί. Αποκομμένα και κάπως απομακρυσμένα τα Ψαρά, τα συντροφεύει η ιστορία τους. Μια ιστορία γεμάτη αγώνες, θυσία και δόξα. Πράγματι” λίγα είναι τα ιστορικά μέρη της Ελλάδος που ακτινοβολούν τόση δόξα και προκαλούν στον επισκέπτη – προσκυνητή τόση συγκίνηση και τόσο σεβασμό, όσο τα Ψαρά. Τούτος ο τόπος σε όλη του την έκταση είναι ποτισμένος από το αίμα των ηρωικών υπερασπιστών του. Κάθε πέτρα και ένα κατόρθωμα, κάθε ακρογιαλιά και μια ιστορία.

Οι κάτοικοι των Ψαρών, από τα πρώτα ακόμη χρόνια της Τουρκοκρατίας, στράφηκαν στη θάλασσα, μιας και το νησί ορεινό καθώς ήταν δεν προσφερόταν για άλλου είδους ενασχολήσεις. Γρήγορα άρχισαν να ναυπηγούν πλοία και να επιδίδονται με απόλυτη επιτυχία στο εμπόριο. Η ναυπηγική τέχνη αναπτύσσεται αλματωδώς, ώστε με την πάροδο του χρόνου να είναι ισάξια των ευρωπαϊκών ναυπηγείων, με αποτέλεσμα πολλοί Ευρωπαίοι να μένουν εκστατικοί μαθαίνοντας ότι τα καράβια αυτά των Ψαριανών έχουν κατασκευαστεί από αγράμματους που δεν έχουν τις αναγκαίες θεωρητικές γνώσεις, αλλά ως μέτρο σύγκρισης την τεράστια πρακτική γνώση. Το νησί γνώρισε την εποχή εκείνη (17-ος αιώνας), μια αξιόλογη οικονομική ανάπτυξη που οφειλόταν στην εργατικότητα και το θάρρος των Ψαριανών ναυτικών.

Ο εμπορικός στόλος όλο και μεγάλωνε και άπλωνε τις δραστηριότητές του σε όλο περισσότερα και πιο μακρινά μέρη. Είναι χαρακτηριστικό ότι η επανάσταση του 1821 βρίσκει τους Ψαριανούς με περισσότερα από 300 καράβια, μικρού και μεγάλου εκτοπίσματος, που ταξιδεύουν σε όλες τις θάλασσες, κουβαλώντας πλούτη στο νησί τους. Επειδή στα ταξίδια τους ήταν υποχρεωμένοι να αντιμετωπίζουν συχνά τους πειρατές, όπλισαν τα πλοία τους με πυροβόλα, τα οποία πολλές φορές βρέθηκαν στην ανάγκη να τα χρησιμοποιήσουν. Έτσι πολύ σύντομα απέκτησαν πείρα πολεμική και αναδείχθηκαν κατόπιν γενναίοι και έμπειροι θαλασσομάχοι.

Από το 1770 οι Ψαριανοί είχαν οπλίσει καταδρομικά πλοία. Μεγάλη υπήρξε η πολεμική τους δραστηριότητα στα προεπαναστατικά χρόνια. Έκαναν επιδρομές στα τουρκικά παράλια προξενώντας ανυπολόγιστες καταστροφές και εξασφαλίζοντας υλικά μέσα για τον καλύτερο εξοπλισμό τους και την αρτιότερη οχύρωση του νησιού. Ενώ όλη η Ελλάδα στέναζε κάτω από τον τουρκικό ζυγό, τα ψαριανά καράβια με τις ηρωικές καταδρομές τους , είχαν γίνει ο βραχνάς του σουλτάνου. Έτσι, όταν σήμανε η μεγάλη στιγμή του ξεσηκωμού του γένους, το ηρωικό νησί με τα θρυλικά μπουρλότα, βρέθηκε από την αρχή στην πρωτοπορία του αγώνος.

Όταν λοιπόν έφτασε η πολυπόθητη είδηση της επαναστάσεως στο νησί, αφού έγινε δοξολογία για την ευόδωση του αγώνος, ένωσαν όλοι τα χέρια και την καρδιά και ορκίστηκαν «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Η ΘΑΝΑΤΟΣ». Από τη στιγμή αυτή οι Ψαριανοί έλαβαν ενεργό μέρος στην επανάσταση και τήρησαν τον όρκο τους μέχρι τέλους. Την πρώτη κιόλας μέρα αρχίζει η δράση κατά του εχθρού. Τώρα πια δεν περιορίζονται μόνο στις αιφνιδιαστικές καταδρομές με σκοπό τη λαφυραγώγηση και τρομοκράτηση των Τούρκων, αλλά επιχειρούν τολμηρότερα εγχειρήματα. Η κυριότερη αποστολή του ψαριανού στόλου ήταν η καταδίωξη και καταβύθιση κάθε τουρκικού πλοίου που θα τολμούσε να διαπλεύσει το Αιγαίο και συνεπώς, η ματαίωση κάθε απόπειρας του σουλτάνου να μεταφέρει στρατεύματα με τα πλοία στην επαναστατημένη ηπειρωτική Ελλάδα. Αυτή η συστηματική και αποτελεσματική επαγρύπνηση των Ψαριανών υπήρξε η σπουδαιότερη συμβολή στην επανάσταση του 1821.

Στων ψαρών την ολόμαυρη ράχη, Τάσσος Αλεβίζος, Ξυλογραφία σε όρθιο ξύλο, 1971, Συλλογή Γεωργίου Ι. Κατσίγρα

Στων ψαρών την ολόμαυρη ράχη, Τάσσος Αλεβίζος, Ξυλογραφία σε όρθιο ξύλο, 1971, Συλλογή Γεωργίου Ι. Κατσίγρα

Τα πυρπολικά, μικρά παλιά καράβια, στα οποία υπήρχαν εύφλεκτες ύλες, αποτέλεσαν το φοβερότερο όπλο στα χέρια των Ψαριανών. Αυτά τοποθετούνταν στις πλευρές των εχθρικών πλοίων και αφού τους έβαζαν φωτιά, αυτή μεταφερόταν στο εχθρικό πλοίο το οποίο μετατρεπόταν σε στάχτη.

Όταν το 1822 έγινε η τραγωδία της καταστροφής της Χίου από τον Καρά Αλή, καράβια από τα Ψαρά έσπευσαν αμέσως σε βοήθεια. Κατόρθωσαν να παραλάβουν αρκετούς κατοίκους του νησιού, μεταφέροντάς τους στα Ψαρά , σε νησιά των Κυκλάδων και σε άλλα μέρη της Ελλάδος, σώζοντάς τους από βέβαιη σφαγή.

Η εκδίκηση όμως για την καταστροφή της Χίου δεν άργησε να έρθει. Ο Κωνσταντίνος Κανάρης είναι ο άνθρωπος που αναλαμβάνει την ιερή αποστολή. Γονατιστός προσκυνά και κοινωνεί στον ιερό ναό του Αγίου Νικολάου. Δυο ψαριανά και δυο Υδραίικα καράβια αποπλέουν από τα Ψαρά για το λιμάνι της Χίου. Στις 6 Ιουνίου του 1822 το πυρπολικό του Κανάρη σπέρνει τον όλεθρο και την καταστροφή στην ναυαρχίδα του τουρκικού στόλου, που είναι αγκυροβολημένος στο λιμάνι και γιορτάζει το μπαϊράμι. Πάνω από δυο χιλιάδες άντρες τάφηκαν στα νερά του Αιγαίου μαζί με τον αρχηγό τους Καρά Αλή. Το μεγάλο αυτό κατόρθωμα έγινε αμέσως γνωστό σ’ όλη την Ελλάδα και όπως ήταν επόμενο σκόρπισε ενθουσιασμό και αναπτέρωσε το ηθικό των Ελλήνων.

Πλήθος άλλων νικών σε ναυμαχίες και πυρπολήσεις τουρκικών πλοίων σε διάφορα μέρη της Ελλάδος έχουν ως πρωταγωνιστές Ψαριανούς θαλασσομάχους, όπως ήταν ο Κανάρης, ο Παπανικολής και ο Νικόδημος.

Όμως ο κλοιός άρχισε σιγά σιγά να στενεύει για το ηρωικό νησί. Στο σουλτάνο φτάνουν καθημερινά θλιβερά μηνύματα για τη δράση των Ψαριανών σε βάρος των Τούρκων. Η πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδος ήταν το γεγονός που ξεχείλισε το ποτήρι και έκανε το σουλτάνο Μαχμούτ Β να ξύσει με το νύχι του τα Ψαρά στο γεωγραφικό χάρτη, θέλοντας να δείξει πως το μικρό αυτό νησί, που τόσα δεινά του προκάλεσε, έπρεπε να καταστραφεί ολοσχερώς. Την εκπόρθηση και καταστροφή των Ψαρών αναλαμβάνει ο Χοσρέφ πασάς. Η επιχείρηση αυτή χρειαζόταν μεγάλες δυνάμεις γιατί τα Ψαρά διέθεταν ισχυρό στόλο και καλή οχύρωση. Γι’ αυτό άρχισε να συγκεντρώνει στρατό και στόλο στο Σίγρι της Λέσβου. Από εκεί θα γινόταν η μεγάλη εξόρμηση.

Στο νησί όλοι πλέον νιώθουν το μεγάλο κίνδυνο και επιδίδονται στην όσο το δυνατόν καλύτερη οχύρωσή τους, κυρίως στα νότια και δυτικά παράλια, μιας και τα βόρεια και ανατολικά, με τις απότομες και βραχώδεις ακτές είχαν φυσική οχύρωση. Η Βουλή των Ψαρών αναλαμβάνει το ρόλο της, ο οποίος ήταν, εν προκειμένω, η οργάνωση της άμυνας του νησιού. Εδώ θα πρέπει να επισημάνουμε ότι στα Ψαρά εκείνη την εποχή υπήρχε μια δημοκρατικότατη διοίκηση. Κάθε χρόνο γίνονταν εκλογές, στις οποίες λάβεναν μέρος όλες οι κοινωνικές τάξεις και εκλέγονταν 40 αντιπρόσωποι. Αυτοί με τη σειρά τους έβγαζαν τους πέντε δημογέροντες που ήταν άμισθοι. Φτιάχνονται λοιπόν στα προσβαλλόμενα παράλια χαρακώματα και πυροβολεία, οργανώνεται ο στρατός που είχε συνολική δύναμη τριών χιλιάδων περίπου ανδρών. Από αυτούς οι 1300 ήταν ψαριανοί, 1000 μισθοφόροι από διάφορα μέρη και 700 πάροικοι. Ύστερα από αρκετές συζητήσεις απορρίπτεται η πρόταση να κτιστεί τείχος γύρω από την πόλη των Ψαρών και ο στρατός χωρίζεται για να υπερασπιστεί τις ακτές, απ’ όπου θα μπορούσε να γίνει η απόβαση των Τούρκων.

Τα πηδάλια βγαίνουν από τα καράβια, προς απόδειξην ότι όλοι θα πολεμήσουν μέχρι τέλους, αλλά και για να ικανοποιηθούν οι μισθοφόροι που φοβούνταν μήπως εγκαταλειφθούν στο νησί, σε περίπτωση αρνητικής εκβάσεως της μάχης.

Είχε προηγηθεί σε διπλωματικό επίπεδο, το τέταρτο πια έτος της Εθνικής Παλιγγενεσίας, προτοβουλία του σουλτάνου Μαχμούτ, ο οποίος είχε περιέλθει σε αδυναμία να καταστείλει την Επανάσταση των Ρωμιών. Έτσι, ζήτησε τη βοήθεια του υποτελούς του Μεχμέτ Αλή Πασά της Αιγύπτου. Το Μάρτιο του 1824 συνήφθη μεταξύ των δύο ανδρών συμφωνία, με την οποία ο Μεχμέτ Αλή δεχόταν να συμπράξει, υπό τον όρο να του παραχωρηθεί η Κρήτη, η Κύπρος και να διορισθεί ο θετός γιος του, Ιμπραήμ, διοικητής της Πελοποννήσου. Την ίδια ώρα, οι ελληνικές δυνάμεις, ευρισκόμενες στη δίνη του Εμφυλίου Πολέμου, είχαν φθαρεί και αποσυντονισθεί.

Οι Τουρκοαιγύπτιοι έδιδαν πρωταρχική σημασία στις κατά θάλασσα επιχειρήσεις, γιατί αν δεν καταστρεφόταν ο ελληνικός στόλος και δεν εξουδετερώνονταν οι ναυτικές βάσεις των Ελλήνων, δεν θα ήταν δυνατό να ευδοκιμήσουν οι κατά ξηρά προσπάθειές τους. Αποφασίσθηκε, λοιπόν, ο αιγυπτιακός στόλος υπό τον περιβόητο Χουσεΐν να προσβάλλει την Κάσο και ο τουρκικός υπό τον Χοσρέφ Πασά τα Ψαρά.

Τα Ψαρά, ήταν τότε η τρίτη ναυτική δύναμη της Ελλάδος, μετά την Ύδρα και τις Σπέτσες, με ονομαστούς πυρπολητές, όπως ο Παπανικολής, ο Κανάρης και ο Πιπίνος. Ο σουλτάνος στέλνει λοιπόν μήνυμα στους ψαριανούς να παραδώσουν το νησί, χωρίς πόλεμο, προσφέροντας εγγυήσεις για τη ζωή τους. Η απάντηση είναι αρνητική. Ο Χοσρέφ έλαβε τότε εντολή από τον σουλτάνο να εξαφανίσει από προσώπου γης τα Ψαρά, που τόσα προβλήματα δημιουργούσαν στον δυσκίνητο τουρκικό στόλο.

Το πρωί της 20ης Ιουνίου 1824 ο τουρκικός στόλος απέπλευσε από το Σίγρι της Λέσβου με προορισμό τα Ψαρά. Απετελείτο από 176 πλοία (πολεμικά και φορτηγά) και 12 χιλιάδες άνδρες (τούρκους και τουρκαλβανούς). Η τουρκική αρμάδα έφθασε στον αβαθή ορμίσκο Κάναλος, στη βορειοδυτική πλευρά του νησιού, το απόγευμα της ίδιας μέρας. Την ώρα εκείνη, άρχισε μία εκ των πλέον δραματικών δοκιμασιών του Αγώνος της Ανεξαρτησίας. Αμέσως αρχίζουν οι προσπάθειες αποβάσεως των επιτιθεμένων, οι οποίες ήταν ανεπιτυχείς. Όλες οι τουρκικές επιθέσεις αποκρούονται χάρη στην ανδρεία που επιδεικνύουν οι υπερασπιστές. Την επόμενη μέρα ο κανονιοβολισμός είναι σφοδρότερος αλλά και πάλι δεν κάμπτει την άμυνα του νησιού. Όμως οι Τούρκοι εντοπίζουν όχι καλά φρουρούμενη την ανατολική πλευρά του κάβου Μαρκάκη και ειδοποιούν τους συμπολεμιστές τους. Σιγά σιγά αποβιβάζονται, ανεβαίνουν τις απόκρημνες πλαγιές, περικυκλώνουν τους αμυνόμενους στον Κάναλο και αρχίζουν τη φονική μάχη. Τώρα πλέον κύματα Τούρκων στρατιωτών αποβιβάζονται, κάμπτοντας την ηρωική αντίσταση που προβάλλεται.

Οι μαχητές των Ψαρών υπέπεσαν ατυχώς σε ένα σοβαρό λάθος, καθώς αποφάσισαν να περιορισθεί ο αγώνας στην άμυνα της νήσου. Να γιατί έθεσαν σε απραξία τον στόλο και δεν χρησιμοποίησαν καθόλου τα πυρπολικά. Μάλιστα, αφαίρεσαν τα πηδάλια των πλοίων. Ακόμη, διασκόρπισαν τις δυνάμεις τους στην ξηρά και δεν έδιωξαν τα γυναικόπαιδα.

Οι κάτοικοι του νησιού ανέρχονταν τότε σε 30.000, οι 7.000 ντόπιοι και οι υπόλοιποι πρόσφυγες από τη Χίο και τις ακτές της Μικράς Ασίας. Το υπερασπίζονταν 1.300 Ψαριανοί, 700 πάροικοι και 1027 μισθοφόροι από τη Μακεδονία και τη Θεσσαλία.

Οι Ψαριανοί λοιπόν υποχωρούν και οργανώνονται στην τοποθεσία Φτελιό, έχοντας προκαλέσει προηγουμένως πολύ μεγάλες καταστροφές στους επιτιθέμενους. Όμως ούτε και αυτή η ύστατη προσπάθεια στάθηκε ικανή να σταματήσει την προέλαση των Τούρκων προς την πόλη. Τα τουρκικά στρατεύματα φανατισμένα από την ηρωική αντίσταση που συνάντησαν και από τις μεγάλες απώλειες που είχαν, μπαίνοντας στην πόλη, αρχίζουν με μανία το έργο της σφαγής και της καταστροφής. Τα γυναικόπαιδα τρέχουν προς την προκυμαία για να βρουν σωτηρία στα πλοία, ενώ μικρές ομάδες πολεμιστών συνεχίζουν τον αγώνα και αυτή την ύστατη στιγμή. Άλλοι σφάζονται, άλλοι πέφτουν στην θάλασσα, άλλοι πνίγονται, φωτιά και στάχτη παντού. Πρόκειται δυστυχώς για εικόνες βιβλικής καταστροφής. Η αγριότητα των Τούρκων είναι πρωτοφανής. Κάποια Ηρωικά Ελληνικά καράβια, (αν και προσκρούοντας σε επιπλέοντα πτώματα δολοφωνιμένων νησιωτών), κατορθώνουν να βγουν από τον τουρκικό κλοιό και να σώσουν τμήματα του πληθυσμού. Οι υπόλοιποι βρίσκουν τραγικό θάνατο, πλην εκείνων που συγκεντρώνονται στη Μαύρη Ράχη και κλείνονται στο μικρό φρούριο όπου βρισκόταν και η πυριτιδαποθήκη του νησιού. Πεντακόσια περίπου άτομα πολεμούν με αξιοθαύμαστο πάθος και ανδρεία, προκαλώντας σημαντικότατες απώλειες στον εχθρό. Το φρούριο βάλλεται από στεριά και θάλασσα. Έπειτα από δυο ημέρες ηρωικής αντιστάσεως η μάχη πλέον εκτυλίσσεται σώμα με σώμα. Τότε ο Αντώνιος Βρατσάνος εκτελεί την είδη ειλημμένη απόφαση. Βάζει φωτιά στην πυριτιδαποθήκη και ολόκληρο το κάστρο εκτινάσσεται στον αέρα, παρασύροντας στον θάνατο αμυνόμενους και επιτιθέμενους. Τα Ψαρά, το ναυτικό αυτό προπύργιο του ελληνικού αγώνος, δεν υπήρχαν πια. Στο νησί του πλούτου, της ευημερίας και των καραβοκύρηδων, στο νησί που έδωσε τα πάντα, χρήμα και ψυχή για τον ιερό σκοπό, βασιλεύει τώρα ο όλεθρος και η καταστροφή.

Η καταστροφή και η σφαγή που ακολούθησε υπήρξε τρομερή. Από τους 30.000 κατοίκους του νησιού, οι 18.000 θανατώθηκαν ή πωλήθηκαν ως σκλάβοι. Την εικόνα της καταστροφής δίνει με τον πιο παραστατικό τρόπο ο εθνικός ποιητής Διονύσιος Σολωμός στο περίφημο επίγραμμά του:

«Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη
περπατώντας η Δόξα μονάχη
μελετά τα λαμπρά παλληκάρια
και στην κόμη στεφάνι φορεί
γινωμένο από λίγα χορτάρια
πούχαν μείνει στην έρημη γη»

Από τα περίπου 100 πλοία των Ψαριανών, μόνο 16 διασώθηκαν, καθώς και 7 πυρπολικά με τον Κανάρη. Όσοι από τους κατοίκους των Ψαρών γλίτωσαν από το γιαταγάνι των Οθωμανών, εγκαταστάθηκαν στη Μονεμβασιά και μετά την απελευθέρωση στην Αρχαία Ερέτρια, που πήρε την ονομασία Νέα Ψαρά.

Η Καταστροφή των Ψαρών υπήρξε δεινό πλήγμα για την Επανάσταση. Χάθηκε μία από τις σημαντικές βάσεις του ελληνικού ναυτικού, ενώ διέτρεξαν άμεσο κίνδυνο οι υπόλοιποι. Η άμεση κινητοποίηση και η αντίδραση των υπόλοιπων δυνάμεων της μαχόμενης Ελλάδος, έσωσε την κατάσταση.

Προσπάθεια ανακατάληψης

Το ολοκαύτωμα των Ψαρών συγκλόνισε την επαναστατημένη Ελλάδα και έκανε τους ευρωπαϊκούς λαούς να δουν με περισσότερη συμπάθεια τον αγώνα για ελευθερία και ανεξαρτησία των Ελλήνων. Ήταν ο τραγικός επίλογος μιας άνισης μάχης, μιας μάχης που απέδειξε με τον πιο αφοπλιστικό τρόπο τα ιδανικά και την αυταπάρνηση των κατοίκων του ηρωικού αυτού νησιού.

Περισσότερο δε από τους υπόλοιπους επαναστάτες ανισύχισαν ιδιαίτερα τα νησιά, που απειλούνταν πλέον άμεσα από τον οθωμανικό στόλο. Όμως, ο Χοσρέφ Πασάς, αντί να επιτεθεί στη Σάμο, όπως ήταν σχεδιασμένο, προτίμησε να επιστρέψει στη Λέσβο για να γιορτάσει το μπαϊράμι.

Ο ελληνικός στόλος, παρόλο που είχε εγκαίρως ειδοποιηθεί, φθάνει καθυστερημένα και αντικρίζει μια εικόνα φρίκης. Ήταν τότε όταν με πρωτοβουλία του υδραίου Λάζαρου Κουντουριώτη, συγκροτήθηκε στόλος υπό τους Σαχτούρη και Μιαούλη, προκειμένου να ανακαταλάβει το μαρτυρικό νησί και να εκδικηθεί τους Οθωμανούς για τη μεγάλη σφαγή.

Οι ναυτικές μοίρες των δύο ναυάρχων συναντήθηκαν στο ακρωτήρι Λιμνιονάρι των Ψαρών τα ξημερώματα της 3ης Ιουλίου 1824. Σε σύσκεψη, που ακολούθησε, αποφασίσθηκε να πραγματοποιηθεί άμεση απόβαση στο νησί. Το ελληνικό αποβατικό σώμα αριθμούσε 1500 άνδρες, ενώ τα Ψαρά υπερασπίζονταν 600 Τουρκαλβανοί. Οι Έλληνες κατέβαλαν δια περιπάτου τους υπερασπιστές του νησιού, οι περισσότεροι από τους οποίους κατέφυγαν στα τουρκικά πλοία, που ναυλοχούσαν στο λιμάνι των Ψαρών. Γύρω στους 150 δεν μπόρεσαν να φθάσουν στα πλοία και ταμπουρώθηκαν στα σπίτια των Ψαρών, προσπαθώντας να αποκρούσουν τους επιτιθέμενους Έλληνες, που είχαν καταλάβει όλες τις οχυρωματικές θέσεις, μεταξύ αυτών και το Παλαιόκαστρο.

Τα πληρώματα των 25 εχθρικών πλοίων, προσπάθησαν να αντιδράσουν, αλλά όταν πληροφορήθηκαν από τους πανικόβλητους τουρκαλβανούς, ότι οι έλληνες ήταν κύριοι σχεδόν όλου του νησιού, έλυσαν τους κάβους και προσπάθησαν να διαφύγουν στην Λέσβο. Ο Μιαούλης τους κατεδίωξε και στ' ανοιχτά της Χίου, συνήφθη ναυμαχία, που κράτησε σχεδόν 5 ώρες, με νικηφόρο αποτέλεσμα για τους έλληνες. Μόνο 5 από τα 20 τουρκικά σκάφη έφθασαν σώα στον προορισμό τους, ενώ σύμφωνα με τις αναφορές του Μιαούλη, οι απώλειές τους ξεπέρασαν τους 1000 άνδρες. Οι έλληνες είχαν μόνο ένα νεκρό και έξι τραυματίες.

Μετά τη νικηφόρα ναυμαχία, ο Μιαούλης και τα πλοία του επέστρεψαν στα Ψαρά. Αντί, όμως, οι ελληνικές δυνάμεις να φροντίσουν να διώξουν τους λίγους τουρκαλβανούς που παρέμειναν οχυρωμένοι στα σπίτια και να γίνουν κύριοι του νησιού, άρχισαν το πλιάτσικο. Ναύτες και πλοίαρχοι επιδόθηκαν σε αρπαγή κανονιών, τροφίμων και εμπορευμάτων, όσων είχαν απομείνει στο νησί, για να τα μεταφέρουν ο καθένας στα πλοία του. Τα περισσότερα κανόνια ήταν λάφυρα των Οθωμανών από την καταστροφή του ψαριανού στόλου, ενώ τα τρόφιμα και τα εμπορεύματα τα είχαν αρπάξει οι τουρκαλβανοί από τα σπίτια πλουσίων Ψαριανών, μετά το Ολοκαύτωμα.

Η διαταγή του ναυάρχου Μιαούλη να θεωρηθούν τα κανόνια περιουσία του ελληνικού κράτους δεν εκτελέσθηκε ποτέ. Η διαμάχη για τη μοιρασιά της λείας παρέλυσε την πειθαρχία του στόλου. Με επιστολή του στους προκρίτους της Ύδρας, στις 6 Ιουλίου, ο Μιαούλης διεκτραγωδούσε την κατάσταση: «…Σας αφήνω να στοχασθήτε οποία ακαταστασία, ασυμφωνία και ιδιοτέλεια βασιλεύει εις τον στόλο μας και αν, εις τοιαύτην κατάστασιν ευρισκομένου του στόλου, εμπορούμεν να βάλωμεν βάσιν και να ελπίζομεν εις αυτόν…».

Προφητική διαπίστωση, που θα επαληθευθεί μια μέρα αργότερα. Στις 7 Ιουλίου, η γολέτα του Τομπάζη, που έπλεε μεταξύ Χίου και Ψαρών, ειδοποίησε ότι μοίρα του οθωμανικού στόλου κατευθυνόταν προς τα Ψαρά. Ο Μιαούλης διέταξε τον στόλο να τεθεί σε πολεμική ετοιμότητα. Από τα 51 ελληνικά πλοία μόνο τα 14 πειθάρχησαν. Ο τουρκικός στόλος κατόρθωσε να επιβιβάσει ενισχύσεις στο νησί, που ενώθηκαν με τους ολίγους πολιορκούμενους τουρκαλβανούς. Στις 10 Ιουλίου 1824 ο Μιαούλης βλέποντας την κακή κατάσταση του στόλου, έλυσε την πολιορκία και εγκατέλειψε την περιοχή με τα πλοία του. Κατέφυγε στο Σούνιο, όπου περίμενε διαταγές από την Ύδρα, ενώ τα υπόλοιπα ελληνικά πλοία κατευθύνθηκαν προς το Κάβο-Ντόρο.

Έτσι, η εκστρατεία του ελληνικού στόλου για την ανακατάληψη των Ψαρών δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα, εκτός από την καταστροφή της τουρκικής ναυτικής μοίρας. Το νησί θα παραμείνει υπό οθωμανική κυριαρχία ως το 1912, οπότε θα ενσωματωθεί στον εθνικό κορμό κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων.

Το ολοκαύτωμα των Ψαρών όμως δεν αποτελεί ήττα, αλλά δόξα αθάνατη για τον ελληνισμό. Οι: Κωνσταντίνος Κανάρης, Νικόλαος Αποστόλης, Κωνσταντίνος Νικόδημος, Δημήτριος Παπανικολής, Αντώνιος Βρατσάνος είναι μερικοί από τους Ψαριανούς αγωνιστές που έγραψαν με χρυσά γράμματα το όνομά τους στις σελίδες της ένδοξης ελληνικής ιστορίας. Στεκόμαστε σήμερα ευλαβικά στα μνημεία των πεσόντων, τιμώντας με ιδιαίτερη μεγαλοπρέπεια τους ανθρώπους που έγιναν ολοκαύτωμα στο βωμό της ελευθερίας. Μέσα απ’ την ψυχή και την καρδιά , απ’ το νου και τη συνείδηση αναπηδά σήμερα στη σκέψη όλων μας το μεγάλο χρέος. Σε μια εποχή μάλιστα όπου οι ηθικές αξίες διέρχονται παρατεταμένη κρίση, αξίζει να μένουμε εδραίοι στην απαραίτητη αδελφοσύνη, στην γενναιότητα, στην αυταπάρνηση, στην θυσία για τα ιδανικά και την ελευθερία.

Σήμερα υψώνεται μπροστά μας η «Ολόμαυρη Ράχη». Είναι ο ιερός βράχος που θα στέκεται στους αιώνες, σιωπηλός μάρτυρας της μεγάλης θυσίας, επιβλητικό και αθάνατο μνημείο του ολοκαυτώματος, αιώνιο σύμβολο της αδούλωτης ελληνικής ψυχής.

Στων ψαρών την ολόμαυρη ράχη, Τάσσος Αλεβίζος, Ξυλογραφία σε όρθιο ξύλο, 1971, Συλλογή Γεωργίου Ι. Κατσίγρα

Στων ψαρών την ολόμαυρη ράχη, Τάσσος Αλεβίζος, Ξυλογραφία σε όρθιο ξύλο, 1971, Συλλογή Γεωργίου Ι. Κατσίγρα

Κι αυτό το χρέος δεν είναι μόνο καθήκον εθνικό μα και προνόμιο. Προνόμιο του Έλληνος να κτίζει στους αιώνες καινούριους Παρθενώνες. Είναι το ιστορικό παρελθόν τέτοιο που μας αναγκάζει να κινηθούμε μ’ όλες μας τις δυνάμεις, και μέσα από τα ειρηνικά μας έργα να κατορθώσουμε να πετύχουμε ένα καλύτερο αύριο. Η Ελλάδα, μια χώρα με τόσο λαμπρή ιστορία και προσφορά στην ελευθερία και τον πολιτισμό, δεν μπορεί παρά να αξίζει ένα καλύτερο μέλλον. Και ασφαλώς όλοι μας είμαστε διατεθειμένοι με οποιοδήποτε τίμημα να της το προσφέρουμε.

Επιμέλεια και επιλογή κειμένων, του ιστορικού Άλκη Ευστρατίου.



Πηγή: Ορθόδοξη Πορεία

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *