ΥΜΝΟΣ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΤΟΥ 1821

1821

Τὸ Ἑλληνικὸ τινάχτηκε λιοντάρι
Κι' ἐσώριασε συντρίμμια τὰ δεσμά του.
Περήφανο μουγγρίζει καὶ σὲ πάλη
Θανάτου τὸν ἄπιστο Τοῦρκο καλεῖ.

Τοῦ Ἰλισσοῦ, στὸ βαρὺ μουγγρητού του,
Καὶ τοῦ Ἰσμηνοῦ τὰ νερὰ λαχταρίζουν·
Κι' ὁ Εὐρώτας στὸ τρανὸ κάλεσμά του
Μὲ συμπόνια τὴ χαίτη προβάλλει.

Εἰς τὰ ὅπλα Γραικοὶ καὶ ποτὲ μὴ ρωτᾶτε
Τῶν σπαθιῶν σας τὸ πλῆθος ποιό εἶναι,
Δὲ ρωτᾶ ἡ Λευτεριὰ πόσοι εἶσθε
Ἀλλὰ πόσο ἡ καρδιά σας βαστᾶ.

Τὸ σπαθὶ κατὰ τίνος γυμνώσετε τώρα;
Κατὰ βάρβαρου ὁρμᾶτε τυράννου.
Ποιός τὸ μεγάλο τὸ πρόσταγμα δίνει;
Τῆς πατρίδας ἡ ἅγια στοργή.

Μπρὸς ἀδέρφια κι' ἐκεῖνο τὸ γνέφι
Γιά κυττάχτε ποὺ ὑψώνεται πάνω
Στὶς τραχιὲς τοῦ Πηλίου κορφὲς
Μ' ἀστραπὲς φλογισμένο φαντάζει.

Τὸ σύγνεφο τοῦτο σφιχτὰ ἀγκαλιάζει
Τῶν γονιῶν δοξασμένες σκιὲς
Ποὺ στῶν πολεμάρχων παιδιῶν τὴν καρδιὰ
Ἦρθαν ν' ἀνάψουν γερὴ παληκαριά.

Θὰ πολεμήσουν ἀπὸ τὸ σύγνεφο τὸ ἅγιο
Γιὰ μᾶς οἱ ἔξοχες ἐκεῖνες σκιὲς
Ἄν τὴν τόλμη μαζὶ κι' ἀρετὴ τῶν ἡρώων προγόνων
Εἴμαστ' ἄξιοι νὰ δείξωμ' ἐμεῖς.

Ἄν προβάλομε στήθη ἀντρίκια
Τὴ ζωὴ νὰ δώσωμε γιὰ τὴν Πατρίδα,
Ἄν λογαριάσωμε ἄτιμο καὶ δειλὸ,
Ὅποιον τὴν παρατᾶ στὴ σκλαβιά.

Μήπως ὁ Μαραθώνας κι' ἡ Σαλαμίνα
Θὰ μείνουν οἱ ἆθλοι οἱ μοναχικοί;
Μαύρη σκουριὰ τὴν κόψη ἄς ἐστόμωσε
Καὶ τὴν ὀμορφιὰ τῶν παλιῶν μας σπαθιῶν

Μὰ τοῦ καιροῦ τὰ χαλάσματα θὰ φτειάσωμε
Βυθίζοντάς τα στῶν βαρβάρων τὸ αἷμα,
Ποθητὸ εἶναι τὸ αἷμα τῶν τυράννων
Στὸ κοφτερὸ ἀτσάλι τῆς λευτεριᾶς.

Τῶν ἀρετῶν γόνιμο σπέρμα,
Λευτεριά, τὸ λαμπρό σου τ' ἀστέρι
Ξαναφέγγει καὶ καινούργιο ἕνα φῶς
Τοὺς κάμπους σου ξανὰ ὀμορφαίνει.

Γιὰ νὰ πλέξη ἀντάξια στεφάνια
Στὸ κεφάλι σου, πρόσχαρα σαλεύει
Τὶς ὄμορφές του δάφνες ὁ Ἐλικώνας
Ὅμοιες μ' ὅσες σοῦ χάρισε ὁ Ἀλκαῖος μιὰ μέρα.

Ἀγνώριστη σ' ὅσους τριγύρω σου ζοῦνε,
Μέσα σὲ κόσμους ἀσύμφωνους ξένους
Ποὺ οἱ προδοσιὲς μόνες ἔπαινο βρίσκουν,
Ποὺ εἶν' ἔγκλημα τῆς πατρίδας ἡ ἀγάπη.

Ξαναέλα, ἄ ξαναέλα μακάρια Θεά,
Στὰ ἐρημωμένα σου τώρα ἱερὰ
Στὴ μητρική σου αὐτὴ τὴ γῆ
Ποὺ γενναίους ἀκόμα γεννᾶ.

Στῶν Τριακόσιων τὸ ἄγριο στενὸ
Τὸ μεγάλο θὰ ὑψώσωμε βωμό σου
Καὶ σὲ σένα θεὰ τρομερὴ καὶ γλυκειὰ
Ὁ κόσμος ὅλος λατρεία θὰ φέρει.

Καὶ στὸν Ἅδη ἀπ' ὅπου ξεχύνονταν
Λυσσασμένη καὶ δίχως ἐλπίδα καμμιὰ
Ἡ ἀπάνθρωπη τυραννία,
Βλαστημῶντας θὲ ν' ἀφανισθεῖ.

Ὦ Πελόπειοι στὰ ὅπλα στὰ ὅπλα
Τοῦ Μεγάλου Θεσσαλοῦ συγγενάδια
Λοκροί, Αἰτωλοί, Ἠπειρῶτες
Ὅλοι στὰ ὅπλα μὲ στέρεη καρδιὰ

Ὕδρα, Ψαρὰ καὶ φυκόστρωτες κόρες
Τοῦ Αἰγαίου, μιὰ ὑψῶστε φωνὴ
Τέτοια ποὺ στοῦ χαρεμιοῦ τὴν ἀγκαλιὰ
Νὰ τρομάξη ὁ βάρβαρος Ἀφέντης.

Πῶς βραδύνετε τόσο; Τρεχάτε στὴ μάχη
Χλιμιντροῦν ἀνυπόμονα τ' ἄτια
Καὶ γυμνὸ τὸ σπαθὶ τῶν ἀνδρείων
Γύρω ἀστράφτει καὶ στόχο ζητᾶ.

Τὼρα ἡ σάλπιγγα ἠχεῖ καὶ ψηλὰ
Τὸ σημάδι τῆς μάχης μᾶς δίνει.
Πέτα Ἕλληνά μου, στὴν ἔφοδο τρέξε
Μὲ κραυγή, θὰ νικήσω ἤ τὸ Θάνατο ἄς βρῶ.

ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΟΥΣΤΟΞΥΔΗΣ



Πηγή: «Νέα Εστία» τχ. 965, 1967

Ἑλληνων Φῶς

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *