Ἤρωες ἢ Ἐλπήνορες;

Κατερίνα Ἀθηνιώτη-Παπαδάκη

«φωνή πατρίδας» ἀφιερωμένη στή γῆ καί τήν ψυχή τῆς Μακεδονίας

«Οἱ ἀνίδεοι καί χορτάτοι» πού φάγανε τά γελάδια τοῦ Ἥλιου, εἶναι Ἐλπήνορες· τό ἴδιο θά’λεγα γιά τούς ὑπομονετικούς τῆς “Ἄρνησης”... Συμπαθητικοί, αἰσθηματικοί, μέσοι καί σπαταλημένοι... ὁ δικός τους νόστος εἶναι γιά τό γουρουνοστάσι... Καί εἶναι σωστό νά μήν τούς θυμᾶται κανείς: δέν εἶναι ἥρωες εἶναι Ἐλπήνορες... Δικαιοσύνη»

Μόλις ἀκραγγίζουμε «ψηλαφοῦμε» τό πραγματικό πρόσωπο τῆς κρίσης, «μουρμουρίζοντας σπασμένες σκέψεις ἀπό ξένες γλῶσσες, ἀνασαίνοντας... πιό δύσκολα κάθε μέρα... χωρίς ἀφή... μέσα σέ μιά πατρίδα πού δέν εἶναι πιά δική μας, οὔτε δική σας, ψηλαφοῦμε λίγο πιό χαμηλά ἤ λίγο πιό ψηλά ἕνα ἐλάχιστο διάστημα» «προσπαθώντας νά θυμηθοῦμε χρονολογίες καί ἡρωϊκές πράξεις. Θά μπορέσουμε; Γιατί δεθήκαμε καί σκορπίσαμε... χαμένοι...βουλιάζοντας μέσα σέ βάλτους καί στή λίμνη τοῦ Μαραθώνα θά μπορέσουμε νά πεθάνουμε κανονικά;»

Μά γιά νά μπορέσουμε νά πεθάνουμε κανονικά ἀπαραίτητη προϋπόθεση εἶναι νά μπορέσουμε νά ζήσουμε κανονικά. Ὄχι «τή ζωή πού μᾶς ἔδωσαν νά ζήσουμε» ἀλλά τή ζωή πού ἀξίζει νά ζήσουμε, καί πιότερο ἀπό αὐτό, τή ζωή πού ἀληθεύει τό «τιμιότατον» (Κόντογλου) τῆς ὕπαρξης καί τῆς καταγωγῆς μας.

«Πρέπει νά λογαριάσουμε πῶς προχωροῦμε...κατά ποῦ προχωροῦμε,
ὄχι καθώς ὁ πόνος μας τό θέλει καί τά πεινασμένα παιδιά μας».
Μποροῦμε νά διαφυλλάξουμε τήν ἐλευθερία μας τώρα πού
«δέν μένει πιά οὔτε νά διαλέξεις
τό θάνατο πού γύρευες δικό σου»;
«Κι ὅμως κερδίζει κανείς τό θάνατό του, τό δικό του θάνατο,
πού δέν ἀνήκει σέ κανέναν ἄλλο
καί τοῦτο τό παιχνίδι εἶναι ἡ ζωή».
«Ἀναστάσιμη ὠδίνη» ὅπως ἁρμόζει σέ ἐλεύθερους πολιορκημένους.
Μά γίνεται θά πεῖς; «Τά σπίτια πού εἶχα μοῦ τά πῆραν».

Ποιό εἶναι τό βάρος τό ἀσήκωτο λοιπόν; Εἶναι τό βάρος τῆς ἀπώλειας; Τό βάρος τοῦ πόνου; Τό βάρος τοῦ νόστου;
Ὄχι, εἶναι τό βάρος τῆς ρίζας, τό βάρος τῶν ἀγαλμάτων. Εἶναι οἱ μεγάλες πέτρες, «βουλιάζει ὅποιος σηκώνει τίς μεγάλες πέτρες... τοῦτες τίς πέτρες, τή μοίρα μου». Τό βάρος ἀπό τούς σπασμένους σπόνδυλους τοῦ ἱστορικοῦ μας μύθου. Τῆς παρακαταθήκης πού χρεώνεσαι νά παραδώσεις σ’ αὐτόν τόν «κῆπο» ὡς «ἕνα μεγάλο ἥλιο πιό μεγάλο ἀπό τό φῶς».
Βουλιάζει ὁ ποιητής ἀπό τό βάρος ἑνός ἀσήκωτου ξεριζωμοῦ. Ὄχι ἀπό τόν ὀδυνηρό ξεριζωμό ἀπό τή δική του γῆ, ἀλλά κυρίως τόν τραγικό ξεριζωμό ἀπό τή δική του ψυχή. Τόν ἐξορισμό του ὄχι μόνο ἀπό τή χώρα ἀλλά καί ἀπό τόν ὑπαρξιακό χώρο ὅπου ὁ Θεός τόν ἔθεσε νά φυλάττει «Θερμοπύλες».
Μοιάζει πώς τοῦτος ὁ παγκοσμιοποιημένος συφερτός θέλει νά πορευθεῖ μέσα στή ἱστορία, μέ «κορμιά πελεκημένα ἐπίτηδες γιά νά μετροῦν καί νά θησαυρίζουν».
Μά «τοῦτα τά κορμιά»
τά «πλασμένα ἀπό ἕνα χῶμα πού δέν ξέρουν,
ἔχουν ψυχές.
Μαζεύουν σύνεργα νά τίς ἀλλάξουν
δέ θά μπορέσουν
μόνο θά τίς ξεκάνουν ἄν ξεγίνονται οἱ ψυχές».

«Ὁ ἄρρωστος νοῦς πού ἀδειάζει
δέ χρεάζεται μακρύ καιρό γιά νά γεμίσει μέ τήν τρέλα».
«Ὅταν μπεῖ σέ κίνηση ἡ βλακεία, ποιός θά μπορέσει νά τή σταματήσει;»
«Τή γνώμη τῶν δυνατῶν ποιός θά μπορέσει νά γυρίσει;».
«Τρόμαζα μέσα στόν ὕπνο μου ἀκούγοντας τήν ἀντίδικη μοίρα τῆς Ἀρετῆς νά κατεβαίνει τά μαρμαρένια σκαλοπάτια...μόνος, σκοτεινός...καί ἀκυβέρνητος...νά βλέπεις τούς συντρόφους σου καταποντισμένους: ἕναν ἕναν».

Ἔτσι πού στένεψαν οἱ τόποι καί οἱ τρόποι, πού καθημερινά γίνεται ὁ κόσμος ναυάγιο «κορμί μου, πλούσιο καράβι μου, ποῦ ταξιδεύεις;».
– Στόν Ἅδη, μέ τή δόξα τῆς μνήμης. Ζωντανός στόν Ἅδη. Ὅπως ὁ Ὀρφέας, ὁ Ἡρακλῆς, ὁ Ὀδυσσέας.
Γιατί «δέ μοῦ φτάνουν οἱ ζωντανοί...
γιατί πρέπει νά ρωτήσω καί τούς νεκρούς
γιά νά μπορέσω νά προχωρήσω».

Ἕνα δυνατό μπουγάζι ἀναπνοῆς διψασμένο ἀνασηκώνει τό πέλαγο. Μιά θάλασσα γυρεύει νά ἐξαντληθεῖ στό ὕψος τῆς μοίρας μας, νά γίνει βατή στή διαχρονική πυξίδα τοῦ ἤθους μας. Ὅμως ὡς ἄλλος Ὀδυσσέας ὁ ποιητής, δέν θά γυρέψει πιά τόν προσανατολισμό ἀπό τόν τυφλό μάντη, ἀλλά ἀπό αὐτόν πού τό μαντεῖο ἔκρινε σοφότερο τῶν ἀνθρώπων. Αὐτόν πού μπόρεσε νά δεῖ τή Δικαιοσύνη πέρα ἀπό τό θάνατο, πού προτίμησε ν’ ἀδικηθεῖ παρά νά ἀδικήσει, ὑποτάσσοντας τή φύση τοῦ θανάτου στήν ὅραση τῆς ἀθανασίας.

Καί σκιαγράφησε ὁ Σωκράτης, σέ συμπυκνωμένο λόγο, τήν πικρή αἰτία τῆς κρίσης:
«Χῶρες τοῦ ἥλιου καί δέν μπορεῖτε ν’ ἀντικρύσετε τόν ἥλιο
Χῶρες τοῦ ἀνθρώπου καί δέν μπορεῖτε νά ἀντικρύσετε τόν ἄνθρωπο».

Ὑπάρχει ἐλπίδα;
Μά ἡ ἐλπίδα βρίσκεται ἀκριβῶς σ’ αὐτήν τήν «εἰς Ἅδου κάθοδο».

«Τί γύρευες μπροστά στή στάχτη...
τήν ὥρα πού χαλάρωναν τά φῶτα
κι ἡ πολιτεία βύθιζε κι ἀπό τίς πλάκες
σοῦ ’δειχνε τήν καρδιά του ὁ Ναζωραῖος
Τί γύρευες, γιατί δέν ἔρχεσαι, τί γύρευες;».

Δέν περιχαρακώθηκε στό μύθο ἡ ἀπόκριση ἀλλά ἔγινε ἐνσαρκωμένη Ἀλήθεια. Δέν εἶναι πιά διαχρονικότητα. Εἶναι σωτηρία.

«αὕτη δέ ἐστιν ἡ κρίσις, ὅτι τό φῶς ἐλήλυθεν εἰς τόν κόσμον, καί ἠγάπησαν οἱ ἄνθρωποι μᾶλλον τό σκότος ἤ τό φῶς» (Ἰω. 3,19)

«Ἡ φωνή σου μᾶς πλησιάζει σάν ἔλπιση φωτιᾶς». Λοιπόν
«Μήπως ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἄλλο πρᾶμα;
Μήν εἶναι αὐτό πού μεταδίδει τή ζωή;
Καιρός τοῦ σπείρειν, καιρός τοῦ θερίζειν».
Κάπως ἔτσι ἐρχόμενος εἰς ἑαυτόν
«ντράπηκα τόν ἄλλο κόσμο
αὐτόν πού μέ βλέπει περ’ ἀπ’ τή νύχτα μέσα ἀπ’ τό φῶς μου»
κι ἔνιωσα πώς
«σ’ ἀνθρώπους κλειστούς πού μετροῦν τόν καημό τους
δέν εἶναι οὐρανός μήδε ἀγγέλου εὐφροσύνη».
Μήν ὁμοιώνεσαι ψυχή μου μ’ αὐτούς πού
«ξοδεύουνε πολύ καιρό γιά νά πεθάνουν».
«Ψυχή μου λυτρώσου ἀπό τόν κρίκο τοῦ σκότους»,
«Μή σπαταλᾶς τή πνοή πού σοῦ χάρισε τούτη ἡ ἀνάσα».

Ἄκου:
«Θά γίνει ἡ ἀνάσταση μιάν αὐγή...
Πάλι τό κύμα θά τινάξει τήν Ἀφροδίτη
Εἴμαστε ὀ σπόρος πού πεθαίνει»
ὄχι ὅμως ξέμπαρκοι ἀπό τήν ἀποστολή μας ἀλλά
«χαράζοντας τή μοίρα μας στό φῶς».
«Κύριε, βοῆθα νά θυμόμαστε», νά στοχαζόμαστε
«τόν ψηφιδωτό καημό τῆς Ρωμιοσύνης» σά
«ψυχή τοῦ ἀνθρώπου καθισμένη στά γόνατα τῆς Ὑπερμάχου Στρατηγοῦ»
πού κέρδισε «εἰς ψυχήν...βλεπτέον»
«τό ζύγιασμα τῆς καλοσύνης».

Δέν κρίνεται ἀπό τό αἶμα ἀλλά ἀπό τό φῶς ἡ δύναμη.
Φύλαξε «τό παιδί πού εἶδε τό φῶς».
Μή σπαταλᾶς ἄδικα αἶμα ἐκεῖ πού χρεάζεται πνεῦμα.
«Σπάσε τό νῆμα τῆς Ἀριάδνης καί νά τό γαλάζιο κορμί τῆς γοργόνας».

Τό καράβι πού ταξιδεύει τό λένε... μά τί γράφει, βοήθαμε, ἔχουν τσακίσει τήν πλώρη, τί ὄνομα ἔχει «ἡ Ἑλλάδα πού ταξιδεύει»;

«...ΑΓ ΩΝΙΑ 937»
...ΑΙ ΩΝΙΑ +
μήπως ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ 2018;

ΥΓ. Οἱ στίχοι μέσα στά εἰσαγωγικά εἶναι ἡ ποιητική σκυτάλη πού μᾶς παρέδωσε ὁ Νομπελίστας ποιητής Γιῶργος Σεφέρης.



Πηγή: Aντίφωνο

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *