Ιστοριογραφία και ελληνική επανάσταση

Βρυζάκης Θεόδωρος-Η Ελλάς ευγνωμονούσα, 1858
Πηγή:
paletaart – Χρώμα & Φώς

Απόστολος Διαμαντής

Γνωρίζουμε ότι υπάρχει μια διασύνδεση ανάμεσα σε αστική τάξη – νεοελληνικό διαφωτισμό – Επανάσταση. Υπάρχει μια άμεση σχέση, αιτίας αποτελέσματος. Εδώ ακριβώς, σ’ αυτό το σημείο, όπου ερμηνεύουμε το νέο ελληνικό κράτος και την Επανάσταση, έχει συμβεί μια πολύ σοβαρή ιστοριογραφική εκτροπή, καθώς έχουν μεταφερθεί, με τρόπο μηχανιστικό, μοντέλα σκέψης και ανάλυσης από τη Δύση για να εξηγήσουν ιστορικά γεγονότα και φαινόμενα που δεν σχετίζονται αυτόματα μεταξύ τους. Δεν ταυτίζεται το ελληνικό παράδειγμα με το δυτικό.

Πρώτον, αστική τάξη στην Ελλάδα δεν υπήρξε, και δεν μπορούμε να μιλάμε για αστική τάξη τουλάχιστον μέχρι το 1930. Όποιος χρησιμοποιεί τον όρο «αστική τάξη» και εννοεί τους Έλληνες εμπόρους του 18ου αιώνα, απλώς αντιστοιχεί έννοιες και κοινωνικές τάξεις με τρόπο λανθασμένο. Αστική τάξη είναι το παραγωγικό κεφάλαιο. Η τάξη που δημιουργείται, όταν το εμπορικό κεφάλαιο μετατρέπεται σε παραγωγικό στη Δύση. Κάτι τέτοιο στην Ελλάδα δεν συνέβη. Οι έλληνες έμποροι δεν μεταλλάχθηκαν σε βιομηχάνους, δεν σχηματίστηκε δηλαδή αστική τάξη, με την σύγχρονη έννοια του όρου. Δεν μπορείς να χαρακτηρίζεις «αστό» κάποιον έλληνα έμπορο του 18ου αιώνα που πουλάει, βοϊδοτόμαρα κεριά και σιτάρια. Επομένως, πρώτο λάθος: Δεν υπάρχει αστική τάξη στην προεπαναστατική Ελλάδα.

Δεύτερο λάθος, είναι αυτό που έχει να κάνει με τον λεγόμενο «Νεοελληνικό Διαφωτισμό». Είναι ένας όρος που εισήγαγε ο Δημαράς μετά τον πόλεμο για να χαρακτηρίσει τους λογίους του δεύτερου μισού του 18ου αι. Είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται καθ’ υπερβολήν, διότι αυτό που ονομάζουμε φαινόμενο «νεοελληνικού διαφωτισμού», είναι απλώς μια πνευματική κίνηση με αίτημα παιδείας, ένα ουμανιστικό αίτημα, δηλαδή να μορφωθούν οι έλληνες. Πολύ μικρή σχέση έχει αυτό το αίτημα με τον ευρωπαϊκό διαφωτισμό, και πάνω σ’ αυτή τη σύγχυση, πάνω στο γεγονός δηλαδή ότι η αστική τάξη στη Δύση και ο Διαφωτισμός προετοίμασαν ή θεμελίωσαν τον σύγχρονο καπιταλισμό, θεωρήθηκε ως πως μια πολύ ελκυστική ιδέα να εφαρμοστεί και στη δική μας περίπτωση και να θεμελιώσει την ελληνική Επανάσταση. Σπανίως όμως συναντάς εκπρόσωπο του Νεοελληνικού Διαφωτισμού στην επαναστατική διαδικασία – πλην του Ρ. Φεραίου και του Άνθιμου Γαζή εν μέρει – και πουθενά δεν θα δείς κάποιον έμπορο – πλην δύο, τριών ή τεσσάρων περιπτώσεων – να συμμετέχει στην επαναστατική διαδικασία, η οποία, όπως όλοι γνωρίζουμε, είναι υπόθεση της Φιλικής Εταιρείας, μέλη της οποίας ήταν κυρίως στρατιωτικοί, κληρικοί και κοτζαμπάσηδες. Σύμφωνα με τις πηγές μάλιστα οι έμποροι έδειξαν μεγάλη ανησυχία και φόβο με την έκρηξη της επανάστασης.

Εδώ υπάρχει ένα πρόβλημα . Το σχήμα του Δημαρά, η σύνδεση εμπορίου – νεοελληνικού διαφωτισμού και Επανάστασης, είναι ένα σχήμα που δεν υπήρχε πριν. Ούτε ο Σάθας ούτε ο Ζακυνθινός, ούτε ο Άμαντος έκαναν τέτοιες απόλυτες συνδέσεις. Το σχήμα αυτό είναι μια μηχανιστική μεταφορά του μαρξισμού- ενός οικονομισμού που προέρχεται από τον μαρξισμό καλύτερα, από έναν κακοχωνεμένο μαρξισμό.. Αλλά είναι ένα σχήμα που δουλεύει ίσως για τη δυτική ιστορία, για τον καπιταλισμό όπως τον ξέρουμε στη Δύση, αλλά δεν δουλεύει καθόλου ή δημιουργεί σοβαρά προβλήματα ερμηνείας, όταν το εφαρμόζουμε στην υπόθεση της εθνεγερσίας του ‘21.

Το κρίσιμο ζήτημα σχετικά με την εθνεγερσία του 21 είναι το γεγονός ότι αυτή η κοινότητα – η ελληνική – παρέμεινεν έθνος, όπως λέει ο Παπαρρηγόπουλος, κατά τη διάρκεια των τεσσάρων αιώνων της τουρκοκρατίας. Παρέμεινε δηλαδή ως κοινότητα με το αίσθημα του «ανήκειν», ως εθνική και θρησκευτική διαφορετικότητα. Γιατί αν δεν είχε παραμείνει δεν θα συζητάγαμε για την Επανάσταση του ‘21. Άρα το κρίσιμο ζήτημα δεν είναι οι έμποροι. Είναι και οι έμποροι, είναι και οι λόγιοι, είναι και οι παπάδες, μπορεί να είναι οτιδήποτε. Και όλα αυτά μαζί, αυτά που όλα μαζί συγκροτούν την εθνική κοινότητα.

Το κρίσιμο ζήτημα λοιπόν είναι ότι υπάρχει εδώ μια ελληνορθόδοξη κοινότητα, η οποία είναι συνεκτικά οργανωμένη θεσμικά μέσω των κοινοτήτων, είναι πνευματικά οργανωμένη μέσω της Εκκλησίας, και έχει την σαφή αίσθηση της καταγωγής, ότι προέρχεται δηλαδή και φέρει μεθ’ εαυτής την παράδοση τη βυζαντινή και την αρχαία. Αυτό είναι ο πρώτιστος και κρίσιμος παράγοντας.

Τα τελευταία χρόνια, κυρίως μετά τη μεταπολίτευση, έγινε μια στροφή στην ιστοριογραφία, μια «εκτροπή», από τη μελέτη των υπαρκτών παραδόσεων σε μια ιστοριογραφία ιδεολογικού-πολιτικού χαρακτήρα. Αυτό που ο Φίλιππος Ηλιού – που είναι ένας πρωτεργάτης αυτής της στροφής – χαρακτήρισε «ιδεολογική χρήση της ιστορίας» για να το αποδώσει στην προηγούμενη ακαδημαϊκή ιστοριογραφία, την εθνική ιστοριογραφία, Να χρησιμοποιηθεί δηλαδή η ιστορία ως εργαλείο εθνικής και κρατικής συνοχής. Αλλά, κατά μείζονα λόγο, ιδεολογική χρήση της ιστορίας έχουμε ακριβώς μετά από αυτή την ιδέα. Εάν οι παλιότεροι ιστορικοί χρησιμοποιούσαν την ιστορία για εθνικούς σκοπούς, η σημερινή ιστοριογραφία κάνει κάτι ακόμη πιο ιδεολογικό. Χρησιμοποιεί την ιστορία για πολιτικούς σκοπούς πια. Ούτε καν για εθνικούς, αλλά για να εξυπηρετήσει μια συγκεκριμένη αντι-εθνική πολιτική κατεύθυνση, που ενισχύεται από τις ανάγκες της ελευθερίας διακίνησης του χρηματιστικού κεφαλαίου.

Οι νεώτεροι ιστοριογράφοι, περιέπεσαν σε ιδεοληπτικά σχήματα, με τον τρόπο που αντιλαμβάνονται τον νεοελληνικό διαφωτισμό και την αστική τάξη. Αυτοί είναι όροι a priori. Ξεκινάνε δηλαδή με αξιώματα: «Αστική τάξη», «Διαφωτισμός», προοδευτικοί έμποροι, αντιδραστικοί κληρικοί. Φτιάχνεις ένα σχήμα δηλαδή και μετά φροντίζεις η πραγματικότητα να ταιριάσει στο σχήμα σου. Οι παλιότεροι ιστορικού δεν δούλευαν με σχήματα εκ των προτέρων, αλλά εκ των υστέρων, όπως το λέει ο Ζαμπέλιος, «πάντοτε αποταμιεύοντες». Το μόνο που είχαν ήταν το σχήμα της συνέχειας. Αλλά αυτό – το παπαρρηγοπούλειο σχήμα το περίφημο- – είναι ένα σχήμα που πηγάζει από τη φύση των πραγμάτων. Το βλέπεις με τα μάτια σου. Αναβλύζει από την εθνική ζωή, από την κοινωνική ζωή. Δεν είναι οι ίδιοι που το φοράνε καπέλο στην κοινωνία. Το βλέπουν στη ζωή, στην εμπειρία.

Κάποιος μωραϊτης, που ξυπνάει το πρωί και βλέπει κάθε μέρα μπροστά του τον ναό του Απόλλωνα ή την Ολυμπία ή τα βυζαντινά κάστρα, λογικό είναι να αναρωτηθεί. Αυτά είναι παρελθόν. Θα μάθει λοιπόν για κάτι που βλέπει. Που είναι δικό του. Και θα γίνει κι αυτός μέρος του. Κάπως έτσι κατασκευάζεται η παράδοση, η εθνική συνείδηση. Δεν είναι ιστοριογραφικό σχήμα αυτό το πράγμα. Είναι πραγματικότητα. Υπάρχει.



Πηγή: tvxs.gr
Ἀναδημοσίευση ἀπό: Το καραβάκι της ιστορίας

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *