K. Δημουλά: Περί γλώσσας

vasiliou_parastaseis
[…] Πιστεύω ευλαβικά και στη σκοτεινή αδυναμία μας. Κάτι μου λέει ότι η πίσω πλευρά της είναι μια απρόοπτη σελήνη που φωτίζει αστραπιαία το άλλο περιοδικό ημισφαίριο, εκείνο της δημιουργικής απόγνωσής μας. Τώρα που το σκέπτομαι, περίεργο, δεν έχω καταλήξει τι είναι πιο χρονοβόρο, να μιλώ σε άνθρωπο ή να αγκαλιάζω τον Θεό με την ανημπόρια μιας προσευχής;

Όπως και να ναι εμμένω στην προσευχή κι ας θεωρείται πως είναι ένα αναχρονιστικό κουτί παραπόνων ξέχειλο, ξεχασμένο, μια εικόνα παραμελημένης, προαποφασισμένα αταχυδρόμητης ανάγκης. Γι’ αυτό και εμμένω. Επειδή η εμμονή είναι ένα χρέος απέναντι στον όρκο που δώσαμε στην ελπίδα, ότι δεν θα την εγκαταλείψουμε ποτέ, ούτε κι όταν εκείνη μας εγκαταλείψει.
Εντούτοις, ολωσδιόλου απελπισμένη, μπαλώνοντας και τσοντάροντας διάφορες πολυφορεμένες επινοήσεις, έδωσα σ’ αυτή την ομιλία έναν τίτλο εν γνώσει μου ότι δεν παραπέμπει σε πνευματικό άνθρωπο, όπως τουλάχιστον τον θέλει η συνταγή, να είναι ηγέτης της απήχησής του στα προβλήματα της ανθρωπότητας.

Εγώ απλώς διασωληνώνω. Γιατί όσο εντατική κι αν είναι η ματαιοπονία, μόνη της δεν τα βγάζει πέρα, χρειάζεται και επιβλέποντες.

Αν ο επίμαχος τίτλος μιμείται κάπως το χρησμό: ήξεις αφήξεις ουκ… είναι γιατί όταν μου ζητήθηκε για διαδικαστικούς λόγους το θέμα της ομιλίας ήταν ακόμα στο στάδιο του πανικού.

Κι αλήθεια, πανικό μου προκαλούσε η σκέψη ότι θα είχα, με μόνο εφόδιο τη δυστοκία μου, να εκστρατεύσω εναντίον είκοσι τουλάχιστον σελίδων που τα εδάφη τους ήταν ήδη κατεχόμενα από το πολεμοχαρές λευκό κενό. Ότι θα έπρεπε να στρατολογήσω κάπου πέντε χιλιάδες λέξεις. Οι άξιες εθελόντριες λέξεις, λιγοστές πάντα προσέρχονται. Αντίθετα, αφθονούν οι κακοποιημένες από το βιοπορισμό και την τυποποίηση, όπως κι εκείνες που λιποτακτούν στα δύσκολα, και που είναι συνήθως τα κακομαθημένα, απόλεμα, νόθα παιδιά της φαντασίας. Ανάμεσα, οι απρόβλεπτες λέξεις, οι φανατισμένες, καμικάζι που ανατινάζουν κάθε τόσο αθώους, άμαχους, χειρισμούς του λόγου.

Ποτέ, σε ποίημα ή προσευχή – το ίδιο κάνει – ούτε σε επιστολή ή σε απώλεια – το ίδιο κάνει – δε βάζω τίτλο.

Ο τίτλος μου είναι αλυσίδες. Δε με αφήνει να απελευθερωθώ από κει που ξεκίνησα και που όσο συνεχίζω, το βλέπω, άγονη γη που κατακτώ. Ενώ χωρίς τίτλο, λοξοδρομώ, και χαράζοντας επιτόπου ψευδοπεράσματα δοκιμάζω να κατευθύνομαι προς όπου μισοακούγεται θολός ήχος τρεχούμενων νερών. Φτάνοντας, και λάθος να δω ότι έκανα και νερά να μην τρέχουν, ούτε σταγόνα, δεν έχει σημασία. Εγώ πάντως το μικρό σταμνάκι μου πρόφτασα καθ’ οδόν να το γεμίσω με τον ήχο της αναβλύζουσας νοερότητας.

Ίσως πολλοί να εξέλαβαν αυτόν τον βεβιασμένο τίτλο ενός τυχοδιώκτη και άλλοι ως επαίτη. Το δεύτερο δεν προσβάλλει.

Καθετί σχεδόν που επιχειρούμε την επιτυχία επαιτεί από τη διερχόμενη τύχη. Και η προσευχή αυτό κάνει. Τείνει την άδεια παλάμη της, περιμένοντας να την ελεήσει η πίστη με Θεό.

Η πιο αλήθεια είναι ότι αυτός ο τίτλος επικράτησε ως ένας έντιμος βιογράφος της απόλυτης αδυναμίας μου να επικεντρωθώ σε ένα μόνο θέμα με στόχο του την εξαντλητική ευθεία, χωρίς πλαγιοδρομήσεις, ανάπτυξή του. Δεν ξέρω πώς να το ανεφοδιάζω κάθε τόσο με την κινητήρια εξέλιξη, πώς να ιεραρχήσω τις σημασίες, τι κενό πρέπει να αφήνω μεταξύ της σημασίας και της επιρροής που ασκεί πάνω μας, ώστε να μπορούμε να ανατρέπουμε την ιεράρχηση ανάλογα με τα συμφέροντα των συγκυριών. Ευκολότερα θα κατάφερνα να υφάνω μεταξωτούς ρόλους με νήμα αγκαθιών παρά μια λεία πλοκή με ατσάλινο νήμα συνέπειας, ορθολογισμού.

… μόνο αν μου δάνειζε ο Ηρακλής κάποιους από τους χειροδύναμους άθλους του, θα μπορούσα να κόβω τα αναφυόμενα συνεχώς κεφάλια της Λερναίας κοινοτοπίας, της υποτονικότητας, των χασμωδιών, να μπορώ να εξοντώνω τις στυμφαλίδες όρνιθες του πλατειασμού, που με τα χάλκινα ράμφη τους κατασπαράζουν την ακριβολογία, και ποιος τάχα άθλος θα με βοηθούσε να κρατώ τα χαλινάρια του ειρμού, που τόσο εύκολα αφηνιάζει γκρεμίζοντάς σε στο παραλήρημα.

Πιστεύω ακράδαντα πως όταν ο λόγος οδοιπορεί, ανάλαφρα σοφό είναι, το χιούμορ, κατά διαστήματα, να πηγαίνει καβάλα στην πλάτη της σοβαρότητας. Για να ξεκουράζεται η ίδια από το δικό της βάρος. Θα την πείσω να το δεχτεί; Κι αν ακόμα την πείσω, θα καταφέρω να προκύψει πράγματα ξεκούραστος ο λόγος;

Επιπλέον θα πρέπει να συγκρατώ τη φανατική κριτική που ανεπιφύλακτα σπεύδει να τσαλαπατάει τις φωλιές των καρπερών επαναλήψεων που συναντά στο διάβα της. Πράγματι αφθονούν σε κάποια κείμενα οι επαναλήψεις. Συνήθως, κλωτσάνε τα ίδια σχεδόν μπαγιάτικα αυγά τους. Αλλά αν το καλοσκεφτούμε, κι εμείς για να σώσουμε αυτό το ίδιο μπαγιάτικο αγωνιζόμαστε να ζήσουμε τόσο διαφορετικά.

Τι αξιολάτρευτο που είναι εντούτοις αυτό το οξύμωρο σχήμα του αγώνα μας.

Ο λόγος που θέλω να προστατεύω αυτές τις φωλιές των επαναλήψεων από την απόρριψη δεν είναι γιατί είμαι κι εγώ μια αναπόφευκτη επανάληψή μου, αλλά επειδή τίποτα δεν αποκλείει, μέσα σε κάποια απ΄ αυτές τις φωλιές, και μέσα στην κεκτημένη θερμοκρασία των επαναλήψεων, να επωάζει το νωθρό χρόνο της κάποια Σάρα ανανέωση.

… η γλώσσα: αυτή η Σταχτοπούτα της έκφρασης. Τι ωραίο παραμύθι. Αλλά όχι και τόσο παραμύθι. Η κακιά μητριά της, η σιωπή, αληθεύει.

Η γλώσσα, με το εξαίσιο χάρισμα να συλλαμβάνει τι εννοεί η άφωνη αγωνία, απλώς και μόνο διαβάζοντας το ανεπαίσθητο σάλεμα των χειλιών της.

Η γλώσσα, αυτό το ελιξίριο της νεότητας για τους γερασμένους τρόπους των αναστεναγμών.

Οι συναρπαστικοί μονόλογοι της γλώσσας. Θα διασωθεί άραγε κάτι απ’ αυτούς; Λίγα πράγματα. Όσα προφταίνει να κρυφακούσει η μνήμη του χαρτιού. Εξυπακούεται ότι το χαρτί είναι ο μονόλογος της μνήμης μας.



Απόσπασμα από ομιλία στην αρχαιολογική εταιρεία και φυσικά έχει κυκλοφορήσει σε βιβλίο.

Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα είναι έργο του Σπύρου Βασιλείου.



Πηγή κειμένου: Αντίφωνο

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *