Καμιά έκπτωση στο «τσάμικο ζήτημα»!

Άρθρο στο Himara.gr
του ΑΝΤΩΝΗ ΜΠΕΖΑ (*)

ΠΑΡΟΤΙ Τίρανα και Αθήνα μεταδίδουν κλίμα αισιοδοξίας ότι οι διαπραγματεύσεις, που διεξάγονται μυστικά σε επίπεδο υπουργών Εξωτερικών, θα φέρουν την άνοιξη στις ελληνοαλβανικές σχέσεις, υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για υποχωρήσεις της ελληνικής πλευράς στα θέματα του αλυτρωτισμού των Τσάμηδων.

Ο Αλβανός πρωθυπουργός Έντι Ράμα έχει θέσει ευθέως θέμα ανθρωπίνων δικαιωμάτων των Τσάμηδων και θέμα αναγνώρισης της γενοκτονίας τους από τους Έλληνες, όπως και τη δυνατότητα να διεκδικήσουν δικαστικώς αποζημιώσεις και περιουσιακά δικαιώματα από τα ελληνικά δικαστήρια. Παράλληλα, την ίδια ώρα που Αλβανοτσάμηδες επιχειρούσαν για πρώτη φορά μαζική είσοδο στη χώρα μας από το Τελωνείο Μαυροματίου στη Θεσπρωτία, με πρόσχημα το «προσκύνημα στα πάτρια εδάφη», η εφημερίδα «Αυγή» ανέφερε ότι η ελληνική πλευρά θα μπορούσε να εξετάσει «τη διεκδίκηση των δημευμένων περιουσιών των Τσάμηδων στα ελληνικά δικαστήρια», θέση που πλησιάζει περισσότερο προς τις αλβανικές απόψεις!

Ασφαλώς, μια λύση- πακέτο με την Αλβανία θα ήταν καλοδεχούμενη ώστε να συσσωρεύσουμε πολύτιμο διπλωματικό κεφάλαιο στο κρίσιμο θέμα των σχέσεών μας με την Τουρκία. Όμως, εκτός από το ζήτημα των Θαλασσίων Ζωνών, η ελληνική πλευρά θα πρέπει να θέσει τέλος στις ανυπόστατες αλβανικές διεκδικήσεις για το λεγόμενο «τσάμικο ζήτημα».

Η ιδέα της «Μεγάλης Αλβανίας» γίνεται ολοένα και πιο διαδεδομένη τα τελευταία χρόνια στη γειτονική χώρα. Αν αυτές οι αλυτρωτικές φωνές ήταν προϊόντα μιας περιθωριακής ομάδας ή υφίσταντο μόνο ως επικοινωνιακό παιχνίδι για εσωτερική κατανάλωση, τότε τα πράγματα δεν θα ήταν ιδιαίτερα ανησυχητικά. Δεν συμβαίνει όμως αυτό. Οι αλυτρωτικές απόψεις αποτελούν επίσημη κυβερνητική θέση και δεσπόζουσα ιδεολογία στους πνευματικούς θεσμούς και τα μέσα ενημέρωσης. Από το 1994 η αλβανική Βουλή, επιχειρώντας να παραλληλίσει το ζήτημα των Τσάμηδων με το ολοκαύτωμα των Εβραίων, καθιέρωσε ομόφωνα την 27η Ιουνίου (1944), ως «ημέρα «γενοκτονίας των Τσάμηδων», ενώ το αλβανικό Υπουργείο Πολιτισμού χρηματοδότησε το 2012 την κατασκευή «Μνημείου για τη θηριωδία των Ελλήνων», στην περιοχή μεταξύ Μουρσίου και Τζάρας, κοντά στα ελληνοαλβανικά σύνορα.

Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΛΗΘΕΙΑ είναι, όμως, διαφορετική από την προπαγάνδα του αλβανικού εθνικισμού και την υπεράσπισή της έχει, μεταξύ άλλων, ως στόχο ο «Σύλλογος Απογόνων Θυμάτων των Τσάμηδων», που ιδρύθηκε πρόσφατα στη Θεσπρωτία.

Μετά την κατοχή της Αλβανίας από τους Ιταλούς, το 1939, οι μουσουλμάνοι Τσάμηδες χρησιμοποιήθηκαν για να δικαιολογήσουν την εισβολή τους στην Ελλάδα. Κατά την εισβολή, μάλιστα, της 28ης Οκτωβρίου 1940, οι Αλβανοί, περιλαμβανομένων και Τσάμηδων, συμμετείχαν στις επιχειρήσεις με 18 τάγματα Πεζικού πρώτης γραμμής.

Την 3η Μαΐου 1941, η τότε αλβανική κυβέρνηση υπέβαλε μνημόνιο στο ιταλικό Υπουργείο Εξωτερικών με αξιώσεις έναντι της Γιουγκοσλαβίας και της Ελλάδας. Ειδικά για την Ελλάδα, διατυπώθηκε η απαίτηση να προσαρτηθούν στην Αλβανία, εκτός από τη Θεσπρωτία, οι νομοί Ιωαννίνων και Πρέβεζας και τμήμα του νομού Άρτας βορείως του Αράχθου ποταμού, καθώς και τμήματα της Δυτικής Μακεδονίας, όπως ακριβώς είχε διατυπωθεί σε παρόμοιο αίτημα των Αλβανών προς τις Μεγάλες Δυνάμεις κατά τη Συνδιάσκεψη του Βερολίνου (1878).

Στη διάρκεια της Κατοχής, είτε με τη συνεργασία των Ιταλών μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1943, είτε με τους Γερμανούς μέχρι τον Νοέμβριο του 1944, οι Τσάμηδες εξουδετέρωσαν την τοπική ελληνική διοίκηση και διέπραξαν τρομακτικά εγκλήματα σε βάρος του άμαχου πληθυσμού, υπονομεύοντας κάθε προοπτική μελλοντικής συνύπαρξης με τους χριστιανούς Έλληνες.

ΕΙΝΑΙ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΟ ότι με διάταγμα της φασιστικής Ιταλίας, οι αδελφοί Νουρή και Μαζάρ Ντίνο από την Παραμυθιά, διορίστηκαν, ο μεν πρώτος ύπατος αρμοστής Θεσπρωτίας και ο δεύτερος συνταγματάρχης της «Μιλίτσια», της τσάμικης δηλαδή πολιτοφυλακής, ενώ αργότερα δημιούργησαν ένα είδος τοπικής κυβέρνησης, την οργάνωση «Εθνική Αλβανική Επιτροπή», γνωστή ως «Ξίλια».

Οι Τσάμηδες έλαβαν επίσης μέρος με την πλευρά των Γερμανών σε μάχες στη Θεσπρωτία εναντίον των ανταρτικών δυνάμεων του ΕΔΕΣ, στις τοποθεσίες Κρυσταλλοπηγή Παραμυθιάς (15/12/1943), Θεσπρωτικό (30/3/1944), Νικολίτσι Πρέβεζας (24/5/1944), Κεφαλόβρυσο Παραμυθιάς (30/6/1944), στην απελευθέρωση Πάργας και Παραμυθιάς (Ιούνιος 1944) και στη μάχη της Μενίνας (17-18/8/1944). Από το ΓΕΣ, με έκθεση του 1945,τεκμηριώθηκαν 632 δολοφονίες Ελλήνων, 428 απαγωγές και εξαφανίσεις προσώπων, 209 βιασμοί γυναικών, 2.332 πυρπολήσεις κατοικιών, 53 λεηλασίες χωριών και εκατοντάδες κλοπές κοπαδιών ζώων.

Επομένως, όχι μόνο δεν έγινε γενοκτονία των Τσάμηδων, αλλά εντελώς το αντίθετο. Οι Τσάμηδες, ως συνεργάτες των Ιταλών και των Γερμανών, επιχείρησαν την εκκαθάριση του ελληνικού πληθυσμού, είτε μέσω του φυσικού του αφανισμού, είτε μέσω της τρομοκράτησης και φυγής του και έχοντας αποδεδειγμένο σκοπό την ενσωμάτωση περιοχών της Ηπείρου στο αλβανικό κράτος.

Απέναντι στη φασιστική βαρβαρότητα, το ελληνικό στοιχείο κράτησε στάση άμυνας και νομιμότητας. Η εκκένωση της Θεσπρωτίας από τον αλβανομουσουλμανικό πληθυσμό τον Νοέμβριο του 1944 - μετά από απόφαση της ηγεσίας τους για αποχώρηση υπό το βάρος των εγκλημάτων τους - υπήρξε συντεταγμένη και δεν συνοδεύτηκε από ενέργειες των στρατιωτικών μονάδων του ΕΔΕΣ εναντίον του άμαχου πληθυσμού.

Για τους Τσάμηδες, μάλιστα, που είχαν εμπλακεί σε εγκλήματα, έγιναν δίκες από το Ειδικό Δικαστήριο Δοσίλογων Ιωαννίνων.Εκδόθηκαν περίπου 1.700 αποφάσεις και 1.930 από αυτούς καταδικάστηκαν ως εγκληματίες πολέμου και συνεργάτες κατακτητών.

Ταυτόχρονα, από τους Τσάμηδες αφαιρέθηκε η ελληνική ιθαγένεια, είτε μεμονωμένα για εθνική προδοσία, με αποφάσεις ελληνικών δικαστηρίων ή με διοικητικές πράξεις, επικουρικές σε αποφάσεις ελληνικών δικαστηρίων, είτε συλλογικά, σύμφωνα με την αρ. 50862/38254/16/1/1947 απόφαση του Υπουργείου Στρατιωτικών. Στην απόφαση τονίζεται ότι αναχώρησαν οριστικά από τη χώρα χωρίς πρόθεση να επανέλθουν σε αυτή. Κατά τον ίδιο τρόπο οι Τσάμηδες στερήθηκαν και των περιουσιών τους, οι οποίες δημεύθηκαν αφού έφυγαν εκούσια από την Ελλάδα.

ΟΙ ΗΠΕΙΡΩΤΕΣ είμαστε άνθρωποι ειρηνικοί, μαθημένοι να υπομένουμε αγόγγυστα και να επιμένουμε σιωπηλά, δεν είμαστε όμως «κοπάδι άβουλο» και έχουμε «κόκκινες γραμμές» στην ψυχή μας. Που έχουν ποτιστεί με αίμα και δεν σβήνουν. Η περίοδος της φασιστικής Κατοχής ήταν από τις πιο σκοτεινές και αιματηρές περιόδους στην τοπική μας ιστορία. Η υπεράσπιση της αλήθειας, είναι υπεράσπιση του ανθρώπου, της ελευθερίας και της δημοκρατίας. Αυτή η υπεράσπιση είναι ένας αγώνας διαρκής και ανυποχώρητος. Είναι στάση ζωής και όχι ένας αγώνας περιστασιακός.

Για τους λόγους αυτούς, η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να καταστήσει σαφές στην αλβανική ηγεσία ότι καμιά έκπτωση στο ουσιαστικά ανύπαρκτο «τσάμικο ζήτημα», δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Οι περιουσιακές διεκδικήσεις και η «αποκατάσταση» των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των παλιών συνεργατών του φασισμού, δεν βασίζονται στο διεθνές και το ευρωπαϊκό δίκαιο και επιπλέον δεν ευνοούν την ευρωπαϊκή προοπτική της Αλβανίας.

Αν κάποιος νομιμοποιείται να ζητήσει πολεμικές επανορθώσεις και αποζημιώσεις, είναι η Ελλάδα από την Αλβανία για τις εγκληματικές πράξεις των Τσάμηδων. Άλλωστε, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η χώρα μας δεν αποδέχθηκε το 1945 τη συμμετοχή της Αλβανίας στη διεθνή διάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων γιατί η Αλβανία, όπως άλλωστε και η Γερμανία, είχε και συνεχίζει να έχει ευθύνες για την αποζημίωση της Ελλάδας. Η Αλβανία τότε αποτελούσε μέρος της Ιταλίας του Μουσολίνι που επιτέθηκε στην Ελλάδα το 1940 και παρέμεινε μέχρι το 1943 ως δύναμη κατοχής της πατρίδας μας.

(*) Ο Αντώνης Μπέζας είναι πρώην υπουργός και βουλευτής Θεσπρωτίας



Πηγή: Himara.gr

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *