«Κάνε κουράγιο Ἑλλάδα μου…»

Greek_flag-Santorini

Γράφει ὁ Δημ. Νατσιός
Δάσκαλος-Κιλκίς

«Ὅτι μᾶς ἔφαγαν οἱ ξένοι ὡς γλάροι»
Μακρυγιάννης

«Ποιὸς τὸ περίμενε στ’ ἀλήθεια
νὰ βγοῦν ψευτιὲς καὶ παραμύθια
καὶ νὰ ξεχάσουν τώρα πιὰ τὰ λόγια ἐκεῖνα τους,
ποὺ μᾶς τὰ ᾽λέγαν κάθε βράδυ ἀπ’ τὰ Λονδίνα τους.

Μὰ δὲν πειράζει, δὲν πειράζει,
δὲ θὰ τὸ βάλουμε μαράζι
καὶ δὲ θὰ κλάψουμε ποὺ πάλι μᾶς ξεχάσατε,
γιατί δὲν εἶν’ πρώτη φορὰ ποὺ μᾶς τὴ σκάσατε
καὶ στὴν ὑγειά σας μία ὀκαδούλα ἐμεῖς θὰ πιοῦμε
καὶ στὴ μικρὴ τὴν Ἑλλαδούλα μας θὰ ποῦμε:

Κάνε κουράγιο Ἑλλάδα μου
κι ὅσο μπορεῖς κρατήσου
καὶ στὰ παλιὰ παπούτσια σου,
γράψε ὅσα λὲν οἱ ἐχθροί σου.

Κι ἂν μᾶς τὴ σκάσανε μὲ μπαμπεσιά,
οἱ σύμμαχοι στὴ μοιρασιά,
κάνε κουράγιο Ἑλλάδα μου, νὰ μὴ μᾶς ἀρρωστήσεις,
γιατί τὸ θέλει ὁ Θεὸς νὰ ζήσεις καὶ θὰ ζήσεις.

Σὲ κάθε χιονισμένη ράχη,
σὰν πολεμούσαμε μονάχοι,
ὅλοι λαγοὺς μὲ πετραχήλια μᾶς ἐτάζατε
καὶ μεσ’ στὰ μάτια μὲ λατρεία μᾶς κοιτάζατε.

Μὰ ξεχάστηκαν ὅλα ἐκεῖνα,
ἡ Πίνδος καὶ ἡ Τρεμπεσίνα,
ἴσως μία μέρα ἐμᾶς, ποὺ τόσο αἷμα ἐχύσαμε,
νὰ μᾶς καθίσουν στὸ σκαμνί, γιατί νικήσαμε.

Μὰ φυσικὸ θὰ μᾶς φανεῖ κι αὐτὸ ἀκόμα
καὶ στὴν Ἑλλάδα μας θὰ ποῦμε μ’ ἕνα στόμα:
Κάνε κουράγιο Ἑλλάδα μου
κι ὅσο μπορεῖς κρατήσου
καὶ στὰ παλιὰ παπούτσια σου,
γράψε ὅσα λὲν οἱ ἐχθροί σου.

Κι ἂν μᾶς τὴ σκάσανε μὲ μπαμπεσιά,
οἱ σύμμαχοι στὴ μοιρασιά,
κάνε κουράγιο Ἑλλάδα μου, νὰ μὴ μᾶς ἀρρωστήσεις,
γιατί τὸ θέλει ὁ Θεὸς νὰ ζήσεις καὶ θὰ ζήσεις».

Καὶ πάλι, ὅπως τότε ποὺ ζοῦσε, ἡ τραγουδίστρια τῆς νίκης, ἡ Σοφία Βέμπο, μᾶς παρηγορεῖ καὶ μᾶς ἐμψυχώνει. Γιατί καὶ σήμερα «πάλιν Ἡρωδιάς, μαίνεται πάλιν ταράσσεται, πάλιν ὀρχεῖται, πάλιν ἐπὶ πίνακι τὴν κεφαλήν»… τοῦ Γένους μας «ζητεῖ λαβεῖν». Αὐτὴ εἶναι ἡ Εὐρώπη, «Ἡρωδιάς», καὶ ἔλαβε τὴν κεφαλή μας «ἐπὶ πίνακι» (=στὸ πιάτο) γιατί οἱ δήμιοι, οἱ νεκροθάφτες τοῦ λαοῦ, οἱ ὑποδηματολεῖκτες τῶν ξένων, εἶναι ἐντὸς τῶν συνόρων.

Ἔπεσαν πλέον καὶ τὰ φωτοστέφανα, τὰ ψεύτικα τὰ λόγια τὰ μεγάλα, τῆς Ἀριστερᾶς. Ὡσὰν ξεραμένο φιδόδερμα ἐγκατέλειψε, κυριολεκτικὰ ἐν μιᾷ… βρυξελλικῇ νυκτί, τὶς σαπουνόφουσκες περὶ ἀγώνων καὶ θυσιῶν. Τόσα χρόνια τάιζε τὸν λαὸ μὲ τὸ γρασίδι τῆς δῆθεν ἀνυπότακτης ἀντίστασης, τοῦ ἀκαταδάμαστου πρόμαχου τῶν δικαίων τοῦ λαοῦ καὶ ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα, ἡ μεγάλη ἱστορικὴ στιγμή, ἀνθοστρώνει τὸ δρόμο, τῆς ὑποτέλειας, χειρότερης τῆς προηγούμενης «Καὶ ἔσται ἡ ἐσχάτη πλάνη χείρων της πρώτης». Τὸ ποιὰ εἶναι αὐτὴ ἡ Ἀριστερὰ καὶ ποιὸς ὁ γενέθλιος χῶρος της, ἀφήνω ἕναν, μακαρίτη πιά, ἀριστερὸ νὰ μᾶς τὸ ἑρμηνεύσει: «Στὴν πραγματικότητα δὲν ὑπῆρξε σοβαρὴ ἀντίσταση κατὰ τῆς χούντας. Τὸ πράγμα περιορίστηκε σὲ μία τουριστικοῦ τύπου ἀντίσταση ἀπὸ τὸ ἐξωτερικό, ὅπου πρωταγωνιστοῦσε, ὅπως καὶ στὸ κυρίως εἰπεῖν θέατρο, ἡ πληθωρικὴ Μελίνα Μερκούρη, ποὺ τό ᾽παιζε Πασιονάρια…

Ποτὲ δὲν κατάλαβα γιατί ἡ ἐξέγερση τοῦ Πολυτεχνείου ὀνομάστηκε ἔπος. Ἡ σημαντικότερη συνέπεια τοῦ “ἔπους” τοῦ Πολυτεχνείου, εἶναι τὸ γεγονὸς πὼς ἡ ἡμέρα τῆς πτώσης του, ἡ 17 τοῦ Νοέμβρη, χάρισε τὸ ὄνομά της στὴν ὀργάνωση “17 Νοέμβρη”. Ἐπίσης, τὸ “ἔπος” δημιούργησε ἐντελῶς κατὰ λάθος μία “ἠρωίδα”, τὴ Μαρία Δαμανάκη, τῆς ὁποίας ὁ ἡρωισμὸς συνίσταται στὴν ἐκφώνηση ἀπὸ τὸ ραδιόφωνο τῶν φοιτητῶν τῶν συνθημάτων καὶ τῶν ἀνακοινώσεων τῆς Συντονιστικῆς Ἐπιτροπῆς. Πάντως, πολλοὶ εἶχαν τὴν εὐκαιρία νὰ βάλουν ὑποψηφιότητα γιὰ πολιτικοὶ ἐκεῖ μέσα στὸ Πολυτεχνεῖο. Γιὰ τὸν Μίμη Ἀνδρουλάκη, τὸν Κώστα Λαλιώτη καὶ τὸν Στέφανο Τζουμάκα, ἡγετικὰ στελέχη τῆς ἐξέγερσης, ὁ δρόμος πρὸς τὴ βουλή, τὴν πολιτικὴ σκηνή, τὸ πολιτικὸ παρασκήνιο καὶ τὴν ἐν γένει ἑλληνικὴ πολιτικὴ ἀθλιότητα ξεκινάει ἀπὸ κεῖ.

Ὅπως καὶ νά ᾽ναι, τὸ “ἔπος τοῦ Πολυτεχνείου” ἔγινε ἕνα ἰσχυρὸ ἀντιστασιακὸ ἄλλοθι γιὰ κείνους ποὺ γιὰ ἑφτὰ χρόνια λούφαζαν, καὶ ξαφνικὰ ἔγιναν ἀντιστασιακοὶ ἐν μιᾷ νυκτί, καλὰ προφυλαγμένοι οἱ περισσότεροι ἀπ’ τὴν πολυκέφαλη μάζα ποὺ τοὺς περιέβαλλε πανταχόθεν. Εὐτυχῶς ποὺ ἡ οἴηση καὶ ὁ κομπασμὸς γιὰ ἕνα ἔπος ἐλάχιστα ἐπικό, ἄρχισε νὰ ξεφουσκώνει σιγὰ-σιγά». (Βασ. Ραφαηλίδη, «Ἱστορία –κωμικοτραγική- του Νεοελληνικοῦ Κράτους 1830-1974», ἔκδ. τοῦ «Εἰκοστοῦ Πρώτου»).

Τέλος πάντων. Τώρα τί γίνεται; Τὰ πράγματα πιὰ ἔχουν ξεδιαλύνει. Τούτη τὴν στιγμὴ ἔχουμε δύο παρατάξεις στὴν πατρίδα. Ἀπὸ τὴ μιὰ οἱ ἐθελόδουλοι πολιτικοί, πρῶτoν οἱ παλαιοκομματικοὶ καταστροφεῖς, ἀνίκανοι καὶ τυχοδιῶκτες καί, δεύτερον, οἱ νεοφανεῖς, ἄτολμοι «τοῖς κείνων ρήμασι πειθόμενοι». (Καλὰ λέει ἡ παροιμία «νὰ σὲ φυλάει ὁ Θεὸς ἀπὸ παλιὸ διακονιάρη καὶ νέο ἄρχοντα»). Καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ὁ δυστυχὴς λαός, ἐγκλωβισμένος στὰ δεσμά τους, τοὺς ὁποίους σιχαίνεται, ἀπεγνωσμένος, διότι δὲν βλέπει ἐλπίδα μεταβολῆς. («Μεγίστη ἐπικουρία τοῖς ἀτυχοῦσι ἐλπὶς μεταβολῆς», λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος). Τὰ δεινὰ τῆς πατρίδας αὐξάνονται, ἡ φτώχεια, γιὰ τὸ σύνολο τοῦ ἁπλοῦ λαοῦ, εἶναι πρὸ τῶν πυλῶν. Τί θὰ γίνει;

«Ἡ πενία στάσιν ἐμποιεῖ καὶ κακουργίαν», ἔλεγε ὁ Ἀριστοτέλης (Πολιτικά, 1256β). Ἡ πενία ὁδηγεῖ σὲ ἐπανάσταση καὶ «κακουργίαν». Ἂν φτάσουμε ὣς τὸν χειμώνα, ὅταν τὰ ἔξοδα πληθαίνουν, τότε δὲν θὰ βλέπουμε ἀγανακτισμένους, ἐν πολλοῖς χασομέρηδες, νὰ διαδηλώνουν στὴν πλατεία Συντάγματος, ἀλλὰ οἰκογενειάρχες ὀργισμένους γιὰ ὅλα αὐτὰ τὰ ἐμετικὰ ποὺ βιώνουν τὰ τελευταῖα χρόνια, οἱ ὁποῖοι δὲν θὰ περιοριστοῦν μόνο σὲ ἀερόπλαστα συνθήματα. Καὶ αὐτὸ λέγεται «στάσις», δηλαδὴ ἐξέγερση, ἐπανάσταση.

Ἂς τὸ καταλάβουμε. Μὲ τὰ ὅσα ὑπέγραψαν τὰ τελευταῖα μνημονιακὰ χρόνια, μὲ χέρια καὶ ποδάρια, οἱ κομματικές… συν-μωρίες, ἀκυρώθηκε ἡ Ἐπανάσταση τοῦ ’21. Ἐθνικὴ κυριαρχία, εἰπώθηκε αὐτό, δὲν ὑπάρχει πιά. Δηλαδὴ εἴμαστε πάλι, μετὰ ἀπὸ 195 χρόνια, ὑπὸ Κατοχὴ καὶ αἰχμαλωσία, σκλάβοι. Σὲ μία νέα Γερμανοκρατία πιά. Κάποιοι «φρόνιμοι» μᾶς λένε νὰ κάτσουμε φρόνιμα, τὰ μνημόνια, ἡ συμφορά, μᾶς σώζουν. «Ὅταν ἡ συμφορὰ συμφέρει, λογάριαζέ την γιὰ πόρνη», ἔλεγε ὁ Ἐλύτης. Τὰ μνημόνια ὑποστηρίζονται, κυρίως, ἀπὸ τοὺς κλεφτοκατσικάδες, αὐτοὺς ποὺ βογγοῦν οἱ ξένες τράπεζες ἀπὸ τὰ ἐμβάσματά τους, τὸν ἱδρώτα τοῦ λαοῦ. Τοὺς περιγράφει ἐξόχως ὁ Βάρναλης: «Πέτα τὴν ἀνθρωπιά σου/κι ἀπ’ τὸν ἀφέντη πιάσου/κι ἅμα σὲ φτύσει αὐτὸς/νὰ κάθεσαι σκυφτὸς/καὶ θὰ ᾽χεις τὰ μεγαλεῖα,/ στὴν σάπια πολιτεία». Δὲν ἔχουν ἱερὸ καὶ ὅσιο, φτάνει μόνο νὰ κατέχουν τὴν ἐξουσία καὶ τὶς ἀπολαβές της. Εἶναι ντροπή μας, νὰ κυβερνοῦν τὸν τόπο καὶ νὰ παρελαύνουν κάθε βράδυ ἀπὸ τὰ συνένοχα κοπροκάναλα, οἱ ἀφανιστὲς τῆς πατρίδας μας. Δὲν μποροῦν νὰ σώσουν τὸν τόπο, εἶναι διεφθαρμένοι μέχρι μυελοῦ ὀστέων. Θέλω νὰ γράψω κι ἄλλα, ἀλλὰ θὰ παραβῶ ὅλο τὸ Σύνταγμα (ἢ σύντριμμα), καὶ σταματῶ. Ἂς μὴν ἀπελπιζόμαστε, ἀδελφοί!! Τὸ πιὸ πηχτό, ψηλαφητὸ σκοτάδι εἶναι πρὶν ξημερώσει. Κάντε κουράγιο Ἕλληνες…



Πηγή: Χριστιανικὴ Βιβλιογραφία

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *