ΚΥΠΡΟΣ 1974 ΤΕΜΑΧΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΦΡΟΔΙΤΗ

turkish-cyprus-flag

Σταύρος Καρκαλέτσης, ιστορικός

Το 1974, ο «Αττίλας» ξανακτυπούσε για δεύτερη φορά το πολύπαθο «νησί της Αφροδίτης», με τον ίδιο πάλι σκοπό: την κατάκτηση. Η πρώτη φορά ήταν το 1571, όταν ύστερα από πολύμηνη και εξαντλητική πολιορκία οι οθωμανικές δυνάμεις με επικεφαλής τον Λαλά – Μουσταφά έκαμψαν την ηρωική, αλλά και απεγνωσμένη, αντίσταση των υπερασπιστών της Αμμοχώστου. Οι ιστορικοί νόμοι, αδίστακτοι και επαναλαμβανόμενοι με θαυμαστή νομοτέλεια, εμφανίστηκαν ξανά εκείνο το μαύρο πρωινό της 20ης Ιουλίου 1974, 8 χιλιόμετρα δυτικά της Κυρήνειας.

Στο προσκλητήριο αυτό, ο Ελληνισμός και πρωτίστως το Εθνικό του Κέντρο, η Ελλάδα, κλήθηκαν να υπερασπισθούν όχι απλά την προς ανατολάς έπαλξη, την Κύπρο, αλλά την ίδια τους την τιμή.

Οι συνθήκες, ήταν αντίξοες εξαιτίας εσωτερικών αλλά και εξωγενών παραγόντων. Πρώτον, η Ελλάδα ήταν δέσμια της γεωγραφίας ως προς την υπεράσπιση της Κύπρου. Η Μεγαλόνησος, σύμφωνα τουλάχιστον με το τότε κυρίαρχο δόγμα, ήταν μια γεωστρατιωτικώς μακρινή υπόθεση. Δεύτερον, η στρατηγική αποτροπή, η οποία άρχισε να υλοποιείται το 1964, είχε πλέον «εξατμιστεί», αφού ο εγγυητής της, η ελλαδική μεραρχία, είχε από τον Δεκέμβριο του 1967 αποσυρθεί από το νησί. Και τρίτον, και χειρότερο όλων, το έθνος εισερχόταν στον αγώνα βαθιά διχασμένο, μέσα από μια αυτοκαταστροφική πορεία, η οποία κορυφώθηκε και εκφράσθηκε με την εκδήλωση του πραξικοπήματος, πέντε ημέρες πριν από την τουρκική εισβολή.

Δυστυχώς, όμως, το αυτοαποκαλούμενο Εθνικό Κέντρο δεν φρόντισε, έστω και την ύστατη ώρα, να δικαιολογήσει τον τίτλο του. Τα «ελληνικά φτερά» παρέμειναν καθηλωμένα στα αεροδρόμια, ενώ θα μπορούσαν να μετατρέψουν τις ακτές της Κυρήνειας σε τάφο του τουρκικού επεκτατισμού.

Μόνοι, λοιπόν, έμειναν και πολέμησαν τον «Αττίλα» οι Έλληνες στρατιώτες. Πολλοί έπεσαν για την ελευθερία. Άλλοι αγνοούνται, συμπυκνώνοντας στις μορφές τους την πλέον τραγική διάσταση της μάχης της Κύπρου. Οι υπόλοιποι έμειναν να φέρουν μέσα τους βαρύ το φορτίο της πίκρας για την απώλεια του τόπου και των συμπολεμιστών τους. Όλοι τους, όμως, έμειναν εκεί. Και πολέμησαν με ηρωισμό που άγγιξε συχνά τα όρια της παραφροσύνης. Οι Έλληνες αξιωματικοί και στρατιώτες ήταν το 1974 παρόντες στο προσκλητήριο της μάχης και της τιμής. Αυτή που απογοήτευσε, λάμποντας διά της απουσίας της, ήταν η πολιτική και η στρατιωτική τους ηγεσία…

Η ημισέληνος βρυχάται

Οι προετοιμασίες των τουρκικών δυνάμεων που θα εκτελούσαν την απόβαση, ξεκίνησαν τον Απρίλιο του 1974. Η ΚΥΠ ενημέρωνε το Πεντάγωνο για αυξημένη τουρκική δραστηριότητα. Η λειτουργία του τουρκικού ραντάρ στο ακρωτήριο Αναμούρ (απέναντι από την Κύπρο) είχε ενταθεί, ενώ ο κύριος όγκος των μαχητικών αεροσκαφών της Τουρκικής Αεροπορίας μετακινούνταν προς το δυτικό και νότιο τμήμα της χώρας.

Μετά το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου, στην Άγκυρα σήμανε συναγερμός. Η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία της χώρας προσήλθε σε πυρετώδεις συσκέψεις. Την Τρίτη 16 Ιουλίου 1974, έπειτα από τετράωρη σύσκεψη στο τουρκικό Γενικό Επιτελείο Στρατού, αποσαφηνίστηκε το τελικό σχέδιο της εισβολής. Ο λόγος σε Τούρκο επιτελή: «Εγκαταλείψαμε το προηγούμενο σχέδιο, που προέβλεπε απόβαση στην περιοχή Μπογάζ, 36 χιλιόμετρα βόρεια της Αμμοχώστου. Και ευτυχώς, διότι πληροφορηθήκαμε εκ των υστέρων ότι οι Έλληνες είχαν λάβει αυξημένα μέτρα εκεί. Ήλεγχαν τον δρόμο Αμμοχώστου – Λευκωσίας με πολλές δυνάμεις και, επιπλέον, επειδή ήταν Ιούλιος, στην περιοχή υπήρχαν χιλιάδες τουρίστες. Μερικές εκατοντάδες Τούρκοι στρατιώτες, που θα αποβιβάζονταν σε μία τέτοια πόλη, θα χάνονταν. Γι’ αυτό επιλέξαμε μία μικρή παραλία δυτικά της Κυρήνειας».

Το τουρκικό επιτελείο ανέθεσε το βάρος της εισβολής στην 28η και την 39η Μεραρχία, καθεμία από τις οποίες διέθετε τρία συντάγματα. Διατέθηκαν επίσης μία ταξιαρχία αλεξιπτωτιστών, ένα σύνταγμα καταδρομών, συμπεριλήφθηκε τμήμα της 5ης Τεθωρακισμένης Ταξιαρχίας και 400 πεζοναύτες. Η προαναφερθείσα δύναμη άγγιζε τους 36-38.000 άνδρες. Από πλευράς αρματικής υποστήριξης, προβλεπόταν η διάθεση 160 αρμάτων Μ-47 και Μ-48. Από αέρος, θα συμμετείχαν 80 μαχητικά αεροσκάφη, από τα οποία τα μισά και πλέον ήταν τύπου F-100.

Στις 17 Ιουλίου συγκεντρώθηκαν στο λιμάνι της Μερσίνας τα αποβατικά και αρματαγωγά σκάφη που θα μετέφεραν το πρώτο αποβατικό κύμα. Την ημέρα αυτή μεταφέρθηκαν στα σκάφη 50 τόνοι πυρομαχικών. Ολόκληρη η τουρκική επικράτεια καταλήφθηκε από πολεμικό παροξυσμό. Οι πόλεις σείονταν από ανθελληνικές διαδηλώσεις, όπου κυριάρχησε το σύνθημα «μουνταχαλέ» (απόβαση), ενώ ο τουρκικός Τύπος υποδαύλιζε στο έπακρο τα πλήθη.

Τουρκική πηγή ανέφερε σχετικά:
«Σε όλα τα σημεία της χώρας υπήρχε μία γενική κατάπληξη, η οποία σιγά σιγά μεταβλήθηκε σε ξέφρενο ξέσπασμα. Ο τουρκικός λαός ξέσπασε γιατί, ενώ τα τελευταία χρόνια ξελαρυγγιαζόταν στα διάφορα συλλαλητήρια, στη συνέχεια επέστρεφε άπραγος στο σπίτι του. Ξέσπασε γιατί τον βασάνιζαν τα αισθήματα που του προξενούσε η οικονομική του υπανάπτυξη. Ξέσπασε εναντίον του Έλληνα, τον οποίο υποτιμούσε, τον έβλεπε, όμως, να προηγείται ως προς την οικονομική και κοινωνική του δομή».

Ήταν τέτοια η μανία του τουρκικού πλήθους, ώστε, όταν εκδηλώθηκε η εισβολή, το πρωινό της 20ης Ιουλίου, στα στρατολογικά γραφεία των Αδάνων σημειώθηκε κοσμοσυρροή. Χιλιάδες Τούρκοι, μαινόμενοι, προσήλθαν εθελοντικά και ζητούσαν οπλισμό και επιβίβαση για την Κύπρο…

Από τις 18 Ιουλίου παρατηρήθηκε έντονη δραστηριότητα σε όλα τα αεροδρόμια της Νότιας Τουρκίας, κυρίως δε σε αυτό των Αδάνων. Η ΚΥΠ, βάσει συνεχών υποκλοπών που διενεργούσαν τα κλιμάκια της Κύπρου, πιστοποίησε διαρκή ανταλλαγή σημάτων μεταξύ της τουρκοκυπριακής στρατιωτικής διοίκησης της Λευκωσίας και της Μερσίνας. Την ίδια στιγμή η ΤΟΥΡΔΥΚ (Τουρκική Δύναμη Κύπρου) και τα τάγματα των Τουρκοκύπριων τέθηκαν σε επιφυλακή.

Οι προετοιμασίες κορυφώθηκαν στις 19 Ιουλίου. Νωρίς το πρωί ολοκληρώθηκε η επιβίβαση των μονάδων στα αποβατικά σκάφη και η νηοπομπή ετοιμάστηκε προς απόπλου. Αποτελείτο από 20 περίπου μέσα και γενικής χρήσης αποβατικά, αρματαγωγά περιορισμένης μεταφορικής ικανότητας (έως τρία άρματα) και ένα μεγάλο αρματαγωγό. Για την προστασία της νηοπομπής το τουρκικό Πολεμικό Ναυτικό διάθεσε πέντε αντιτορπιλικά. Η επιβιβασθείσα δύναμη ανήλθε στους περίπου 3.200 άνδρες.

Η νηοπομπή εξήλθε του λιμανιού της Μερσίνας γύρω στις 17:00 υπό τις επευφημίες χιλιάδων ανθρώπων, καταληφθέντων από ανθελληνικό μένος. Χαρακτηριστικά, αναφέρθηκε ότι το πλήρωμα του ελληνικού εμπορικού πλοίο «Εμπρός», το οποίο βρισκόταν ελλιμενισμένο στην ίδια πόλη, κινδύνευσε να λιντσαριστεί από το μαινόμενο πλήθος. Οι Έλληνες ναυτικοί θεωρήθηκαν ύποπτοι κατασκοπείας και το «Εμπρός» ρυμουλκήθηκε σε μία προβλήτα. Ο ασύρματος του πλοίου υποχρεώθηκε σε σφράγιση και η γαλανόλευκη υπεστάλη.

Από το πρωί όλα τα διεθνή ειδησεογραφικά πρακτορεία μετέδιδαν τις προετοιμασίες των Τούρκων, ενώ το BBC προέβαλε εικόνες του απόπλου, στις 17:30. Η αντίδραση Αθήνας και Λευκωσίας παρέμεινε ανεξήγητα απαθής. Το στρατιωτικό καθεστώς των Αθηνών εμφανίσθηκε πεπεισμένο ότι οι Τούρκοι θα περιόριζαν τις αντιδράσεις τους σε κινήσεις εντυπωσιασμού. Στη «νάρκωση» της ελληνικής πλευράς συνέβαλαν με έξυπνο τρόπο οι Τούρκοι: στην Άγκυρα ανακοινώθηκε ότι η Μεγάλη Τουρκική Εθνοσυνέλευση θα συνερχόταν το Σάββατο 20 Ιουλίου, προς λήψη απόφασης. Παγιώθηκε έτσι στην Αθήνα η πεποίθηση ότι η Τουρκία δεν θα έπραττε τίποτα ως τότε, ενώ στην πραγματικότητα η απόφαση για εισβολή ήταν ήδη ειλημμένη.

Οι πρώτες ώρες της εισβολής

Η τουρκική νηοπομπή εντοπίστηκε από τα ελληνικά ραντάρ το βράδυ της παραμονής της εισβολής. Ανά μισή ώρα, η Ναυτική Διοίκηση Κύπρου ανέφερε την πρόοδο του πλου, οι απαντήσεις όμως από την Αθήνα έφθαναν στερεότυπες και καθησυχαστικές: «Δεν δικαιολογείται ανησυχία. Πρόκειται περί γυμνασίων».

Το χάραμα της 20ης Ιουλίου 1974, από ελληνικής πλευράς βρίσκονταν στην περιοχή της Κυρήνειας τρία τάγματα πεζικού, δύο μοίρες πυροβολικού και δύο πυροβολαρχίες ορεινού πυροβολικού. Το μεγαλύτερο μέρος των τριών μοιρών καταδρομών παρέμενε στην πρωτεύουσα, λόγω του πραξικοπήματος.

Πριν από την εκτέλεση της απόβασης, όμως, ανέλαβε δράση η τουρκική Αεροπορία. Στις 5 τα ξημερώματα άρχισαν οι προσβολές στόχων με επίκεντρο την ευρύτερη Κυρήνεια. Προσβλήθηκαν στρατόπεδα πεζικού και πυροβολικού, το Γενικό Επιτελείο Εθνικής Φρουράς (ΓΕΕΦ), το στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ και ο Διεθνής Αερολιμένας Λευκωσίας. Το στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ, στη Μακεδονίτισσα Λευκωσίας, υπέστη μεγάλες καταστροφές. Ο διοικητής της, όμως, είχε την πρόνοια να διατάξει, περί τις 04:00, διασπορά. Έτσι, όταν η τουρκική Αεροπορία το προσέβαλε με σφοδρότητα, το στρατόπεδο ήταν άδειο. Οι μεγαλύτερες απώλειες, όμως, εντοπίσθηκαν στις μονάδες πυροβολικού, οι οποίες δεν προέβησαν σε διασπορά. Η 185 Μοίρα Πεδινού Πυροβολικού προσβλήθηκε από αέρος ακριβώς την ώρα που εξερχόταν του στρατοπέδου. Το προπορευόμενο όχημά της κτυπήθηκε από εμπρηστική βόμβα ναπάλμ με αποτέλεσμα τον θάνατο έξι ανδρών. Πολλά οχήματα και πέντε πυροβόλα της μοίρας καταστράφηκαν. Αντίθετα, άλλες μοίρες κινήθηκαν γρήγορα και έφθασαν στις προβλεπόμενες θέσεις χωρίς απώλειες.

Οι βομβαρδισμοί συνεχίστηκαν αμείωτοι και, γύρω στις 07:30, προσέλαβαν νέα ένταση. Πολλά σημεία στη Λευκωσία φλέγονταν. Τα τουρκικά F-100 εφορμούσαν ανά ζεύγος από ύψος 120 – 150 ποδών, βομβάρδιζαν και προέβαιναν πάλι σε ταχεία ανύψωση.

Μετά τις πρώτες επιθέσεις, άρχισε η ρίψη αλεξιπτωτιστών στο νοτιοανατολικό τμήμα του θύλακου Λευκωσίας – Κιόνελι, κοντά στο χωριό Χαμίτ Μάνδρες. Στο βόρειο άκρο, προς την Αγύρτα, είχε ήδη ξεκινήσει η μεταφορά δι’ ελικοπτέρων των Τούρκων καταδρομέων. Τα τουρκικά μεταγωγικά αεροσκάφη C-47 πετούσαν σε χαμηλό ύψος και με μικρή ταχύτητα, αποτελώντας ελκυστικούς και ευάλωτους στόχους. Το ΓΕΕΦ ζήτησε από την Αθήνα «αποδέσμευσιν των πυροβόλων δια να κτυπηθούν οι αλεξιπτωτισταί». Από την Αθήνα δόθηκε μία απάντηση πρωτάκουστη στα παγκόσμια στρατιωτικά χρονικά: «Αυτοσυγκράτησις». Ενώ οι αδιάλειπτες αεροπορικές προσβολές μείωναν ακόμα περισσότερο την αποδιαρθρωμένη από το πραξικόπημα Εθνική Φρουρά, ενώ ο κεντρικός τουρκοκυπριακός θύλακας ενισχυόταν με δυνάμεις αλεξιπτωτιστών και καταδρομέων, η αποβατική νηοπομπή προσέγγισε πλέον τον χώρο απόβασης…

Αποστολή αυτοκτονίας

Στον Ναυτικό Σταθμό Κυρήνειας ναυλοχούσαν δύο από τις έξι συνολικά κυπριακές τορπιλακάτους. Στις 04:45 διατάχθηκαν από τον ναυτικό διοικητή Κύπρου να εξέλθουν, για να συναντήσουν την τουρκική νηοπομπή. Επρόκειτο καθαρά για αποστολή αυτοκτονίας, δεδομένου ότι δύο τορπιλάκατοι θα αντιμετώπιζαν πέντε τουρκικά αντιτορπιλικά, των οποίων το μέγιστο βεληνεκές των πυροβόλων άγγιζε τα 17 χιλιόμετρα. Αντίθετα, οι τορπίλες των κυπριακών σκαφών είχαν δραστικό βεληνεκές 3,5 χιλιόμετρα. Έπρεπε, λοιπόν, να πλησιάσουν πολύ κοντά στην τουρκική νηοπομπή και να αντιμετωπίσουν τα πυρά αυτής αλλά και της τουρκικής Αεροπορίας.

Στις 05:23 ο κυβερνήτης της μιας τορπιλακάτου, υποπλοίαρχος Ελευθέριος Τσομάκης από την Αθήνα, ανέφερε ότι ετοιμαζόταν προς βολή, έχοντας πλησιάσει ταχύτατα στα δύο μίλια τη νηοπομπή και βαλλόμενος συνεχώς από τα τουρκικά αεροσκάφη και αντιτορπιλικά.

Το επόμενο λεπτό το σκάφος βλήθηκε και βυθίστηκε σχεδόν αμέσως. Από το δεκαμελές πλήρωμα διασώθηκε μόνο ο αρχικελευστής Διονύσης Μαγέτος, ο οποίος περιέγραψε τις τελευταίες δραματικές σκηνές: «Ο υποπλοίαρχος Τσομάκης διέταξε να ετοιμαστούν οι τορπίλες προς εκτόξευση. Βρισκόμασταν στο τελευταίο στάδιο της προετοιμασίας και απείχαμε 2.000 γυάρδες από τα πρώτα σκάφη των Τούρκων. Τότε ακούστηκε η μοιραία έκρηξη, που διέλυσε το σκάφος μας».

Ομοίως χτυπήθηκε και η δεύτερη τορπιλάκατος οι άνδρες της οποίας διασώθηκαν και βγήκαν στη στεριά κολυμπώντας. Η αποστολή των δύο τορπιλακάτων και η θυσία τους χαρακτηρίστηκε αργότερα ανώφελη. Παρά την αποτυχία της παράτολμης προσπάθειας, ιστορικός έμεινε ο ηρωισμός των πληρωμάτων. Ως επίμετρο στη θυσία τους, αφιερώθηκαν οι παρακάτω γραμμές: «Εξόρμησαν Έλληνες από την ελεύθερη πατρίδα και από την Κύπρο, με θάρρος και με την αδάμαστη θέληση να πλήξουν τον εχθρό. Πλην όμως, η αναμέτρηση ήταν εντελώς άνιση, γι’ αυτό και έπεσαν. Τα νεκρά σώματα των γενναίων Ελλαδιτών και Κυπρίων, αξιωματικών και ναυτών, δεν ανευρέθησαν. Παρέμειναν αιωνίως εκεί, στον βυθό της τραγουδημένης και μαρτυρικής Κυρήνειας».

Η απόβαση

Μετά την αποτυχία προσβολής της από τις δύο κυπριακές τορπιλακάτους, η τουρκική νηοπομπή έπλευσε δυτικότερα και προσέγγισε την παραλία Γλυκιώτισσας, τρία χιλιόμετρα δυτικά της Κυρήνειας. Όμως η ακτή κρίθηκε ακατάλληλη για απόβαση και ο πλους συνεχίστηκε. Τελικά εντοπίσθηκε η παραλία Πεντεμιλίου, εύρους 250 περίπου μέτρων, οκτώ χιλιόμετρα από την Κυρήνεια.

Οι πρώτοι Τούρκοι στρατιώτες αποβιβάσθηκαν στην κυπριακή γη γύρω στις 06:00, κατ’ άλλους στις 06:30. Επρόκειτο περί ολιγάριθμης ομάδας βατραχανθρώπων, η οποία εξερεύνησε πρώτα τον βυθό και κατόπιν την ακτή, για να επισημάνει ενδεχόμενα υποθαλάσσια ή επάκτια κωλύματα. Ανενόχλητοι οι άνδρες αυτοί επέστρεψαν στο πλοίο τους, αναφέροντας ότι ο χώρος ήταν κατάλληλος προς απόβαση.

Σύμφωνα με τις πιο αξιόπιστες μαρτυρίες, η πρώτη αποβατική λέμβος προσγιαλώθηκε στις 07:15, αποβιβάζοντας 60 οπλίτες και έναν εκσκαφέα. Μέχρι τις 09:00 πραγματοποιήθηκαν 50 τουλάχιστον προσγιαλώσεις αποβατικών. Πρώτοι αποβιβάσθηκαν οι πεζοναύτες και στη συνέχεια, τμηματικά, το 50ο Σύνταγμα Πεζικού. Όπως αποκαλύφθηκε αργότερα, τα πρώτα αυτά τμήματα, τα οποία υπέστησαν και τις βαρύτερες απώλειες, δεν αποτελούντο από Τούρκους. Ήταν μεν Τούρκοι υπήκοοι, αραβικής και κουρδικής, όμως, καταγωγής, ιδίως από την περιοχή Αλεξανδρέττας. Αργότερα, έγινε γνωστό πως ανάμεσά τους ήταν και 15 Έλληνες τουρκικής υπηκοότητας.

Από τις παρυφές του Πενταδάκτυλου το πυροβολικό της Εθνικής Φρουράς έβαλλε κατά των εχθρικών στόχων, υπό τη συνεχή πίεση της Τουρκικής Αεροπορίας. Η αποβίβαση τουρκικών στρατευμάτων στην ακτή συνεχίστηκε, ενώ πραγματοποιήθηκε ανεπιτυχής διπλή προσπάθεια προσγιάλωσης του αρματαγωγού των Τούρκων.

Με την εκδήλωση της απόβασης, στις 07:15, ο συνταγματάρχης Κουρούπης, στη ζώνη ευθύνης του οποίου ανήκε η περιοχή, διέσπειρε το τάγμα του και δύο λόχοι κατέφθασαν πεζοπορώντας στην ακτή απόβασης, γύρω στις 09:00. Εκεί οι εισβολείς είχαν ήδη συλλάβει τους κατοίκους των παρακείμενων εξοχικών κατοικιών και προέβαιναν στις πρώτες εν ψυχρώ εκτελέσεις. Αυτόπτης μάρτυρας και ένας από τους πρώτους συλληφθέντες, ο κάτοικος της περιοχής Κώστας Παπαέλληνας, καταθέτει:

«Μας οδήγησαν, εμένα και την οικογένειά μου, κοντά στον κύριο δρόμο. Στα σκαλοπάτια του απέναντι σπιτιού είδα σκοτωμένους τους γείτονες… Θα ήταν περίπου 09:30 το πρωί, όταν ακούστηκαν τα πρώτα πυρά των δικών μας. Θα πρέπει να βρίσκονταν σε απόσταση 100 μόνο μέτρων… Το τι έγινε εκείνη την ώρα, δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Οι Τούρκοι θερίστηκαν κατά δεκάδες μπροστά στα μάτια μας. Ούτε καλύπτονταν ούτε οπισθοχωρούσαν ούτε επιτίθεντο. Απλώς έπεφταν, τραυματισμένοι ή σκοτωμένοι, ο ένας μετά τον άλλο. Ο τόπος γέμισε αίματα και ανθρώπινα κορμιά, που σφάδαζαν»

Ήταν οι δύο λόγοι του 251 Τάγματος του Παύλου Κουρούπη. Παρά τις απώλειες που προκάλεσε στους Τούρκους, η 200 ανδρών δύναμη ήταν ανεπαρκής για μετωπική επίθεση και ρίψη των εισβολέων στη θάλασσα. Εν τω μεταξύ, η ελληνική στρατιωτική ηγεσία εξακολουθούσε από την Αθήνα να συνιστά αυτοσυγκράτηση! Μόνο δύο ώρες μετά την εκδήλωση της απόβασης, στις 08:40, διαβιβάσθηκε επιτέλους στη Λευκωσία η εντολή από την Αθήνα: «Χτυπάτε δι’ όλων των μέσων». Ταυτόχρονα κηρύχθηκε γενική επιστρέτευση στην Κύπρο. Μέχρι την ώρα αυτή όμως κυριάρχησε μία εξωφρενική απάθεια. Ανέφερε χαρακτηριστικά ο αρχιπραξικοπηματίας Νικόλαος Σαμψών, ο οποίος βρισκόταν στο ΓΕΕΦ: «Όταν άρχισαν οι βομβαρδισμοί, το αναφέραμε στον αντιστράτηγο Μπονάνο (αρχηγός Ενόπλων Δυνάμεων). Ο Μπονάνος απάντησε ότι αυτά που αναφέραμε ήταν ψέματα και ότι θέλαμε να εμπλέξουμε την Ελλάδα. Τότε, εμείς βγάλαμε το ακουστικό του τηλεφώνου έξω από το παράθυρο για να ακούσει τις εκρήξεις των βομβών… Άκουσε τι γινόταν, αλλά πάλι απάντησε ότι μπορεί εμείς να βάλαμε τα δικά μας πυροβόλα να κτυπούν, για να τον παραπλανήσουμε».

Ας επιστρέψουμε, όμως, στο θέατρο των συγκρούσεων: Στο προγεφύρωμα του Πεντεμιλίου οι Τούρκοι πεζικάριοι και πεζοναύτες, οι οποίοι αποβιβάσθηκαν, επεχείρησαν μία πρώτη επίθεση με ανατολική πορεία, προς την κατεύθυνση της Κυρήνειας. Υποστηρίχθηκαν από τέσσερα – πέντε τεθωρακισμένα οχήματα μεταφοράς προσωπικού τύπου Μ-113. Οι προφυλακές του 251 Τάγματος με τη συνδρομή δύο αρμάτων Τ-34 αναχαίτισαν την τουρκική ενέργεια, καταστρέφοντας, μάλιστα δύο από τα τεθωρακισμένα του εχθρού. Το απόγευμα της 20ης Ιουλίου, η νηοπομπή εγκατέλειψε τον χώρο απόβασης, επιστρέφοντας στη Μερσίνα, προς παραλαβή και μεταφορά στην Κύπρο του δεύτερου αποβατικού κύματος.

Στον κεντρικό τουρκοκυπριακό θύλακο (στα τουρκικά χωριά βόρεια της Λευκωσίας) συνεχίστηκαν αδιάλειπτες οι ρίψεις αλεξιπτωτιστών, οι οποίοι υπέστησαν μεγάλες απώλειες. Στο ανατολικό άκρο, από λάθος των χειριστών των τουρκικών C-47, ομάδα 100 αλεξιπτωτιστών προσγειώθηκε κοντά στο χωριό Μια Μηλιά. Στην περιοχή δεν υπήρχε δύναμη της Εθνικής Φρουράς, όμως ανέλαβαν δράση οι κάτοικοι του χωριού. Όπως ανέφερε το σχετικό ανακοινωθέν, οι χωρικοί «..έμπλεοι πολεμικού μένους εξήλθον εις τους αγρούς και επετέθησαν κατά των αλεξιπτωτιστών» οπλισμένοι με παλαιά τυφέκια Mauser και Enfield. Πάνω από 90 Τούρκοι αλεξιπτωτιστές φονεύθηκαν, οι περισσότεροι ευρισκόμενοι ακόμα στον αέρα. Μία μικρή ομάδα διασώθηκε κινούμενη γοργά προς το τουρκοκυπριακό χωριό Χαμίτ Μάνδρες.

Παρόμοια λανθασμένη ρίψη πραγματοποιήθηκε και την επόμενη ημέρα, δυτικά του χώρου απόβασης, όπου κινείτο ο ναυτικός διοικητής Κύπρου αντιπλοίαρχος Παπαγιάννης προς κατόπτευση της περιοχής, επικεφαλής μικρής δύναμης ναυτών. Αφηγείται ο ίδιος: «Στα χωριά που περνούσαμε, αντιληφθήκαμε τον ενθουσιασμό και το υψηλό ηθικό των κατοίκων. Όλα τα χωριά ήταν σημαιοστολισμένα με τη γαλανόλευκη. Οι χωρικοί μας ασπάζονταν και ζητωκραύγαζαν υπέρ της μητέρας πατρίδας και της Ένωσης της Κύπρου με αυτήν. Στις 14:30, στην οδό μεταξύ Μύρτου και Ασωμάτου, αντιλήφθηκα τη ρίψη 10 – 12 αλεξιπτωτιστών από διερχόμενο αεροσκάφος. Κατεβήκαμε από το όχημα και δια των όπλων μας, με τη βοήθεια κατοίκων και ατάκτων επιστράτων της περιοχής, τους εξοντώσαμε».

Η επίθεση της ΕΛΔΥΚ

Με την έναρξη των αεροπορικών προσβολών και του αποβατικού εγχειρήματος, κατά του κεντρικού τουρκοκυπριακού θύλακο Λευκωσίας – Κιόνελι η ΕΛΔΥΚ κινήθηκε υποστηριζόμενη από άρματα μάχης της Εθνικής Φρουράς. Η ΕΛΔΥΚ αντιμετώπισε εξ αρχής ένα ισχυρό μειονέκτημα: από το στρατόπεδό της μέχρι το χωριό Κιόνελι υπήρχε μία απόλυτα επίπεδη έκταση οκτώ χιλιομέτρων, χωρίς εδαφικές εξάρσεις. Δίνονταν έτσι καλές προοπτικές άμυνας στους Τούρκους και καθαρούς στόχους στην αεροπορία τους, η οποία δρούσε ανενόχλητη ελλείψη της ελληνικής, την οποία οι επιτελείς του ΓΕΑ κράτησαν καθηλωμένη στην Κρήτη.

Στόχος της ΕΛΔΥΚ ήταν η μετωπική επίθεση κατά του θύλακου, η διάρρηξη και η διάσπασή του. Με ταχεία κίνηση, οι άνδρες της ΕΛΔΥΚ και οι Κύπριοι Εθνοφρουροί κάλυψαν την απόσαση μέχρι την είσοδο του Κιόνελι, υπό το καταιγιστικό πυρ του εχθρού, ο οποίος έβαλλε με πολυβόλα και όλμους. Οι επιτιθέμενοι συνέχισαν την προώθηση με οκτώ άρματα μάχης, αφού τα υπόλοιπα καθηλώθηκαν στην πορεία τους λόγω βλαβών. Ήταν τόσο ραγδαία η προέλαση, ώστε οι Τούρκοι, αγνοώντας ότι η ΕΛΔΥΚ προχώρησε τόσο γρήγορα, συνέχισαν τις ρίψεις αλεξιπτωτιστών. Έτσι οι Έλληνες στρατιώτες, τέσσερα περίπου χιλιόμετρα πριν από το Κιόνελι, εξολόθρευσαν με εφ’ όπλου λόγχη δεκάδες αλεξιπτωτιστές, οι οποίοι είχαν την ατυχία να καταπέσουν ανάμεσά τους. Στην επίθεση συμμετείχε ο ανθυπολοχαγός Αντώνης Αργυρίου, ο οποίος έδωσε την παρακάτω μαρτυρία: «Κάναμε επίθεση κατά μέτωπο, με εφ’ όπλου λόγχη. Ο ηρωικός και αείμνηστος λοχαγός μου διέταξε έφοδο. Τον ακολουθήσαμε με αναρτημένες επί των όπλωςν τις λόγχες και με το εμβατήριο στα χείλη. Οι Τούρκοι αλεξιπτωτιστές, τρομαγμένοι, ετράπησαν σε φυγή. Τότε ακριβώς ο λοχαγός μας δέχθηκε εχθρική σφαίρα και έπεσε βαρύτατα τραυματισμένος. Έσπευσα να τον βοηθήσω, αλλά εκείνος με διέταξε: «Να συνεχιστεί η προέλαση κύριε ανθυπολοχαγέ! Να συνεχιστεί η προέλαση!» Και με όση δύμαμη του απέμεινε, αναφώνησε: «Ζήτω η Ελλάς». Και εξέπνευσε»…

Στο πρώτο χιλιόμετρο πριν από το Κιόνελι, η προέλαση άρχισε να επιβραδύνεται, ώσπου ανακόπηκε τελείως, εξαιτίας της εκδήλωσης πυρκαγιάς. Κατά μία εκδοχή, οι Τούρκοι έθεσαν πυρ στα σπαρτά και τις καλαμιές, ώστε να ανακόψουν τη θυελλώδη ελληνική επίθεση. Κατ’ άλλη άποψη, είχε επέμβει προς ανάσχεση της επίθεσης η τουρκική Αεροπορία με εμπρηστικές βόμβες ναπάλμ. Μπροστά από το Κιόνελι δέσποζαν δύο αντιαρματικές τάφροι και σειρές πολυβολείων, τα οποία έπεσαν το ένα μετά το άλλο στα χέρια των ανδρών της ΕΛΔΥΚ, η οποία μετά την προσωρινή καθήλωσή της λόγω της πυρκαγιάς, εξαπέλυσε νέα επίθεση. Αυτήν την φορά, οι Έλληνες στρατιώτες διάβηκαν την πρώτη αντιαρματική τάφρο, ενώ οι τολμηρότεροι εισήλθαν στα πρώτα σπίτια του Κιόνελι, όπου οι μάχες γίνονταν πλέον σώμα με σώμα. Στα καταληφθέντα πολυβολεία βρέθηκαν και συνελήφθησαν Τούρκοι στρατιώτες, οι οποίοι είχαν δεθεί από τους αξιωματικούς τους για να μην υποχωρήσουν. Εκεί όμως οι ηρωικοί ΕΛΔΥΚάριοι σταμάτησαν. Ήταν το έσχατο όριο αντοχής τους, αφού πολεμούσαν επί ώρες ακάλυπτοι και με την τουρκική Αεροπορία να αλωνίζει.

Η επίθεση της ΕΛΔΥΚ δεν υποβοηθήθηκε δυστυχώς από δευτερεύουσαν ενέργεια αντιπερισπασμού, όπως προβλεπόταν από τα σχέδια. Εάν οι Τούρκοι δέχονταν επίθεση και από τον Βορά, η επιχείρηση πιθανόν να εξελισσόταν καλύτερα. Παρότι οι επιτιθέμενοι προωθήθηκαν έως το κέντρο του τουρκικού θύλακου, διατάχθηκε εν συνεχεία οπισθωχώρηση στους χώρους εξόρμησης. Οι δυνάμεις που διέσπασαν τις θέσεις των Τούρκων φθάνοντας ως το Κιόνελι, ήταν ολιγάριθμες και ανεπαρκείς. Ο στρατηγικής σημασίας κεντρικός τουρκοκυπριακός θύλακος παρέμεινε υπό τον έλεγχο των Τούρκων στο μεγαλύτερο μέρος του.

Οι μάχες των θυλάκων

Από το πρωί της 20ης Ιουλίου σημειώθηκαν συγκρούσεις σε όλους σχεδόν τους τουρκοκυπριακούς θύλακους (δηλαδή στα περίκλειστα τουρκικά χωριά και τις τουρκικές συνοικίες των πόλεων). Έτσι οι ελληνικές δυνάμεις είχαν να αντιμετωπίσουν όχι μόνο το προγεφύρωμα στο Πεντεμίλι Κυρήνειας και τον κεντρικό θύλακα βόρεια της Λευκωσίας, αλλά και τους ανά την Κύπρο διάσπαρτους θύλακους. Η εκπόρθησή τους απορρόφησε σημαντικές δυνάμεις, οι οποίες σε άλλη περίπτωση θα ήταν δυνατό να διατεθούν προς εξάλειψη του προγεφυρώματος.

Εντός της Λεμεσού υπήρχε η τουρκοκυπριακή συνοικία, η οποία ξεκινούσε από το μεσαιωνικό κάστρο της πόλης και εκτεινόταν προς τον Άγιο Αντώνιο και δυτικότερα. Νωρίς το πρωί, με την εκδήλωση της τουρκικής εισβολής, οι ενωτικοί της Λεμεσού συγκεντρώθηκαν και σχημάτισαν το 203 Τάγμα Εφεδρείας. Επρόκειτο περί 450 ανδρών, οι οποίοι στην πλειονότητά τους ήταν στελέχη της ΕΟΚΑ Β’, ενώ στις τάξεις αυτού του τάγματος εθελοντων πύκνωσαν ακόμη και μαθητές των γυμνασίων της πόλης που ενίσχυσαν εθελοντικά τα μαχόμενα τμήματα. τα ελληνοκυπριακά τμήματα προωθήθηκαν γοργά, υπό καταιγιστικό πυρ και οι συγκρούσεις εξελίχθηκαν σε σκληρές οδομαχίες. Τα πολυβολεία εκπορθήθηκαν και σταδιακά παρατηρήθηκε εξασθένηση της τουρκοκυπριακής άμυνας. Η μάχη της Λεμεσού έληξε στις 06:00 το πρωί της επομένης, όταν το μέλος της ΕΟΚΑ Β’ Λάκης Παπασταύρου υπέστειλε την ημισέληνο από το αρχηγείο των Τουρκοκύπριων, οι οποίοι παραδόθηκαν μαζικά. Οι απώλειές τους υπήρξαν μεγάλες, ενώ βαρύς ήταν και ο φόρος αίματος για την ελληνική πλευρά. Έπεσαν πέντε έφεδροι ανθυπολοχαγοί και τουλάχιστον διπλάσιοι αγωνιστές και οπλίτες. Τουλάχιστον τρεις από τους ηρωικούς μαθητές των γυμνασίων της Λεμεσού βρήκαν τον θάνατο από τουρκικά πυρά: Ο Μιχάλης Ηρακλέους, ο Θεόδωρος Ελευθερίου και ο Ροδίων Ρήγας. Ο τελευταίος, 17 μόλις ετών, συμμετείχε σε κατάληψη τουρκικού φυλακίου, όπου κυμάτιζε η ημισέληνος. Ο νεαρός Κύπριος αναρριχήθηκε στον ιστό, πλήρης ενθουσιασμού, για να υποστείλει τη σημαία, όταν μια βολίδα τον έπληξε στον κρόταφο.

Ισχυρή ήταν και η αμυντική οργάνωση των Τουρκοκυπρίων στην Αμμόχωστο, με κέντρο τους την παλαιά πόλη. Οι ένοπλοι μαχητές τους ανέρχονταν σε 1500 άνδρες. Η ελληνική επίθεση ξεκίνησε στις 20 Ιουλίου στις 08:00, με διαθέσιμες δυνάμεις τρία τάγματα πεζικού, δύναμη πυροβολικού και τρία άρματα T-34. Πρώτος στόχος ήταν το τουρκοκυπριακό γυμνάσιο, όπου πρώτοι εισχώρησαν πέντε Ελληνοκύπριοι. Στις 10:00 και κατόπιν γενικής επίθεσης ενός τάγματος επιστράτων, το γυμνάσιο καταλήφθηκε, με μία μεγάλη απώλεια: φονεύθηκε ο Ελλαδίτης ταγματάρχης Ανδρέας Μουζάκης, ο οποίος υπηρετούσε στο Επιτελείο της Ανωτέρας Τακτικής Διοικήσεως Αμμοχώστου.

Η επέμβαση της Τουρκικής Αεροπορίας έσωσε τους Τουρκοκύπριους από την παράδοση. Το ξημέρωμα της Κυριακής 21 Ιουλίου, τα τουρκικά αεροσκάφη εξαπέλυσαν σφοδρό βομβαρδισμό της πόλης, χωρίς να εξαιρέσουν έστω τον άμαχο πληθυσμό. Υπήρξαν δεκάδες θύματα. Καταστράφηκαν πολυκατοικίες και δημόσια κτίρια, όπως το Δικαστικό Μέγαρο Αμμοχώστου, το Αρχηγείο της Αστυνομίας, το Δημαρχείο, ακόμη και το Νοσοκομείο. Ευνοϊκά εξελίχθηκαν οι επιχειρήσεις κατά των Τουρκοκύπριων της Λάρνακας. Οι τελευταίοι παρέτασσαν εκεί 450 περίπου ενόπλους υπό τη διοίκηση Τούρκων αξιωματικών. Εναντίον τους επιτέθηκαν δύο ελληνικά τάγματα που την επόμενη μέρα πέτυχαν την εκπόρθηση των θυλάκων και την παράδοση των αντιπάλων μεταξύ των οποίων και ο διοικητής τους, ο οποίος ήταν Τούρκος αντισυνταγματάρχης.

Στην πόλη της Πάφου οι Τουρκοκύπριοι οχυρώθηκαν στη συνοικία τους (Μούτταλος), η οποία βρισκόταν σε απόσταση δύο χιλιομέτρων από το λιμάνι. Διέθεταν 600-700 μαχητές υπό τη διοίκηση Τουρκοκύπριου συνταγματάρχη. Η Εθνική Φρουρά διέθετε στην Πάφο μόνο ένα τάγμα, το 356, το οποίο επιτέθηκε κατά της τουρκοκυπριακής συνοικίας λίγο πριν από το μεσημέρι. Τουρκικά αεροσκάφη όμως αναχαίτισαν την ελληνική επίθεση. Η τακτική κατάσταση μεταβλήθηκε όταν επενέβη το αρματαγωγό «Λέσβος», το μόνο πλοίο του Πολεμικού Ναυτικού της Ελλάδας το οποίο βρέθηκε στην Κύπρο την περίοδο εκείνη. Ο κυβερνήτης του «Λέσβος», πλωτάρχης Ελευθέριος Χανδρινός από την Αθήνα, με καθοδήγηση αξιωματικού από την ακτή διέταξε προσβολή της τουρκοκυπριακής συνοικίας. Τα φονικά πυρά από τα Bofors των 40mm του ελληνικού αρματαγωγού δημιούργησαν ρήγματα στην τουρκοκυπριακή άμυνα, ενώ επαναλήφθηκε και η επίθεση από ξηράς. Οι αμυνόμενοι άρχισαν να παραδίνονται και εντός του Σαββάτου 20 Ιουλίου κάθε αντίσταση έληξε. Όσο για το «Λέσβος», απέπλευσε να απομακρυνθεί το ταχύτερο από την ακτίνα δράσης των τουρκικών αεροσκαφών.

Στο διήμερο 20 – 21 Ιουλίου όλοι σχεδόν οι τουρκοκυπριακοί θύλακοι κατελήφθησαν από τις ελληνικές δυνάμεις. Εκεί όμως όπου θα κρίνονταν όλα, στο προγεφύρωμα στο Πεντεμίλι Κυρηνείας, οι Τούρκοι άντεχαν…

Κρίσιμη σύσκεψη στην Αθήνα

Στην Αθήνα, μόλις έγινε γνωστό ότι οι Τούρκοι διενεργούσαν απόβαση, συνήλθε στις 07:30 το ΑΣΕΑ (Ανώτατο Συμβούλιο Εθνικής Αμύνης). Πολλοί αξιωματικοί τάχθηκαν υπέρ της άμεσης κήρυξης πολέμου στην Τουρκία, ενώ προτάθηκε η επίσημη ανακήρυξη της ένωσης Ελλάδας και Κύπρου. Κατά μία μαρτυρία, αυτό εξετάστηκε για λόγους ανύψωσης του ηθικού των Κυπρίων, οι οποίοι έσπευδαν στα μέτωπα, ενώ το νησί ήδη φλεγόταν. Ο ίδιος ο «αόρατος δικτάτορας» Ιωαννίδης φέρεται να δήλωσε: «Να αναγγείλουμε ότι θα κάνουμε την Ένωση. Κι ας μην το κάνουμε, θα το πούμε όμως για να εκφοβίσουμε τους Τούρκους, για να τους δείξουμε την αποφασιστικότητά μας». Τελικά, πέραν των διπλωματικών μέτρων, το Συμβούλιο αποφάσισε συγκεκριμένα στρατιωτικά μέτρα: διατάχθηκε προώθηση μονάδων στον Έβρο, στρώση ναρκοπεδίων, ενίσχυση των νήσων στο Ανατολικό Αιγαίο και διασπορά του στόλου. Οι αεροδιάδρομοι FIR Αθηνών έκλεισαν και ο Έλληνας πρέσβης στην Άγκυρα ανακλήθηκε.

Το σημαντικότερο, όμως, ήταν η λήψη απόφασης για κήρυξη γενικής επιστράτευσης. Κατά τις εκτιμήσεις των πρωταγωνιστών, ο ισχυρός άνδρας του καθεστώτος Δημήτριος Ιωαννίδης ήταν όντως αποφασισμένος να διατάξει επιθετική ενέργεια στην Ανατολική Θράκη. Ο διοικητής των δυνάμεων στον Έβρο υποστράτηγος Παύλος Παπαδάκης, προσέδωσε επιθετική διάταξη στους σχηματισμούς, ενώ υποστηρίχθηκε ότι οι τουρκικές μονάδες αποσύρθηκαν σε βάθος λίγων χιλιομέτρων. Διατυπώθηκε, όμως, και η αντίθετη άποψη: ότι δηλαδή, οι Τούρκοι διατήρησαν τις θέσεις τους, αρκούμενοι απλώς να παρατηρούν τις ελληνικές κινήσεις.

Η αυτοπεποίθηση του Ιωαννίδη δεν ήταν μετέωρη. Ενισχύθηκε από εισηγήσεις επιτελικών αξιωματικών και παλαιότερες εκτιμήσεις των αρχηγών των Όπλων. Ο αρχηγός ΓΕΑ μάλιστα, μήνες πριν από την εισβολή, τον διαβεβαίωσε ότι, σε περίπτωση σύρραξης, η ελληνική Αεροπορία θα κυριαρχούσε και θα κατέστρεφε τη μεγάλη γέφυρα του Βοσπόρου και τα δύο κέντρα διοίκησης και ελέγχου της τουρκικής Αεροπορίας.

Η τουρκική στρατιωτική και πολιτική ηγεσία αντιμετώπισε την είδηση για την ελληνική επιστράτευση με προβληματισμό αλλά και ψυχραιμία. Ο λόγος σε τουρκική πηγή: «Το φάσμα του πολέμου πλανήθηκε απειλητικά πάνω από την Τουρκία. Επανεξετάσαμε τα μέτρα, τα οποία είχαμε σχεδιάσει για το Αιγαίο, ταυτόχρονα όμως προχωρήσαμε στην εκκένωση χωριών στην Ανατολική Θράκη… Η Αλικαρνασσός, από τις 20 Ιουλίου το βράδυ συγκλονιζόταν από τη φήμη ότι οι Έλληνες θα έκαναν απόβαση. Οι διαδόσεις αυτές κυκλοφόρησαν από στόμα σε στόμα. Παντού κυριάρχησε πανικός. Τόσο οι ντόπιοι όσο και οι ξένοι τουρίστες απομακρύνθηκαν από την Αλικαρνασσό με ό,τι μέσο βρήκαν… Η ίδια κατάσταση επικράτησε και στις άλλες παραλιακές πόλεις. Η αναταραχή συνεχίστηκε για δύο μέρες».

Οι μάχες γενικεύονται

Στην Κύπρο η δράση της τουρκικής Αεροπορίας -που δεν είχε αντίπαλο στους αιθέρες- συνεχίστηκε καθ’ όλη την 20η Ιουλίου έως και τη δύση του ηλίου. Οι Τούρκοι προσέβαλαν πολλές μονάδες αιφνιδιαστικά και με σφοδρότητα.

Μία μονάδα που υπέστη απώλειες κινούμενη προς το Πεντεμίλι, ήταν το 316 Τάγμα, το οποίο συγκροτήθηκε στην περιοχή Μόρφου από επίστρατους υπό τη διοίκηση του αντισυνταγματάρχη Δημήτριου Μπίκου. Γύρω στις 13:00, δύο λόχοι του τάγματος, οι οποίοι κινούντο προς την Κυρήνεια, προσέγγισαν την περιοχή Πεντεμιλίου, αγνοώντας ότι οι Τούρκοι είχαν ήδη αγκιστρωθεί στην ακτή και είχαν δημιουργήσει προγεφύρωμα.

Ανυποψίαστοι οι άνδρες του 316 Τάγματος, έπεσαν σε ενέδρα των Τούρκων, οι οποίοι είχαν στήσει οδόφραγμα για να καλύψουν το προγεφύρωμα από δυτικά. Με τις πρώτες βολές κατά του οδοφράγματος, οι Τούρκοι απάντησαν με πλευρικά πυρά, καθώς ήταν κρυμμένοι αριστερά και δεξιά του δρόμου, εκμεταλλευόμενοι την πυκνή βλάστηση. Στην προσπάθειά τους να εξέλθουν από τα οχήματα και να αντιτάξουν άμυνα, φονεύθηκαν αρκετοί άνδρες, με πρώτο τον επικεφαλής της φάλαγγας ανθυπολοχαγό, ενώ στη συνέχεια τραυματίστηκε και ο ίδιος ο αντισυνταγματάρχης Μπίκος και μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο Λευκωσίας. Στη μάχη αυτή φονεύθηκε ο διοικητής του τουρκικού 50ου Συντάγματος Πεζικού, συνταγματάρχης Καραογλάνογλου, διατυπώθηκε, όμως, και η εκτίμηση πως ο φόνος του Τούρκου αξιωματικού συνέβη αργότερα από αντιαρματικό βλήμα.

Ήταν εμφανές ότι οι ελληνικές δυνάμεις οι οποίες κατέφθασαν στην περιοχή Κυρήνειας – Πεντεμιλίου, ήταν ανεπαρκείς για μετωπική επίθεση και εξάλειψη του προγεφυρώματος. Οι απώλειές τους υπήρξαν σημαντικές, ενώ κάποιες στερούντο των διοικητών τους εξαιτίας φόνου ή τραυματισμού. Υπό τις συνθήκες αυτές, το ΓΕΕΦ αποφάσισε γενική επίθεση κατά του θύλακου και του προγεφυρώματος, τη νύκτα της 20ης προς 21η Ιουλίου, όταν η εχθρική αεροπορία δεν θα είχε τη δυνατότητα να δράσει, λόγω σκότους.

Οι Τούρκοι υποστήριξαν, και όχι άδικα, ότι τη νύχτα αυτή κρίθηκαν όλα. Ήταν, κατά δήλωσή τους, «..το κρίσιμο δωδεκάωρο που θα καθόριζε τη μάχη της Κύπρου».

Πρώτη κινήθηκε τη νύχτα εκείνη η ΕΛΔΥΚ, λίγο μετά τις 19:00 και ενώ είχε αρχίσει να χάνεται το τελευταίο φως της ημέρας. Γύρω στα μεσάνυχτα, οι Έλληνες στρατιώτες καθηλώθηκαν μπροστά από τα πρώτα σπίτια του Κιόνελι, δεχόμενοι καταιγιστικά πυρά. Επειδή στερούνταν αρμάτων και βαρέων όπλων, οι άνδρες της ΕΛΔΥΚ δεν κατόρθωσαν να εισέλθουν στο χωριό. Όπως σημείωσε χαρακτηριστικά στρατιωτική πηγή, άλμα εφόδου για αγώνα σώμα προς σώμα θα σήμαινε ουσιαστικά επίθεση αυτοκτονίας.

Οι πιο σφοδρές μάχες εκείνης της νύκτας, διεξήχθησαν στην οροσειρά του Πενταδάκτυλου, όπου οι οχυρές θέσεις των Τουρκοκυπρίων είχαν ενισχυθεί με αλεξιπτωτιστές καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας. Εναντίον τους κινήθηκαν, λίγο πριν από τα μεσάνυκτα, οι 31, 32 και 33 Μοίρες Καταδρομών, καθώς και η 34, η οποία αποτελούσε Μοίρα Επιστράτευσης. Η 31 Μοίρα έδρασε ακαριαία και κατέλαβε τα υψώματα του Κοτζάκαγια, τα οποία ήταν ενισχυμένα με δεκάδες πολυβολεία. Οι μάχες ήταν σκληρές και σώμα προς σώμα. Σύμφωνα με την αφήγηση Κύπριου συμμετέχοντα καταδρομέα, «…τα υψώματα ήταν γεμάτα πολυβολεία και χαρακώματα. Κάθε πολυβολείο είχε τουλάχιστον πέντε Τούρκους. Μόλις ο λοχαγός μας φώναξε για έφοδο, ορμήσαμε ρίχνοντας χειροβομβίδες, πυροβολώντας στις θυρίδες και φωνάζοντας «αέρα». Οι Τούρκοι άρχισαν να βγαίνουν από τα πολυβολεία τρέχοντας δεξιά και αριστερά. Άλλοι πέταξαν τα όπλα τους και άλλοι φώναζαν ότι ήθελαν να παραδοθούν».

Η κατάληψη του Κοτζάκαγια, όπου οι Τούρκοι απώλεσαν τουλάχιστον 50 άνδρες, ήταν μια σπουδαία νίκη, όμοια της οποίας δεν παρουσίασε καμία άλλη μονάδα καθ’ όλη τη διάρκεια της εισβολής.

Σε σκληρές μάχες όμως ενεπλάκησαν και οι υπόλοιπες μοίρες καταδρομών. Η 32 Μοίρα επιχείρησε κατάληψη του υψώματος Άσπρη Μούττη, το οποίο υπερασπίζονταν Τουρκοκύπριοι ενισχυμένοι από Τούρκους καταδρομείς. Παρά την αρχική της προώθηση, η Μοίρα υποχώρησε εκ νέου αφήνοντας πίσω της επτά άνδρες της νεκρούς. Η 33 Μοίρα με αιφνιδιαστική έφοδο δύο λόχων της προωθήθηκε δυτικά και κατέλαβε εχθρικές θέσεις, ενώ η 34 ενήργησε ανάλογα, ανατρέποντας τις θέσεις άμυνας του εχθρού, δυτικά του χωριού Πάνω Δίκωμο.

Οι Τούρκοι άρχισαν να συνέρχονται μετά τα κτυπήματα που δέχθηκαν. Ήταν ζωτικής σημασίας γι’ αυτούς να κρατήσουν έστω κάποια υψώματα και θέσεις στον Πενταδάκτυλο, ώστε να διατηρήσουν την επαφή ανάμεσα στον θύλακα και το προγεφύρωμα. Γι’ αυτό αντεπιτέθηκαν πριν από το χάραμα. Οι Τούρκοι στην επίθεσή τους αυτή έχασαν πάνω από 100 άνδρες, συνέχισαν όμως την προσπάθειά τους και διοχέτευσαν στη μάχη νέες μονάδες. Η 31 Μοίρα άντεξε, αμυνόμενη ηρωικά, ώσπου το επόμενο πρωί (21 Ιουλίου) έλαβε την ακατανόητη διαταγή να εγκαταλείψει τον Κοτζάκαγια και να συμπτυχθεί στη διασταύρωση Αγίου Παύλου, προς υπεράσπισή της. Έτσι, ο εχθρός κατέλαβε αμαχητί πλέον το αιματοβαμμένο ύψωμα, το οποίο, αν εκρατείτο, θα εμπόδιζε τη διέλευση των Τούρκων από την Κυρήνεια προς τη Λευκωσία. Την ίδια ώρα η 33 Μοίρα δέχθηκε καταιγισμό βολών όλμων και πυρά πολυβόλων, ενώ την προσέβαλαν και τουρκικά αεροσκάφη. Εκεί έπεσε, στην πρώτη γραμμή, ο διοικητής της Μοίρας, ταγματάρχης Γιώργος Κατσάνης. Ετοιμαζόταν για μία καινούργια προώθηση επικεφαλής των Κύπριων καταδρομέων, όταν άκουσε από απέναντι να τον φωνάζουν: «Κατσάνη, μη χτυπάτε, εμείς είμαστε». Ο ταγματάρχης προχώρησε για να δει περί τίνος επρόκειτο, όρθιος και χωρίς προφυλάξεις. Τότε ακριβώς δέχθηκε τα φονικά πυρά των Τούρκων που ενέδρευαν. Δεν ήταν παράδοξο που γνώριζαν το όνομά του. Όπως αποδείχθηκε κατόπιν, οι Τούρκοι ήξεραν και φώναζαν στην τύχη και άλλα ονόματα αξιωματικών, που διοικούσαν δυνάμεις καταδρομών. Με το κατασκοπευτικό δίκτυο που διέθεταν, γνώριζαν κάθε στοιχείο που αφορούσε τους Έλληνες αξιωματικούς στην Κύπρο…

Ας δούμε πώς περιέγραψαν οι Τούρκοι τη νύκτα εκείνη, κατά τη διάρκεια της οποίας κρίθηκε σε μεγάλο βαθμό η πορεία της σύγκρουσης: Την αγωνία τους περιέγραψε ο γνωστός δημοσιογράφος Μεχμέτ Αλί Μπιράντ: «Ξαφνικά, η Κύπρος ξύπνησε. Οι Έλληνες περίμεναν να φύγουν τα αεροπλάνα. Στην ΕΛΔΥΚ που προχώρησε προς το Κιόνελι, συνοδεία τεθωρακισμένων, προστέθηκαν και οι μονάδες της Εθνικής Φρουράς… Τη νύκτα αυτή έγιναν οι πιο αιματηρές συγκρούσεις. Τα πυρά έπεφταν βροχή από κάθε πλευρά. Όσο περνούσε η ώρα, η θέση των τουρκικών και τουρκοκυπριακών μονάδων γινόταν όλο και πιο δυσχερής. Η λαβίδα όλο και έσφιγγε. Ο διοικητής της ΤΟΥΡΔΥΚ έδωσε εντολή: «Και τανκς να περάσουν από πάνω σας, δεν θα εγκαταλείψετε τις θέσεις σας». Αν οι Έλληνες κατόρθωναν να περάσουν, όλα θα εξελίσσονταν διαφορετικά. Στον Πενταδάκτυλο οι μάχες διεξήχθησαν στήθος με στήθος. Κάποια στιγμή φάνηκε ότι οι Έλληνες ήταν κύριοι της κατάστασης, αλλά αμέσως μετά αποκρούστηκαν. Οι απώλειες μεγάλωναν με τρομακτικό ρυθμό, ιδίως μεταξύ Τουρκοκύπριων αγωνιστών. Ελέχθη ότι όλοι τους σχεδόν, περίπου 2000, έπεσαν σε αυτές τις πρώτες μάχες της επιχείρησης. Η κατάσταση ήταν αφόρητη. Στις 02:00 άρχισαν να φτάνουν βροχή στο στρατηγείο, στα Άδανα, σήματα από την Κύπρο για ενίσχυση. Στις 04:30, με το ξημέρωμα, τα αεροσκάφη μας άρχισαν και πάλι να πετούν. Με την εμφάνισή τους οι δυνάμεις μας ανέπνευσαν. Ο κίνδυνος αποσοβήσθηκε…»

Η δεύτερη μέρα του πολέμου

Την Κυριακή 21 Ιουλίου οι Τούρκοι δεν διεύρυναν το μικρό προγεφύρωμα του Πεντεμιλίου, απλά παρέμειναν αγκιστρωμένοι στην ακτή και συνέχισαν να μεταφέρουν με ελικόπτερα καταδρομείς και πυρομαχικά. Ομοίως συνεχίστηκαν και οι ρίψεις αλεξιπτωτιστών. Οι βομβαρδισμοί από αέρος γενικεύθηκαν.

Προσβλήθηκαν ακόμα και χωριά τα οποία δεν παρουσίαζαν κανένα στρατιωτικό στόχο. Τα θύματα μεταξύ του άμαχου πληθυσμού υπήρξαν δεκάδες. Η αιτιολογία που δόθηκε από την τουρκική πλευρά είχε ως εξής: «Το δεύτερο αποβατικό κύμα θα έφθανε από την Τουρκία το πρωί της 22ης Ιουλίου. Έτσι τη νύχτα που οι Έλληνες εξαπέλυσαν τη μεγάλη αντεπίθεση, στην Άγκυρα τα σχέδια τροποποιήθηκαν. Στο Γενικό Επιτελείο πάρθηκε απόφαση να αρχίσει σκληρός βομβαρδισμός. Ήταν η μόνη λύση για να καμφθεί η αντίσταση των Ελλήνων».

Γενικά, καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας, η δραστηριότητα των ελλαδικών και κυπριακών δυνάμεων υπήρξε περιορισμένη. Το απόγευμα οι εισβολείς κατάφεραν να προωθηθούν πέραν του χώρου του αρχικού προγεφυρώματος λίγες εκατοντάδες μέτρα προς την κατεύθυνση της Κυρήνειας διευρύνοντάς το. Τα σποραδικά πυρά του πυροβολικού της Εθνικής Φρουράς εναντίον τους ήταν μάλλον ασυντόνιστα και ανεπιτυχή.

Ενώ, λοιπόν, στην Κύπρο η κατάσταση παρέμενε στάσιμη, το μεσημέρι της Κυριακής 21 Ιουλίου απέπλευσε από τη Μερσίνα το δεύτερο και ισχυρότερο αποβατικό κύμα, το οποίο περιελάμβανε αυτό που θα έγερνε την πλάστιγγα της νίκης υπέρ της τουρκικής πλευράς: άρματα μάχης.

Την ίδια ημέρα, από το πρωί και έως τις 13:00, πραγματοποιήθηκε στο Πεντάγωνο η δεύτερη σύσκεψη, για την οποία ειπώθηκαν και γράφτηκαν πολλά. Εκφράσθηκαν δισταγμοί ως προς την είσοδο της χώρας σε πόλεμο πλήρους κλίμακας με την Τουρκία, ιδιαίτερα από τον αρχηγό Στρατού, αντιστράτηγο Γαλατσάνο. Στη συνέχεις τέθηκε το ζήτημα αποστολής αεροσκαφών F-4 Phantom και υποβρυχίων στην Κύπρο. Ο αρχηγός ΓΕΑ, αντιπτέραρχος Αλέξανδρος Παπανικολάου, υποστήριξε να μην αποσταλούν αεροσκάφη στην Κύπρο, βασιζόμενος στο ολιγόλεπτο της δυνατότητας παραμονής τους πάνω από το νησί. Συζητήθηκε η περίπτωση της αποστολής ενισχύσεων μέσω θαλάσσης, η οποία, όμως, αποκλείστηκε από τον αρχηγό ΓΕΝ Πέτρο Αραπάκη. Εξετάστηκε επίσης η δυνατότητα της αιφνιδιαστικής προσβολής, με αεροσκάφη F-4 Phantom, της μεγάλης γέφυρας του Βοσπόρου, η οποία ήταν ισχυρής κατασκευής. Μπονάνος και Αραπάκης ματαίωσαν όμως την αποστολή Phantom και των υποβρυχίων χαρίζοντας στους Τούρκους ανέλπιστη νίκη.

Προέλαση προς την Κυρήνεια

Από το πρωί της Δευτέρας 22 Ιουλίου, η τουρκική Αεροπορία εξαπέλυσε λυσσώδεις επιθέσεις διαρκείας σε όλη τη βόρεια παραλιακή ζώνη της Κύπρου, δυτικά της Κυρήνειας. Οι θέσεις της Εθνικής Φρουράς βάλλονταν και από τα τουρκικά αντιτορπιλικά, τα οποία γύρω στις 10:00 πύκνωσαν τα πυρά τους. Ήταν φανερό ότι πλησίαζε η ώρα της εξόρμησης των Τούρκων, οι οποίοι σε λίγο θα διέθεταν αυτό που έλειπε από την Εθνική Φρουρά: σύγχρονα άρματα μάχης. Οι Τούρκοι προώθησαν τα πολύτιμα γι’ αυτούς άρματα μάχης Μ-47 και Μ-48 στο ανατολικό όριο του προγεφυρώματος, αφού επήγε η κατάληψη της Κυρήνειας και η συνένωσή της με τον θύλακο. Απέναντί τους ακροβολίστηκαν 62 καταδρομείς της 33 Μοίρας και οι άνδρες του 251 Τάγματος Πεζικού ή καλύτερα ό,τι είχε απομείνει από το τάγμα. Ο αγώνας θα ήταν άνισος και προδιαγεγραμμένος, αφού συνολικά οι καταδρομείς και Εθνοφρουροί, οι οποίοι ανέλαβαν να ανακόψουν την πορεία των Τούρκων, δεν ξεπερνούσαν τους 300-400 άνδρες. Επιπλέον στερούντο αρμάτων για την αντιμετώπιση των εχθρικών Μ-48.

Η άμυνα των υπερασπιστών της Κυρήνειας ήταν ασυντόνιστη και χωρίς ελπίδα. Οι περισσότεροι καταδρομείς αγνοούνται έως σήμερα, ενώ οι Τούρκοι εκτέλεσαν όσους συνέλαβαν. Ο λοχαγός Νόκος Κατούντας και οι άνδρες του χάθηκαν αντιμετωπίζοντας τα τουρκικά άρματα. Η τύχη τους δεν εξακριβώθηκε ποτέ. Άλλοι 30 καταδρομείς οχυρώθηκαν σε ημιτελή οικοδομή και μάχονταν από εκεί. Γρήγορα περικυκλώθηκαν από πεζικό και άρματα, τα οποία με τα πυροβόλα τους έβαλλαν κατά της οικοδομής. Οι Κύπριοι καταδρομείς δεν θέλησαν να παραδοθούν. Όταν απέμειναν δέκα, επεχείρησαν έξοδο αυτοκτονίας. Όλοι τους εξήλθαν με ταχύτητα από τον κλοιό του θανάτου, βάλλοντες και βαλλόμενοι. Οι πέντε έπεσαν νεκροί κατά την έξοδο, ενώ οι υπόλοιποι απεγκλωβίστηκαν. Λίγα μέτρα παρακάτω, συνάντησαν ομάδα 30 Τούρκων στρατιωτών, τους οποίους προσέβαλαν και εξόντωσαν. Τελικά οι πέντε ηρωικοί καταδρομείς κατάφεραν να βρουν σωτηρία στον Πενταδάκτυλο.

Ενώ πλησίαζε το μεσημέρι της Δευτέρας 22 Ιουλίου 1974, οι Τούρκοι εισέρχονταν στην Κυρήνεια. Πυροβολούσαν προς κάθε κατεύθυνση χωρίς να κάνουν οικονομία πυρός, ένδειξη ότι διέθεταν επάρκεια πυρομαχικών. Στόχευαν και φόνευαν αδιακρίτως, χωρίς διαχωρισμό στρατιωτών και αμάχων. Αρκετοί κάτοικοι της πόλης, κυρίως υπερήλικες, οι οποίοι δεν πρόλαβαν να την εγκαταλείψουν, εκτελέστηκαν εν ψυχρώ. Μέσα στην πόλη εγκλωβίστηκαν εκατοντάδες στρατιώτες και αξιωματικοί, οι οποίοι αμύνονταν μέσα από σπίτια και κήπους, αποκομμένοι και διασκορπισμένοι. Οι Τούρκοι εντόπιζαν και απομόνωναν κάθε εστία αντίστασης, την οποία στη συνέχεια εκκαθάριζαν. Η λεωφόρος Ελλάδος είχε πια πλημμυρίσει από τους εισβολείς. Στις 12:00, ο Ναυτικός Σταθμός Κυρήνειας ανέφερε ότι ο εχθρός προχωρούσε παντού, ενώ ο πληθυσμός, αλλόφρων, εγκατέλειπε την πόλη. Όσοι Εθνοφρουροί στάθηκαν τυχεροί, πρόλαβαν και εγκατέλειψαν την Κυρήνεια, από την ανατολική πλευρά και συγκεντρώθηκαν στο χωριό Άγιος Επίκτητος. Οι Τούρκοι μετέφεραν τους αιχμαλώτους στο στάδιο «Πράξανδρος», στο οποίο τοποθετήθηκε φρουρά μπροστά στις πύλες και ένα τζιπ με πολυβόλο επ’ αυτού. Εντός του γηπέδου, οι Τούρκοι επιδόθηκαν σε ένα στυγνό δολοφονικό έργο, προβαίνοντας σε μαζικές εκτελέσεις όπως επιβεβαίωσαν μαρτυρίες επιζώντων και κατήγγειλε αργότερα ο Κύπριος αντιπρόσωπος του ΟΗΕ.

Από τους διακόσιους περίπου αιχμαλώτους, κυρίως στρατιώτες της Εθνικής Φρουράς, επέζησαν ελάχιστοι. Ήταν μία αποτρόπαια πράξη, η οποία συνιστά έγκλημα πολέμου. Εκεί, δίπλα στη θάλασσα, οι Τούρκοι άνοιξαν δύο μεγάλους λάκκους με εκσκαφείς και έριξαν μέσα τα πτώματα των εκτελεσθέντων.

Παράλληλα με τις συγκρούσεις εντός και πέριξ της Κυρήνειας, μάχες μαίνονταν και στη παλαιά πόλη της Λευκωσίας και σε άλλα μέτωπα. Στην περιοχή Δικώμου πολέμησε σκληρά το 361 Τάγμα Πεζικού υπό τον Θεσσαλονικιό συνταγματάρχη Δημήτρη Χάντζο. Το απόγευμα της Δευτέρας 22 Ιουλίου, ενώ η Κυρήνεια είχε πλέον πέσει, δύναμη 500 περίπου Τούρκων, συνοδευόμενη από άρματα, επιτέθηκε κατά λόχου του 361 Τάγματος. Οι Κύπριοι στρατιώτες, 60 άνδρες με επικεφαλής τον Κρητικό υπολοχαγό Κώστα Μανουσάκη, αμύνθηκαν ηρωικά απέναντι στην υπέρτερη δύναμη των Τούρκων και τους προκάλεσαν μεγάλες απώλειες. Όταν βράδιασε, οι αμυνόμενοι υποχώρησαν συγκροτημένα σε νέα γραμμή άμυνας. Τελικά, οι Τούρκοι κατέλαβαν το Πάνω και Κάτω Δίκωμο.

Σύναψη προσωρινής ανακωχής

Από το μεσημέρι της 22 Ιουλίου και ενώ οι Τούρκοι είχαν πια στα χέρια τους την Κυρήνεια, συμφώνησαν σε ανακωχή. Είχαν πετύχει να ενώσουν το προγεφύρωμα με τον θύλακα Λευκωσίας – Κιόνελι. Συνέχισαν όμως να χτυπούν ελληνικές μονάδες και μετά την εκεχειρία, παραβιάζοντάς την. Και ενώ έτσι μάχονταν οι Έλληνες στην Κύπρο, στην Αθήνα συνέβαιναν γεγονότα, τα οποία, εάν αληθεύουν, συνιστούν έγκλημα εσχάτης προδοσίας: Ο αρχηγός Ενόπλων Δυνάμεων στρατηγός Γρηγόριος Μπονάνος επέμενε στην αδράνεια, ενώ σε πιέσεις αξιωματικών να στείλει αεροσκάφη στην Κύπρο, απάντησε το εξής τραγικό: «Οι Τούρκοι κτυπούν την Κύπρο. Εμείς είμαστε Ελλάς». Το Πόρισμα της Βουλής των Ελλήνων επιβεβαίωσε τα παραπάνω και απέδωσε καίριες ευθύνες στον στρατηγό Μπονάνο.

10013

Η προέλαση των Τούρκων συνεχίζονταν κατά τη διάρκεια της προσωρινής ανακωχής και πολλές φορές οι Τούρκοι πυροβολούσαν εναντίων των στρατευμάτων του ΟΗΕ

Σε άλλη περίπτωση, για την απογείωση 12 μαχητικών αεροσκαφών από την Κρήτη, το πρωί της 22ης Ιουλίου, την ώρα, δηλαδή, που βρισκόταν σε εξέλιξη η επίθεση των Τούρκων κατά της Κυρήνειας, η απογείωση ματαιώθηκε πάλι από τον Μπονάνο. Ενδεικτικό της ηττοπάθειάς του είναι ότι σε άκρως απόρρητη κατάθεσή του προς τον Ευάγγελο Αβέρωφ, παραδέχθηκε αργότερα τα εξής συγκλονιστικά: «Οι ενισχύσεις Ναυτικού και Αεροπορίας δεν ενεπλάκησαν στον αγώνα της Κύπρου, διότι εκρίθη ότι εμπλοκή τους θα αποτελούσε αιτία έναρξης πολέμου μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας».

Την ίδια ώρα, η Τουρκία έπληττε αδιακρίτως ελλαδικούς και κυπριακούς στόχους και μάλιστα, προσέβαλε από αέρος πρώτα την ίδια την ΕΛΔΥΚ, χωρίς να υπολογίσει εάν αυτό «θα αποτελούσε αίτιο ελληνοτουρκικού πολέμου». Δεν ήταν λοιπόν οι Έλληνες στρατιώτες, αεροπόροι και ναύτες που ηττήθηκαν. Αυτοί πολέμησαν με ηρωισμό και συχνά με αυταπάρνηση. Αυτοί οι οποίοι απογοήτευσαν ήταν οι ηγέτες τους.

Προσφυγοποίηση εν μέσω εκεχειρίας

Με το τέλος του «ΑΤΤΙΛΑ 1» στις 23 Ιουλίου 1974, οι Τούρκοι κατείχαν το 4% περίπου της Κύπρου. Στο προγεφύρωμα, μετέφεραν μέσα στις επόμενες δύο εβδομάδες, δύο ολόκληρες μεραρχίες, συνολικά 40.000 άνδρες και πάνω από 180 άρματα μάχης. Στις 6 Αυγούστου, εν μέσω εκεχειρίας, απρόκλητα επιτέθηκαν με στόχο τις κωμοπόλεις Λάπηθο και Καραβά, οι οποίες απείχαν 12 περίπου χιλιόμετρα από την Κυρήνεια. Στην περιοχή βρίσκονταν δύο τάγματα της Εθνικής Φρουράς, ένας λόχος ΕΛΔΥΚ, και ένας λόχος του 286 Μηχανοκίνητου Τάγματος. Οι αμυνόμενοι κάλυψαν την έκτασης τριών περίπου χιλιομέτρων ζώνη ανάμεσα στη θάλασσα και τον Πενταδάκτυλο, η θέση τους όμως ήταν δεινή. Ανατολικά τους βρισκόταν μεγάλο μέρος της 28ης Μεραρχίας των Τούρκων. Νότια δέσποζε ο Πενταδάκτυλος, του οποίου τα στρατηγικότερα υψώματα ήλεγχε ο εχθρός. Βόρεια, στη θάλασσα, κινούντο τα τουρκικά αντιτορπιλικά που με τα πυροβόλα τους μπορούσαν να προσβάλουν ανά πάσα στιγμή τις ελληνικές θέσεις.

Η επίθεση εκδηλώθηκε το πρωί της 6ης Αυγούστου, λίγο πριν από τις 06:00. Οι Τούρκοι διέθεσαν δύναμη 8.000 και πλέον ανδρών, τους οποίους συνόδευσαν στην εξόρμησή τους 40 τουλάχιστον άρματα μάχης. Αυτούς κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν λίγες εκατοντάδες Εθνοφρουροί, στερούμενοι και των στοιχειωδέστερων μέσων άμυνας.

Οι Τούρκοι επιτέθηκαν μετωπικά και χωρίς διαδοχικά άλματα, αγνοώντας το «πυρ και κίνηση». Η πυκνότητα των πυρών των τουρκικών όλμων ήταν τέτοια, ώστε επλήγησαν τα προπορευόμενα τμήματά τους. Ανώτερος αξιωματικός που πολέμησε εκεί, κατέθεσε: «Η πρώτη μας αντίδραση ήταν να καταστρέψουμε με «ΠΑΟ» ένα τανκ του εχθρού. Η γενναιότητα και αποφασιστικότητα των στρατιωτών μας καθήλωσαν τους Τούρκους επ’ αρκετόν. Αναγκάστηκαν και έριχναν όλο και περισσότερες δυνάμεις στη μάχη, τόσο ανδρών όσο και αρμάτων».

Την πρωτοφανή σε όγκο πυρός επίθεση των Τούρκων συμπλήρωσε η χρήση από μέρους τους, για πρώτη φορά, των εξαιρετικής απόδοσης βλημάτων Cobra. Πρώτα κατέλαβαν τον Καραβά και λίγο πριν το μεσημέρι, καταλήφθηκε και η Λάπηθος. Ταυτόχρονα, οι Τούρκοι μετέφεραν δια θαλάσσης πεζοναύτες στα μετόπισθεν των ελληνικών θέσεων. Αυτοί εγκατέστησαν ενέδρες στις δύο πλευρές του δρόμου προς την Κυρήνεια και προσέβαλαν τους Εθνοφρουρούς που υποχωρούσαν, προκαλώντας νέες απώλειες. Εξαιρετικά μεγάλες, όμως, υπήρξαν και οι απώλειες των επιτιθέμενων. Οι όλμοι της Εθνικής Φρουράς αποδείχθηκαν φονικότατοι, ιδιαίτερα για τους στρατιώτες που κινήθηκαν από την πλευρά του Πενταδάκτυλου. Εκεί οι Τούρκοι είχαν δεκάδες νεκρούς. Αφηγείται σχετικά Κύπριος Εθνοφρουρός: «Στο Κεφαλόβρυσο υπολογίσαμε ότι υπήρχαν δύο τουρκικά τάγματα, τα οποία μας επετέθησαν. Ο διοικητής μας, μαζί μας εκεί, έδινε στόχους στους ολμιστές μας και αυτοί χτυπούσανε. Οι Τούρκοι, θα ήταν γύρω στους 600, έπαθαν πανωλεθρία. Τους ρίξαμε περίπου 160 βλήματα». Πολλοί Εθνοφρουροί εγκλωβίστηκαν ανάμεσα στις εχθρικές δυνάμεις. Αρκετοί αγνοούνται έως σήμερα. Κάποιοι περίμεναν να νυκτώσει και τότε επεχείρησαν να διαφύγουν είτε μέσω θαλάσσης είτε κινούμενοι προς τον Πενταδάκτυλο.

Με την επίθεση κατά της Λαπήθου και του Καραβά, οι εισβολείς επέκτειναν τη ζώνη κατοχής πολλά χιλιόμετρα προς τα δυτικά και προσφυγοποίησαν χιλιάδες Ελληνοκυπρίων.

Την επομένη, ο υπουργός Εξωτερικών, Γεώργιος Μαύρος, κατήγγειλε την τουρκική επίθεση και ανέφερε ότι παραβιάστηκε σε 80 περιπτώσεις η κατάπαυση του πυρός. Την ώρα δηλαδή που ο «Αττίλας» προέλαυνε, δηλώνοντας και λεηλατώντας, η Αθήνα καταμετρούσε τις παραβιάσεις της ανακωχής εκ μέρους των Τούρκων.

Ταυτόχρονα ο Γεώργιος Μαύρος προέβη στην παρακάτω δήλωση, την οποία επανέλαβε και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής: «Κανείς δεν επιθυμεί τον πόλεμο. Αν όμως η Ελλάδα έχει να διαλέξει μεταξύ πολέμου και ταπείνωσης, θα πολεμήσει».

Τελικά, η Ελλάδα και δεν πολέμησε και ταπεινώθηκε…



Πηγή: ΚΥΠΡΟΣ ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *