Ο ΔΩΔΕΚΑΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΓΥΦΤΟΥ, ΛΟΓΟΣ Η' - ΠΡΟΦΗΤΙΚΟΣ (Κωστῆς Παλαμᾶς)

Ἔργο τοῦ Γιάννη Τσαρούχη μέ ἐπιρροές ἀπό τόν δάσκαλο Φώτη Κόντογλου (Πηγή: ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΖΩΗ)

Ἔργο τοῦ Γιάννη Τσαρούχη μέ ἐπιρροές ἀπό τόν δάσκαλο Φώτη Κόντογλου
(Πηγή: ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΖΩΗ)

 Βασιλεύουν μετὰ ταῦτα
 ἀναιδεῖς καὶ ἄγνωστοί τε,
 ἄνδρες τοίνυν καὶ γυναῖκες
 μιαροὶ καὶ βέβηλοι τε...
 Κι ἀπέκει ἔρχεται τἀρκοῦδιν
 νἀνασπάσῃ τὰ παλούκια,
 καὶ τὸν φράκτην νὰ τὸν κάψῃ,
 καὶ τὸν τράφον νἀφανίσῃ...
 Καὶ πάλι ἕξεις, Ἑπτάλοφε, τὸ κράτος.
                  (Χρησμὸς ΛΕΟΝΤΟΣ ΤΟΥ ΣΟΦΟΥ)
 Ἀπὸ τὸ μάτι του ἀνάβρυσε ἡ ζωὴ μιᾶς
 σκέψης πάντα νέας ποῦ τρυπάει κατάβαθα
 τὰ Τωρινά, τὰ Περασμένα, τΑὑριανά.
                                               SHELLEY (Ἑλλάδα).
     Ὁ Προφήτης ποῦ κοιτάζει
     μὲ τὰ μάτια τοῦ Ὁραμάτου 
     κι ὁ Προφήτης ποῦ κηρύττει
     μὲ τοῦ Αὔριο τὸ στόμα,
     κι ἀπὸ ποιὰ πνοὴ δὲν ξέρω
     τραβημένος, πνοὴ κ' ἐκεῖνος,
     παρατώντας τὰ δικά του,
     τοὺς ἀϊτοὺς καὶ τὰ λιοντάρια,
     καὶ τἀπόκρυφα βιβλία,
     πῆγε κάτου ἀπ' τὴ μονιά του
     κ' ἦρθε μέσα στοὺς ἀνθρώπους,
     μέσ' στὸν Τσίρκο τὸν ἀπέραντο
     τὸ μαρμαροστυλωμένο.
     Καὶ νὰ ὁ Τσίρκος περιμένει
     νὰ γιορτάσῃ τὸ γιορτάσι
     ποῦ γιορτάζει μὲ τὸ Μάη,
     καὶ ξεχείλισε καὶ βουΐζει 
     μέσα του τῆς Παναγίας
     καὶ τῆς ἁμαρτίας ἡ Πόλη.
     Κι ὁ Προφήτης μέσ' στὸν Τσίρκο
     χτίσματα καὶ θάματα εἶδε,
     τέρατα εἶδε γεννημένα
     μέσ' ἀπ' τὰ φιλιὰ τῶν ἄδειων
     καὶ τῶν παραστρατισμένων.
     Κ' εἶδε τὰ εἴδωλα πανώρια
     βάρβαρα κι ἀπὸ τοὺς τόπους 
     κι ἀπ' τοὺς χρόνους κουρσεμένα.
     Καὶ γιομίζουνε τὰ πλάτια,
     καὶ ξαφνίζουνε τὰ ὕψη
     στῦλοι, πύργοι, θεοὶ κι ἀνθρῶποι,
     χίλιες μύριες ζωές, ποῦ ζοῦνε
     καὶ χαλκὲς καὶ μαρμαρένιες
     καὶ στοῦ ἐλέφαντα τὴ χάρη
     καὶ στὁλάκριβο χρυσάφι
     καὶ σὲ κάθε τι ποῦ λάμπει
     καὶ σκληρὸ εἶναι καὶ κρατιέται
     ξένο, ἀσάλευτο, καὶ ποῦ εἶναι
     σοφία κ' αἴνιγμα καὶ τέχνη.

     Κ' εἶδε πλούσιο ἀρχοντολόϊ
     καὶ βαρὺ καὶ φαντασμένο
     καὶ σὰν ἁλυσοδεμένο
     καὶ σοφὰ βαλτὸ σὲ τάξη
     γύρω γύρω στὸ ρηγάρχη 
     στὸ θεοδώρητο δεσπότη.
     Καὶ μὲ τἆσπρα τὰ σαγιὰ εἶδε
     καὶ μὲ τὰ χρυσὰ βραχιόλια
     καὶ πορφυροβουτημένους
     μάγιστρους καὶ λογοθέτες
     καὶ τοῦ Παλατιοῦ τοὺς πρώτους.
     Καὶ τοὺς χρυσαρματωμένους
     τοὺς κουβικουλάριους εἶδε,
     καὶ ζωστὲς καὶ ρηγοποῦλες,
     καὶ σὰν ἄστρα ἁπαλοφέγγαν.
     Καὶ τοὺς μαγγλαβῖτες εἶδε
     γαύρους μὲ τἀπελατήκια.
     Καὶ σὲ μιὰ γωνιά, ἀλλοῦ πέρα,
     καὶ σὰν παραπεταμένους
     εἶδε μιὰ φουχτιὰ λεβέντες
     νὰ πλευρώνουν πεζεμένοι
     τἀστρομέτωπα ἄλογά τους,
     καὶ στὰ βένετα κοντάρια
     νἀκκουμπᾶν ἀφαιρεμένα
     τὰ γιγάντικα κορμιά τους.
     Καὶ εἶταν οἱ Ἀκρῖτες, καὶ εἶταν 
     σκόρπιοι καὶ παρατημένοι,
     τρίψαλα κι ἀπομεινάρια,
     τὰ στερνὰ τὰ παλληκάρια.
     Κι ἀνατρίχιασε ὁ Προφήτης.
     Καὶ δὲν εἶδε νὰ προβάλῃ,
     μέσ' ἀπὸ τὸ Τριμπουνάλι
     τἀεροκρέμαστο, τὴν ὄψη
     τὴ λειτουργική του ὁ Ρήγας.
     Καὶ τὸν εἶδε μὲ τοὺς μίμους,
     καὶ τὸν εἶδε μὲ τοὺς νάνους,
     μὲ τοῦ τσίρκου τοὺς παλιάτσους,
     μὲ τοῦ τσίρκου τὶς καροῦχες,
     μὲ τοῦ τσίρκου τοὺς ἡρώους.
     Ταίρι καὶ ὅλων εἶν' ὁ ρήγας,
     ὅλων εἶναι σταυραδέρφι,
     κι ἀγωνίζεται μαζί τους,
     μεθοκόπος, χαροκόπος,
     μέσ' στὸν Τσίρκο τὸν ἀπέραντο
     ποῦ γιορτάζει τὸ μεγάλο
     τὸ μαγιάτικο γιορτάσι.
     Καὶ τὸν εἶδε ἀπάνου στὸ ἅρμα 
     μὲ τοῦ βένετου τὸ ντύμα
     μὲ τοῦ πράσινου τὸ χρῶμα
     κι ὀρθὸς κ' ἕτοιμος νὰ στέκῃ 
     γιὰ τὸ τρέξιμο, ἀφρισμένος.
     Κι ἀνατρίχιασε ὁ Προφήτης.

     Καὶ τοὺς Πράσινους τοὺς εἶδε
     καὶ τοὺς Βένετους τοὺς εἶδε,
     καὶ εἶδε τὸ σκυλλὶ ποῦ ξέρει
     νὰ ὑποτάζεται, νὰ γλείφῃ,
     νὰ λυσσάῃ καὶ νὰ σπαράζῃ·
     τὸ σκυλλὶ τὸ καμωμένο
     κι ἀπὸ πίστη κι ἀπὸ δόλο.
     Καὶ ξεχειλισμένα τὰ εἶδε,
     σκαλιά, βάθρα καὶ καμάρες,
     θρόνους, δρόμους καὶ σφεντόνες
     ἀπὸ τὴ μπασιὰ τοῦ πλήθους.
     Μαυτομάλλινα καμίσια
     καὶ μαλλιὰ κοντοκομμένα
     καὶ στεφάνια βελουδένια
     καὶ τριανταφυλλιὰ γιορντάνια,
     καὶ παράξενα τραγούδια 
     καὶ λουλούδια καὶ μαντήλια,
     κι ἀεροσειένται μέσ' στὰ χέρια.
     Καὶ πυκνὰ καὶ λαμπυρίζουν
     χεροσκούταρα καὶ λόγχες,
     καὶ σαλεύουν καὶ προσμένουν
     δήμαρχοι καὶ δῆμοι καὶ ὄχλοι
     νὰ χαροῦν τὸ πανηγύρι
     τἀνοιξιάτικο τὸ μέγα
     μέσ' στὸν Τσίρκο τὸν ἀπέραντο.
     Κι ἀπ' τὰ ὑψώματα τοῦ Τσίρκου
     πέρα ὁλόβαθα καθάρια
     μ' ὃλα της τὰ περιγιάλια
     μ' ὅλα της τἀραξοβόλια
     μ' ὅλα της τὰ γλαυκονήσια
     τὴν ἀγνάντεψε μακριάθε
     πρωϊνή, μαγιάτικη, ὅλη,
     κ' ἔξω ἀπ' ὅλα, ἀπάνου ἀπ' ὅλα,
     καὶ σὰν ὅραμα, τὴ θεία
     θάλασσα, τὴν Ἀφροδίτη
     τῶν γιαλῶν, τὴν Προποντίδα.
     Κι ἀνατρίχιασε ὁ Προφήτης.

     Καὶ τὸν Πύργο τὸ φωσφόρο
     ποῦ βιγλάτορας φυλάει,
     κι ἀγναντεύει, καὶ εἶν' Ἀκρίτας
     καὶ εἶν' ὁλόμπροστα, ἀπ' τὰ ὕψη
     τοῦ βασιλικοῦ ἁγιασμένου
     Παλατιοῦ, τὸν εἶδε ξάφνου
  -  κι ἀνατρίχιασε ὁ Προφήτης  - 
     νὰ φλογίζεται, νἀνάφτῃ,
     τὶς φωτιές του ὅλες νἀνάφτῃ,
     νἀνεβαίνουν οἱ φωτιές του,
     νὰ τινάζωνται, νὰ τρέμουν,
     καὶ στὸν ἥλιο νὰ φαντάζουν,
     μαῦρες γλῶσσες νὰ φαντάζουν·
     καὶ εἶναι γλῶσσες ποῦ μιλᾶνε,
     καὶ εἶναι γλῶσσες ποῦ μηνᾶνε
     πῶς τὸ πάτησε τὸ χῶμα
     τῶν Ἑλλήνων, καὶ πῶς μπῆκε
     καὶ τραβάει μπροστὰ καὶ φτάνει
     καὶ τὴν Πόλη φοβερίζει
     πάντα ὀχτρὸς κι ἀπὸ αἰῶνες,
     ὁ πιστὸς τοῦ Μωχαμέτη,
     τοῦ Κυρίου θυμός, ἡ μοῖρα
     καὶ ἡ κατάρα τῶν Ἑλλήνων.
     Στἄρματα! Στἄρματα! ὁ Τοῦρκος!

     Καὶ εἶδε τὸ μαντατοφόρο
     Λογοθέτη τοῦ πολέμου
     κι ἄκουσε τὸ μήνυμά του :
  «  Βασιλιᾶ κι ἀφέντη!  ἀνάψαν
     ὅλοι οἱ Φάροι οἱ μηνυτάδες,
     ἀπ' τοῦ Μυσικοῦ τοῦ Ὀλύμπου
     τὶς κορφὲς ὡς ἐδῶ πέρα
     στὴ Χρυσόπολη ἀποπάνου
     στἅϊ Ἀξέντιου μπρὸς τὴ ράχη.
     Νὰ κι ὁ Πύργος ὁ φωσφόρος
     ἀπ' τὸ Μέγα τὸ Παλάτι!
     Μπῆκε ὀχτρὸς καὶ μᾶς πατάει.
     Καρτεροῦμε, ἡ προσταγή σου.
     Κόφτε τὴ γιορτή, τὸν τσίρκο
     κλεῖστε, τἄρματα κρεμάστε
     τὰ βασιλικὰ στὴν πόρτα
     τῆς Χαλκῆς, σπαθί, σκουτάρι,
     καὶ λουρίκι, τοῦ πολέμου
     δὸς τὸ μήνυμα, ρηγάρχη!
     Στἄρματα! στἄρματα! ὁ Τοῦρκος! -

     Κι ἀποκρίθη ἀπόκοτα ὁ ρηγάρχης·
  -  Λογοθέτη λούφαξε κιοτῆ,
     τίποτε δὲ δύνεται νὰ κλείσῃ,
     τὴν ὁρμή μου, τὴ χαρά μου, τὴ γιορτή.
     Θέλω ὡς ἄρχισα τὸ δρόμο νὰ τὸν τρέξω
     πέρα ὡς πέρα ἁρματηλάτης νικητής·
     τὴ χρυσὴ τὴν ἁλυσίδα ποιὸς θὰ κόψῃ
     τῆς ὁρμῆς μου, τῆς χαρᾶς μου, τῆς γιορτῆς;

     Μήτε τοῦρκος μήτε δαίμονας θὰ φτάσῃ
     μήτε πόλεμος, μηδὲ σεισμὸς κανείς·
     τοῦ πολέμου ἐδῶ εἶν' οἱ κάμποι, ἀγωνιστάδες
     τῆς ὁρμῆς μου, τῆς χαρᾶς μου, τῆς γιορτῆς.

     Σκάφτουν τἄλογα τὸ χῶμα καὶ τἁμάξια
     βογγοτρίζουν, ζωντανά·
     κι ὁ λαός μου καρτεράει νὰ στεφανώσῃ
     τῆς γιορτῆς μου τὴν ὁρμὴ καὶ τὴ χαρά.

     Τοῦ πολέμου τὶς φωτιὲς σβύστε τις ὅλες,
     καὶ συντρίφτε κάθε φάρο ἐνοχλητή,
     καὶ γκρεμίστε ὅλους τοὺς Πύργους τοὺς φωσφόρους.
     Μόνα ὀρθά, ἡ χαρὰ κ' ἡ ὁρμή μου καὶ ἡ γιορτή.

     Ἐμπρὸς τἅρματα κ' ἐμπρὸς οἱ ἁρματοδόροι,
     κ' ἑτοιμάστε τὸ γλυκόπιοτο κρασί,
     κι ἀλαλάζοντας, λαοί μου, ὑμνολογεῖστε
     τῆς γιορτῆς μου τὴ χαρὰ καὶ τὴν ὁρμή! -

     Κ' ἔσβυσε ἡ φωτιὰ ἡ μηνύτρα,
     καὶ γκάπ! γκόπ! ρημάδι ὁ Πύργος
     κι ἀντιβρόντησε κι ὁ Τσίρκος
     καὶ οἱ καροῦχες ξεκινῆσαν,
     καὶ μπροστὰ κι ἀπ' ὅλους πρῶτος
     καὶ ροδοστεφανωμένος
     ὁ ῥηγάρχης ὁ μονάρχης
     γιὰ τὴ νίκη ἁρματοδρόμος.
     Καὶ ἀργοαπλώθη στὸν ἀέρα
     καὶ τὸν ἄκουσε ὁ Προφήτης
     τὸν πασίχαρο τὸν ὕμνο
     κι ἀπ' τοῦ Πράσινου τὸ στόμα
     κι ἀπ' τοῦ Βένετου τὸ στόμα.
     ΟΙ ΠΡΑΣΙΝΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΒΕΝΕΤΟΙ

     Κοίτα τὴν Ἄνοιξη καὶ πάλε
     ὄμορφα ποῦ ροδοχαράζει!
     Χαρὰ καὶ ὑγεία κ' εὐτυχία
     τοῦ κόσμου φέρνει, ἀντραγαθίες
     θεοδώρητες καὶ νῖκες δίνει
     τοῦ Βασιλιᾶ σου, Ρωμιοσύνη!

     Γιομάτη ἀπὸ τὴ ζωγραφιά σου
     κ' ἡ Ἀνατολή, μεστὴ καὶ ἡ Δύση,
     χάρηκε ὁ Δούναβης μ' ἐσένα,
     καὶ σὲ λαχτάρισε καὶ ὁ Κύδνος·
     κ' ἐγὼ μονάχα ἀπὸ τὴ φήμη
     κι ἀπὸ τὸ λόγο σὲ γνωρίζω.
     Μὴν εἶσαι ἀδικητής, καὶ στάσου
     γιὰ νὰ χορτάσω τὴν εἰδή σου,
     τὴν ὀμορφιά σου νἀπολάψω.
     Καρτέρα με, πιὰ ὀχτροὺς δὲν ἔχεις,
     σκλάβοι σου οἱ βάρβαροι ἀπ' τὴ Δύση,
     κι ἀπ' τὴν Ἀνατολὴ τὰ ἔθνη.
     Στάσου τὰ πόδια σου νὰ πλύνω,
     στάσου νὰ νίψω σου τὰ χέρια,
     στάσου τὴ σάρκα σου νὰ λούσω.
     Κ' εἶναι πανώρια σου τὰ πόδια,
     τὰ χέρια σου εἶναι ματωμένα,
     κ' ἔπαθε ἡ σάρκα σου γιὰ μένα.

     Εἶμαι ὄμορφη, κ' ἐξουσιάζω
     τὶς χῶρες ὅλες, ὡραῖος εἶσαι
     κι ἀπὸ τὰ Κράτη ἀπάνω στέκεις.
     Ἔλα τὶς δυὸ τὶς ὀμορφιές μας
     ταιριάζοντας νὰ τὶς χαροῦμε.
     Πόλη δὲ θἄβρῃς ἀπὸ μένα
     λαμπρότερη στὴν Οἰκουμένη,
     ἄλλο δὲ θἄβρω στὴ ζωή μου
     ρήγα λαμπρότερο ἀπὸ σένα.
     Μὲ βάφτισες τὴ νέα σου Ρώμη
     σὲ θάλασσες ἀγαθοσύνης,
     σὲ βρύσες μ' ἔλουσες τροπαίων,
     ρόγες καὶ κοῦρσα χόρτασές με,
     ἀπάνου ἀπ' τὸ κεφάλι μου ὅλες
     μοῦ ἀνέβασες ἐσὺ τὶς νῖκες.
     Ὁ Σκύθης σκύβει ὀμπρός μου, ὁ Πέρσης
     λιγίζεται καὶ προσκυνᾷ με.
     Τὸ σιδεροπουκάμισό σου
     καὶ τὴ στολὴ τῆς μάχης βγάλ' τα,
     ντύσου τὸ φόρεμα ποῦ πρέπει
     τοῦ νικητῆ, τὸ σκαραμάγκι
     τὸ ροδαρό, μὲ τἀτλαζένια
     τἀνθόκλαδα καὶ τὰ διαμάντια.
     Ξεκαβαλλίκεψε, ἥλιες Ρήγα,
     νἀναπαυτῇ καὶ τἄλογό σου,
     στὴν Πόλη σου δός το τὸ φῶς σου,
     σύμμετρα μοίρασε τὸ φῶς σου,
     μὴν τυφλωθοῦμε ἀπὸ τὸ φῶς σου!
               
                                   *

     Κι ὁ ὕμνος ὁ βενετοπράσινος
     πρὶν καλὰ νὰ ξεψυχίσῃ,
     ξέσπασε ἄλλος, μαῦρος ὕμνος,
     ἀπὸ τὴ γωνιά, ἀλλοῦ πέρα,
     καθὼς πάει καὶ σπάει τὸ κῦμα,
     τὸ παιδὶ τῆς τρικυμίας.
     Καὶ δὲν εἶταν ὕμνος, εἶταν
     μυρολόϊ κ' εἶταν κατάρα·
     κ' ἡ κατάρα ἀπ' τοὺς Ἀκρῖτες.
     Κι ἀνατρίχιασε ὁ Προφήτης.
     ΟΙ ΑΚΡΙΤΕΣ

     Δίχως αὐτιὰ καὶ δίχως μάτια,
     κολάκων ὄχλοι, ἀλλοιὰ σ' ἐσᾶς!
     Πλάνταξε, στόμα ποῦ παινεύεις
     καὶ τὸ πόδι ποῦ χοροπηδᾷς.

     Μεθύσι ἀνάξιο σέρνει τα ὅλα
     στὰ θέατρα καὶ στὰ καπηλειά,
     τὴν παλλακίδα Πολιτεία,
     τὸ γλεντοκόπο Βασιλιᾶ.

     Καὶ μπλέκονται μέσα στὰ γκέμια
     τοῦ κορωνάτου τοῦ ἁμαξᾶ
     καὶ πέφτουν τἀκριβὰ καὶ τἅγια.
     Πλακώνει, πλάκωσ' ἡ Ἀραπιά!

     Μᾶς ἔζωσε ὁ Καραμανίτης,
     τοῦ κόσμου ὁ ξεθεμελιωτής,
     καὶ τῶν ἐθνῶν ὁ καταλύτης
     καὶ τῆς Ἀσίας ὁ νικητής.

     Κ' οἱ Ἀκρῖτες μπαίγνια τῶν παλιάτσων,
     καὶ ψωριασμένα ἀπορριχτὰ
     τἀργυροκάμωτα κοντάρια,
     τὰ χρυσοσέλλωτα φαριά.

     Τοῦ Ἀκρίτα πύρινα ξεφτέρια,
     ἀπὸ τὸν Ταῦρο ὡς τὰ νησιά,
     σβύσαν οἱ Φάροι ἀράδα ἀράδα
     κι ἀπ' τὰ στενὰ κι ἀπ' τὰ βουνά.

     Ἕνας κοντὰ ἀπ' τὴν ἄλλο σβύσαν,
     στρατιῶτες, βάρδιες, μηνυτές,
     δρακόντοι κράχτες τοῦ πολέμου
     ἄγρυπνοι οἱ φάροι καὶ οἱ φωτιές.

     Κι ὅλα τὰ χέρια εἶναι παρμένα,
     κι ὅλα τὰ μάτια εἶναι κλειστά·
     στερνὴ φωτιά ἄναψε· τὴ σβύνει
     τὸ πρόστασμά σου, βασιλιᾶ!

     Κ' οἱ Νικηφόροι αὐτοκρατόροι
     κ' οἱ Τσιμισκῆδες οἱ γοργοὶ
     καὶ οἱ κένταυροι Βουργαροφάγοι
     καπνοὶ καὶ σύγνεφα καὶ ἀφροί.

     Καὶ νά! λαγόκαρδοι ἀφεντάδες
     καὶ θηλυκοὶ καὶ ὀκνοὶ καὶ ἀργοί!
     Στὸν τσίρκο μέσα οἱ χαροκόποι,
     καὶ στὸ ναὸ οἱ πορνοβοσκοί!

     Τὸν πόλεμο ποῦ ξάφνου ἀνάφτει
     ξολοθρευτὴς καὶ λυτρωτὴς
     πιὰ δὲ μηνᾶνε κρεμασμένα
     στὴν πόρτα ἀπάνου τῆς Χαλκῆς,
    
     πιὰ δὲν κρεμιένται σὰν καὶ πρῶτα
     καὶ δὲ βροντᾶν ἀστραφτερὰ,
     Σπαθί, Σκουτάρι καὶ Λουρίκι,
     τὰ ὅπλα τὰ βασιλικά.

     Καὶ στὰ περίγυρα τοῦ Εὐφράτη
     ὠϊμέ, στεφάνι τῆς ἀντρειᾶς,
     ὠϊμὲ τῆς τόλμης τὸ κεφάλι,
     τὸ ρόδο τῆς Καππαδοκιᾶς!

     Ὁ μέγας Διγενὴς ὁ Ἀκρίτας
     στὰ ξέστρωτα, στὰ σκοτεινά
     σφαλίστηκε ἀπ' τὸ Χάρο, πάει
     τῆς Ρωμιοσύνης ἡ καρδιά!

     Πάει, ποῦ τὸν εἶχες, Ρωμιοσύνη,
     κι ἀπ' τὰ θρονιὰ τὰ ρηγικὰ
     πιὸ ἀπάνου, ἀπάνου ἀπ' τὰ παλάτια,
     στοὺς βασιλιάδες βασιλιᾶ.

     Καὶ πάει κι ὁ Πύργος του ὑψωμένος
     πέρα στοῦ Εὐφράτη τὰ νερά,
     τῆς Ρωμιοσύνης ἡ κορῶνα
     καὶ ἡ σκέπη καὶ ἡ φεγγοβολιά.

     Κάτου τετράγωνος ὁ Πύργος,
     ἀπάνου ὀχτάγωνος χτιστός,
     Πύργος γιομᾶτος πολεμίστρες,
     Πύργος παράθυρα μεστός.

     Κ' ἔβλεπε πρὸς τὴ Βαβυλῶνα
     κι ἀγνάντευε ὅλη τὴ Συριὰ
     καὶ εἶχε κορφῆς ποῦ δὲν τῆς λυώνει
     τὸ χιόνι φέγγος ἀπὸ μακριά.

     Ταῦροι καὶ Ἀντίταυροι μπροστά του
     καὶ Λίβανοι γονατιστοί,
     μὲ τὰ Βαγδάτια τους καλίφες
     καὶ μὲ τὰ κάστρα τους Ταρσοί.

     Κ' ἐμεῖς οἱ Ἀκρῖτες σου κ' οἱ Ἀκρῖτες,
     φουρτοῦνες τοῦ θυμοῦ σου ἐμεῖς,
     ξαφνίσματα κι ἄδεια στολίδια
     μιᾶς φαύλης ἄμοιαστης γιορτῆς.

     Κ' ἐμεῖς οἱ Ἀκρῖτες του κ' οἱ Ἀκρῖτες,
     ἄθλια συρμένοι, ὤ τί ντροπή!
     πορτοφυλάκοι ἀνάξιου ρήγα,
     σὰν ἀπ' ὀχτρὸν ἐκδικητή.

     Παιδιῶν περίγελα καὶ μπαίγνια!
     Ποῦ εἶστε, ποτάμια, λαγκαδιές,
     χωσιὲς καὶ κούρσα καὶ σεφέρια,
     κλεισοῦρες, ἄκρες καὶ κορφές!

     Πάει κι ὁ στερνὸς ὁ Φάρος πάει,
     φῶτα καὶ μάτια ὅλα σβυστά,
     χύθηκε ἡ νύχτα. Ἀφωρισμένοι!
     Πλακώνει, πλάκωσε ἡ Τουρκιά!
     Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ

     Μέσ' στὶς παινεμένες χῶρες, Χώρα
     παινεμένη, θἄρθῃ κ' ἡ ὥρα,
     καὶ θὰ πέσῃς, κι ἀπὸ σέν' ἀπάνου ἡ Φήμη
     τὸ στερνὸ τὸ σάλπισμά της θὰ σαλπίσῃ,
     σὲ βορριᾶ κι ἀνατολή, νοτιὰ καὶ δύση.
     Πάει τὸ ψῆλος σου, τὸ χτίσμα σου συντίμμι
     Θἄρθῃ κ' ἡ ὥρα· ἐσένα εἶταν ὁ δρόμος
     σὲ βορριᾶ κι ἀνατολὴ, νοτιὰ καὶ δύση,
     σὰν τὸ δρόμο τοῦ ἥλιου· γέρνεις· ὅμως
     τὸ πρωΐ γιὰ σὲ δὲ θὰ γυρίσῃ.

     Καὶ θὰ σβύσῃς καθὼς σβύνουνε λιβάδια
     ἀπὸ μάϊσσες φυτρωμένα μὲ γητειές·
     πιὸ ἀλαφρὰ τοῦ περασμοῦ σου τὰ σημάδια
     κι ἀπὸ τὶς δροσόσταλαματιές·
     θὰ σὲ κλαῖν' τὰ κλαψοπούλια στἀχνὰ βράδια
     καὶ στὰ μνήματα οἱ κλωνόγυρτες ἰτιές.

     Καὶ τὴν ἔκοβε τοῦ ὀχτροῦ σου τὴν ὁρμὴ
     τῆς χυτῆς σου τῆς φωτιᾶς τὸ θᾶμα·
     καὶ στὸ κάστρο σου σπρωγμέν' ἡ Ἀνατολὴ
     λυσσομάναε μὲ τὴ Δύση ἀντάμα.
     Καὶ κρατοῦσες τῶν ἀρμάτων τὴν πλημμύρα,
     κι ὀρθὸς κι ἄσειστος τῆς δύναμής σου ὁ κάβος·
     λιγισμένοι ὀμπρός σου
     νὰ κι ὁ Τοῦρκος, νὰ κι ὁ Φράγκος, νὰ κι ὁ Σλάβος.
     Στὴ χυτή σου τὴ φωτιά, ὤ! τί μοῖρα! 
     καιροὺς κ' αἰῶνες ἔκαιες τὸν ὀχτρό σου·
     στὴ χυτή σου τὴ φωτιά, ὤ! τί μοῖρα!
     μόνη σου θὰ πέσῃς νὰ καῇς,
     τρισαπελπισμένη τῆς ζωῆς.

     Καὶ χορὸ τριγύρω σου θὰ στήσουν
     μὲ βιολιὰ καὶ μὲ ζουρνάδες
     γύφτοι, ὁβραῖοι, ἀράπηδες, πασάδες,
     καὶ τὰ γόνατα οἱ τρανοί σου θὰ λυγίσουν,
     καὶ θὰ γίνουν τῶν ραγιάδων οἱ ραγιάδες
     καὶ τἀγόρια σου τἁγνὰ θὰ τὰ μολέψουν
     μὲ τἀγκάλιασμά τους οἱ σουλτᾶνοι,
     καὶ τὰ λείψανά σου θὰ στὰ κλέψουν
     οἱ ζητιᾶνοι.

     Χώρα τρισκατάρατη, ἀπ' τὰ ὕψη
     σὲ ποιὰ βύθη, χώρα ἁμαρτωλή!
     Καὶ κανένας νὰ σοῦ δώσῃ δὲ θὰ σκύψῃ
     τοῦ θανάτου τὸ στερνὸ φιλί.

     Καὶ τὸ πέσιμό σου θὰ βροντήξῃ 
     κ' ἕνα μυρολόϊ σου θὰ οὐρλιάσῃ,
     καὶ τὸ μυρολόϊ σου θὰ τὸ πνίξῃ
     ἀπὸ πάνω σου ἀλαλάζοντας μιὰ πλάση.
     Μιὰ καινούρια πλάση, μιὰ γεννήτρα
     θὰ φουντώσῃ ἀπ' τὰ χαλάσματά σου,
     κάθε δύναμις καὶ χάρης σου ἀπαρνήτρα,
     διαλαλήτρα μοναχὰ τῆς ἀσκήμιᾶς σου.
     Πλάση ἀταίριαστη μ' ἐσὲ καὶ ξένη,
     κι ἄς τὴν ἔχεις μὲ τὸ γάλα σου ποτίσει·
     τὴν πατάει τὴ στρέφα γῆ σου καὶ διαβαίνει,
     κι ὅπου πάτησε ἀναβρύζει καὶ μιὰ βρύση.

     Κ' ἡ Ψυχή σου, ὦ Πολιτεία
     κολασμένη ἀπὸ τὴν ἁμαρτία,
     νεκρὴ ἀφίνοντας ἐσένα
     θὰ πλανιέται κυνηγώντας ἄλλη γέννα.
     Σἄμπως νά εἶναι πουλημένη σὲ δαιμόνους,
     θὰ σπαράζῃ καὶ θὰ πλέῃ μέσ' στὰ σκοτάδια,
     καὶ ἴσκιος θὰ εἶναι μέσα στἄδεια,
     μέσ' στὴν ἄβυσσο μιὰ βάρκα·
     κι ὁ ἴσκιος ὕστερα θὰ παίρνῃ σάρκα
     κ' ἡ βάρκα ὕστερα θὰ φτάνῃ 
     σὲ ξεσκέπαστο ἀνεμόδαρτο λιμάνι.
     Καὶ θὰ ζῇς ξανὰ στοὺς τόπους καὶ στοὺς χρόνους
     καὶ στὶς ἱστορίες τῶν ἐθνῶν
     καὶ στοὺς κύκλους τῶν αἰώνων
     θὰ μαυρολογᾷς, τῶν ξεπεσμῶν
     ὦ Ψυχὴ καὶ τῶν ἀδόξαστων ἀγώνων.
     Κ' ἡ Ψυχή σου, Πολιτεία καταραμένη,
     δὲ θὰ βρῇ νἀναπαυτῇ·
     τοῦ Κακοῦ τὴ σκάλα ἀπὸ σκαλὶ 
     σὲ σκαλὶ θὰ τήνε κατεβαίνῃ,
     κι ὅπου πάῃ κι ὅπου σταθῇ,
     σὲ κορμὶ χειρότερο θὰ μπαίνῃ.

     Καὶ θἀρθῃ μιὰ μέρα, μαύρη μέρα!
     Καὶ ἡ ψυχή σου, ὦ Πολιτεία,
     θὰ κατασταλάξῃ πέρα, πέρα
     στὴν καμαρωμένη Γῆ,
     στοῦ ἥλιου τὴ χαρά, στἀπρίλη τὸν ἀέρα.
     Καὶ στὸ φῶς θὰ βγῇ,
     καὶ ξαφνίζοντας τὸν ἥλιο,
     σὰ θρεμμένο ἀπ' τὸ δικό σου αἷμα,
     ἕνα γέλοιο, ἕνα παράλλαμμα, ἕνα ψέμα,
     ἕνα κλᾶμα, ἕνα ΒΑΣΙΛΕΙΟ.

     Ὁ δικέφαλος ἀϊτός σου νά! μακριὰ
     μακριὰ πέταξε μὲ τἄξια καὶ μὲ τἅγια,
     καὶ θὰ ἰσκιώσουν τὰ τετράπλατα φτερὰ
     λαοὺς, ἄλλους, κορφὲς ἄλλες, ἄλλα πλάγια.
     Πρὸς τὴ Δύση καὶ πρὸς τὸ Βορριᾶ
     τὴν κορώνα φέρνει, καὶ κρατᾷ
  -  καὶ τὰ νύχια του εἶν' ἁρπάγια  - 
     καὶ τὴ δόξα καὶ τὴ δύναμη κρατᾷ·
     καὶ τὸ γέλοιο, καὶ τὸ ψέμα τὸ Βασίλειο
     ποῦ γεννήθηκε ἀπὸ σένα μέσ' στὴν ἥλιο,
     κοίτα, Θεέ! θὰ σέρνεται μπροστὰ
     σὲ μπαλσαμωμένη κουκουβάγια.
     Μ' ὅλα σου θὰ ζῇ τὰ χαμηλά,
     μὲ καμιά σου δὲ θὰ ζῇ μεγαλοσύνη,
     κ' οἱ προφῆτες ποῦ θὰ προσκυνᾷ,
     νᾶνοι καὶ ἀρλεκῖνοι.
     Καὶ σοφοί του καὶ κριτάδες
     τοῦ ἄδειου λόγου οἱ τροπαιοῦχοι,
     καὶ διαφεντευτάδες
     κυβερνῆτες του οἱ εὐνοῦχοι.

     Καὶ θὰ φύγῃς κι ἀπ' τὸ σάπιο τὸ κορμί,
     ὦ Ψυχὴ παραδαρμένη ἀπὸ τὸ κρῖμα,
     καὶ δὲ θἄβρῃ τὸ κορμὶ μιὰ σπιθαμὴ
     μέσ' στὴ γῆ γιὰ νὰ τὴν κάμῃ μνῆμα,
     κι ἄθαφτο θὰ μείνῃ τὸ ψοφήμι,
     νὰ τὸ φᾶνε τὰ σκυλλιὰ καὶ τὰ ἑρπετά,
     καὶ ὁ Καιρὸς μέσα στοὺς γύρους του τὴ μνήμη
     κάποιου σκέλεθρου πανάθλιου θὰ βαστᾷ.

     Ὅσο νὰ σὲ λυπηθῇ 
     τῆς ἀγάπης ὁ Θεός,
     καὶ νὰ ξημερώσῃ μιὰν αὐγὴ,
     καὶ νὰ σὲ καλέσῃ ὁ λυτρωμός,
     ὦ Ψυχὴ παραδαρμένη ἀπὸ τὸ κρῖμα!
     Καὶ θἀκούσῃς τὴ φωνὴ τοῦ λυτρωτῆ,
     θὰ γδυθῇς τῆς ἁμαρτίας τὸ ντύμα,
     καὶ ξανὰ κυβερνημένη κι ἀλαφρὴ 
     θὰ σαλέψῃς σὰν τὴ χλόη, σὰν τὸ πουλί,
     σὰν τὸν κόρφο τὸ γυναίκειο, σὰν τὸ κῦμα,
     καὶ μὴν ἔχοντας πιὸ κάτου ἄλλο σκαλὶ
     νὰ κατρακυλήσῃς πιὸ βαθιὰ
     στοῦ Κακοῦ τὴ σκάλα, -
     γιὰ τἀνέβασμα ξανὰ ποῦ σὲ καλεῖ
     θὰ αἰστανθῇς νὰ σοῦ φυτρώσουν, ὢ χαρά! 
     τὰ φτερά,
     τὰ φτερὰ τὰ πρωτινά σου τὰ μεγάλα!



Πηγή: Ανέμη - Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Νεοελληνικών Σπουδών

Ἀντιγραφή: Ἑλλήνων Φῶς

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *