ΛΟΓΟΣ ΠΡΩΤΟΣ - Η ΦΛΟΓΕΡΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ (Κωστῆς Παλαμᾶς)

Βασίλειος Β' ο Βουλγαροκτόνος

...Ὁρῶσιν αἴφνης κατὰ γωνίαν ἱστάμενον
ἀνδρὸς πάλαι τεθνεῶτος λείψανον ὁλόκληρον καὶ
τὸ πᾶν ὁλομελές, γυμνὸν ἐκ πόδας ἐκ κεφαλῆς.
Εἶχε δὲ καὶ ἐπὶ στόματος καλάμην ποιμενικῆς
σύριγγος, εἰς χλεύην τινῶν οὕτω ποιησάντων,
οἷς ἔμελλε θρεμμάτων. Ὡς δὲ διηπόρουν, ὁρῶσιν
ἐκ δεξιῶν κενήριον, καὶ ἐπ' αὐτοῦ γεγραμμένους
στίχους, δηλοῦντας τὸν κείμενον Βασίλειον εἶναι
τὸν Βουλγαροκτόνον ἐκεῖνον.
ΠΑΧΥΜΕΡΗΣ

Ἐκεῖθεν ἄρας ἄπεισιν ἐς Ἀθήνας... Καὶ ἐν
Ἀθήναις γενόμενος καὶ τὰ τῆς νίκης εὐχαρι-
στήρια τῇ Θεοτόκῳ δοὺς τ' ἀναθήμασι πολλοῖς,
λαμπροῖς καὶ πολυτελέσι κοσμήσας τὸν ναόν,
ὑπέστρεψεν εἰς Κωνσταντινούπολιν.
ΚΕΔΡΗΝΟΣ


ΛΟΓΟΣ ΠΡΩΤΟΣ

Ἡ Πόλη, νά την! Πέρα ἐκεῖ στὸν ἐπικὸ τὸν Κάμπο.

Ὑψώνοντας τὸ λάβαρο τὸ σταυροφόρο, νά τος,
ἀδικητὴς φονιὰς τοῦ ἀθώου ρηγόπουλου, κι ὁ ἴδιος
τὸ χέρι ἑνὸς ἐκδικητῆ στὸ θέλημα τῆς Μοίρας,
πλάκωσε ὁ γιὸς τῆς μάννας γῆς τῆς φραγκοπατημένης.
Ὁ Ρήγας τῆς Ἀνατολῆς, τῆς Πόλης κληρονόμος
ξεκάμπισε καὶ τέντωσε στοῦ Γαλατᾶ τὸ κάστρο,
κ' ἡ τέντα του ἄσπρη, πλουμιστὴ μὲ κόκκινα ἀϊτοπούλια.
Στενὰ τριγύρω καὶ νησιά, σκάλες, χωριὰ καὶ χῶρες
τὸν ξέρουν, τόνε μελετᾶν καὶ τόνε καρτερᾶνε,
κ' ἡ Εὐρώπη μ' ὅλα τ' ἄρματα κ' ἡ Ἀσία μ' ὅλα τὰ κάστρα·
μὲ τ' ὄνομά του πέτονται, μὲ τ' ὄνομά του τρέμουν
ὅσο νὰ ρθῇ ἡ τρανὴ στιγμὴ νὰ τὸ βροντοτινάξουν
ἀστροπελέκι τ' ὄνομα καὶ ἀνατολῆς καὶ δύσης,
Παλαιολόγος, ἐδῶ, ἐκεῖ, παντοῦ, Παλαιολόγος.
Κ' οἱ ἀκρογιαλιὲς οἱ πλαγιαστὲς κοντὰ κοντὰ καὶ ἀγνάντια
μέσα στὴ γῆ ποὺ χύνεται κι ἀγριομανᾶ καὶ στέκει,
πολύδεντρη, κυματιστή, πράσινη, ὁλόδροση, ὅλο
σὰ νὰ περνᾶ μὲ τοὺς χοροὺς καὶ μὲ τὰ πανηγύρια
τὴ ζήση μέσ' στὴν ἀγκαλιὰ μιᾶς φύσης εὐεργέτρας
π' ὅλο ξοδεύει καὶ ποτὲ δὲ σώνεται τὸ βιός της·
κ' οἱ ἀκρογιαλιὲς ποὺ στέκονται σὰν ἕτοιμες γιὰ γάμο
κ' ἐρωτοκαθρεφτίζονται στὰ μάτια ἡ μιὰ τῆς ἄλλης,
τώρα σὰν ἀπὸ μάλωμα καὶ σάμπως ἀπὸ πεῖσμα
κοιτώντας, φοβερίζονται μὲ τ' ὄνομα τοῦ Ρήγα.

Ἡ Πόλημ νά την! Πέρα ἐκεῖ στὸν Κάμπο. Καὶ εἶν' ὁ Κάμπος,
χέρσος, πλατύς, ὁλάνοιχτος, διαγουμισμένος, ἔρμος,
τὴν πρωτινὴ τὴ δόξα κλεῖ τῆς Ρωμανία, κ' ἡ δόξα
καὶ βασιλιάδων πάντα ὠμῶν καὶ ἀργῶν, καὶ βασιλιάδων
ποὺ ζήσανε μὲ τὸ σπαθὶ πάντα ὄξω ἀπ' τὸ θηκάρι,
καὶ βασιλιάδων ποὺ ἀγκαλιὰ μὲ τὴ μελέτη γέρναν,
μὲ τὴν ξωθιὰ τὴν ἄρρωστη, μὲ τὴ Μελέτη πὄχει
τὰ μάτια της ὁλάνοιχτα, τὰ πόδια της παρμένα,
καὶ βασιλιάδων ποὺ εἴτανε μὲ τὴν Κακία καὶ πάντα,
τὴν κούρβα τὴ χυτρόχυλη καὶ τὴ χαμηλοφρύδα,
καθὼς τὸ νύχι μὲ τὸ κριάς· τῆς Ρωμανίας κ' ἡ δόξα
πάει, πάλιωσε, καὶ πέρασε, κι ἄν ξαναδώσῃ, καὶ ὅσο,
γλυκάδα τοῦ χυνόπωρου καὶ γέλιο τοῦ χειμώνα.
Χαλάσματα, χαλάσματα, χαλάσματα, ὅλα κι ὅλα,
μαζὶ κι ὁ Κάμπος χάλασμα, κι ἀπ' τὴ Χαρσὴ τὴν Πύλημ
κατὰ τὸν ἅγιο Μάμαντα, στὸ Λιμενάρι ὡς πέρα
σωπαίνουν τὰ καστέλλια του, καὶ πὰν τὰ τριμπουνάλια,
καὶ τοῦ Προδρόμου κ' ἡ ἐκκλησιά, τοῦ Ἑβδόμου τὸ Παλάτι,
πιὰ δὲν ἠχολογᾶν ψαλμοὺς καὶ ἀλαλασμοὺς δὲ στέλνουν
γιὰ νὰ λαρώσουν τὴν ὀργὴ τοῦ Παντοδύναμου, ὄχι·
μήτε ποὺ πιὰ δοξολογᾶν τοῦ βασιλιᾶ στὸ θρόνο
τ' ἀνέβασμα. Κι ὅλα ἀδειανά, κι ἀνάμεσα καὶ σ' ὅλα
τοῦ θεολόγου τ' ἅη Γιαννιοῦ τὸ φτωχικὸ ρημάδι
στὸ μοναστήρι, γκρέμισμα καὶ κεῖνο, μιὰ κλησούλα,
τώρα μαντρὶ γιὰ πρόβατα, γιὰ πιστικοὺς λημέρι.
Καὶ χάλασμα καὶ τὸ μαντρί, τὰ πάντα ἐρμιὰ καὶ γύμνια.
Καὶ μέσα στὰ συντρίμματα, καὶ παραμερισμένα,
σάπια, σαρακοφάγωτα, δυσκολογνώριστα, ὅλα,
λείψανα σὰν ἀπὸ σταυροὺς καὶ μιὰ πνοὴ ἀπὸ τάφους.
Τι θέτε ἐδῶ, ξεφαντωτές; Πατᾶ τὸ πόδι ἀπάνου
στὸ χῶμα καὶ στὸ μούκιασμα καὶ τὸ μποχὸ σηκώνει,
καὶ κάποτε εἴταν ὁ μποχὸς κ' εἴταν ὡς χτὲς ἡ μούχλα
βυζαντινὰ εἰκονίσματα, καλόβαλτα, πλασμένα
μὲ τὸ ρηγλί, μὲ τὸ ψηφί, μὲ τὸ μαργαριτάρι,
μὰ ἦρθε καὶ τἄλιωσε ὁ Καιρὸς Κοπρώνυμος, σὰ νὰ εἴταν
ἀπὸ τὸ σόϊ τῶν Ἴσαυρων βαλτὸς εἰκονομάχος.
Καὶ μιὰ αὐγὴ ἀνοιξιάτικη, χυτὴ στὴν ὥρια πλάση,
στοὺς Κόρφους καὶ στοὺς Βόσπορους καὶ σ' ὅλ τὰ ἀκρογιάλια
σὰ σὲ ξωθιᾶς ἀερόκορμο πορφύρα μιᾶς αὐγούστας,
κ' ἦρθε, δὲν ξέρω κι ἀπὸ ποιὰ βουλὴ καὶ ἀπὸ ποιὰ μοῖρα,
κι ἀποκοιμήθηκε ἀλαφρὰ τῶν πολεμάρχων ἡ ἔγνοια
καὶ ἀποκαρώθη τοῦ κλεισμοῦ γιὰ μιὰ στιγμὴ τὸ πεῖσμα,
τοῦ Λογοθέτη σύντροφοι, τοῦ βασιλιᾶ νομάτοι,
σπαθάρηδες, δομέστικοι, σεργέντες, ἀσικρίτες,
βρεθήκανε ξεφαντωτὲς καὶ πήγαν πεζοδρόμοι
καὶ σταματῆσαν ἴσα ἐκεῖ στὸ χάλασμα· καὶ ὁ τόπος
γέμισε ἀπὸ μιλήματα καὶ βρόντους χαροκόπων,
κυκλογυρίσματα ἔβλεπες, ἄκουες τραγούδια, καὶ εἴταν
ξανάσασμα καὶ γιόρτασμα. Κ' ἔξαφνα μέσα σὲ ὅλα,
σὲ μιὰ ὥρα μυστηριακή, τοῦ ἀπίστευτου γεννήτρα,
σπαθάρης νιὸς τριγυριστὴς ἀνοιχτομμάτης ἦρθε
καὶ βρέθηκε σὲ ξαφνική, σὲ ἀλλότριαν ὄψη ἀγνάντια,
κ' ἔβγαλε μιὰ στριγγιὰ φωνή, καὶ τρέξαν ὅλοι. Βλέπουν.

Κατὰ τὸν τοῖχο στριμωμένο, σάμπως καρφωμένο,
στὸ πλάϊ μνημάτου ξέσκεπου, διαγουμισμένου, κάτι
ποὺ ξέγινε κι ἀπὸ ἄνθρωπος, τραβώντας γιὰ νὰ γίνῃ
σκέλεθρο, καὶ μαυρόδειχνε στὰ κόκκαλά του ἀπάνου
σκουλικιασμένο τὸ πετσί, κορμιοῦ στερνὴ κατάντια.
Ἀκέριος. Μαῦρος καὶ γυμνὸς καὶ ἀσύγκριτος καὶ μέγας.
Τίποτε δὲν τ' ἀπόμενε, καὶ μοναχὰ βαστοῦσε
στὴν τρύπα ποὺ εἴταν ἄλλοτε τὸ στόμα, μιὰ φλογέρα.
Κ' ἒλεες, ὅλόρθος ἔστεκε, πρόθυμος γιὰ ν' ἀνοίξῃ
στὸ πιὸ παράξενο ὅραμα στὴν πύλη τοῦ ἄλλου κόσμου,
καὶ νὰ τὸ κάμῃ, φέρνοντάς το ἐδῶμ βραχνὰ τῆς πλάσης
καὶ τῆς φλογέρας λαλητὴς νὰ γίνῃ, γιὰ νὰ σύρουν
ἀγνάντια του καὶ γύρω του σπαθάρηδες στρατιῶτες,
ἀσικρίτες, δομέστικοι, πρωτοστρατόροι, ἀρχόντοι,
τοῦ Λογοθέτη οἱ σύντροφοι, τοῦ βασιλιᾶ οἱ νομάτοι
γοργὰ τὰ πόδια σὲ χορὸ συρμένο ἀπὸ δαιμόνους.

Καὶ τὸ ξεφάντωμα ἄλλαξε, γίνηκε ἀγκοῦσα· τρόμος
θρησκευτικὸς τὸ ξέγνοιαστο πετρώνει πανηγύρι,
κι ὅλοι, στὸ φάντασμα μπροστά, κοπάδι ποὺ τὸ δένει
μέσ' ἀπ' τῶν ἴσκιων τὸ λαὸ τοῦ ἀξήγητου ἡ καδένα.
Τουρμάρχες, βάραγγοι, ἀρχηγοί, δουκάδες, κεφαλάδες,
στρατιῶτες καὶ σπαθάρηδες, κι ὁ Λογοθέτης ὁ ἴδιος.
Καὶ στοῦ μνημάτου, ξέσκεπου κι ὁλάδειανου τὴν πλάκα,
τὰ σκαλισμένα γράμματα μισόσβυστα καὶ λένε:
«Ἀλλοῦ χτισμένοι οἱ τάφοι σας, τῆς Πόλης βασιλιάδες,
πελεκητοὶ πιὸ φροντισμένα κι ἀπὸ τὰ παλάτια,
μὲ τὰ λογῆς τὰ μάρμαρα τὰ μυριοπλουμισμένα,
φερτὰ ἀπὸ τὴν Προκόνησο κι ἀπὸ τὴ Βιθυνία,
τὰ χάλαρα τῆς Κάρυστος, τὰ παριανὰ λιθάρια.
Κ' ἐγὼ ὁ Πορφυρογέννητος, τρανότερος ἀπ' ὅλους
κ' ἐγὼ στὸν Κάμπο διάλεξα τὸ μοναστήρι τοῦτο,
μοναχικὸ καὶ φτωχικὸ κι ἀγύρευτο, καὶ νά με!
Κ' ἐδῶ εἶμαι κι ἀναπαύομαι κ' ἐδῶ εἶμαι καὶ κοιμᾶμαι.
Ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ ὁ Θεὸς μὲ κάλεσε στὸ θρόνο
δὲν εἶδα τὴν ἀνάπαψη, δὲ μὲ γνώρισες, ὕπνε.
Κοντάρι μακροκόνταρο, στὸ χέρι μου κανένας
ἀσάλευτο καὶ ἀπόλεμο δὲν ξάνοιξεν ἐσένα.
Ἐμένα γιός μου ὁ πόλεμος, κόρη μου ἐμένα ἡ νίκη.
Ρωτῆστε καὶ τὸν Ἰσμαήλ, τὸν Ἀβασγό, τὸν Πέρση,
νὰ σᾶς τὸ πῇ ὁ Σαρακηνός, κι ἀπ' ὅλους πρῶτα ὁ Σκύθης.»

Κ' ἕνα σάλεμα σάλεψε στὰ ὁλόβαθα τοῦ νοῦ τους
καὶ στὴν καρδιά τους μιὰ φωνή· κ' ἔτσ' ἡ φωνὴ μιλοῦσε:
«Στρατιῶτες καὶ σπαθάρηδες, τουρμάρχες καὶ σεργέντες,
τοῦ Λογοθέτη οἱ σύντροφοι, τοῦ βασιλιᾶ οἱ νομάτοι,
χαρὰ σ' ἐσᾶς κι ἀλίμονο σ' ἐσᾶς, τοῦ ξένου διῶχτες!
Ἄγριο κι ἄν εἶναι τὸ ὅραμα, καλὸ εἶναι τὸ σημάδι.
Μπροστά σας ὁ αὐτοκράτορας καὶ νά τος ὁ δεσπότης,
ἴδιος, ἀκέριος, ἄλιωτος, ὄχι ἀπὸ κρίματα, ὄχι
σὰ χτυπημένος ἀπὸ ὀργῆς οὐρανικῆς τὸ χέρι.
Μαρμαρωμένος βασιλιάς, θαυματουργὸς πατέρας,
ἄλιωτος, ἅγιο λείψανο, ξαναζωντανεμένος,
μήνυμα τρισευλόγητο, σὰν ἄγγελος Κυρίου.
Πέστε καὶ προσκυνῆστε τον. Καὶ τὴν ἀναγελάστρα
φλογέρα θεοφοβούμενα πάρτε του ἀπὸ τὸ στόμα
καὶ πλύντε του μ' ἀνθόνερο τὴν ὄψη, καὶ τὰ πόδια
χρίστε του μὲ μυρόλαδο, μαντάτορα ἀπολύστε
γοργὰ νὰ πάῃ τὸ μήνυμα πρὸς τὸν Παλαιολόγο
νὰ τρέξῃ ἐδῶ μὲ τὴν τιμὴ ποὺ πρέπει, φέρνοντάς του
τὰ περσικὰ κεντήματα, τοῦ Βαγδατιοῦ τὰ πεύκια,
τῆς Βενετιᾶς τὸ μάλαμα, τῆς Θήβας τὸ μετάξι,
τ' ἄνθια τ' ἀνατολίτικα, τὰ συριανὰ τὰ μύρα,
πλούσια νεκροστολίσματα, βασιλικὰ σουδάρια
στὸ δεύτερο τὸ ξόδι του, πιὸ φανταχτὸ ἀπ' τὸ πρῶτο.
Κι ὅσο εἶν' ἡ Πόλη σὰν ποδιὰ σκισμένη, παλλακίδα
τοῦ Φράγκου, σκλάβα τοῦ Ἰταλοῦ, μπαίγνιο τοῦ Καταλάνου,
κι ἀπὸ τὰ χώματα μακριὰ τὰ φραγκοπατημένα,
πάνου σὲ λεύτερη μιὰ γῆ, σὲ μιὰ ἐκκλησιὰ χυμένη
βὑζαντινά, σὲ γῆ ρωμιὰ φωτοπλημμυρισμένη
σύρτε τον, καβαλλάρηδες, τῆς γῆς τὸν καβαλλάρη,
καὶ μνῆμ' ἀνοίχτε διάπλατο, σφυροκοπώντας ὅλο
τὸν προύντζο καὶ τὸ σίδερο, καὶ τὸ γρανίτη σκάφτε
καὶ στρῶστε του νὰ κοιμηθῇ ξανά, ξαὶ ψιθυρίστε:
«Ξανακοιμήσου, λείψανο, καὶ κάμε, κι ἄς κοιμᾶσαι,
νὰ βροῦμε τὴν πατρίδα μας ξανά, κ' ἐσὺ τὸ μνῆμα
τὸ τρίτο, τὸ καλήτερο, στὴ λυτρωμένη Πόλη!»

*

Καὶ πέσαν, προσκυνήσανε τὸ λείψανο, ἀπολύσαν
μαντάτορα, τὸ μήνυμα νὰ πάῃ τοῦ Παλιολόγου.
Καὶ σίμωσε κι ὁ Λογοθέτης κ' ἔκαμε πὼς θέλει
ν' ἁπλώσῃ πρὸς τὸ σκέλεθρο τὸ χέρι γιὰ νὰ βγάλῃ
τὴν περιπαίχτρα τὴ φλογέρα ἀπὸ τὸ στόμα του· ὅμως
δὲν πρόφτασε τὸ χέρι του νὰ γγίξῃ τὴ φλογέρα·
τοὺς συνεπαίρνει ἀπίστευτο γρίκημα, πιὸ μεγάλο
θάμα· ἡ φλογέρα, καὶ μιλᾶ καὶ λέει καὶ τὴν ἀκούνε.
Καὶ χύθηκ' ἓνα ἀπέραντο κελάϊδισμα, σὰ νἄχαν
ὅλα σωπάσει γύρω τους, κι ἄς εἶχαν ὅλα ἀλλάξει,
καὶ στόμα γίναν καὶ φωνὴ κ' ἕνα τραγούδι πλέξαν.

Κ' ἔτσι ἀχολόγαε κ' ἡ φωνὴ καὶ μίλαε τὸ σουραύλι:
—Εἶμαι ἡ φλογέρα ἐγώ, ἐπική, προφητικό καλάμι.
Ἐγὼ εἶμαι ἀλλαδερφὴ τῆς Κλειῶς καὶ γλῶσσα τῆς Καλλιόπης.
Μὲ μάτιασε τῆς Σίβυλλας ἐμὲ ἡ ματιὰ κι ἀκόμα
μοῦ σκούζει μέσ' στὰ σωθικὰ τὸ σκοῦσμα τῆς Κασσάντρας.
Σὰν τὴν Ἑκάβη θρήνησα κι ἄκουσα τῆς Γοργόνας
τῆς μυθικῆς τὸ ρώτημα τὸ ἁψὺ πρὸς τὰ καράβια:
«Ζῇ ὁ βασιλιὰς Ἀλέξαντρος;» Κ' ἐγὼ εἰμ' ἡ ἀπόκριση· εἶπα:
«Δέσποινα, ζῇ καὶ ζώνεται, δικός μας εἶναι πάντα!»
Ἔπαιξα ἐγὼ τῆς Μαξιμῶς καὶ χόρεψε· τοῦ Ἀκρίτα
ξεσκέπασα τὴ λεβεντιὰ καὶ τὸν παράδωκα ἴσα
πρὸς τοὺς καιροὺς ἀθάνατο· καὶ οἱ Μοῖρες μὲ μοιράναν
ὅλες· πρωτοφανέρωτη στὴ δόξα τῆς Ἀθήνας,
ἀπὸ τὴ Ρώμη πέρασα καὶ ρίζωσα στὴν Πόλη.
Σὰν κύκνο, Εὐρώτα, μ' ἔλουσες, καὶ οἱ ροδοδάφνες σου ἄξια
κανοναρχοῦσαν, κ' ἒψελνα. Καὶ μ' ἒβρεξε καὶ ὁ Κύδνος
ποὺ ἀκόμα ἀπὸ τ' ἀντίφεγγο τῆς Κλεοπάτρας φέγγει.
Γεννῆτρες μου εἶν' οἱ μυστικὲς καὶ οἱ φοβερὲς Μητέρες.
Φλογέρα ἡ γλῶσσα κ' ἡ ὄψη μου· μὲ χίλιες ὄψες παίρνω,
καὶ τὸ τραγούδι μου χρησμὸς καὶ ἡ μουσική μου νόμος.
Μὲ τὰ φτερούγια τοῦ ὄνειρου κι ἀβάσταγα πετώντας
περνῶ ἀποπάνου ἀπὸ καιροὺς καὶ ἀπὸ τοὺς τόπους πέρα
μέ πάς, καράβι, δαίμονα τοῦ πέλαου, Φαντασία.
Γίνομαι σάλπιγγα, σαλπίζω ἀπάνου ἀπὸ τοὺς τάφους,
τοὺς πεθαμένους ξαγρυπνῶ, τὸ δρόμο τους ρυθμίζω,
καὶ τὸ κορμὶ τοῦ τωρινοῦ στὸ περασμένο δίνω,
καὶ φέρνω σας καὶ τ' αὐριανὰ μὲ πρώϊμη γέννα ὀμπρός σας
Τὸν ἄλλο κόσμο ἐγὼ χω ἀρχή, τέλος τὸν κόσμον ὅλο,
γιομίζω τὸν ἀέρα ἀχός, μ' ἀκούν, τ' αὐτιὰ γητεύω,
κι ἀπ' τὸν ἀχὸ περνῶ στὸ φῶς καὶ πουθενὰ δὲ στέκω,
καὶ ζωγραφιὰ τὴ μουσική, τὸν ἦχο στίχο κάνω,
καὶ τὸ πουλὶ εἶμαι ποὺ λαλᾶ μ' ἀνθρώπινη λαλίτσα
καὶ μὲ λαλιὰ ὑπεράνθρωπη· κι ἀκούστε με, κι ἀκούστε.
Μὴν τρέμετε· εἶμαι ἡ ταπεινή, κ' ἐγὼ εἶμαι ὅλου τοῦ κόσμου,
κ' ἐγὼ εἶμαι ἡ βλάχα ἡ ὄμορφη, κ' ἡ βλάχα ἡ παινεμένη.

Χωριάτης ποιὸς ἀνήξερος, ἤ ποιὸς θεομπαίχτης φράγκος,
ποιὸς βενετσάνος πονηρός, ὀχτρὸς τῆς Ρωμιοσύνης,
ἤ ποιὸς κακὸς μετωριστής, ποιὸς ἄθεος χαροκόπος,
πέστε μου, ποιὸ παράλλαγμα, γραικός, γασμοῦλος, ξένος,
τοῦ ἔρμου στερνοῦ κρυψώνα σου τσακίζοντας τὴν πόρτα,
κι ἀνοίγοντας τὸ μνῆμα σου καὶ διαγουμίζοντάς το,
σὲ τάραξε, σὲ ξύπνησε, σὲ ξέβρασε, συντρίμμι,
μαγαριστής, ἀτιμαστὴς τῶν ἅγιων; Καὶ εἶν' ἐκεῖνος
ποὺ ἀγνάντεψέ με ἀπόμερα καλάμι ἀπορριμένο
καὶ πῆρε καὶ μὲ στύλωσε στὰ δόντια σου, τραβώντας
τ' ἀνίερο τ' ἀναγέλασμα κι ὅσο δὲν ἔπαιρνε ἄλλο.
Κι ἀνάμεσα στὰ δόντια σου στοίχιωσα κ' εἶμαι ὅ,τ' εἶμαι.
Κ' ἐσ' εἶσαι ποὺ ξεψύχαγες, καὶ προτοῦ ξεψυχήσῃς
τ' ἄλογο καβαλλίκευες ὁ πάντα καβαλλάρης
καὶ τοῦ στρατοῦ σου δείχνοσουν ποὺ ρέμπελος καὶ ἀντάρτης
σείστηκε σὰ μυρίστηκε τὸ ψυχομάχημά σου·
καὶ τὰ πρωτοπαλλήκαρα κ' οἱ πρωτοστράτηγοί σου
τὰ τρέμανε τ' ἀσκέρια σου, γιατὶ καὶ ἀνήμποροι εἴταν
νὰ τὰ περιμαζώξουνε καὶ νὰ τὰ κυβερνήσουν,
καθὼς τὰ περιμάζευες, καθὼς τὰ κυβερνοῦσες.
Καὶ μοναχὰ προσμένανε ν' ἀκούσουν τὸ χαμό σου,
γιατὶ δαρμένος ἔρρευες ἀπὸ κακὴ μιὰ ἀρρώστια,
κι ὁ λογισμὸς τοὺς πλάνευε κ' ἡ ἐλπίδα τοὺς μεθοῦσε
πὼς κλῆρες σου θὰ κράζονταν καὶ μοιραστές σου ἀπάνω
στ' ἄρματα καὶ στὶς νίκες σου καὶ στὸ θησαύρισμά σου.
Χαροπολέμαες. Κ' ἔξαφνα στυλώθηκες· κ' ἐσὺ εἶσαι
ποὺ καβαλλάρης ξωτικὸς δειχνόσουν τοῦ λαοῦ σου
καὶ λίγο πρὶν τοῦ Χάροντα παραδοθῇς, γινόσουν
Χάρος ἐσύ, καὶ πάγωνες τὸν τρομασμένο λαό σου.
Καὶ τώρα σὲ καταφρονᾶ καὶ ἡ κάμπια, καὶ σὲ βρίζει
κι ὁ λάκκος. Τοῦ περίγελου καὶ τῆς βρισιᾶς φλογέρα,
κάνω τὸ θάμα μου ἄξαφνα στὰ χείλη σου γιὰ πάντα
κι ἀρχίζω καὶ σκορπῶ καὶ λέω τοῦ κόσμου ἕνα τραγούδι.
Πλάθω ξανὰ τὴν ἱστορία, ξανὰ σᾶς ἀνασταίνω,
Πόλη θεοφύλαχτη, κ' ἐσένα ἀντάμα, βασιλιά της,
καὶ τὸ σκελεθρωμένο σου κορμὶ ξαναχλωραίνω
καὶ μέσ' ἀπὸ τὸ στόμα σου τὸ καταμαραμένο
σαλπίζω μέγα σάλπισμα καὶ γίνομαι μαζί σου
κάτι ποὺ λάμπει πιὸ πολὺ κι ἀπ' τὴ δική σου δόξα.
Νά! στὸ ζερβί σου τὸ σπαθὶ καὶ στὸ δεξί σου ἡ λόγχη
καὶ φέγγει στὸ κεφάλι σου κ' ἡ ἀχτιδωτὴ κορώνα
καὶ κάνουν ἱεραατικὴ τὴν ὄψη σου τὰ γένεια
τ' ἄσπρα, στεφάνι της. Μεστό, πλατὺ καὶ τὸ κορμί σου,
τὸ στέρνο σου τετράπλατο, κ' εἶναι γοργὴ ἡ ματιά σου,
σὰν ἀστραπόπετρα, καὶ πιὸ γοργὸ τὸ θέλημά σου.
Τὸ σιδεροπουκάμισο χρυσόπλεχτο, ρουμπίνι
καὶ σίδερο καὶ ἡ γνώμη σου, κι ὅθε διαβῇς, ἀστράφτει
σὰ μάλαμα καὶ ὁ δρόμος σου, πύργοι σὰν κάστρου κ' οἱ ὦμοι,
καὶ ὁ σάκκος ὡς τὰ γόνατα ριχτὸς βυσσινοφέρνει,
καὶ τὰ καμπάγια κόκκινα στὰ πόδια σου, καὶ λάμπεις
ἀπὸ τὰ πόδια ὡς τὴν κορφή, καὶ σέρνονται μπροστά σου
κ' οἱ ἀποκρισάροι τῶν ἐθνῶν ποὺ τἄχεις γονατίσει.
Κι ἀπάνου ἀπ' τὸ κεφάλι σου, μαζὶ ἅγιοι κι ἀντρειωμένοι,
ἀκρίτες γιὰ τον οὐρανό, γιὰ τὸ σταυρὸ ἀπελάτες,
οἱ δυὸ οἱ Θοδῶροι, ὁ στρατηλάτης κι ὁ στρατιώτης ὁ ἄλλος,
κι ὁ καβαλλάρης ὁ φονιὰς τοῦ δράκοντα, ὁ λεβέντης,
κι ὁ ἥρωας ὁ θαματουργὸς ἀπὸ τὴ Σαλονίκη,
σὰ διδυμάρικοι βλαστοί· τοὺς ξεχωρίζουν τ' ἄτια,
τὸν ἅη Δημήτρη τὸ ἃλικο καὶ τ' ἄσπρο τὸν ἅη Γιώργη.
Παρέκει ἄγγελοι πιὸ ψηλά, κι ἀρχάγγελοι ταξιάρχες,
καὶ σὰ ζηλόφτονα πετᾶν κι ἀγγίζουν τ' ἄρματά σου,
κι ἀπάνου ἀπ' ὅλους, ἄφταστος, ὁ Βασιλιὰς τῶν ὅλων,
Ρήγα στὴ χάρη σου φορεῖ τοῦ δίκιου τὸ στεφάνι·
τῆς Ρωμανίας κύρης ἐσὺ καὶ τοῦ Χριστοῦ εἶσαι δοῦλος.
Ὀϊμέ! ἀπ' τὴν τέτοια εἰκόνα σου γιομάτοι ὅσο κι ἄν εἶναι,
τῆς φαντασίας ὁ οὐρανός, τῆς ἱστορίας ὁ κόσμος,
δὲ θ' ἀπομείνῃ τίποτε στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων,
οὔτ' ἄγαλμα, οὔτε ζωγραφιά, ξόμπλι οὔτε, οὔτε καὶ ἴσκιος
ἀπ' ὅσα στὰ παλάτια σου κι ἀπ' ὅσα στοὺς ναούς σου
καὶ μέσ' στὰ χρυσοτρίκλινα καὶ μέσα στὰ κουβούκλια
τεχνίτες μαστορέψανε γιὰ σὲ πρωτομαστόροι
στὸν τοῖχο, στὸ ψηφιδωτό, στ' ἀνυφαντό, στὴν πέτρα.
Μὰ πιὸ πολὺ ἀπὸ κόνισμα κι ἀπὸ ἄγαλμα πιὸ μέγα,
φλογέρα ἐγώ, τὸν ὕμνο σου στυλώνω στοὺς αἰῶνες!—


Σ Η Μ Ε Ι Ω Μ Α
ΛΟΓΟΣ ΠΡΩΤΟΣ

Στὸν καιρὸ τοῦ αυτοκράτορα Μιχαὴλ Παλαιολόγου ὅταν πολιορκοῦσε τὴν Φραγκοκρατούμενη Πόλη. Ἀξιωματικοὶ τοῦ Βυζαντινοῦ στρατοῦ διασκεδάζουνε σ' ἕνα ἐρειπωμένο μοναστήρι ἔξω ἀπὸ τὴν Πόλη. Βλέπουν ἐκεῖ ἕνα μνῆμα ὁλάνοιχτο καὶ στὸ πλάϊ του ἀκουμπισμένο σκελετὸ ἀνθρώπου μὲ μιὰ φλογέρα στὸ στόμα. Σύμφωνα μὲ τὰ παραδομένα ἀπὸ τοὺς βυζαντινοὺς χρονογράφους. Ἀπὸ τὴν ἐπιγραφὴ τοῦ τάφου κινημένοι μαντεύουν πὼς τὸ σκέλεθρο μὲ τὴ φλογέρα εἶναι ὁ νεκρὸς τοῦ ἑκατὸ χρόνια πρὶν πεθαμένου κραταιοῦ αὐτοκράτορα. Εἶναι ὁ Βασίλειος ὁ Βουλγαροχτόνος. Κατάπληξη. Προσκυνοῦν τὸ μήνυμα. Στέλνουν μαντάτορα γιὰ νὰ φέρῃ στὸν Παλαιολόγο τὸ μήνυμα. Θέλουν νὰ βγάλουν τὴ φλογέρα ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ λειψάνου, γιὰ περίπαιγμα, πιθανώτατα, βαλμένη ἐκεῖ. Ἡ φλογέρα ἡ περιπαίχτρα γίνεται φλογέρα συμβολική, μυστηριακή, ἐπική. Μιλᾶ, τραγουδᾶ, ψάλλει. Κρατᾶ δεμένους μὲ τὴν ἔκσταση τοὺς ξεφαντωτές. Στὸ ἑξῆς τὸ ποίημα ἀκολουθεῖ καὶ τελειώνει ἀχώριστο ἀπὸ τὸ τραγούδι τῆς φλογέρας, μαζὶ ἐπικό, λυρικό, ἱστορικό, φιλοσοφικό, μυστικό, προφητικό· ἡ πνοὴ τοῦ ποιητῆ καὶ ἡ ψυχὴ τοῦ βασιλιᾶ δεμένες ἀκατάλυτα σὲ μιὰ ἀτμοσφαῖρα ὀνείρου ὁραματικοῦ, ποὺ τὴν ἀποτελοῦνε μαζὶ θετικὰ καὶ μεταφυσικὰ στοιχεῖα.



Πηγή: Κ. Παλαμᾶ, Ἅπαντα, Τόμος Ε΄. Β΄ ΕΚΔΟΣΗ, ΓΚΟΒΟΣΤΗΣ
Η ΦΛΟΓΕΡΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ

Φωτογραφία: ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΑΙ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ

Ἑλλήνων Φῶς

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *