ΛΟΓΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΣ - Η ΦΛΟΓΕΡΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ (Κωστῆς Παλαμᾶς)

Ὑγρὸν Πῦρ

ΛΟΓΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΣ

—Κοντάρια, ὅπλα πετρόβολα, κριάρια, σκορπιοί, σφεντόνες,
μεριάστε, ὁρμὴ τοῦ πέλεκα, τοῦ δοξαριοῦ ριχτιά.
Τῆς γῆς οἱ στρίγλες τρέμουνε καὶ τοῦ νεροῦ οἱ γοργόνες
τὴ μαγικὴ φωτιά.
Μιὰ σκύλλα ἀπὸ τὴν ἄβυσσο, μιὰ φούρια ἀπὸ τὸν ἅδη,
κατοῦνες, κάστρα, κάτεργα, τὰ καταλεῖ, γητιά.
Γήταυροι, σμύρνες, ὄχεντρες, ὅλα τ' ἀγρίμια ὁμάδι
νά την ἡ ὀγρὴ φωτιά!
Τοῦ Κωνσταντίνου ὁδηγητὴς ὁ ἀρχάγγελος πετοῦσε
κ' ἡ Ρώμη ἡ νέα ξεφύτρωνε. Στὴ δίπλα τὴν πλατιὰ
κρυμμένη τῆς ὁλόλαμπρης φτερούγας του κρατοῦσε
τὴ φτερωτὴ φωτιά.
Καὶ τοῦ μεγάλου βασιλιᾶ χάρισμα πιὸ μεγάλο,
σὲ μιὰ γοργὴ κι ἀπὸ σιωπὴ κι ἀπὸ ἀστραπὴ ματιά,
μὲ τὄνα χέρι τοῦ ἄφησε τὴν Πόλη καὶ μὲ τ' ἄλλο
τὴ μυστικὴ φωτιά.
Καὶ τῆς στεριᾶς ἀρματωλὴ καὶ τοῦ πελάου κουρσάρα
κι ἀπὸ τοὺς κάβους τοῦ Μοριᾶ πέρα ὡς τὴν Εὐφρατιά,
μέσ' στὴ νυχτιὰ ἀστραποκαμός, μέσα στὴ μέρα ἀντάρα
τοῦ Γένους ἡ φωτιά.
Κοντάρια, ὅπλα πετρόβολα, κριάρια, σκορπιοί, σφεντόνες,
τοῦ τσεκουριοῦ κοπάνισμα, τοῦ δοξαριοῦ σαϊττιά,
σκουριάζουν τ' ἄρματα, οἱ πολέμοι ἀλλάζουν, οἱ αἰῶνες
πάνε, μὰ νά ἡ φωτιά!
Χαρὰ σ' ἐσᾶς, Ἑλλαδικοί, δόξα σ' ἐσᾶς, Πολίτες
δράκοι καὶ δρακοντόπουλα, ρωμαίϊκη λεβεντιά,
σᾶς ἔφαε, Βούργαροι, Ἄβαροι καὶ Ροῦσοι καὶ Ἀραβίτες,
ἡ Ἑλληνικὴ φωτιά!—

Ἄκου, ἀπὸ θέματα λογῆς, μέσα στὰ νούμερα, ἔτσι
στρατιῶτες τῆς παραταγῆς, λεβέντες τοῦ φουσσάτου
τὴν τραγουδᾶνε τὴν πυρὴ φωτιά, τὴν ὀγρὴ φλόγα,
χάρισμα μέγα, μυστικὸ πιὸ μέγα, ποὺ τυφλώνει
τοῦ Κράτους τοῦ βυζαντινοῦ τὴ φλέβα ἀπὸ αἰῶνες.
Καλὸ εἶναι τὸ ταξίδι τους, ἔπαψε τὸ σεφέρι,
Πόλεμε γαῦρε ἀνύσταχτε, σὰν ἀπποκαμωμένος,
τραβᾶν τὴν Ἀθηνιώτισσα νὰ διπλοπροσκυνήσουν,
μὲσ' στὰ φηκάρια τὰ σπαθιά, τὰ φλάμπουρα ἀνεμίζουν.
Καισάροι, ἔξαρχοι, μάγιστροι, δομέστικοι, δουκάδες,
ταξάτοι, ταξιδιάρηδες, ἀκρίτες, ἀπελάτες,
σπαθάρηδες, δρουγγάρηδες, καβαλλαρέοι, ἀρμάτοι,
καπετανέοι, ἀρχοντολόγια, ταπεινοβγαλμένοι,
ἀπὸ τὰ Δωδεκάνησα καὶ πέρα ὡς τὴν Ἰσλάντα.
Λίμιτα, νούμερα, σκολές, τῶν ἀσκεριῶν ξεφτέρια,
θεληματάροι, ρογιαστοί, κατάφραχτοι, ἀλαφρίτες,
τοῦ δυνατοῦ ἀγγαρέματα, μαζώματα τοῦ ἀνέμου,
καὶ κάθε χώρας καὶ φυλῆς, γνώμης, καρδιᾶς καὶ γλώσσας,
τῶν τετραπέρατων πουλιά, ζούδια τῶν κόσμων ὅλων,
καὶ κάτου ἀπὄνα λάβαρο, καὶ κάτου ἀπὸ μιὰ διάτα,
καὶ σκέπη τους ἕνα ὄνειρο, κ' ἐσύ, μιὰ ἰδέα, τοὺς δένεις,
ἡ Πόλη ἡ Βοσπορίτισσα, τοῦ Κωνσταντίνου ἡ κόρη.

Μὰ ἐγὼ φλογέρα μυστικὴ καὶ ὀνειροχτυπημένη
τὸ καταλόγι τεχνικὰ δὲ δύναμαι νὰ πλέξω,
γιὰ νὰ ἱστορήσω ξάστερα καὶ νὰ σκαλίσω ἀπάνου
στοῦ λόγου μου τὸ μάρμαρο μὲ πράξη καὶ μὲ τάξη
τῶν πελεγρίνων τοὺς λαοὺς καὶ τῶν ἀντρείων τὶς ὄψες.
Σὲ μιὰ ὀνειροφαντασιὰ ποὺ σβεῖ μόλις ἀστράψῃ,
περνᾶνε, θάμπωμα στὰ μάτια, καὶ στ' αὐτιὰ βαβούρα,
καὶ ξαναλέω κι ἀντιλαλῶ καὶ παίζω, σὰ νὰ δίνω
μάκρεμα κάποιο μυστικὸ στοῦ ὀνείρου τὴν εἰκόνα.
Ἔτσι ἕνας ποὺ προσπέρασε γοργὰ καὶ ξεγνοιασμένα
καὶ μὲ τῆς νιότης τὴν ὁρμὴ ποὺ ἀλλοῦ θὰ τοῦ κρατοῦσε
τὸ λογισμό του καρφωτό, ἔτσι ἕνας ἀπὸ ξένη
χώρα ποὺ νιὸς προσπέρασε, καὶ τὴ θυμᾶται ξάφνουν
κι ἀπὸ καιρό, τῆς ξένης χώρας δὲ φυλάει καθάριο,
γιὰ νὰ ξαναζωγραφιστῇ, τίποτε μέσ' στὸ νοῦ του,
καὶ τοῦ διαβαίνει ἀπὸ τὸ νοῦ ξανὰ καὶ τοῦ προβάλλει
μακρινὸ κάτι καὶ θαμπὸ κι ἄφραστο ἡ ζώρα ἡ ξένη,
μὰ πάντα σάμπως πρόσωπο ξεχωριστό, ποὺ κάπου
μᾶς ἔγνεψε κι ἀπάνου μας τὰ κάρφωσε δυὸ μάτια
καὶ πιὰ δὲν ξερριζώνονται μέσ' ἀπὸ τὴν καρδιά μας.
Τῆς ἐπικῆς μου θάλασσας τὴ γαληνιὰ τὴ δέρνουν
παθητικὲς ἀνεμικὲς καὶ λυρικὰ μελτέμια
κι ὅλο ἀρμενίζει στὰ ἥσυχα νερά της τὸ καράβι
καὶ τώρα τὸ καράβι μου γιομάτο ἀρματωμένο,
προσκυνητὴ αὐτοκράτορα, ἀπὸ σὲ καὶ τὸ στρατό σου!

Διαβαίνουν οἱ παραταγὲς καὶ θὰ καθένα ἀλλάγι,
τὰ πανωκλίβανα ριχτά, κ' οἱ ἀρματωσιὲς ἀστράφτουν.
Καὶ οἱ στρατιῶτες οἱ Ἕλληνες ὁλοῦθε καλεσμένοι
ἀπὸ τοῦ Ταίναρου τὰ σπήλια ὡς τὰ λαγκάδια τοῦ Αἴμου.
Σὲ τί ὄνομα ν' ἀκούν; Καὶ ποιοί; Πῶς νὰ τοὺς ξεχωρίσω;
Καὶ βιαστικοὶ καὶ ἀνάκατοι καὶ ἡ ζωγραφιά τους βγαίνει
κ' ἐδῶ θαμπὴ κ' ἐκεῖ σβυστὴ κι ἀπὄνα μαῦρο βάθος,
γλιστρᾶ, ἀλαργεύει, ἀποζητᾶ νὰ ξαναμπῇ στὴ νύχτα.

Κεφαλλονίτες. Κρέμεται στ' ὄνομά τους ἀπάνου
τῶν ἁπαλῶν Ἑφτάνησων ἡ ἀξιωσύνη. Καὶ εἶναι
κι ἀπὸ τὴ μοσκοβολιστὴ Ζάκυθο. Λευκαδίτες,
ποὺ ξέρουν ἀπὸ ἀρματωλούς, κ' εἶναι καρδιὰ γιομάτοι.
Παιδιὰ κι ἀπὸ τὴν Κέρκυρα, τῆς Πόλης πιστή, πάντα
κι ἀπὸ τὸν ξένο ματιασμένη, στὸ ἔμπα καθὼς στέκει
τοῦ γονικοῦ τοῦ παλατιοῦ, τῆς ρήγισσας ποὺ μέσα
κάθεται, βεργολυγερὴ πορτοφυλάκισσα. Εἶναι
κι ἀπὸ τὴν Κρήτη, ἀπ' τὸ νησὶ ποὺ δὲ γερνᾷ, δὲ γέρνει,
καὶ ἡρωϊκὴ πνοὴ τὸ ζῇ καὶ μιὰ ἔπαρση μεγάλη,
καί, σκλαβωμένο, ἀσκλάβωτο, πάντα εἶναι γιὰ νὰ δίνῃ
τῆς λευτεριᾶς μαθήματα καὶ νὰ ποτίζῃ μὲ αἷμα
τῆς πατρικῆς γῆς τὸ ἄνυδρο δεντρό, θεριεύοντάς το.
Καὶ Κρητικοί, καὶ τῆς στεριᾶς καὶ τοῦ πελάου πετρίτες,
πάντα τὸ σίδερο ζωστοί, μὲ σεῖσμα καὶ μὲ διῶμα,
καὶ στὸ βουνὸ καὶ στὸ κατάρτι ἀπάνου βαρδιατόροι.
Κι ἀπὸ τοῦ Πενταδάχτυλου τὰ ριζοβούνια, κοίτα!
Χολιαστικοί, ἀλαζονικοί, μ' ὅλα τὰ καταφρόνια,
κι ἄσεβοι πρὸς τὴν ἀφεντιά, καὶ σὲ δικοὺς καὶ ξένους
σκληροί, μὲ κύρη τους τὸ κοῦρσος, ἐρωτιὰ τὸ κέρδος,
πρωτομαστόροι τῆς χωσιᾶς, καὶ μέσα τους κρατώντας,
καὶ χριστιανοὶ κι ἄς λέγωνται, μιὰ σπίθα ἀπὸ τὴν πίστη
τῶν τσακισμένων εἴδωλων, τῶν πρωτινῶν Ἑλλήνων,
ἀκόμα ἀχώνευτη σὲ στάχτη μέσα. Νά οἱ Μανιάτες!
Κ' εἶναι ὅπως εἶναι οἱ βράχοι τους, καὶ σουβλεροὶ καὶ ὁλόρθοι,
καὶ ὁλόγυμνοι καὶ ἀπάτητοι καὶ ξεμοναχιασμένοι,
τὰ Κακοβούνια, ὁ Ματαπάς. Κουρσάροι γιὰ κουρσάρους.
Καὶ βρίσκονται καὶ πλάϊ μ' αὐτούς, μόνο μ' αὐτοὺς μονιάζουν,
κι ἄλλοι ἀνυπόταχτοι, στερνοὶ καὶ μετρημένοι, ἀρχαίων,
σβυσμένων Ὄλυμπων πιστοί, καὶ καλογεροφάγοι.
Κι ἀπὸ τὶς χῶρες τοῦ Μοριᾶ τὶς προεστὲς φαμέγιοι,
βουργήσιοι, ἀρχόντοι, ἀπὸ προνιὲς κι ἀπὸ καστελλανίκια,
κι ἀπὸ τὰ κάστρα τὰ μικρὰ ποὺ ἀπάνω στὰ μεγάλα
τραχώνια σάμπως ριζωτά, κι ἄπαρτα σάμπως νἆναι.
Κι ἀπὸ τὴ Λακοδαιμονιά, τὴ φουμισμένη ἀκόμα,
πὄχει τοὺς πύργους, τὰ καλὰ τειχιὰ μὲ τὸ χορήγι,
κι ἀπὸ τὶς καστροφύλαχτες τέσσερεις πολιτεῖες
τῆς Κόρθοςμ τοῦ Ἄργους, τοῦ Ἀναπλιοῦ, τῆς Μονεβάσιας, ἄντρες.
Γειά σου χαρά, σου, Ἀργολική, τὸ στρατιωτόπι ἐσ' εἶσαι,
τὸ πλούσιο πάντα, καὶ ἡ φυτιά, καὶ βγάζεις παλληκάρια.
Κι ἀπὸ τὴν Πάτρα ποὺ λατρεύει σώστη καβαλλάρη
τὸν ἅγιο Ἀντρέα της καὶ μπροστὰ κ' ἴσα μὲ τὴν Κορώνη,
κι ἀπὸ τὰ κάστρα στοὺς γιαλοὺς ὁπόχουν τοὺς λιμιῶνες,
κι ἀπὸ τὰ κάστρα τ' ἀχαμνὰ ποὺ ἀπὸ σπαθιοῦ τὰ παίρνεις,
κι ἀπ' τὰ δυσκολοπάτητα ποὺ εἶναι σὲ βραχοσπήλια
γιὰ σὲ μεγάλα καὶ πλατιά βουνά, κι ἀπὸ τὰ μέρη
ποὺ εἶναι στοὺς κάμπους μὲ τειχιὰ περιζωστὰ καὶ πύργους,
κι ἀπὸ τὴ βοστιτσάνα γῆ, κι ἀπὸ τὴν Καλαμάτα
τὴν ἔμνοστη, μὲ τὰ νερά, τὰ πλήθια τὰ λιβάδια,
τὸ μοναξὸ τὸ κάστρο της καὶ σάμπως μοναστήρι,
κι ἀπ' τὰ βουνὰ ποὺ ἄλλα σὰν κάστρα ἀπὸ τὴ φύση στέκουν
κι ἄλλα σὰν ἀποκόμματα, κι ἀπὸ τὰ δυναμάρια,
κι ἀπὸ τὰ κάστρα τὰ λογῆς ποὺ εἶναι κλειδιὰ τῶν τόπων,
κι ἀπὸ τὰ ποροφάραγγα καὶ ἀπὸ ζυγοὺς καὶ δρόγγους,
χῶρες, χωριά, πολεμιστὲς προσκυνητές, φερμένοι.

Κι ἄλλοι, ἀπὸ τ' ἄγγιχτα βουνὰ κι ἀπ' τὰ κλεισμένα κάστρα,
τὴν πατρικὴ κληρονομιὰ κρατᾶν ἀψεύτιστη, ὅσο
κι ἄν τὴ φυράναν οἱ καιροί· κι ἄλλους, παιδιὰ τῆς χώρας,
τῶν ἀνοιχτόκαμπων κορμιά, ζῇ μιὰ ψυχὴ ἀπὸ ξένο
φύσημα πρωτοστάλαχτη, πρωτοζωντανεμένη,
πνοὴ λατίνα, βλάχισσα, κι ἀπάνου ἀπ' ὅλα σλάβα.
Μὰ ἡ ρωμιογέννητοι, ἤ ρωμιοί, ἤ τουρκόσποροι, μιὰ πίστη,
καὶ γλῶσσα μιά, καὶ ἰδέα μιά, καὶ μιὰ ψυχή· ἕνα Γένος.
Κοπρίσματα, ἀνεμορριπές, κλαδέματα, πλημμύρες
σταλώσανε ἤ λυγίσανε τὸ δέντρο· δὲν τ' ἀλλάξαν.

Κι ἀπὸ τὴν Ἀδριανούπολη, τὴ χώρα τὴ μεγάλη,
σολντάτοι, τῆς Νικόπολης, τοῦ Δυρραχιοῦ, τῆε Ἄρτας,
κι ἀφέντες ἀπ' τὴν Ἔγριπο κι ἀπ' τὰ νησιὰ δουκάδες,
παιδόπουλα, ἀρχοντόπουλα. Καὶ τῆς Θεσσαλονίκης
βλαστοί, πρωτοπαλλήκαρα, καὶ πολεμάρχοι, μέσα
κι ἀπὸ τὴ γῆ ποὺ ἱέρισσα καὶ καπετάνισσα εἶναι,
στὄνα της χέρι τὸ σπαθὶ καὶ στ' ἄλλο τὸ βαγγέλιο,
καὶ τοῦ πελάου καὶ στεριανή, καὶ στὸ ρωμαίϊκο Γένος
ἀφρὸς ἀπὸ τὴ δόξα του κι ἀπὸ τὴ δύναμή του.
Μακεδονίτες ποταμοί, μακεδονίτες ἄντρες
ἀνταμωμένοι ἀπάνου της θεριεύουνε καὶ στέκουν
κι ἀντρειεύονται τοῦ Βούργαρου καὶ τὸν κρατᾶν τὸ Σλάβο.
Κι ἀπ' ὅσους τοῦ Ἀσπροπόταμου τὸ ρέμα θρέφει τόπους,
Βραχώρια, Ἀϊτοί, Ἀγγελόκαστρα, Βόνιτσες, Καρπενήσια,
κεφάλια τοῦ Ξερόμερου, τοῦ Βάλτου παλληκάρια.
Καὶ Ζητουνιάτες καὶ Θηβαῖοι καὶ νά, καὶ μετρημένοι,
κι ἀπ' τὴν ὁλόχρυση Ἀττική, τοῦ Λόγου τὴ μητέρα.
Ἄλλοι πιὸ νέοι, πιὸ φανταχτοί, καὶ πιὸ παλληκαρίσιοι,
μὰ κ' οἱ Ἀθηνιῶτες πιὸ ὄμορφοι ξάγναντα στ' ἄλλα γένη,
μὲ τὰ καβάδια τ' ἀρχαϊκὰ καὶ τὰ ψηλὰ τὰ σκιάδια,
σὰ νὰ φυλάνε στ' ἄρματα καὶ στὴν κορμοστασιά τους
ἀπὸ μιὰ δόξα κι ἀπὸ μιὰ σοφία, σβυσμένες, κάτι.
Κ' ἡ Λιάκουρα τῆς Λιβαδιᾶς καὶ ἡ Γκιόνα τοῦ Σαλώνου
μὲ τὸν ἀνθὸ τῆς ἀντρειοσύνης, καὶ τὸ Γαλαξίδι,
κι ἀπὸ τ' ὡριοτριγύριστο κάστρο του ταξιδιῶτες.
Γιάννενα ἐσεῖς, Ἄγραφα ἐσεῖς. Κι ἀπὸ τὰ κορφοβούνια
τῆς Ρούμελης οἱ ἀρματωλοί, πού, ἀργὰ γοργά, γραφτὸ εἶναι
σταίνοντας τὰ λημέρια τους ἐκεῖ ποὺ λημεριάζουν
οἱ λύκοι, τ' ἀγριογούρουνα, διωγμένοι ὁλοῦθε, ἐκεῖνοι
νὰ διαφεντέψουν τὴν ψυχὴ τοῦ Γένους καὶ τὴ δόξα.

Δὲν ξεχωρίζονται. Ἀκλουθᾶν κολλῆγοι καὶ ξωμάχοι,
καὶ σέρνουν τὰ φοράδια τους, καὶ βόϊδια καὶ ἀγελάδες,
καὶ τὰ σκυλιὰ καὶ τὰ ὀνικά, κι ἀριφνησμὸ δὲν ἔχουν.
Δύσης καὶ Ἀνατολῆς λαοί, στὸν τσίρκο καὶ στὴ τζούστρα
πανηγυριῶτες γιορτεροὶ σὰ νὰ τραβᾶν, μὰ πάντα
πρόθυμοι νὰ διαφεντευτοῦν, ὀρθοὶ νὰ πολεμήσουν,
καὶ πάντα σὰ νὰ καρτερᾶν τὸ πρόσταγμα ποὺ κράζει:
«Τὶς πίκρες γύρτε πρὸς τὴ γῆ! Σωπαίνετε. Σταθῆτε!
Καὶ τὶς ἀναμεσάδες σας πιάστε! Κ' ἐμπρός! Χτυπᾶτε!
Κι ἀπάνου τους! Καὶ πάρτε τους»
Κι ἀπὸ τὴ θάλασσα εἶναι
τῆς Ἔπαχτος ποὺ ἡ Βενετιὰ τὴ μάτιασε, ἀπ' τὴν Κύπρο
ποὺ εἶναι καὶ κείνη ξακουστὴ παλληκαριῶν γεννήτρα
καὶ τραγουδιῶν, εὐλογημένη ἀπὸ τὴν Ἀφροδίτη
πάντοτε, ποὺ εἴτανε θεά, καὶ τώρα ἡ Ρήγαινα εἶναι
κ' ἡ ἀγέραστη, κ' ἡ ἀντίμαχη τοῦ Διγενῆ, καὶ τ' ἄστρο
τὸ ἀμάντευτο ποὺ τὸ νησὶ θαμπώνει μὲ τὸ φῶς του.
Κι ἀπὸ τὰ καβαλλαρικὰ τὰ θέματα βγαλμένοι
Μακεδονίτες, Θεσσαλοί, Θρακιῶτες, Ἠπειρῶτες·
τ' ἄρματα τὰ βυζαντινὰ σὲ τούτους πρῶτα πρῶτα,
γιὰ τιμηθοῦν, γιὰ ντροπιαστοῦν, τιμή, ντροπὴ χρωστᾶνε.
Καὶ νά καὶ τῶν Ἀραβιτῶν οἱ φάγοσσες· οἱ Ἀκρίτες,
τοῦ παλατιοῦ τοῦ ἀπέραντου πορτοφυλάκοι· οἱ δράκοι.
Ἄγουροι, στὶς ἀπάτητες νυχτοήμερα κλεισοῦρες
χαρὰ τὸν κίντυνο ἔχουνε, τὸν πόλεμο γιορτάσι,
ἐξουσιαστὲς μέσ' στὴ Συριά, στὸν Τίγρη καπετάνιοι,
σὲ δρόμο πάντα. Ξέρετε τὸ ζόρι τοῦ χεριοῦ τους,
Χαλέπι, Χαρσιανή, Ἀρακλειά, Βαγδάτι, Ἀμόρι, Κόνια!
Καβαλλικεύουνε φαριά, μαῦρα σὰ χελιδόνια,
σὰν περιστέρια κάτασπρα φαριὰ καβαλλικεύουν,
καὶ πλέκουνε τὶς χῆτες τους μὲ βένετα λιθάρια·
τὰ χρυσοκούδουνα πολλὰ καὶ κάνουν ἦχο μέγα·
πράσινα τὰ φακιόλια τους καὶ τ' ἄρματ' ἀσημένια·
σὰν τοὺς ἀϊτοὺς βλέπουν μακριά, σὰν τὰ γεράκια τρέχουν,
πρωτομαστόροι στὸ σπαθὶ καὶ πρῶτοι στὸ κοντάροι.
Πατᾶνε, σείενται τὰ βουνά, κράζουν, καὶ ἀχᾶν οἱ λόγγοι.
Μὲ τὸ κοντὸ ραβδὶ τραβᾶ στὴ βίγλα καὶ νηστεύει
κι ὁλάγρυπνος καὶ τὰ θεριὰ σκοτώνει καὶ τὰ γδέρνει,
κ' εἶν' ὁ ἀπελάτης· λιονταριοῦ δέρμα τὸ στρῶμα του εἶναι.
Παραμονεύει· ἀρχοντικὸ συμπεθεριὸ διαβαίνει,
κι ἀπὸ τ' ἀρματωμένα του χέρια χυμᾶ κι ἁρπάζει
γαμπρὸ καὶ νύφη· ὁ γάμος πάει. Καὶ τὴ χαμοπετοῦσα
πέρδικα πιάνει ἁπλώνοντας τὸ χέρι του. Ἀπελάτες
κι ἀκρίτες πὰν καὶ τραγουδᾶν τὸ Διγενῆ ποὺ στέκει
τοῦ βασιλιᾶ τὸ καύκημα, καὶ τ' ἀντρειωμένου ἡ παίνια,
τῆς Ρωμανίας εἰρηνευτής, καταλυτὴς τοῦ σκιάχτρου
τοῦ ἀγαρηνοῦ ποὺ ρήμαξε πέλαα, στεριὲς, τὰ πάντα,
κι' ἐσέ, τραχιὰ Καππαδοκιά, κ' ἐσέ, πανώρια Σμύρνη.
Καὶ τραγουδᾶν τὸ πάλαιμα στὰ μαρμαρένια ἁλώνια
τοῦ Χάρου καὶ τοῦ Διγενῆ τρεῖς μέρες καὶ τρεῖς νύχτες,
καὶ τὸ χαμὸ τοῦ Διγενῆ, καὶ μέσα στὸν Εὐφράτη
χτισμένο τὸ κιβούρι του πλατὺ ψηλὸ ἀπ' τὸν ἴδιο,
κι ἀπ' τὴν Ταρσὸ τὸν ἐρχομὸ κι ἀπὸ τὴ Βαβυλώνα
τῶν πρώτων τῆς Ἀνατολῆς, κι ὅλων τῶν κλεισουράρχων,
κι ὅλων τῶν ἀπελάτηδων, τῶν ἀντρειωμένων ὅλων,
ὅλων ἀπ' ὅλες τὶς μεριές, τὸ μοιρολόϊ τὸ μέγα
γιὰ νὰ τοῦ στήσουν· καὶ ἤρθανε. Καὶ τραγουδᾶν οἱ Ἀκρίτες
καὶ λένε: «Γῆς, κι ἂν τὸν κρατᾶς, δὲν τὸν ἔφαγες, ἅδη.
Δὲν πέθανε. Μαρμάρωσε. Κοιμᾶται. Θὰ ξυπνήσῃ».
Κι ἄλλοι Στρατιῶτες τραγουδᾶνε, μέσα στὰ τραγούδια
τῆς Στράτας, τὰ θαλασσινὰ πουλιὰ καὶ τὰ βουνίσια,
ποὺ πάντα, σὰν ἀπαντηθοῦν, ἀμόνιαστα, μαλώνουν
γιὰ τὶς βοσκές, γιὰ τὰ βουνὰ καὶ γιὰ τὰ περιγιάλια.
Κι ἄλλοι τοὺς κόπους τῆς στρατιᾶς, τὶς νίκες τῶ ρηγάδω
στὴν Κρήτη, στὸ Δορύστολο, στὴν Πρέσπα, στὸ Ζητούνι
δοξάζουν, κι ἄλλοι διαλαλᾶν τῆς ἀγκαλιᾶς τὴ γλύκα,
τὴν ἄξια στεφανωτικιά, τὸ τιμημένο σπίτι,
τὸ ζωντανὸ τὸ χωρισμό, πιὸ μαῦρο ἀπὸ τὸ Χάρο,
τὸ ρήμασμα τῆς ξενητιᾶς, τῆς ἀπιστιᾶς τὸ φίδι.

Κι ὅπως ταιριάζουν ἐκεῖ μέσα λοῆς φυλὲς καὶ γλῶσσες,
τέχνες ἐκεῖ πολεμικὲς ἔτσι ἄμοιαστες ταιριάζουν.
Κ' ἐκεῖνοι ποὺ εἶναι μαθημένοι στ' ἀνοιχτὰ νὰ στέκουν
καὶ καρτερᾶνε κονταριὲς νὰ δώσουνε στὸν κάμπο,
κι ὄχι νὰ σαγιττεύουνε φευγάτοι ἤ χωσιασμένοι,
κ' ἐκεῖνοι ποὺ εἶναι ὁ πόλεμος ἡ μαστοριά τους, ὄχι
κατακαμπὴς καὶ πρόσωπο μὲ πρόσωπο, μὰ πάντα
μὲ πονηριὲς καὶ μηχανιὲς καὶ νύχτα καὶ κλεφτάτα.
Κι ἀπόταν ἕνας βασιλιὰς πολεμικὸς τῆς Πόλης
μέσα στὸ ξεθεμέλιωμα τοῦ κόσμου, καὶ στὸ χάος
μέσα, ποὺ παντοσκόρπισε τοῦ βάρβαρου τὸ διάβα,
ξαναηῦρε καὶ ξανάδραξε καὶ ξαναπῆε στὴ ζήση
τῆς Ρώμης καλοδέσποινας τὴν πολεμίστρα τάξη,
καὶ κλήρα τὴν παράδωκε τῆς Ρωμανίας, μὰ κείνη
σ' Εὐρώπη, Ἀσία καὶ Ἀφρικὴ νικήτρα νὰ τραβήξῃ·
κι ἀπὸ τὴν ὥρα, ἀπὸ καιροὺς ὕστερα κι ἀπὸ χρόνια,
ποὺ ὁ μέγας ἀρχιστράτηγος, ὁ γκρεμιστὴς καὶ ὁ χτίστης,
μὲ τὸ αἷμα ποὺ τὸν πύρωνε χίλιων ἡρώω Φωκάδων,
ηὗρε στοῦ Εὐφράτη τὰ νερά, στοῦ Ταύρου τὶς κλεισοῦρες
καινούριους τρόπους ματωμοῦ, καὶ χαλασμοῦ ἄλλους νόμους,
τοῦ κλεφτοπόλεμου ὀρθωτὴς τοῦ ἀκριτικοῦ καὶ πλάστης,
ἔτσι ἀπὸ κεῖνον τὸν καιρὸ κι ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη
ὁ στρατιώτης ὁ Ἕλληνας λογιέται ἀρχιτεχνίτης
κάθε μαλλιᾶς, κάθε χτυπιᾶς, κάθε ὅπλου, κάθε νίκης.
Μέσ' ἀπὸ κάθε νούμερο, μέσ' ἀπὸ κάθε ἀλλάγι,
τὰ φλάμουλα, τὰ φλάμπουρα, καὶ τὰ μπραϊκάκια, ὁλόρθα,
μυριόθωρα, μυριόχρωμα, μυριόλαμπρα. Σὲ τοῦτα
νά ὁ πρωτοστράτηγος Μιχαήλ! Τὰ οὐρανικὰ συνάζει
τάγματα, κι ὁ ἴδιος σαλπιστής, κ' εἶναι τὸ ἀνάβλεμμά του
πιὸ φοβερὸ ἀπὸ τὸ πυρὸ μαχαίρι του. Καὶ στ' ἄλλα
τὰ φλάμπουρα ὀχτωπόδαρα, καὶ στὸ καθένα πόδι
ὀχτὼ ἱεράρχες ὅσιοι βλογᾶνε καὶ ξορκᾶνε.
Στ' ἄλλα, ποὺ σταυροφέρνουνε, ξανοίγεις τὸν Προκόπη,
μεγαλομάρτυρα ἥρωα, τὸ Γεροσολυμίτη
ποὺ τὸ σπαθί του στὴ Συριὰ τὸ τρέμαν οἱ Ἀραβίτες.
Στ' ἄλλα τὸν Παντοκράτορα, καὶ στ' ἄλλα τὴ Θεοτόκο.
Στ' ἄλλα τοὺς δυὸ τοὺς Θόδωρους καὶ τὸ Μεγαδημήτρη,
πατέρα τοῦ Σαλονικιοῦ κι ὅλης τῆς Ρωμιοσύνης·
καὶ μοναξὸς ὁ ἀχνούδωτος ὁ καβαλλάρης νά τος,
μὲ τοῦ Ἡρακλῆ τὴ δύναμη, τοῦ Ἀπόλλωνα τὴν ὄψη.
Καὶ νά τα καὶ τὰ φλάμπουρα ποὺ ἀρίφνητοι δρακόντοι
σουρίζουνε τὶς δίπλες τους, καὶ κάστρα καὶ κεφάλια,
καὶ βάραθρα τὰ στόματ, σίφουνες τὰ κορμιά τους,
τέρατα πολυπρόσωπα καὶ πλουμιστὰ μὲ λέπια.
Καὶ σ' ἄλλα φλάμπουρα, χρυσός, λιθομαργαρωμένος,
ἄστρο, κορμί, ἄρματα, φαρί, τῆς Πόλης ὁ δεσπότης·
κι ἀπάνου ἀπ' ὃλα, ἥλιος τῶν ἥλιων, θάμπωμα καὶ τρόμος,
τὸ λάβαρο, καὶ οἱ διαλεχτοὶ πενήντα τὸ κυκλώνουν.

Καὶ μεροκαματιάρηδες, μὲ τὸ πετσὶ ἀργασμένο,
κι ἀπὸ τὰ μακεδονικὰ βουνὰ κι ἀπὸ τῆς Θράκης
τοὺς κάμπους, Καππαδόκηδες ξωμάχοι, Ἀνατολίτες
ἀπὸ τὸν Πόντο νιοφερμένοι, ἀπὸ τὸ περιβόλι
κι ἀπ' ὅλα τῆς Ἀνατολῆς πιὸ πλούσια καρπισμένο,
πάντα ἄγριοι κι ἀσυντρόφιαστοι Καραμανίτες, ὅλων
οἱ καταφρονητές, καὶ θεῶν· καὶ τῆς Λυκαονίας
ἀγρίμια ποὺ μερεύουνε καὶ γίνονται στρατιῶτες
ἀτρόμαχτοι· κι Ἀρμένηδες τοῦ Ἀραράτ, καὶ Σλάβοι
ἀπὸ τ' Ὀψίκι, ἀπὸ παντοῦ, κι ἀπὸ τὴ χώρα ποὺ ἔχουν
καταμεσὴς ὁ Σάγγαρος κι ὁ Μαίαντρος καὶ τὴ θρέφουν,
τῆς Πέργαμος, τῆς Μίλητος στρατιῶτες καὶ τῆς Σμύρνης·
καὶ Ἀμαλφινοί, καὶ Βενετσάνοι, τοῦ πελάου τεχνίτες,
καὶ Δαλαματοὶ καὶ Χάζαροι κι ἀπὸ τὴ Βιθυνία
Σκλαβοῦνοι, κι ἀκροποταμιῶν κι ἀκρολιμνιῶ σκηνίτες,
κι ἀπὸ τῆς Μεγαλοβλαχιᾶς τοὺς πάντα ποτισμένους
κάμπους, καὶ τῆς Ἀρβανιτιᾶς Μιρδίτες, καὶ Ἀρβανίτες,
πάντα σὰν ἕνας ποταμὸς ποὺ εἶναι ἡ πηγή του μέσα
στὰ σκοτεινά. στὰ ὁλόβαθα· καὶ ἡ πεισματάτα ἡ φάρα
ποὺ πότε καλλουργεῖ τὴ γῆ, μὲ ἀλέτρι σκίζοντάς την,
πότε ἀνυπότεχτη περνᾷ σκηνίτισσα, καὶ ἀχνάρια
τοῦ διάβα της τὰ κάψαλα σκορπᾶ καὶ τὰ κουφάρια.
Παιδόγγονα τῶν Παυλιανῶν καὶ οἱ Μαρδαΐτες, μὲ ὅλα
σημαδιασμένοι τὰ κακά, ψεγαδιασμένοι ἀπ' ὅλους
ὅσοι πορεύονται ἄβαθα, κοπαδιαστά, καὶ ζοῦνε
στὴν τύφλα καὶ στὴν ἀβανιά, δάσκαλοι, καλογέροι,
κι ὅσοι δασκαλοφέρνουνε καὶ παπαδοκρατιένται,
καὶ οἱ Μαρδαΐτες, πυρολάτρες ἄθεοι, ἀποδιωγμένοι,
καὶ ἀφωρισμένοι εἰκονομάχοι, οἱ Μαρδαΐτες, κέδρα
τοῦ Λίβανου, τῆς στεριᾶς πάρδοι, τοῦ πελάου δελφίνια,
χάλκινο κάστρο ὑψώσανε στὸν Ταῦρο οἱ Μαρδαΐτες
γιὰ νὰ κρατᾶν τοῦ Ἀγαρηνοῦ τὸ ἀκράταγο τὸ διάβα.
Καὶ ἀλύγιστοι καὶ οἱ πιὸ τρανοὶ διαφεντευτὲς τοῦ Γένους
καὶ σκορπισμένοι καὶ παντοῦ, στὶς πολιτεῖες τῆς Θράκης
ἀπ' τὰ στενὰ τοῦ Λίβανου, κι ἀπὸ τὴν Ἀρμενία
στὰ διάσελα τῆς Ρούμελης καὶ στοῦ Μοριᾶ τοὺς κάμπους.
Καὶ μὲ τὸν Κατεπάνω της διαβαίνει ἡ κάθε φάρα.
Καὶ οἱ Βαρδαριῶτες, τοῦ Ἀξιοῦ τοῦ ποταμοῦ ἀπὸ χρόνια
ψυχόπαιδα, καὶ στὴν καρδιὰ τῆς Ρωμιοσύνης, ὅλο
τριγυριστοὶ ἀπὸ σλαβικὰ φύλα ὠργισμένα, ἕνας
κ' ἕνας, τὴν πίστη ἀλλάξανε, τὴ γλώσσα δὲν ἀλλάξαν·
τουρκοτατάρικα τὸ Θεὸ δοξάζουν τοῦ Βαγγέλιου.
Καὶ Πέρσες ἀπὸ τὸν καιρὸ τοῦ Θεόφιλου, κι ἀκόμα
τὸν ἀρχηγό τους Θεόφοβο, μονάκριβο λουλούδι
τῆς δόξας τους, τοῦ βασιλιᾶ σφαχτάρι, καρτερᾶνε
ν' ἀναστηθῇ, γιὰ νὰ τοὺς πάῃ στὴ νίκη πάλε ἡρώους.
Καὶ οἱ Πετσενέγοι ἀκάθαρτοι καὶ τρὼν τὰ μολυντήρια
καὶ ἀλύπητοι. Καὶ βρίσκονται στ' ἀλλάγια καὶ Οὐγγαρέζοι,
πληγὴ τοῦ κόσμου, ὀργὴ Θεοῦ, καὶ βούνευρα καὶ ἀκρίδες,
καὶ λάβες, ποὺ ξεχύνονται παντοῦ, πυροῦ βουλκάνου,
τὴν ἴδιαν ὥρα ἀπὸ παντοῦ κι ὅλα τὰ καίνε. Τρέχουν
καβαλλαρέοι ἀσύγκριτοι στὰ φτερωτὰ ἄλογά τους,
μὲ τὴν περίσσια ἀποκοτιά, τῶν Οὔννων κληρονόμοι.
Καὶ μέσα σ' ὅλους ποὺ ἤρθανε στὴν Πόλη καὶ ριζώσαν
γιὰ ν' ἀποχτήσουν ὄνομα καὶ νὰ κερδίσουν τόπους,
καὶ Βάραγγοι Σκαντιναβοί. Μόνο ἑκατό, καὶ κάνουν
ἀκέρια ἀσκέρια· τίποτε τὸ δρόμο τους δὲν κόβει.
Καὶ Ροῦσοι ἀπὸ τὴ Βαλτικὴ ποὺ πρωτοκατεβήκαν,
πιστοὶ τῶν εἴδωλων Περούν, θεῶν ἀνθρωποφάγων,
μέσ' στ' ἀλαφρὰ μονόξυλα, σκαμμένα κορμιὰ δέντρων.
Ξαφνίζουν τοὺς Ἀφρικανοὺς καὶ τοὺς Ἀνατολίτες
μὲ τὰ κορμιὰ σὰ φοινικιές, καὶ σὰ λαμπάδες, καὶ ὅλοι
γενναῖοι καὶ χεροδύναμοι καὶ σὰν τοὺς ἀντρειωμένους
πὄχουν οὐρὰ καὶ δείχνονται τοῦ κάτου κόσμου γέννες.
Σταλμένοι ἀπὸ τὸν Τσάρο τους πρὸς τὴ μητέρα Πόλη
γιὰ νἄμπουνε στὴ δούλεψη τοῦ βασιλιᾶ τῆς Πόλης,
μπήκαν καὶ μείναν, δείχνονται μὲ τοῦ Χριστοῦ τὴν πίστη,
μὰ πάντα εἰδωλολάτρισσα στέκει ἡ ψυχή τους μέσα.
Καὶ μέσα ἐκεῖ δουλεύουνε καὶ σκλάβοι τοῦ πολέμου,
κι ὁ μέγας σκλάβος, ποὺ ἔφαγε τοῦ Βασιλιᾶ πενήντα
χρόνια σκληρὰ καὶ ὁλάγρυπνα κι ὅσο νὰ γονατίσῃ
κι ὅσο νὰ πέσῃ τρίψαλο, νά ὁ Βούργαρος τοῦ Ἴστρου
καὶ ὁ Βούργαρος τοῦ Μέτσοβου, ποδοσιδερωμένος,
συρτός, χαϊντοῦτοι, καὶ μπροστὰ βογιάροι καὶ ζουπάνοι,
βυζαντινοὶ στὴ φορεσιά, στὴ γνώμη σκύθες, φάρα
πεισματικὴ κ' ἑφτάψυχη καὶ ἡρωϊκή, πλασμένη
μὲ τὸ φαρμάκι τοῦ φιδιοῦ καὶ μὲ τὴ φρονιμάδα,
π' ὅσο κι ἄν κομματιάζεται, τὸ κάθε του κομμάτι
σαλεύει καὶ τραβᾶ μπροστά, σὰν νἄχῃ τὸ καθένα
ψυχὴ ἀρκετὴ γιὰ νὰ τὸ ζῇ καὶ γιὰ νὰ τ' ἀνασταίνῃ.
Μαζώματα καὶ ἀσύστατων ἐθνῶν σὲ τοῦρμες μέσα·
σὲ λακκιὲς ξένες καὶ ἀγκωνὲς πολεμικὸς ἀγέρας
τὶς ἔρριξε τὶς φύτρες τους, καὶ ξαναρριζωθήκαν
ἀλλοῦ, παντοῦ, καὶ νά! ξανὰ τοὺς ἔχει ξερριζώσει
τὸ χέρι κάποιου δυνατοῦ κ' ἐδῶ κ' ἐκεῖ τοὺς πάνε
τυχάρπαστους οἱ πόλεμοι, τὰ μακελλιά, οἱ φουρτοῦνες.

Κ' οἱ ἀστραφτεροὶ Κατάφραχτοι καβαλλαρέοι καὶ πάντα,
ἀπὸ τῶν ἱπποκένταυρων τὸ γένος φυτρωμένοι,
μπροστὰ γιὰ τὰ ψαξίματα, μπρὸς καὶ γιὰ τὰ γιουρούσια
σὲ σιδεροπουκάμισα καλοπελεκημένα
πάντα κλειστοί, καὶ γίνανε σὰ δεύτερα κορμιά τους,
ἀπείραχτοι ἀπὸ τὸ σπαθί, δὲν τρέμουν τὸ κοντάρι,
θωρακωτοὶ λαμποκοπᾶν, καὶ οἱ λάμες τους ἀνάβουν
στὸν ἥλιο τῆς Ἀνατολῆς, καὶ αὐτοὶ βαστᾶν τὴν πύρη,
καὶ ἀκούραστοι καὶ ἀσάλευτοι καὶ δὲν τοὺς γονατᾶνε
τ' Ἀσκάλωνα οὔτε κ' οἱ ἀμμουδιές, οὔτε κ' οἱ ἐρμιὲς τῆς Γάζας.
Καὶ Ἀνατολίτες χτυπητοὶ τὰ λαμπερὰ ταιριάζουν
βλαττιὰ μὲ τ' ἄλλα τὰ μουντὰ βαμμένα ἐπιβαλτάρια
ποὺ τὰ φορᾶν οἱ βοριανοί, κι ἀράδα ἀράδα πάνε
πλούσια μὲ σαμουρόγουνες πολέμαρχοι ντυμένοι
καὶ σὲ τομάρια ἀπὸ θεριὰ βαλτοὶ πολεμιστάδες.
Κι ἄρματα καὶ πλατιὰ σπαθιὰ καὶ μακρομύτες λόγχες
μὲ τὰ μικρὰ διχαλωτὰ φλάμπουρα ποὺ γραμμένος
ὁ ἀγγελικὸς ἀπάνου τους σαλεύει Ταξιάρχης,
τὰ δαμασκιά, οἱ καμαρωτὲς οἱ δίκοπες ρομφαῖες.
Κι ἄρματα γιὰ κατακλεισμοὺς τῶν κάστρων, γιὰ γιουρούσια,
γιὰ φύλαξες, γιὰ κρύμματα σὲ κάμπους καὶ κλεισοῦρες,
τοῦ πάρσιμου, τοῦ χαλασμοῦ δασκαλεμοὶ καὶ τέχνες
καὶ γιὰ πολέμους ἀνοιχτοὺς καὶ γιὰ κλεφτοπολέμους.
Λουρίκια, χρυσοκλίβανα, βαριά, ἀλαφρά, πλεμένα,
πελεκημένα, τορνευτά, γερὰ μαστορεμένα,
χυτά. Κι ἀπὸ βοϊδόπετσο σκουτάρια κι ἀπὸ ἀτσάλι,
σπαθιὰ, δοξάρια, δρέπανα, σφεντόνες καὶ κοντάρια,
μὲ προσωπίδες χάλκινα κασίδια καὶ σαΐτες,
κι ἀπελατίκια καὶ πελέκια, ἀγκίστρια καὶ καμάκια,
καὶ μηχανὲς φανταχτερὲς, ξεβράσματ' ἄλλου κόσμου.
Καὶ σκόρπιοι μέσ' στὰ νούμερα καλόγεροι στρατιῶτες,
μαυρολογᾶν τὰ ράσα τους ἀπάνου στ' ἄλογά τους
τ' ἀνεμοκυκλοπόδικα, ρόπαλα τ' ἄρματά τους,
κι ἄλλοι στρατοκαλόγεροι κρατᾶνε καὶ δοξάρια.
Καὶ λειτουργοὶ μακρόμαλλοι κατάμπροστα βαλμένοι,
μέσ' στὰ φελόνια τους χρυσοὶ ἐπίσκόποι καὶ παππάδες
καὶ ἱερωμένοι ἀστόλιστοι γιὰ λάβαρα σηκώνουν
τοὺς μακροκόνταρους σταυροὺς πὄχουν τὰ τίμια Ξύλα.
Καὶ βούκιανα καὶ νάκαρα ξεσπᾶνε καὶ φρενιάζουν,
τὰ ντέφια καὶ τὰ τούμπανα βροντομαχᾶν καὶ οὐρλιάζουν,
καὶ τῶν ἀντρείων τὰ στόματα ξεχύνουν καὶ ξαπλώνουν
καὶ ὑψώνεται μεσουρανὴς τῆς Ὁδηγήτρας ὁ ὕμνος:

—Ὦ Στρατηλάτισσα Κυρά, σ' Ἐσὲ τὰ νικητήρια!
Λαοὶ τὸν ὕμνο πλέκουνε, σὰν τὸ στεφανοπλόκο,
μὲ χίλια βάγια δοξασμοῦ, κρίνα λαχτάρας μύρια,
στὴ χάρη Σου, Θεοτόκο!
Μακεδονίτισσα, Ἀθηναία, Πολίτισσα! Ἡ Βλαχέρνα
γιομάτη ἀπὸ τὸ θάμα Σου. Τοῦ Σκύθη ὦ καταλύτρα,
τοῦ κολασμένου ἡ δέηση, καὶ τοῦ ἐλέους ἡ στέρνα,
τῆς γῆς παρηγορήτρα!
Τράβα ἀπὸ μᾶς τῆς ἁμαρτία τὸν κίντυνο. Σπλαχνίσου.
Τοῦ πονηροῦ τοῦ λογισμοῦ τὸ ἀκάθαρτο ζωΰφι
μέσα μας πάτα το. Σ' ἐσὲ ταμένοι εἶν' οἱ λαοί σου.
Χαῖρε, ἀπάντρευτη νύφη!—


Σ Η Μ Ε Ι Ω Μ Α
ΛΟΓΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΣ

Ἀρχίζει μὲ τὴν ἐπίκληση τῆς ὑγρῆς φωτιᾶς, τοῦ ἀκαταμάχητου ὅπλου τῶν Βυζαντινῶν. Ὁ ποιητὴς καὶ μὲ ὅλη του τὴν ἐπικὴ πνοὴ ποὺ τὸν ἀνυψώνει πλατιὰ κι ἀτάραχα στοὺς οὐρανοὺς τοῦ περασμένου, αἰσθάνεται πὼς εἶναι δεμένος μ' ἕνα μυστικὸ ὀνειροχτυπημένο λυρισμὸ ποὺ τὸν κρατᾶ σ' ἕνα θάμπωμα μεθυστικό. Ὅμως ἐμπρὸς τραβᾶ συνταιριάζοντας ὅσα μόνο στοὺς ἀδύνατους θὰ μπορούσανε νὰ φανοῦν ἀσυνταίριαστα. Τὸ ὑποκείμενο του μὲ τ' ἀντικείμενα ποὺ τοῦ ὑποβάλλει νὰ ξεκαθαρίσῃ μὲ τὸν ἐπικὸ ρυθμὸ ἡ Καλλιόπη. Ἀκολουθεῖ ζωγραφικό, μελετημένο ἀράδιασμα τῶν κάθε λογῆς καὶ φυλῆς ὁπλιτῶν ποὺ ἀποτελοῦνε τὸν ἀνίκητο στρατὸ τοῦ Βουλγατοχτόνου. Τοὺς συνενώνει ὅλους τὸ κοινὸ θρησκευτικὸ ἰδανικό, ἡ πίστη πρὸς τὴ Βλαχερνιώτισσα Κυρά, μαζὶ Μακεδονίτισσα, Ἀθηναία, Πολίτισσα.



Πηγή: Κ. Παλαμᾶ, Ἅπαντα, Τόμος Ε΄. Β΄ ΕΚΔΟΣΗ, ΓΚΟΒΟΣΤΗΣ
Η ΦΛΟΓΕΡΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ

Φωτογραφία: Neo Byzantium

Ἑλλήνων Φῶς

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *