ΛΟΓΟΣ ΤΡΙΤΟΣ - Η ΦΛΟΓΕΡΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ (Κωστῆς Παλαμᾶς)

c06db-voulgaroktonou

ΛΟΓΟΣ ΤΡΙΤΟΣ

Τρίστρατα καὶ τετράστρατα καὶ μονοπάτια. Ἐκεῖνος.
Λίμνες, κορφάδες, πολιτεῖες, πόρτες, ποριές, κλεισοῦρες,
στὰ Βοδενά, στὸ Σκούταρι, στὰ Σκόπια, στὸ Μπεράτι
μακεδονίτικες λογγιές, ὅλα τὰ κατατόπια,
κι ὁ κάμπος τῆς Πελαγονιᾶς κι ὁ δρόμος τῆς Τριαδίτσας,
τὸν ξέρουν, καὶ ὅπου σαγιττιὰ ρωμαίϊκη σαρκοφάγα
χτύπησε τὸν ἀλλόφυλο καὶ τὸν Ἀμαλικίτη.
Κι ἄδραξε καὶ κατάλυσε καὶ σκλάβο τόνε σέρνει
τὸ Βούλγαρο ἀπ' τὸ Δούναβη, τὸ Σλὰβο ἀπ' τὰ Μπαλκάνια,
καὶ μὲ τὸ βρόχο στὸ λαιμό, μὲ τὸ χαλκὰ στὸ πόδι
σέρνοντας ὄρνια καὶ σκυλιά, βογιάρους καὶ ζουπάνους,
πίσω ἀπὸ τ' ἅρμα του ἔδεσε τὸ σπίτι σου, τσαρίνα.
Καὶ πῆρε τὸ Λογγόκαστρο, καὶ πῆγε ἀπὸ τὸ Λόγγο
στὴν Καστοριὰ ποὺ ἁπλώνεται χλωρὴ σιμὰ στὴ Λίμνη,
καὶ τὰ στερνὰ τὰ τσάκισε τοῦ Σαμουήλ φουσσάτα,
καὶ πνίγει μέσ' στὸν ποταμὸ τὸ βρώμιο Πετσενέγο,
καίει, πέρα, στ' Ὄστροβο σιμά, τοῦ τσάρου τὸ παλάτι,
κ' ἐδῶ χαλοῦσε κ' ἒρριχνε, κ' ἐκεῖ ἔχτιζε καὶ ζοῦσε.
Καὶ πέσαν τὰ Βοσόγραδα καὶ βόγγηξε ἡ Βιστρίτσα
κι ὁ Βλαδισλάβος ἔφυγε καὶ πάει κι ὁ Νικολίτσης,
κι ἀπ' τὴν κορφὴ τοῦ Βροχωτοῦ δεμένο τὸν Ἰβάτση
τὸν ἔσυρε στοῦ βασιλιᾶ τὰ πόδια ὁ Δαφνομήλης.
Κ' ἦρθαν, τὸν προσκυνήσανε καὶ τὰ κλειδιὰ τοῦ φέραν
σαράντα κάστρων, τὰ σπαθιὰ σαράντα καστελάνων,
ὁ Δραβομίρης, τὰ παιδιὰ τοῦ Βλαδισλάβου, καὶ ὅλοι,
καὶ ὁ Μπόγδανος μὲ τὸν Κρακρᾶ καὶ μὲ τὸ Δραγομοῦζο,
μὲ τὸν Κρακρᾶ ποὺ γέννησες ἥρωα στερνό, Ροδόπη!
Καὶ στὴν Πρεσλάβα στάθηκε, κ' ἦρθε κι ἀπὸ τὴν Πρέσπα,
τὸν τόπο τὸν νησόχτιστο καὶ σὰ ζωγραφισμένο,
στὴ λίμνη τὴν ἀξέχαστη μὲ τὰ δασὰ λιβάδια,
μὲ τὰ μεγάλα τὰ βουνὰ τὰ λογγωμένα γύρω.
Καὶ τὸ Βαρδάρι πέρασε, τὸν εἴδανε τὰ Σκόπια,
κι ὅπου ἄν περνοῦσε, θυμιατά, κι ὅπου κι ἄν τράβαγε, ὕμνοι.
Καὶ γόνατα λυγίζονταν καὶ προσκυνήματα εἴταν
καὶ δάκρυα στάζαν, καὶ φιλιὰ στὸ χῶμα ποὺ πατοῦσε.
Κι ἀπὸ τὴ Μοσυνόπολη τὴν πόρτα της τοῦ ἀνοίγει
καὶ ἡ Σέρρα ἡ λαγκαδόκλειστη, καὶ πλέει μέσ' στὸ Στρυμώνα
καὶ μέσ' στὴν Ἀδριανούπολη, κι ὅσοι ἀπομείναν, ἦρθαν,
τὸν προσκυνήσανε κι αὐτοὶ κι ἀπὸ τὸ χῶμα πήραν
ποὺ εἶχε πατήσει, καὶ σκυφτοὶ ραντίσαν τὰ μαλλιά τους.
Τ' ἄπαρτο παίρνει Πέρνικο, τοῦ κάμπου καβαλλάρης,
κι ἀϊτὸς φωλιάζει στοῦ βουνοῦ στῆς Πρόνιστας τὸν πύργο.
Καὶ στὴ δυσκολοσίμωτη καὶ στὴν παράξενη ἄουλα
καὶ μὲσ' στὴν Ὄχριδα, καρδιὰ τοῦ Βούργαρου, ποὺ στέκει
σάμπως κρυμμένη στὸ ὕψωμα πρὸς τὴ μαγεύτρα λίμνη,
κ' ἐκεῖ ποὺ ὁ Δρίνος ἔρχεται καμπυλωτὸς καὶ πάει
μαυρειδερὸς καὶ ὁλόμακρος καὶ ρίχνεται τοῦ Ἀδρία,
καὶ πάτησε τῆς Ὄχριδας παλάτια καὶ χασνέδες,
καὶ τὸ στρατό του ρόγιασε μ' ὅλους τοὺς θησαυρούς της
κ' ηὗρε κορῶνες τσαρικὲς ἀπὸ μαργαριτάρια
κι ὡς ἑκατὸ κεντηναριῶν χρυσὴ μονέδα πῆγε
στὴν τέντα του, ἀπὸ μάλαμα πλεχτὴ καὶ ἀπὸ μετάξι.
Καὶ μήτε αὐτὸς ὁ ἀπάτητος μέσ' στὴ Χειμάρα, ὁ Τρῶμος
στὴν πιὸ ὀρθωμένη του κορφή, στὴν πιὸ τραχιά του ράχη
κι ἀπείραχτο κι ἀσκλάβωτο δὲν ἔσωσε ν' ἀφήκῃ
κι ἀπὸ τὸ σόϊ τοῦ Συμεὼν καὶ ἀπ' τοῦ Σισμὰν τὴν κλήρα
χέρι γιὰ τὸ φοβέρισμα, γιὰ τὸ φευγιὸ ποδάρι.
Τὸν εἶδαν, τόνε νιώσανε καὶ δὲν τονε ξεχάνουν,
γιατὶ παντοῦ σημάδεψε τ' ἀστραποπέρασμά του,
κι ὅσα μεγάλα ὑψώνονται κι ὅσα πλατιὰ κυλιένται,
Καύκασοι, Νεῖλοι, Ἀπέννινα, καὶ Ἀντίταυροι καὶ Ταῦροι.
Κι ἀπὸ τὸ Σάβα, ὡς τὰ βουνὰ τὰ Χειμαριώτικα, ὅλα
δικά του, μονοκράτορας καὶ ὡς πέρα στὰ Μπαλκάνια.
Τ' ἀκούει κ' ἡ Μαυροθάλασσα, κι ὁ πάγος της ραΐζει,
κ' ἡ λαμπερὴ Ἀδριατικὴ κάποτε τὸ ἴσκιωμά του
νιώθει, ἅπλωμα ἀπὸ πάνου της τρικυμισμένου αἰθέρα.
Κι ἀπὸ τὴ Θράκη χάνεται καὶ φαίνεται στὴν Πόλη
καὶ πρὸς τὴν Ἀντιόχεια τὸ φύσημά του παίρνει
γιὰ νά βρῃ τὸ Σαρακηνό, καὶ δὲν κρατιέται ἐκεῖνος
στὰ βουνοτόπια τῆς Συριᾶς· καὶ γύρω του δὲν τρέμουν
ἀρρώστιες καὶ ἀποκάρωμα καὶ δείλιασμα, τοῦ κάκου
στὸν κουρασμένο ἡ δέηση καὶ στὸν πεσμένο ὁ βόγγος.
Πάντα μπροστά. Τοῦ φτάνουνε, πολλοὶ γιὰ λίγοι, ἐκεῖνοι,
καὶ μετρητοὶ καὶ διαλεμένοι, ὅσοι βαστᾶν, γιατ' ἔχουν
μέσ' στὰ πλεμόνια τους πνοὴ τοῦ ἀέρα τοῦ δικοῦ του.
Κι ὁλόγυρά του ἀνάβουνε τὴ φλόγα οἱ καλιφάδες,
καὶ κάψαλα οἱ κατοῦνες τους, καί κάτω τ' ἅρματά τους,
καὶ φεύγουν πρὸς τὴ Δαμασκό, στοῦ Λίβανου τὴ σκέπη,
τὸ λυτρωμὸ γυρεύοντας, μακριάθε σὰ γρικᾶνε
τὸ πέταλο τοῦ ἀλόγου του, σὰ χτύπημα τοῦ ὀλέθρου.
Κ' οἱ Ἐμίρηδες λυγίζονται καὶ γέρνουν καὶ στὸ χῶμα
τὰ σέρνουν τὰ κεφάλια τους γιὰ νὰ τοὺς συμπαθήσῃ.
Ἀπὸ τ' Ἀρμένικα βουνὰ κ' ἴσα μὲ τ' ἀκρογιάλια
τὰ Ἰταλικὰ τοῦ πῆρε ἡ Δόξα τ' ὄνομα καὶ τρέχει,
πλέει τὴν αὐγὴ στὸ Δούναβη καὶ πάει πρὸς τὸ βράδι
προβάλλει καὶ ἀργολούζεται μέσ' στὰ νερὰ τοῦ Εὐφράτη.

Κι ἀπάνου ἀπ' ὅλα ἡ δόξα του πάει πρὸς τὴ χώρα ποὺ εἶναι
τὸ Πάγγαιο τὸ λογάρι της κ' εἶν' ἡ Θεσσαλονίκη
βασίλισσά της, κ' ἡ Ἔδεσσα μάννα της, βρυσομάννα,
κ' εἶναι τοῦ Σλάβου τ' ὄνειρο καὶ τοῦ Ρωμιοῦ ἡ λαχτάρα.
Ἁπλώνεται καὶ ὀργώνεται κι ἀνθίζει καὶ πετιέται
στὴ μέση τοῦ Ἀλιάκμονα καὶ τοῦ Ἀξιοῦ ποὺ πάντα
ποτάμια ντεληπόταμα, Βαρδάρι καὶ Βιστρίτσα,
δὲ στέκουν, ὅλο ξεχειλᾶν κι ἀγριεύουνε καὶ τρέχουν,
καὶ τὴ φυλάγουν καὶ τὴ ζοῦν τὴ χώρα, μὰ τοῦ κάκου,
γιατὶ νεροσυρμὲς λαῶν κ' ἐθνῶν κατοποτῆρες
κυλᾶνε πάντα ἀπάνου της καὶ τήνε πλημμυρίζουν,
πολιτισμένοι, βάρβαροι, παλιές, καινούριες φάρες,
καὶ τιποτένιοι καὶ ἀκουστοὶ γοργὰ καὶ ἀργὰ διαβαίνουν,
ψάχνουν ἐδῶ, σκάφτουν ἐκεῖ, χτυπᾶν, παραμονεύουν,
σὰ νὰ ζητᾶν ὅλοι νὰ βροῦν κάπου στὰ χώματά της
τὸ γιγανένιο τ' ἄγαλμα, χρυσοπελεκημένο
ποὺ κάποτε στυλώνονταν καὶ θάμπωνε τὰ μάτια
στὸ Σλατοβρέκι τὸ βουνό, σὲ μιὰ κορφὴ του ἀπάνου·
καὶ πολεμᾶνε τ' ἄγαλμα νὰ βροῦν, καὶ δὲν τὸ βρίσκουν,
καὶ τοὺς θαμπώνει τ' ὅραμα, κ' ἡ χώρα κ' ἡ ἴδια στέκει
σὰν ὅραμα θαμπωτικὸ τὴ φαντασία χτυπώντας.
Κι ἀπάνου ἀπ' ὅλα ἡ δόξα του πάει κ' ἔρχεται στὴ χώρα
καὶ διαβατάρα ἀπὸ παντοῦ, σπιτώθηκ' ἐδῶ, καὶ ἦρθε,
κ' ἡ δόξα του, γεράκι, ἀϊτὸς, γρύπας, λιοκόρνο πάντα,
ἡ δόξα του ἔγινε τσουκνιάς, ἔγινε ψαροπούλι
κ' ἔφαγε τὴν ἀφάγωτην ἀκρίδα τὴ βουργάρα.

Κι ἀφοῦ ἀγωνίστηκε τρανὸς τὸ δοξασμένο ἀγώνα,
στάθηκε. Ἀνάπαψη; Ποτέ. Στὸ στρατολάτη πάντα
μιὰ σκέψη γιὰ περπάτημα, μιὰ ὁρμὴ γιὰ δρόμο, πάντα.
Μέσ' ἀπὸ τὸν πολεμικὸ τὸ θώρακα, καὶ κάτου
κι ἀπὸ χρυσάφια, σίδερα, κι ἀπὸ ἄρματα, κι ἀπ' ὅλα,
κατάσαρκα τὸ δάγκωμα τοῦ τρίχινου τοῦ σάκκου
τὸ αἰστάνεται σὰν ἀσκητὴς καὶ σὰν κριματισμένος·
τόνε φορεῖ· καὶ τὸ κορμὶ τοῦ δέρνει, τοῦ ματώνει,
στὸν παιδεμὸ κρατώντας τὴν πικρὴ καὶ νηστεμένη,
τὴν πιστικὴ τοῦ σατανᾶ, τὴν κολασμένη σάρκα.
Καὶ τὴν καρδιὰ του αἰστάνεται νὰ τὴν ἀγγίζῃ σάμπως
μὲ δάχτυλα, προσταχτικά, καὶ νὰ τοῦ γίνετ' αἷμα
τὸ κόνισμα τῆς Παναγιᾶς, τὸ φυλαχτάρι, πάντα
ποὺ τὄχε γκόρφι ἀπάνου του καὶ τὄχε τίμιο Ξύλο,
ταμένος καθὼς εἴτανε στῆς Παναγιᾶς τὴ χάρη.
Στάθηκε· συλλογίστηκε· λαχτάρησε νὰ βάλῃ
στερνὸ στὸ καισαρίκι του, ποὺ ἀστράφτει ἀπὸ ρουμπίνια
πολέμων καὶ ξολοθρεμοῦ, λαχτάρησε νὰ βάλῃ
τοῦ σπλάχνους καὶ τῆς δέησης τ' ἄσπρο μαργαριτάρι.
Τάχα καὶ τί στοχάστηκε; τὸ Θεό; τὴ στερνὴ κρίση;
τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν; τὴ δόξα τῶν Ἑλλήνων;
τὴν ἱστορία; τὴ σωτηρία; τὸ γένος; τὴν ψυχή του;
Ποιὸς ξέρει... Μόνο σκίσανε τὴ συγνεφιὰ τοῦ νοῦ του
κάποιες βασίλισσες, μαστάρια κόσμων, κάποιες χῶρες,
καὶ φέξαν μπρός του, καθεμιὰ μὲ τὴ δική της ὄψη.

Καταμεσὴς τοῦ Τίβερη καὶ τοῦ Φλαμίνιου δρόμου
στὸ Μάρτιο Κάμπο κοίτεται μισερή, ξεσκισμένη,
τοῦ κόσμου ἡ Ρώμη δέσποινα, κι ἀπάνου στὸ κορμί της
ὁ Πάπας μὲ τὸν Καίσαρα πατᾶνε καὶ παλαίβουν,
Κ' ἐσὺ τῆς Ἄσπρης θάλασσας χρυσαφικό, Ἀλεξάντρα!
Τοῦ Ἑβραίου πραματευτῆ πιστή, πολιτικὴ τοῦ Ἀράπη,
κοιμᾶσαι, πέφτει ἀπάνου σου καὶ ὁ Νεῖλος καὶ σὲ ὀργώνει,
κ' ἐσὺ κοιμᾶσαι Ἑλλήνισσα καὶ στ' ὄνειρο σου βλέπεις
τῆς Ὑπατίας τὴν ὀμορφιά, τὸ μάλαμα τῆς Ἴντιας.
Παραδομένη στὸ χαρέμι τ' ἄγριου Φατιμίτη
τῆς Παλαιστίνης ἡ καρδιά, Σιὼν ἡ ἁγία, γέρνει
ψηλάθε ἀπὸ τοῦ κάστρου της τὸν πύργο, στὸ λαγκάδι
ξάγναντα, ἀπάνου στὴν πλαγιά, καὶ πρὸς τὸ πέλαο βλέπει
καί, σταυρωτὴς τοῦ Λυτρωτῆ, προσμένει ἕνα σωτήρα.
Φαντάζει κ' ἡ Ἀντιόχεια, πλάϊ στὸν Ὀρόντη, νύφη,
σὰν κάμπος μὲ τὰ λουλούδα, σὰν οὐρανὸς μὲ τ' ἄστρα.
Καὶ κρύβοντας ἡ Πέργαμο στὸ βαθουλό της κόρφο
θρέφει τοὺς πολεμόχαρους θεοὺς καὶ τοὺς γιγάντους·
καὶ μὲ καθρέφτη μάγισσας καὶ μὲ πορφύρα Αὐγούστας
ἡ Ἀρμίδα ἡ βοσπορίτισσα νά την! ἀπάνου ἀπ' ὅλες.
Καὶ ξέχωρα, παράμερα, σὰν καταφρονεμένη,
καὶ λιόκαφτη καὶ λιόκαλη στὴ φτώχια καὶ στοὺς πόνους
ἡ Ἀθήνα, χέρι ἁπλώνοντας νὰ ζητιανέψῃ, καὶ ὅμως
ἀλύγιστη, μὲ τὸ κεφάλι ὀρθό, μὲ τοῦ μετώπου
στοχαστικὴ τὴν πλατωσιὰ καὶ τὴ μεγαλωσύνη,
γαληνὸ μέτωπο, γυμνό, καὶ σὰ νὰ περιμένῃ
χέρι, τῆς Τέχνης τὸ διαμάντι νὰ τοῦ ξαναβάλῃ.
Καὶ ὁ νικητὴς κι ὁ βάρβαρος ποὺ ἀποζητοῦσε κάτι
σὰν ταίριασμα, ἴσκιο γιὰ δροσιά, γιὰ ἀνάπαψη λιμάνι,
Ρώμη, δὲ στάθηκε σ' ἐσέ, δὲ σὲ ὠρέχτηκε, Πόλη,
μηδὲ σὲ διαλογίστηκεν Ἱερουσαλήμ, καὶ μήτε
ρήγισσα ἐσένα βιθυνὴ μὲ τοὺς διακόσιους πύργους,
Νίκαια! Μακεδονίτισσα Θεσσαλονίκη, μήτε
κ' ἐσέ, μπρὸς στὴν Ἑφτάλοφη ποὺ δείχνεσαι, σὰ νἆσαι
καμιὰ πατρίκισσα Ζωστὴ στὸ πλάγι τῆς Αὐγούστας.
Μήτε κ' ἐσύ, τῆς προσευκῆς καὶ τῆς Χριστιανωσύνης
βωμὲ γιγάντικε, ποὺ καὶς καὶ τὸ θυμιάμα ὡψώνεις
ἀγκρέμιστος νυχτοήμερα, χαλκιδικό Ἁγιονόρος.
Πέργαμο, ἐσέ, κι Ἀντιόχεια ἐσέ, κ' ἐσέ, Ἀλεξάντρα; Μήτε.
Ἀθήνα, ἐσὲ ἐρωτεύτηκε· τράβηξε πρὸς ἐσένα!

Στῆς χώρας τῆς Ἑφτάλοφης ἀπάνου τὰ μουράγια
γυρίζει ἡ Βλαχερνιώτισσα πιὸ δυνατὴ ἀπὸ κεῖνα,
μετρώντας τα, τρομάζοντας μὲ τὴν περπατησιά της
τ' ἀγερικὰ καὶ τ' ἀστρικὰ καὶ γῆ καὶ πέλαο γύρω.
Σὰν ἀρχαγγέλικο σπαθὶ στ' ἄχραντα χέρια σφίγγει
τὸ ἀστραφτερὸ θαματουργὸ μαφόρι, ἕτοιμη πάντα
στὸ κῦμα τοῦ Κατάστενου τὴν ἄκρη του νὰ βρέξῃ
καὶ νὰ ξυπνήσῃ ἀνεμικές, νὰ ξαπολύσῃ μπόρες
γιὰ νὰ ρουφήξουν ἄλλη μιὰ φορὰ καὶ μιὰ γιὰ πάντα
τὸν Ἄβαρο, τὸ Βούργαρο, τὸν Ἄραβα, τὸ Ροῦσο,
κι ὅποιον μὲ τὰ μονόξυλα κι ὅποιον μὲ τὰ καράβια
θὰ ξεμυτίσῃ ὀχτρὸς τῆς γῆς ποὺ ἡ Παναγιὰ φυλάγει.
Ἐκεῖ ποὺ στέκετ' ὁ Ἄθωνας, βιγλάτορας ταξιάρχης
μπρὸς στοῦ μακεδονίτικου παράδεισου τὸ ἔμπα,
κορώνα τοῦ μοναστηριοῦ καὶ σκέπη τ' Ἁγιονόρους,
νά την ἡ Πορταΐτισσα! Στὸ γόνα της ἀπάνου
βρέφος ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ. Στὰ μάτια τῆς Παρθένος
ὅλος ὁ κόσμος, οὐρανὸς καρδιᾶς καὶ ἀγάπης, ὅλος,
ἀπὸ τὰ κρίνα τῆς Ἐδέμ ὡς τὰ τσεγγέλια τοῦ ἅδη.
Ἄν κουνηθῇ τὸ χέρι της, ὅλα θὰ τὰ βλογήσῃ,
πλούσιους, φτωχούς, δίκιους, κακούς, ἀπὸ τὸ ζίζικα ἴσα
μὲ τὴν πλατιὰ τὴ θάλασσα τὴ σμαραγδοσπαρμένη
ποὺ ἁπλώνεται στὰ πόδια της καὶ ποὺ τὴν ἅγιασε, ὅταν
ἀπὸ τῆς Νίκαιας τοὺς γιαλοὺς ἔφτασε θάμα, θάμπος,
πύρινος στύλος, χορευτὴς τοῦ ἀφροῦ καὶ τοῦ κυμάτου.
Μὰ ὁ νικητὴς καὶ ὁ βάρβαρος τὸ νοῦ του δὲ στυλώνει
στὴ Βλαχερνιώτισσα, μηδὲ στὴ δόξα τῶν Ἰβήρων.
Τὴ Δέσποινα τῶν οὐρανῶν θὰ πάῃ νὰ προσκυνήσῃ
ποὺ τὸ κάστρο της ἔχτισε στὸ βράχο τῆς Ἀθήνας
κι ἀπὸ τὰ τετραπέρατα κι ἀπὸ τὴ Θούλα ὁλόακρη
τοῦ πιστοῦ δέχεται τ' ἁγνὸ πρόσφορα καὶ τὸ τάμα,
κ' ὕστερ' ἀπὸ τὴν Ἀθηνᾶ τὴν πολεμόχαρη ἦρθε
καὶ μὲ τὸ ἴδιο ἀνάστημα καὶ μὲ τὸν ἴδιο ἀέρα,
μὰ γαληνόχαρη, χωρὶς κοντάρι καὶ σκουτάρι.
Κοντάρια εἶναι τὰ χέρια της, γιὰ νίκες, καὶ σκουτάρια,
καὶ εἶν' ἄβλαβο τὸ φοβερὸ τῆς Μέδουσας κεφάλι
μπροστὰ στὸ γκόρφι, τοῦ ἄϋλου κόρφου της κρεμαστάρι,
ποὺ ζωγραφίζει τὸ Χριστό, τ' ὁλόγλυκο παιδί της.

*

Ἀκρόπολις - Περθενών

Πίσω στὰ χίλια δεκαοχτώ. Μπρός, πίσω, πάαινε κ' ἔλα,
λάλα, φλογέρα βάρβαρη καὶ στοιχιωμένη γλῶσσα
στὸ στόμα τοῦ βρικόλακα, ποὺ κράζει κι ὁ ἐρχομός του
πὼς ἄν ἡ δόξα εἶναι καπνός, ἡ δόξα εἶναι καὶ βράχος.
Γιατὶ δὲ δύνεσαι νὰ πῇς, καθὼς θωρεῖς τον ἔτσι,
σκιάχτρο γιὰ τ' ἀναγέλασμα, πὼς εἶν' ἐκεῖνος ὁ ἴδιος·
καὶ μήτε ποὺ μπορεῖ νὰ πῇς, πὼς εἶναι κάποιος ἄλλος,
τὶ κ' ἔτσι ποὺ τόνε τηρᾶς, μὲ τὄνομά του μόβο
πέφτεις καὶ τόνε προσκυνᾷς. Ἐγὼ ἡ φλογέρα, ἡ μία,
στὸ ἀχείλι τοῦ βρικόλακα, κι αὐτὸς μαντατοφόρος
τοῦ κάτου κόσμου, ἀπ' τὴ νυχτιὰ τῆς ἄβυσσος σταλμένος,
ζῇ τὴ ζωὴ πιὸ δυνατὰ καὶ πιὸ φωτολουσμένα
κι ἀπ' τῶν ἀνθρώπων τὴ ζωὴ ποὺ χαίρονται τὴν ἥλιο.
Ἐγώ, φλογέρα βάρβαρη, κι ἁγιάζω τὸ σκοπό μου,
καὶ παίρνω ἀέρα σίβυλλας καὶ γίνομαι μαντεύτρα,
κι ὄμορφη ἀπὸ τὴν ὀμορφιὰ καὶ τῶν αἰώνων ὅλων,
σιμώνω ἐγὼ τὰ μακρινά, καὶ τὰ θαφτὰ ξεθάφτω,
τὸ πρωτινὸ τὸ νόημα στ' ἀνόητα ξανδίνω,
καὶ ξεσκεπάστρα τ' αὐριανοῦ, ξέχου ἤχου ξεφωνήτρα,
σοφοῦ, ποὺ σὰν πρωτάκουστος ξεσπᾶ καὶ σᾶς ξαφνιάζει,
τὰ ὀρέγομαι ὅλα τ' ἀγαθά, τ' ἀληθινά, τὰ ὡραῖα,
τὰ χαίρομαι, τὰ χαιρετῶ, καὶ πολεμῶ νὰ κάμω
νὰ χαιρετίσετε κ' ἐσεῖς κ' ἐσεῖς νὰ τὸ χαρῆτε
ξεχωριστά, καὶ πιὸ πολὺ ἀπὸ τ' ἄλλα, ἀπάνου ἀπ' ὅλα,
τὸ εὐγενικώτατο ἀγαθό. Σᾶς πάω πρός τὴν Ἀθήνα.

Ἐσ' εἶσαι ποὺ κορώνα σου φορεῖς τὸ Βράχο; Ἐσ' εἶσαι,
Βράχε, ποὺ τὸ ναὸ κρατᾶς, κορώνα τῆς κορώνας;
Ναέ, καὶ ποιὸς νὰ σ' ἔχτισε, μέσ' στοὺς ὡραίους ὡραῖο,
γιὰ τὴν αἰωνιότητα, μὲ κάθε χάρη Ἐσένα;
Σ' ἐσὲ ἀποκάλυψη ὁ ρυθμός, κάθε γραμμή, καὶ Μοῦσα·
λόγος τὸ μάρμαρο ἔγινε, κ' ἡ ἰδέα τέχνη, καὶ ἦρθες
στὴ χώρα τὴ θαματουργὴ ποὺ τὰ στοχάζεται ὅλα
μὲ τὴ βοήθεια τῶν Ὡρῶν τῶν καλομετρημένων,
ἦρθες ἀπάνου ἀπ' τοὺς λαοὺς κι ἀπάνου ἀπ' τὶς θρησκεῖες,
κυκλώπειε, λυγερόκορμε, καὶ σὰ ζωγραφισμένε.
Ὅμοια τὰ πολύτιμα παντοτινά μαγνάδια,
ἴδια στὴ στέγνια, στὴ νοτιά, στὸ φῶς καὶ στὸ σκοτάδι,
ποὺ χέρι δὲν ξεϋφαίνει τα, καὶ χρόνια δὲν τὰ φτείρουν,
καὶ μάτι δὲ μπορεῖ νὰ βρῇ πῶς ἀπ' ἀρχῆς πλεχτήκαν,
κι ἀνήμπορ' εἶναι ἡ μαστοριὰ νὰ τὰ ξαναρχινήσῃ,
στοιχιὰ γιατὶ τ' ἀργάστηκαν ἀπὸ δροσοσταλίδες
καὶ νέραϊδοι μὲ τοὺς ἀφροὺς καὶ ἀγγέλισσες μὲ ἀχτίδες.
Ἔτσι κ' ἐσύ. Οὔτε δύνοσουν ἀλλοῦ, ναέ, νὰ ζήσῃς
παρὰ ὅπου πρωτοφύτρωσες. Ἄνθός, κ' ἡ Ἀθήνα γάστρα.
Ἐδῶ τοῦ ἀθάνατου ἡ πηγή, τῆς ἐρμιᾶς τώρα ἡ κλάψα.
Στὴν ἴδια γῆ, στῶν ἴδιω σου θεῶν τὸ κατατόπι,
καθὼς φυτρώναν ἀπὸ τῶν ἀθάνατων τὰ δάκρυα
καὶ ἀπὸ μακάρων αἵματα, ποὺ στάζαν ἐδῶ κάτω
καὶ βοήθαγαν τὴ γέννα του, φύτρωσες ὡς φύτρωναν
οἱ νάρκισσοι κ' οἱ ὑάκινθοι καὶ οἱ δάφνες κ' οἱ ἀνεμῶνες
κι ὅσα ἀπ' τ' ἀνθρώπου τὸ κορμὶ στοῦ λουλουδιοῦ περνοῦσαν.
Κι ὅπου σοῦ πήρανε βλαστὸ καὶ σπόρο ὅσου σοῦ κλέψαν,
τὸ ξαναφύτρωμα ἄμοιαστο, γιὰ πάει τοῦ κάκου ὁ σπόρος.
Ναέ, τὰ θεμέλιά σου ἐσὲ δὲν εἶναι ριζωμένα
σὰ νὰ τὴ γγίξαν τρίσβαθα τὴν τέλειωση τοῦ κόσμου,
μηδὲ τὸ μέτωπό σου ἐσὲ πάει πέρα ἀπὸ τὰ γνέφια,
σὰν πυραμίδας κολοσσὸς ἀπάνου σ' ἐρμοτόπι
τῆς Ἀφρικῆς. Ἀνάλαφρα κρατᾶν ἐσὲ στοῦ ἀέρα
τὴ διαφανάδα τὴ γλαυκὴ τῶν Ὀλυμπίων τὰ χέρια.
Κ' ἡ ἀρχοντικὴ κορφή σου ἐσὲ δίχως θρασὰ νὰ πάῃ
γιὰ νὰ χαθῆ στὰ ἀπέραντα ποὺ μάτι δὲν τὴ φτάνει,
τὸ Πνέμα πρὸς τ' ἀπέραντα ξέρει ἁπαλὰ καὶ φέρνει.
Ἐσένα δὲ σὲ χτίσανε τυραγνισμένων ὄχλοι,
καματερὰ ἀνθρωπόμορφα σπρωμένα ἀπ' τὴ βουκέντρα
φαρμακερὰ κι ἀλύπητα δυνάστη αἱματοπότη.
Ἐσὲνα μὲ τὸ λογισμὸ κ' ἐσὲ μὲ τὸ τραγούδι
σὲ ὑψώσαν τῶν ἐλεύτερων οἱ λογισμοὶ ἐκεῖ ὅπου
καὶ ὁ Νόμος σὰν πρωτόγινε τῆς Πολιτείας προστάτης,
μὲ τὸ ρυθμὸ πρωτόγινε, κ' εἴταν κι αὐτὸς τραγούδι·
καὶ ὁ δαμαστής σου, μάρμαρο, ναέ, καὶ ὁ πλαστουργός σου,
δίχως νὰ ἱδρώσῃ νικητής, δίχως ἀγώνα πλάστης.
Κι ἀκούστε! Πρέπει κι ὁ ἄνθρωπος, κάθε φορὰ ποὺ θέλει
νὰ ξανάβρῃ τὰ νιάτα του, νἄρχεται στὸ ποτάμι
τῆς Ὀμορφιᾶς νὰ λούζεται. Σ' ὅλα μπροστὰ τὰ ὡραῖα
νὰ στέκεται ἀδιαφόρευτα καὶ γκαρδιακὰ νὰ σκύβῃ
προσκυνητής, ἐρωτευτής, τραγουδιστής, διαβάτης.
Κι ἀφοῦ ὅλων πάῃ ταξίματα καὶ ματαλάβῃ ἀπ' ὅλα,
πάλι καὶ πάντα νὰ γυρνᾷ σ' ἐσένα μ' ἕναν ὕμνο.
Μ' ἐσένα τὸ ξανάνιωμα τοῦ κόσμου ν' ἀρχινάῃ,
τοῦ κόσμου τὸ ξανάνιωμα μ' ἐσὲ νὰ παίρνῃ τέλος.
Ποῦ νὰ τὴ βρῶ, καὶ σὰν τὴ βρῶ, ποὺ νὰ τὴν καταλάβω
τῆς καλλονῆς σου τὴν ψυχή, ναέ, καὶ τῆς ψυχῆς σου
τὸ μυστικὸ πῶς νὰ τὸ πιῶ, τί δάχτυλα, ποιὰ χέρια
θὰ μοῦ τὸ παίξουνε, καὶ ποιὰ πνοὴ θὰ μοῦ κυλήσῃ
τὸ μυστικό σου μέσα μου σὰ ροδοκόκκινο αἷμα
γιὰ νὰ τὸ κάμω λάλημα, ποὺ νὰ τ' ἀξίζῃ ἐσένα;


Σ Η Μ Ε Ι Ω Μ Α
ΛΟΓΟΣ ΤΡΙΤΟΣ

Ἐπικὴ ἀπαρίθμηση τοῦ τροπαιοφόρου δρόμου τοῦ Βασιλιᾶ, ἀνάμεσ' ἀπὸ τὰ κάστρα, κι ἀπὸ τοὺς κάμπους καὶ τὶς λίμνες τῆς Μακεδονίας. Συντρίβει τὸ Βούργαρο ὅπου σταθῇ κι ὅπου περάσῃ. Τὸ ξάπλωμα τῆς φήμης του. Ἀποφασίζει νὰ προσκυνήσῃ τὴν Παναγιὰ ποὺ εἴτανε στὴ χάρη της ταμένος καὶ νὰ ψάλλῃ τὰ νικητήρια στὴν ὑπέρμαχη Στρατήγισσα. Δὲ στέκεται στὶς μεγὰλες μακεδονίτισσες ἤ θρακιώτισσες Πολιτεῖς, στὴν Ἔδεσσα, στὴ Θεσσαλονίκη, στὴν Ἑπτάλοφη. Μήτε στὴ Ρώμη, μήτε στὴν Ἀντιόχεια, μήτε στὴν Πέργαμο, μήτε στὴν Ἀλεξάντρεια. Ἴσα τραβάει πρὸς τὴν Ἀθήνα ποὺ φορεῖ κορώνα της τὸ Βράχο. Λυρική ἀποθέωση τοῦ Παρθενώνα.



Πηγή: Κ. Παλαμᾶ, Ἅπαντα, Τόμος Ε΄. Β΄ ΕΚΔΟΣΗ, ΓΚΟΒΟΣΤΗΣ
Η ΦΛΟΓΕΡΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ

Φωτογραφία: ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΑΙ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ

Ἑλλήνων Φῶς

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *