Μεθύστε μὲ τὸ ἀθάνατο κρασὶ τοῦ Εἰκοσιένα

Γράφει ὀ Δημ. Νατσιός

Τώρα μὲ τὸ μεγάλο συλλαλητήριο γιὰ τὴν Μακεδονία μας, ἂς θυμηθοῦμε ἀπὸ ποιοὺς καταγόμαστε, ποιοὶ μᾶς ἀπελευθέρωσαν. Μόνο ἔτσι θὰ καταλάβουμε πόσο μικρὸ καὶ ἀνίκανο εἶναι τὸ τωρινὸ σκουπιδαριὸ ποὺ “κυβερνάει” τὴ χώρα.

«Πᾶμε νὰ ἰδοῦμεν τοὺς παλιοὺς Ἕλληνες», νὰ ἀκούσουμε τοὺς πολέμαρχους τοῦ ᾽21, μᾶς ἔπνιξαν οἱ ἀναθυμιάσεις τῶν τωρινῶν δημοπιθήκων. Διαβάζεις τὰ ἀπομνημονεύματα καὶ τὶς φυλλάδες γιὰ τὴν Ἐθνεγερσία καὶ νομίζεις ὅτι ἀνοίγεις ἕνα «μυρογιάλι», ἐκεῖνα τὰ μικρὰ φιαλίδια ποὺ περιέχουν ἀρώματα ἐξαίσια. Ὀσμὴ εὐωδίας πνευματικὴ ἀναδίδεται, παρ᾽ ὅλα τὰ πάθια καὶ τοὺς καημοὺς ἐκείνης τῆς περιόδου. Ἔχω τὸ συνήθειο, ὅταν συναντῶ στὰ ἀναγνώσματά μου λόγια καὶ ἐπεισόδια, ποὺ στέκεσαι καὶ τὰ ξαναδιαβάζεις, ποὺ κρύβουν στὰ φυλλώματά τους πετράδια, νὰ τὰ καταγράφω, γιὰ νὰ μὴν λησμονηθοῦν. Σκοπός μου νὰ τὰ μοιραστῶ μὲ τοὺς μαθητές μου. Σ᾽ αὐτὲς τὶς ἐξοπλιστικὲς ἡλικίες, τὰ παιδιὰ δὲν θέλουν περισπούδαστες ἀναλύσεις καὶ κενόλογες φλυαρίες. Μαθαίνουν μὲ τὸ παράδειγμα, μὲ τὸ παραμύθι, μὲ τὴν ἀξία καὶ τὴν ἀρετὴ σαρκωμένες σὲ πρόσωπα. Παράδειγμα: Μάχη τῆς Γράνας, 10 Αὐγούστου τοῦ 1821. Βγῆκαν οἱ πολιορκημένοι στὴν Τριπολιτσὰ Τοῦρκοι νὰ χτυπήσουν τοὺς Ἕλληνες. Ὁ Κολοκοτρώνης εἶχε διατάξει νὰ ἀνοιχθεῖ τάφρος (γράνα) 700 μέτρων, βάθους ἑνὸς καὶ πλάτους δύο μέτρων. Κάποια στιγμὴ οἱ Τοῦρκοι ἐπιτίθενται στὴ γράνα καὶ ἀπὸ τὶς δύο μεριές. Ἔπρεπε ὁ Γέρος τοῦ Μοριὰ νὰ διατάξει τὰ παλληκάρια του νὰ χωριστοῦν, νὰ μοιραστοῦν τὰ καριοφίλια, νὰ «χτυποῦν» οἱ μισοὶ πρὸς τὴν μία πλευρὰ καὶ οἱ ἄλλοι μισοὶ πρὸς τὴν ἄλλη. Ἐρωτῶ τοὺς μαθητές μου πῶς τὸ ἔκανε πάνω στὴν ἀντάρα τῆς μάχης: Τοὺς βασάνισα κανένα πεντάλεπτο καὶ ἄκουσα ἀπίθανες ἀπαντήσεις. Τί εἶπε ὁ Κολοκοτρώνης καὶ ἀμέσως χωρίστηκαν τὰ ντουφέκια; «Κῶλο μὲ κῶλο ὠρὲ Ἕλληνες!». «Χαμὸς» στὴν τάξη, γέλια καὶ θαυμασμὸς γιὰ τὴν μεγαλοφυία τοῦ Γέρου.

«Ὁ Μιαούλης ἦταν γνωστὸς γιὰ τὴν παλληκαριά του καὶ τὴν ἀφοβία του ἐμπρὸς στὸν θάνατο. Μία φορά, στὰ νεανικά του χρόνια, ὁ Ἄγγλος ναύαρχος Νέλσων τὸν ἔπιασε νὰ προσπαθεῖ νὰ σπάσει μὲ τὸ καράβι του ἕναν ἀποκλεισμό του. Ὅταν τὸν ἔφεραν μπροστά του, τὸν ρώτησε: – Ἂν ἤσουν ἐσὺ στὴν θέση μου τί θὰ μ᾽ ἔκανες; Θὰ σὲ κρεμοῦσα στὸ πιὸ ψηλὸ κατάρτι! τοῦ ἀπάντησε ὁ Μιαούλης. Καὶ ὁ Νέλσων κατάπληκτος ἀπὸ τὸ θάρρος του τὸν ἄφησε ἐλεύθερο». (περ. «Γνώσεις», σελ. 66, 1958).

Πήγαινε στὴν κρεμάλα, τὸν ἀγωνιστὴ Θεόδωρο Γρίβα, ὁ Ἀλὴ πασάς. Ὁ Γρίβας, ὅταν πλησίασε ὁ δήμιος, κάλυψε τὸ κεφάλι του μὲ τὸ ἔνδυμά του. Τὸν ρωτᾶ τὸ θηρίο τῶν Ἰωαννίνων: «Γιατί σκέπασες τὸ κεφάλι σου; Φοβήθηκες τὸν θάνατο; Δὲν ἤξερες ὅτι ἀφοῦ ἀκολούθησες τὴν δουλειὰ τοῦ πατέρα σου αὐτὴ θὰ ἦταν ἡ τύχη σου; Δὲν φοβήθηκα τὸν θάνατο, ἀπεκρίθη ὁ Θεόδωρος, τὸν φόβο τὸν ἄφησα στὴν κοιλιὰ τῆς μάνας μου, οὔτε θὰ μείνω χωρὶς ἐκδίκηση. Καὶ πατέρα ἔχω καὶ τέσσερις ἀδελφούς, μὰ ντρέπομαι τὸν κόσμο ποὺ θὰ ἰδῆ νὰ πεθάνω ἔτσι καὶ ἀπὸ τὰ χέρια τέτοιων παλιανθρώπων (καὶ ἔδειξε τοὺς Γύφτους οἵτινες μετήρχοντο τὸ ἐπάγγελμα τοῦ δημίου). Ἐζήτησα τὸ θάνατο ὅπου ἔπρεπε, ἀλλ᾽ αὐτὸς μὲ ἀρνήθηκε. Καὶ ὁ Ἀλὴς τοῦ χάρισε τὴν ζωή». (Δ. Καμπούρογλου «Θ. Γρίβας», ἐκδ. «Βεργίνα», σελ. 18).

Στὶς 14 Φεβρουαρίου ὁ Ὀδυσσέας Ἀνδροῦτσος γράφει σὲ ἐπιστολή του πρὸς τὸν Ἀναστάσιο Λόντο τοῦτα τὰ ἀθάνατα λόγια: «Τὸν περισσότερο καιρὸ τῆς ζωῆς μου ποῦ τὸν ἐπέρασα; Τὸν ἐπέρασα σκοτώνοντας Τούρκους. Τὸν ἐπέρασα εἰς τὰ σπήλαια καὶ εἰς τὰ βουνά, τὰ καρτέρια τῶν δρόμων, οἱ λόγγοι καὶ τὰ ἄγρια θηρία εἶναι μάρτυρες ὅτι δυσκόλως ἔφευγε Τοῦρκος ἀπὸ τὰ χέρια μου, ἂν ζύγωνε καμμιὰ πενηνταριὰ ὀργιές». (Κάρπου Παπαδόπουλου, «Ὀδυσσεὺς Ἀνδροῦτσος καὶ Γ. Βαρνακιώτης», ἐκδ. «Πρωτοψάλτης», σελ. 65).



Πηγή: Χριστιανικὴ Βιβλιογραφία

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *