Ο ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ Τ' ΑΪ ΓΙΑΝΝΙΟΥ

cbd513e5f1b0085eb5dd85f81f502e6b

'Σ τὴ χώρα δὲν τὴν ξέχασαν, καὶ τὴ θυμοῦντ' ακόμα
Μὲ τὰ μεγάλα μάτια της καὶ τὸ μικρό της στόμα
                                     Τὴν ἄμοιρη Ἀνθούλα.
Ὅταν χαρούμεν' ἡ γιορτὴ τ' ἅϊ Γιαννιοῦ προβάλῃ,
Τὴ μελετάει καμμιὰ γρηά, κουνῶντας τὸ κεφάλι,
                                     Μὲ μιὰ κρυφὴ τρεμούλα.

Καὶ τὰ κορίτσια τὴν ἀκοῦν ποῦ τρέχουν διψασμένα
Μὲ χίλια δυὸ καμώματα τῆς μοίρας τὰ γραμμένα
                                     Τὴ 'μέρ' αὐτὴ νὰ ἰδοῦνε,
Καθὼς οἱ νιοὶ ποῦ ξενυχτοῦν μὲ χίλιες πατινάδες
Καὶ βγάνουν 'ς τὰ παράθυρα καὶ βλέπουν τὶς κυράδες,
                                     Ἐκεῖνες π' ἀγαποῦνε.

Κι' ἀκοῦνε γιὰ τὴν ἄμοιρη καὶ κάνουν τὸ σταυρό τουε
Κι' ἀνατριχιάζουν μιὰ στιγμή, κι' ἀπὸ τὸ λογισμό του
                                     Πάλι γοργὰ τὴ σβυοῦνε.
— Τ' ἅϊ Γιαννιοῦ ἠταν ἡ γιορτή, 'δῶ καὶ σαράντα χρόνια...
Θερίζονται οἱ θυμωνιές, παστρεύονται τἁλώνια,
                                     Καὶ τὸ θυμάρι' ἀνθοῦνε.

Τ' ἅϊ Γιαννιοῦ εἶν' ἡ γιορτή, κ' ἡ ὥρα μεσημέρι.
Μπῆκεν ἁψὺς ὁ θεριστὴς, βαρὺ τὸ καλοκαῖρι,
                                     Φωτιὰ ἡ ἀντηλιάδα,
Καὶ πουθενὰ καμμιὰ φωνή, καὶ πουθενὰ μιὰν αὖρα,
Μόνον ὁ τσίτσικας βαστᾷ, καὶ τραγουδᾷ τὴ λαῦρα,
                                     Πιστή του φιλενάδα.

Κι' ἄν ἴσκιος πέσῃ ἀλλόκοτος κάτου σὲ γῆ ἢ σὲ τοῖχο,
Σιγοσεισθῇ κἄνα κλαρὶ κι' ἀκούσῃς κἄναν ἦχο
                                     'Σὰ' γέλοιο, 'σὰ' φωνούλα,
Νεράϊδες εἶνε· ἀλλοίμονο 'ς τὸν ξέγνιαστο διαβάτη!
Αὐτὴ τὴν ὥρα μὲ καϋμὸ δειλὰ παραφυλάττει
                                     Κ' ἡ δόλια ἡ Ἀνθούλα.

Ὡραία εἶνε· μὰ γι' αὐτὸ σὲ πιάνη τόση λύπη!
Ροδάκινο ἀγένωτο κομμένο ποῦ τοῦ λείπει
                                     Δροσιά, τοῦ λείπει χρῶμα.
Μιὰ τρίχα μοναχὰ χρυσῆ μὲ τὴ ζωὴ τὴ δένει,
Καὶ φτάνει ἕνα φύσημα νὰ πέσῃ σωριασμένη
                                     Γλήγορ' ἀργὰ 'ς τὸ χῶμα.

Τὴν ὥρα ποῦ γεννήθηκε ἤτανε 'μέρα Τρίτη·
Ἀπ' τὸ καντύλι πὤκαιγε 'μπρὸς 'ς τὸ Χριστὸ 'ς τὸ σπίτι
                                     Ἐχύθηκε τὸ λάδι·
Εἶχαν ξεχάσει κ' ἄφισαν τρία κεριὰ ἀναμμένα·
Κ' ἡ μάννα ποῦ τὴν ἔβγαλε 'ς τὸ φῶς ἐμπῆκε, ὠϊμένα!
                                     'Σ τοῦ τάφου τὸ σκοτάδι.

Τὴν ὥρα ποῦ γεννήθηκε μιὰ φαρφουρένια γάστρα
Ἔγεινε χίλια τρίψαλα· κι' ἀνάμεσ' ἀπὸ τἄστρα
                                     Ξεχώρισ' ἕν' ἀστέρι
Καὶ ξάπλωσε κ' ἐχάθηκε... μιὰ κιτριὰ ἐμαράθη,
Καὶ κουκουβάγιας λάλημα μέσ' 'ς τῆς νυχτιᾶς τὰ βάθη
                                     Ἐσκόρπισε τἀγέρι.

Μὰ εἶνε σήμερα γιορτή, καὶ σήμερα ἡ Ἀνθούλα
Νοιώθει κ' ἐκείνη τὴ χαρὰ 'σαν καθεμιὰ παιδούλα·
                                     Μιὰν ἄπειρη παρθένα
Κι' ἂν εἶν' γκρεμὸς 'ς τὰ πόδια της, 'ς τὸ θάνατο κι' ἂν τρέχῃ
Μὲ τὰ δεξάξι χρόνια της 'ς τὸν οὐρανὸ τὰ ἔχει
                                     Τὰ μάτια γυρισμένα.

Ἔχει καϋμὸ τὴ μοῖρά της νὰ τὴ γλυκορωτήσῃ
Μήπως τῆς κάμῃ φανερὸ καὶ τῆς ὁμολογήσῃ
                                     Τὸ νιὸ ποῦ θὰ τῆς πέσῃ·
Μὴν ἦρθες καλορρίζικος ἐφέτος, ἅϊ Γιάννη,
Καὶ μέσ' 'ς τὸν κλύδωνα κρατᾷς τοῦ γάμου τὸ στεφάνι,
                                     Αὐτὸ ποῦ θὰ φορέσῃ.

Μὰ δὲν ἐπῆγε ριζικὸ 'ς τὸν κλύδωνα νὰ βάλῃ·
Δὲ' θέλει γιὰ συντρόφισσα καμμιὰ κοπέλαν ἄλλη
                                     'Σ τὸ μυστικό της νἄχῃ·
Τὴ μοῖρά της κι' ἀγνώριστη τὴν ἀγαπᾷ μὲ ζήλια·
Θέλ' ἡ στιγμὴ ποῦ καρτερεῖ μὲ καρδιοχτύπια χίλια
                                     Νὰ τὴν εὑρῇ μονάχη.

Τὴ 'μέρ' αὐτὴ, κάθε χρονιά, καθὼς μεσημεριάσῃ,
Ποῦ τὰ στοιχειὰ λυσσομανοῦν 'ς τὶς χῶρες καὶ 'ς τὰ δάση,
                                     Καθεὶς 'ς τὸν ὕπνο πέφτει,
Ὅποια βαστᾷ, σὲ κάμαρα σκοτεινιασμένη κλειέται
Κι' ἀνάφτει μόνο ἕνα κερὶ κι' ὁλόγυμνη κρατιέται
                                     Ἐμπρὸς εἰς τὸν καθρέφτη.

Καὶ τἄνατριχιάσματα, τὸ φῶς, τὸ χνοῦδ', ἡ ὡραιότη
Τῆς γύμνιας, ὅπου 'ντρέπεται ἀκόμη καὶ 'ς τὰ σκότη,
                                     Δύναμι ἔχουν τόση,
Ποῦ ἡ μοῖρα πειὰ σκλαβώνεται, κι' ἂν τῆς φυλάγῃ ταῖρι
'Σὰν ἀστραπὴ μέσ' 'ς τὸ γυαλὶ θὰ τρέξῃ νὰ τὸ φέρῃ
                                     Καὶ νὰ τὸ φανερώσῃ.

— 'Μπρὸς σὲ πλατὺ κι' ὁλόχρυσο τῆς Βενετιᾶς κρυστάλλι
Ποιὰ εἶν' αὐτὰ τἀμύριστα ξεσκεπασμένα κάλλη
                                     Ποῦ στέκουνε μὲ τρόμον
Καὶ τὸ γυαλὶ 'ς ἑνὸς κεριοῦ τὴ λάμψι δευτερώνει
Τῆς ὄψις τἀχνοφέγγαρο καὶ τῶν στηθῶν τὸ χιόνι,
                                     Τὸ μάρμαρα τῶν ὤμων;

Ἄχ! νἄμουν ὁ καθρέφτης σας, ὦ νιάρα τόσῳ ὡραῖα,
Τὸν πλέον ἐμμορφότεροβ τοῦ κόσμου βασιλέα
                                     Θὰ ἔδειχνα 'μπροστά σας,
Κ' ἔτσι θὰ σᾶς ξεπλήρωνα τὴν τόση μου εὐτυχία·
Γιατὶ ταιριάζουν βασιλιᾶ μονάχα μεγαλεῖα
                                     'Σ τὰ κάλλη τὰ δικά σας,

Εἶν' ἡ Ἀνθούλα ἡ ἄμοιρη· τῆς φαίνετ' ὁ καθρέφτης
Τῆς ἐμμορφιᾶς της τρυγητής, τῶν μυστικῶν της κλέφτης,
                                     Νομίζει πῶς τὴ βλέπει
'Σὰν ἕνα μάτι ἀχόρταγο· καὶ ρίχνει τὰ μαλλιά της
Τὰ φουντωτά κι' ὁλόμακρα, τἁπλώνει ὁλόγυρά της
                                     Καὶ τὰ φορεῖ γιὰ σκέπη.

Πότε δειλιάζει μιὰ στιγμή, τῆς ἔρχεται νὰ φύγῃ,
Καὶ πότε κλεῖ τὰ μάτια της, καὶ πότε τὰ ξανοίγει
                                     Καὶ διώχνει κάθε φρίκη.
Καὶ λάμπουνε τὰ μάτια της 'ς τἀχνόφωτα σκοτάδια
'Σὰ' δυὸ ζαφείρι' ἀτίμητα, 'σὰ' δυὸ χοντρὰ πετράδια
                                     Μέσα 'ς τὴν ἴδια θήκη.

Νά! μέσα, μέσα 'ς τὸ γυαλί, θαμπὰ θαμπὰ, 'ς τὰ βάθη,
'Σὰν κάποιο νέφος πρόβαλε κ' ἐπύκνωσε κ' ἐστάθη.
                                     Τὰ μάτια τῆς παρθένας,
Μαρμαρωμέν', ἀσάλευτα, θωροῦν ἀντικρυνά της,
Ὀπίσω καὶ παράμερα ἀπὸ τὴ ζωγραφιά της
                                     Νά ξεπετάγετ' Ἕνας!

Ἀγάλι' ἀγάλια ἐμπρὸς 'ς τὴ νιὰ ξανοίγετ' ἡ θωριά του,
'Σὰ' βράχος εἶναι τὸ κορμί, 'σὰν ἀστραπὴ ἡ ματιά του·
                                     Τὸ πρόσωπό του ἀγένειο
Τὸ μυστικό 'χει τῆς νυχτιᾶς καὶ τῆς φωτιᾶς τὸ χρῶμα,
Καὶ νοιώθεις πῶς χαμόγελο δὲ' φαίνεται 'ς τὸ στόμα
                                     Ποτὲ τὸ σιδερένιο.

Ἀγάλι' ἀγάλια δείχνεται ὁ φοβερὸς ὁ ξένος,
Βαρύς, συγνεφομέτωπος, καὶ λαμπροφορεμένος,
                                     Μ' ἀλλόκοτο στεφάνι.
Μαργαριτάρια ἢ δάκρυα λαμποκοποῦν, ποιὸς ξέρει,
Ἀπάνου 'ς τὸ στεφάνι του; κάτι κρατάει 'ς τὸ χέρι,
                                     'Σὰ' σπάθα, 'σὰ' δρεπάνι.

Καὶ   θ ὰ   σ ὲ   π ά ρ ω !  μιὰ φωνὴ τὰ σπλάχνα της ταράζει
Καὶ πάλι μέσ' 'ς τὴν ὄψι του ἡ λιγερὴ διαβάζει
                                     Γραμμένο:   θ ὰ   σ ὲ   π ά ρ ω !
Καὶ τρέμει καὶ ξαφνίζεται, λιγοψυχᾷ καὶ πέφτει,
Μὰ δὲν τὸ ξέρ' ἡ ἄμοιρη πῶς μέσα 'ς τὸν καθρέφτη
                                     Ἀγνάντεψε τὸ Χάρο!

Τὸν ἄλλο χρόνο τό 'νοιωσε, 'ς τὴν ὥρα τὴ στερνή της,
Ὅταν τῆς 'ξαναφάνηκε κ' ἐπῆρε τὴν ψυχή της
                                     Ὁ ἄγριος ψυχοκλέφτης
Καὶ νιότη, γνῶσι κ' ἐμμορφιὰ μέσα 'ς τὸν τάφο ρίχνει...
Καὶ 'ς ἄλλες γελαστοὺς γαμπρούς, ζωὴ δροσάτη δείχνει
                                     Τ' ἅϊ Γιαννιοῦ ὁ καθρέφτης!

Ἰούνιος 1884.



Πηγή: Κ. Παλαμᾶ, Ἅπαντα, Τόμος Α΄. Γ΄ ΕΚΔΟΣΗ, ΓΚΟΒΟΣΤΗΣ
ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΟΣ ΜΟΥ

Φωτογραφία: https://gr.pinterest.com/

Ἑλλήνων Φῶς

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *