Ο ΛΕΓΟΜΕΝΟΣ ΣΕΒΑΣΜΟΣ

respect_by_siwymortis-d34pvo8

Μοῦ ἔλεγεν ὁ κύριος Ἄλφα, ἀνώτερος ὑπάλληλος τοῦ Κράτους:

«- Ἕνα πρωὶ μπῆκε στὸ γραφεῖό μου κάποιος ἄνθρωπος ἀσπρομάλλης. Κάτι τι ἀπαιτοῦσεν, ἀνόητον· ἄπρεπος ἦταν ὁ τρόπος του. Δὲν πρόφτασα μήτε νὰ τοῦ μιλήσω τίποτε τοῦ ἀνθρώπου· μόνον κάποιο νευρικό μου κίνημα θὰ τοῦ ἔδειξε τὴν ἀνυπομονησία μου. Δὲν ἔχασε καιρὸν ὁ ἀσπρομάλλης ἄνθρωπος -ἀλύγιστος, μεγαλοπρεπέστατος- σήκωσε τό χέρι, σὰ νὰ ἤθελε νὰ ξαπολύσῃ κατεπάνω μου ὅλων τῶν αἰώνων τ' ἀναθέματα, καὶ μοῦ ἐβροντοφώνησε τὰ ἑξῆς:

- Κύριε, σεβασθῆτε τὰς λευκάς μου τρίχας!

Καὶ μοῦ ἔδειξε τὴ ράχη του. Ἐννοεῖται πὼς ἀπέμεινα κεραυνομένος. Μήτε ποὺ πρόφτασα νὰ τοῦ ἀποκριθῶ κάτι ποὺ μοῦ ἦρθε στὸ στόμα κάπως ἀργά.

- Κύριε ὅλων τῶν χρωμάτων οἱ τρίχες εἶναι σεβαστές, φτάνει νὰ μὴ μᾶς παραφορτώνωνται!»

Ὁ σύντομος αὐτὸς μῦθος χρειάζεται τὸ ἀκόλουθον, ὀλιγώτερο σύντομον, ἐπιμύθιον:

Τὰ καθιερωμένα ἀπὸ χρόνια πατροπαράδοτα δὲν ἐξετάζονται καὶ δὲ βασανίζονται· δεμένα μέσα σὲ μίαν ἱερατικὴν ἀκινησίαν, ἀποχτοῦνε γιὰ τοὺς ἀνθρώπους μίαν ἱερότητα τυραννικήν. «Πρόληψες τῶν ἀνθρώπων, τύραννοι τῆς ψυχῆς!» κράζει ὁ ποιητὴς ὁ παλαιός. Ἀπὸ σχετικὲς ἀλήθειες γίνονται ἀγάλια ἀγάλια κάτι σὰν ἀπόλυτοι νόμοι· ἀπό κανόνες καλῆς συμπεριφορᾶς παίρνουν μιὰν ἐπισημότητα θρησκευτικῶν συμβόλων. Εὐτυχῶς ὁ κόσμος πολὺ περισσότερα λιβάνια καίει στοὺς τυράννους τοῦ εἴδους αὐτοῦ, παρ' ὅσα ἔργα γιὰ τὴ χάρη τους ἐργάζεται. Πρόληψις ἀπὸ τὶς πλέον ἀλόγιστες, ἀλλὰ καὶ πρόληψις χιμαιρική, εἶναι ὁ λεγόμενος σεβασμὸς πρὸς τοὺς πρεσβυτέρους. Μάθημα ἠθικῆς δὲ γράφω ἐδῶ πέρα· καὶ φανερὸ πὼς ὁ λόγος μου δὲν εἶναι γιὰ τὸ σέβας ποὺ χρεωστοῦνε βέβαια στὸ κοινωνικό τους φέρσιμον οἱ μικροὶ πρὸς τοὺς μεγάλους, οἱ νεώτεροι πρὸς τοὺς γεροντότερους. Δὲ στοχάζομαι τὴν ὣρ' αὐτὴ τὰ σπήτια, τὰ σαλόνια, τὰ σχολεῖα, τὶς πλατεῖες, κάθε κύκλο ποὺ μέσα του ἡ εὐγένεια καὶ ἡ ἀνατροφὴ ἐπιβάλλει κάθε προσοχὴ στοὺς τρόπους καὶ στὰ μιλήματα τῶν κοινωνικῶν ἀνθρώπων. Βλέπω σὲ κάτι τι οὐσιαστικώτερον. Βλέπω πρὸς τὸν ἀχανῆ, πρὸς τὸ διγενῆ κόσμο τῆς Σκέψης ἀπὸ τὴ μιὰ μεριά, τῆς Ἐνέργειας ἀπὸ τὴν ἄλλη. Καὶ στοχάζομαι πὼς μήτε ἡ σκέψις θὰ μποροῦσε νὰ τραβήξῃ ἐμπρὸς καὶ νὰ μᾶς ξεσκεπάσῃ παραδείσους, μήτε ἡ ἐνέργεια ν' ἀστράψῃ καὶ νὰ βροντήσῃ, καὶ νὰ μᾶς χτίσῃ πολιτεῖες, μὲ συνθήματα κοιμισμένων, παραλυτικῶν καὶ ρουτινιέρηδων, καθὼς εἶναι τὸ περίφημο σύνθημα: Σεβασμὸς πρὸς τοὺς πρεσβυτέρους! Κάτι τι ποὺ πάει ἐμπρὸς καὶ κάθε τι ποὺ προοδεύει, τὸ πρόσταξεν ἡ μοῖρα νὰ πετᾷ καὶ νὰ ὑψώνεται μὲ τὰ φτερὰ μιᾶς κάποιας ἀσέβειας.

Ὡραῖα εἶναι τ' ἄσπρα τὰ μαλλιά, φτάνει νὰ μὴν ἔχουν τὴν ἀνόητη ἀπαίτηση νὰ δέσουν τὸ κυμάτισμα, νὰ φράξουν τὴν ὁρμὴ τῶν ξανθῶν καὶ τῶν μαύρων μαλλιῶν· γιατὶ τότε ἀξίζει νὰ ξερριζωθοῦνε τἄσπρα τ' ἀσυλλόγιστα μαλλιά, καὶ μιὰ ὥραν ἀρχήτερα νὰ κλειδωθοῦνε στὴ σκοτινιὰ τὴν ἐντάφια. Δὲν ἔχει τόπον ἡ εὐλάβεια πρὸς τὰ φαντάσματα, ὅπου λάμπει ἀκόλαστος ὁ ἥλιος, ὅπου ἡ ζωὴ ἀκράτητη λαχταρίζει.

Καὶ ὅμως πόσες φορὲς ἀκοῦμε γύρω μας ψιθυρίσματ' ἄγρια καὶ φοβερίσματα θυμοῦ καὶ καταφρονετικώτατα περίγελα: Τί τρέχει;—Τίποτε. Κάποιος ἀσεβής, κάποιος ξαδιάντροπος!—Ποῦ εἶναι καὶ τό ἔκαμεν ὁ ἀσεβὴς καὶ ὁ ξαδιάντροπος;—Καὶ ὁ ἀσεβὴς καὶ ὁ ξαδιάντροπος εἶναι τὰ εἴκοσι χρόνια, ποὺ ἐτόλμησαν νὰ εἰποῦνε πρὸς τὰ χρόνια τὰ σαράντα: Τὰ λόγια σας ἄνοστα, καὶ τὰ καμώματά σας ἄχαρα. Τὰ νιᾶτα μᾶς δασκάλεψαν ἐμᾶς κάποια ἄλλα λόγια. Τὰ χρυσᾶ ὄνειρα μᾶς ἀνοίγουν ἕνα δρόμο πρὸς ἄλλα καμώματα!—Καὶ ὁ ἀσεβὴς καὶ ὁ ἀδιάντροπος εἶναι τὰ σαράντα χρόνια ποὺ σκύβουν καὶ μιλοῦνε μυστικὰ πρὸς τὰ χρόνια τὰ ἑξῆντα:—Εἶναι πιὰ καιρὸς νὰ ξεκουραστῆτε. Ἦρθε ἡ ὥρα νὰ τραβηχτῆτε! Τὰ μάτια μας ἐμᾶς βλέπουν πολὺ μακρύτερα. Τὰ πόδια μας δὲν λυγίζουν!

Ἄν μποροῦσε νὰ ὑπάρχῃ στὴ ζωὴ ὁ ἐλεεινὸς αὐτὸς σεβασμὸς τῶν νεωτέρων πρὸς τὰ γεροντότερα πρόσωπα καὶ πράγματα, δὲ θὰ ὑπῆρχε φῶς, ξημέρωμα ξαναγέννημα, προκοπή, πολιτεία, ἐπιστήμη, τέχνη, σοφία, φαντασία, μεγαλουργία, δόξα. Μόνο στὴν πατρίδα τῶν χαύνων καὶ τῶν ὀκνῶν πέραση βρίσκουν τέτοιοι σεβασμοί.

Ὅμως κάθε ἄνθρωπος δὲν ἔχει δικαίωμα νὰ εἶναι ἀσεβής. Ὅπου δὲν φέρνει μοιραῖα τὴν ἀσέβεια κάποιο σοβαρὸ χρέος καὶ κάποιος ἔρωτας εἰλικρινὴς γιὰ κάτι τι ἀληθινό, γιὰ κάτι τι ὡραῖον, ἡ ἀσέβεια εἶναι ἐγκληματική, εἶναι ἀτιμία. Εὔλογα ἀσεβοῦν ἐκεῖνοι ποὺ αἰσθάνονται μέσα τους μιὰ ὁρμὴ καὶ μιὰ φλόγα. Γκρεμίζω τὸ εἴδωλο. Θέλω νὰ ὑψώσω τὸ ἄγαλμα. Δὲν ὑποφέρω τὰ στενὰ τὰ μέτωπα. Χτυπᾶτέ τα. Προσκυνῆστε τὴν ἰδέα μου τὴν πλατυμέτωπη!

Ἄτιμα ἀσεβοῦν ἐκεῖνοι, οἱ ζητιᾶνοι, καὶ οἱ γυμνοὶ καὶ οἱ λιμασμέμοι· ἐκεῖνοι ποὺ σκεπάζονται μὲ τὰ κουρέλια τῶν ντυμένων, μὲ τἀποφάγια τῶν πλουσίων δείπνων, μὲ τὰ ἐλέη τῶν πονετικῶν, καὶ ποὺ εἶναι πρώτη τους δουλειὰ νὰ πετάξουν τὰ γλυμμένα κόκκαλα στὰ πρόσωπα ἐκείνων ποὺ τοὺς ἔθρεψαν, καὶ νὰ γελάσουν μὲ τὴ φορεσιὰ ἐκείνων ποὺ τοὺς ἔντυσαν.

Καταλαλητὴς τοῦ Ὁμήρου εἶναι ὁ Ζωΐλος. Τοῦ Ὁμήρου καταλαλητὴς καὶ ὁ Ξενοφάνης. Ὁ πρῶτος ἐσκόρπισε σὲ λόγους ἐπιλόγων τὴ χολή του κατὰ τοῦ ποιητῆ· ὁ δεύτερος μὲ θυμωμένους ἰάμβους ἐσαΐτεψε τὸν Ὅμηρο. Ὁ πρῶτος εἶναι ὁ ἄτιμος ἀσεβὴς (Δὲν τὸν παίρνω στὸ λαιμό μου τὸν ἄνθρωπο· ἔτσι μᾶς τὸν ἐπαράδωσεν ἡ ἱστορία, καὶ τώρα, ποὺ ἔτσι τὸν ἀναφέρω τὸ Ζωΐλο, ἀκολουθῶ κάπως τυφλά, κ α λ ῇ  τ ῇ  π ί σ τ ε ι, καθὼς λέμε, τὰ πατροπαράδοτα). Γιατὶ ὁ Ζωΐλος εἶναι ὁ τύπος τοῦ στείρου καὶ τοῦ στενοκέφαλου στολαστικοῦ ποὺ ξεθυμαίνει δέρνοντας τὴν ἀθάνατην ὡραιότητα. Ἐνῷ ὁ Ξενοφάνης, ὁ φιλόσοφος ποιητής, εἶναι ὁ δίκαιος ἀσεβής. Μὲ μάτια πανθεϊστικὰ τὸν κόσμον ἔβλεπε, καί, φυσικά, δὲν ἠμποροῦσε νὰ ὑποφέρῃ τὸν ὁμηρικὸν ἀνθρωπομορφισμό· οἱ θεοί, καθὼς τοὺς ἐπαράσταινεν ὁ Ὅμηρος, τοῦ ἐφαίνονταν ἕνας ξεπεσμὸς τῆς θείας Ἰδέας, ὅπως αὐτὸς τὴν ἐφαντάζονταν.

Ὁπωσδήποτε, εἴτε Ζωΐλος εἶσαι εἴτε Ξενοφάνης, δὲν ἠμπορεῖς ἐμπρὸς νὰ τραβήξῃς, παρὰ μὲ κάποια δόση ἀσέβειας. Τὸ πρᾶγμα εἶναι στὸ νόμο τῆς ζωῆς. Καὶ δὲν μποροῦμε νὰ ὑπάρξωμεν ἔξω ἀπὸ τὴ ζωή.

      Ἐφ, «Ἑστία», 9 Ὀκτ. 1901.



Πηγή: Κ. Παλαμᾶ, Ἅπαντα, Τόμος ΙΣΤ΄. Β΄ ΕΚΔΟΣΗ, ΓΚΟΒΟΣΤΗΣ
ΜΕΛΕΤΕΣ-ΑΡΘΑ-ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ (1897-1907)

Φωτογραφία: http://www.deviantart.com/

Ἑλλήνων Φῶς

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *