Ο ΠΕΖΟΛΑΤΗΣ

Ὁ τάφος τοῦ Καζαντζάκη

«...Στάθηκε ἀψηλά σὲ μιὰν τάπια χορταριασμένη. Κοίταξε πέρα τὸ πέλαο, χοχλακιστό, κατάμπλαβο, νὰ στραφταλίζει στὸν ἥλιο καὶ νὰ χάνεται, πέρα, κατάβορρα, κατά τὴν Ἑλλάδα ... ἀναστέναξε»

Ἡ ὥρα δὲν ἦρθε ἀκόμα νὰ πεῖ ἡ Ἱστορία τὸ λόγο της γιὰ τὸν Καζαντζάκη. Κι' ὅποιος λέει «Ἱστορία», λέει Κριτική. Ὄχι μόνο γιατὶ τὸ κρύσταλλο τῆς στιγμῆς θαμπώνεται ἀπὸ τὸ ζεστὸ χνῶτο τῶν συναισθημάτων, ἀπὸ τὶς θολὲς ἄχνες τῶν προκαταλήψεων, τῶν κάθε λογῆς ὑστερισμῶν, ἀπὸ τὴν ἀσφυξία τοῦ χώρου, τέλος, ποὺ ἐμποδίζει καὶ τὸν ἀερισμὸ τῆς ἀτμοσφαίρας καὶ τὴν προοπτική. Ἀλλὰ καὶ γιατὶ τὸ συγκεκριμένο εἶδος, ἡ πνευματικὴ οἰκογένεια ὅπου ἀνήκει ὁ Καζαντζάκης, δὲν εἶναι ἀπὸ ἐκεῖνες ποὺ προσφέρονται στὴ συνοπτική ματιά. Οἱ πνευματικοὶ πεζολάτες καθὼς αὐτὸς ξεφεύγουν ἀπὸ τὰ καθιερωμένα σχήματα, ἔχουν κάτι τὸ ρευστὸ καὶ τὸ ἄστατο, παράδοξο γνώρισμα ἂν τὸ συνδυάσει κανένας μὲ τὴν ἀπίστευτη στερεότητα τῆς προσωπικῆς τους παρουσίας.

Στὴν πραγματικότητα, ἡ ἰδιοτυπία τούτη εἴταν πολὺ περισσότερο αἰσθητὴ στὰ παλιότερα χρόνια, πρὶν ἀπὸ τὴν τελευταία μεταμόρφωση τοῦ Καζαντάκη, τὴν προσαρμογή του δηλαδὴ στὴν πειθαρχία τοῦ μυθιστορήματος. Ὁ αὐτοπεριορισμός του ἄλλωστε τῆς μυθιστοριογραφικῆς περιόδου εἴταν ἠθελημένος, ὅπως εἴχαμε ἰδεῖ νὰ δηλώνει ὁ ἴδιος ὁ συγγραφέας σὲ συνέντευξή του σὲ ξένη ἐφημερίδα: γιὰ νὰ πραγματοποιηθεῖ ἡ ἐπικοινωνία του μὲ τὸ παγκόσμιο κοινό. Ἆθλος -οὔτε λόγος!- ἄν σκεφτεῖ κανένας πὼς δὲν ἀρκεῖ, κατὰ κανόνα, νὰ θέλεις κάτι, στὸν τομέα τῆς Τέχνης, καὶ γιὰ νὰ τὸ πετύχεις. Οἱ ξένοι ὅμως, ποὺ ξέρουν ἕνα μυθιστοριογράφο Καζαντζάκη, κι' ἂς τὸν ἐκθειάζουν τόσο, δὲν ἔχουν πληροφορηθεῖ παρὰ ἕνα πολλοστημόριο μονάχα τῆς πνευματικῆς ἀγωνίας του, μιὰ μοναδικὴ πλευρὰ τῆς ἀληθινῆς του φυσιογνωμίας -τὴν πιὸ πρακτική. Ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴ συγκεκριμένη ἀξία τῶν τελευταίων του ἔργων, ὅποιος τὸν περιορίζει σ' αὐτὸ τὸν φτωχαίνει. Καὶ εἶναι ὅ,τι γίνεται, οὐσιαστικά, ἀπὸ τὴ μεγαλύτερη μερίδα τοῦ εὐρύτερου κοινοῦ, ἀκόμα καὶ τοῦ δικοῦ μας: Ἔμαθαν ν' ἀκοῦνε τὸν Καζαντζάκη ἀπὸ τὰ τελευταῖα ἔργα του, ἀκολούθησαν -ὅπως γίνεται πάντα- τὸ ρεῦμα, καὶ ἀναπαύονται στὴν ἐνατένιση μιᾶς ἐπίπεδης μορφῆς.

Διαφορετικὴ ἐντελῶς ἐντύπωση εἴχαμε ὅσοι θητέψαμε στὰ ἑλληνικὰ Γράμματα μέσα στὰ τριάντα χρόνια ποὺ μᾶς πέρασαν. Μυθιστοριογράφους, λυρικοὺς ποιητές, θεατρικοὺς συγγραφεῖς, γνωρίσαμε ἀρκετούς, βλέπαμε ἄλλους νὰ ξεμυτίζουν κάθε μέρα. Γύρω, παντοῦ στὸν κόσμο, κυκλοφοροῦσαν ἄλλοι τέτοιοι πλῆθος, καὶ καλοὶ καὶ μέτριοι. Ὁ Καζαντζάκης εἴταν κ ά τ ι ἄ λ λ ο. Συχνά, μάλιστα, πολλοὶ ἀπὸ μᾶς, χωρὶς νὰ ὑποπτεύονται πὼς αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ «κάτι ἄλλο» εἴταν ὁ ἀληθινὸς πλοῦτος, ἡ ἀναντικατάστατη φυσιογνωμία τοῦ Καζαντζάκη, ὁ προσωπικὸς τόνος του, τὸν ἔψεγαν ποὺ δὲν ταιριάζει σὲ κανένα ἀπὸ τὰ καθιερωμένα καλούπια: οὔτε ποιητής - ποιητής, οὔτε φιλόσοφος - φιλόσοφος, οὔτε διηγηματογράφος - διηγηματογράφος! Παραξενεύονταν μερικοὶ γιατὶ ἔβλεπαν πὼς περισσότερο ἀπὸ ὅλα τὰ γραφτά του ἀγαποῦσαν, λόγου χάρη, τὰ Ταξίδια του -ἕνα εἶδος ἐπιτέλους ὄχι κι' ἀπόλυτα πολιτογραφημένο, περίπου αἱρετικό. Δὲν ἔβλεπαν τὶ βαθύτερη περιπλάνηση ἀνιστοροῦσαν αὐτὰ τὰ ταξίδια. Φοβόνταν πὼς ἄν ποῦνε τὶς προτιμήσεις τους δυνατά, θὰ εἶναι κάτι σὰν ἔμμεση ἀποδοκιμασία, σχεδὸν εἰρωνεία πονηρή. Φαντάζομαι πὼς κι' ὁ ἴδιος ὁ Καζαντζάκης ἂν ἄκουγε κάτι τέτοιο, θ' ἀγανακτοῦσε. Τόσο οἱ ἄνθρωποι, κ' οἱ καλύτεροι κ' οἱ χειρότεροι, εἴμαστε μαθημένοι νὰ ὑπηρετοῦμε· σε προλήψεις. Σάμπως νὰ ἔχει καμμιὰ σημασία τὸ μὲ ποιὸν τρόπο, μὲ πιὸ συγκεκριμένο μέσο, μεταδίνει τὸ προσωπικό της μήνυμα μιὰ ἀνθρώπινη συνείδηση. Καὶ σάμπως τὸ σπουδαιότερο νὰ μὴν εἶναι τὸ περιεχόμενο ἀλλὰ τὸ περιέχον. Παραμυθάδες ἔχουμε ἀρκετούς, στιχοπλόκους ποὺ περνᾶνε γιὰ ποιητὲς τὸ ἴδιο, ἀλλὰ συνειδήσεις ἄγρυπνες κρυφοφέγγουν γύρω ἐλάχιστες. Κι' ἕνας συγγραφέας εἶναι πρῶτ' ἀπ' ὅλα αὐτό: Μιὰ ἄγρυπνη συνείδηση μὲ προσωπικὸ ἦθος. Αὐτὸ ἢ τίποτα. Στὸν κόσμο τῶν Γραμμάτων κάθε τόπου καὶ κάθε ἐποχῆς κυκλοφοροῦν πολλοὶ ποὺ εἶναι Τίποτα μὲ χρυσὰ κεφαλαῖα.

Ἡ ἐποχή μας βοηθάει ἰδιαίτερα στὸ ξεκαθάρισμα αὐτῆς τῆς πλάνης. Ἡ ἐποχὴ τούτη, ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ὑφή της εἶναι μιὰ καταγγελία ἀδυσώπητη τῆς ἀνύποπτης μωρίας πού, βασισμένη στὴν κεκτημένη ταχύτητα, στὴν ἀδράνεια τῶν κακῶς κειμένων καὶ στὸν προσωπικό της στόμφο, ἔχει πετύχει νὰ γίνει μακάριο καθεστώς. Ποτὲ οἱ διάφορες ἐπισημότητες δὲν εἴταν τόσο ἐκτεθειμένες ὅσο τώρα. Γιατὶ ἡ ἱστορικὴ στιγμὴ δὲν δουλεύει σ' ἐπιχρυσωμένες συμβάσεις. Εἶναι μιὰ ὥρα εἰκονοκλαστικὴ καὶ βλάσφημη, ὄχι ἀπὸ μελοδραματικὸ ρωμαντισμὸ μὲ θεαματικὲς κάπες καὶ κορῶνες ἀλλὰ ἀπὸ μιὰ συμπυκνωμένη ἐσωτερικά, μαθηματικὴ ἀναγκαιότητα, ψυχρὴ στοὺς ἀλγεβρικοὺς τύπους της, χοχλακιστὴ στὴν ἔξαρσή της. Σὲ τοῦτο ἀκριβῶς βρίσκεται ἡ προσωπική, ἡ ἀντρίκια ὀμορφιὰ τῆς ἐποχῆς αὐτῆς. Τοὺς παραμυθάδες λοιπὸν τοὺς ἀμέριμνους, τοὺς ποειάστρους τοὺς λιπόθυμους, τοὺς ἀποβάλλει. Ὅπως ἡ κάθε ἀνθρώπινη ὥρα πλάθει τοὺς ὑποκειμενικοὺς φορεῖς της, ποὺ ἔχουν τὴ σφραγίδα της, ἔτσι κι' αὐτὴ ἐδῶ. Τῆς περσεύουν οἱ τύποι ποὺ ἔπλασαν ἄλλοι αἰῶνες. Τὸ λέγαμε τὶς προάλλες μὲ ἀφορμὴ τὸν Ἀλβέρτο Κάμυ. Τὸ ξαναλέμε τώρα γιὰ τὴν περίπτωση τοῦ Καζαντζάκη. Τὸ μεγαλεῖο τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶναι πὼς ἔγραψε πέντε μυθιστορήματα παγκόσμιας ἐπιτυχίας. Ἡ ἐπιτυχία εἶναι ἄραγε μέτρο γιὰ τὸ κάθε τί; Καὶ τὶ θὰ πεῖ «μυθιστόρημα»; Κάτι ποὺ τὸ διαβάζει κανένας καὶ γλυκαίνεται ἢ νανουρίζεται; Γιὰ τ' ὄνομα τοῦ Θεοῦ! στὴν ὥρα ποὺ γίνεται ἡ ἀναμέτρησή μας μὲ τὸ Διάστημα τέτοιες ἐνασχολήσεις! «Δὲν μ' ἐνδιαφέρει ἂν ἡ μαρκησία πῆγε στὸ τσάϊ στὶς πέντε ἡ ὥρα» -ποτὲ ὁ λόγος τοῦ Βαλερὺ δὲν δείχτηκε πιο ἐπίκαιρος. Τὸ «μυθιστόρημα» -ἢ τὸ «ποίημα», ἢ τὸ «δρᾶμα», δὲν ξεσχίζουν σὰν ἀνατριχιαστικὲς παραφωνίες τ' αὐτιὰ παρὰ μόνον ἂν ὑποβαστάζονται, δικαιώνονται, συμβολίζουν, κάτι ἄλλο.

Τί ἄλλο; Τὸν μύθο μιᾶς συνείδησης ποὺ μάχεται γιὰ νὰ τοποθετηθεῖ ἀπέναντι στὸ σύμπαν, νὰ δώσει μιὰν ἑρμηνεία, δηλαδὴ ἕνα νόημα στὴ ζωή. Ὄχι φιλοσοφικὴ ἑρμηνεία, ὄχι ἕνα οἰκοδόμημα ἀπὸ συλλογισμούς, μὲ δραματικὴ ἔστω ἀφετηρία. Σὲ τοῦτο εἶναι ποὺ σφάλλουν πολλοὶ λογοτέχνες -ὁλκῆς, φυσικά, γιατὶ οἱ ἄλλοι δὲν εἶναι ἄξιοι οὔτε νὰ σφάλλουν. Ἀπὸ τὸν ποιητὴ δὲν γυρεύουμε λύσεις σὲ προβλήματα, διαιώνια ἢ καιρικά. Ἀπὸ τὸν ποιητὴ γυρεύουμε τὸ χρονικὸ τῆς ἐσωτερικῆς ποντοπορίας μας, ἕνα ἡμερολόγιο καταστρώματος βρεγμένο ἀπὸ τὴν ἅρμη τοῦ ὠκεανοῦ κι' ἀπὸ τὶς καυτὲς στάλες τῶν καταιγίδων. Εἶναι ἕνα τεφτέρι μὲ καρουλιασμένα φύλλα, ποὺ δὲν ἐξηγεῖ καὶ ποὺ λυτρώνει. Σὲ τελευταία ἀνάλυση, θέαμα -καὶ θέμα- γιὰ τὸν ἄνθρωπο εἶναι μόνον ὁ ἄνθρωπος; Στὸ φρικιαστικὰ ἄμορφο πρόσωπο τοῦ διαστήματος δὲν βλέπουμε καὶ δὲν ἐξερευνοῦμε παρὰ τὴν ἀγωνία μας νὰ τὸ ἀφομοιώσουμε, νὰ τὸ τιθασέψουμε, νὰ τὸ ἐξευμενίσουμε, μήπως καὶ μᾶς γίνει ἔτσι πιὸ φιλόξενο, ἢ τουλάχιστο πιὸ νοητό.

Ὁ Καζαντζάκης εἶναι ὁ πρῶτος λογοτέχνης μας ποὺ εἶχε ἕνα προσωπικὸ ὅραμα τοῦ κόσμου. Καὶ πάλι, ὅταν λέμε «ὅραμα», δὲν ζητᾶμε συνέπεια λογική, φιλοσοφική, ἀφηρημένη. Ζητᾶμε συνέπεια ἀνθρώπινη, κάτι τὸ αὐθεντικό, τὸ ζυμωμένο μὲ ἱδρῶτα καὶ μὲ δάκρυα. Τὸ ὅραμα ἑνὸς λογοτέχνη δὲν κρίνεται ἀπὸ τὴ θεωρητικὴ ἰδιομορφία του· κρίνεται ἀπὸ τὴ δραματική του ἔνταση. Τὸ σύστημα ἑνὸς φιλοσόφου ἀνάγκη νὰ τοῦ εἶναι προσωπικό, ἢ τουλάχιστο συνθεμένο ἀπὸ στοιχεῖα ἀφομοιωμένα. Τὸ ὅραμα ἑνὸς ποιητὴ ἔχει αὐθεντικότητα ὅταν ὁ οἶστρος ἔχει δύναμη. Μᾶς ἐπιβάλλεται εὔκολά, φτάνει ἐκεῖνος ποὺ τὸ ἔζησε νὰ τὸ ἔχει πρῶτος πιστέψει.

Ὁ Καζαντζάκης τοῦ καιροῦ τῆς νιότης μας, συνείδηση ἀνήσυχη, περιφερόμενη στὸν κόσμο, ἀντιπροσώπευε αὐτό: τὴν τιμή τοῦ Πνεύματος, ποὺ εἶχε νηστικό, σκαμμένο πρόσωπο, τ' ἄγρυπνα μάτια τῆς μεγάλης Ἀγωνίας.

ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ
«Τὸ Βῆμα», 6-11-57



Πηγή: «Νέα Εστία», τχ. 729, 1957

Ἑλλήνων Φῶς

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *