Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΖΩΗ

Παῦλος Μελᾶς

Ὅλη τὴ ζωή του πάλευαν μέσα του ὁ κόσμος ὁ μέτριος καὶ οἱ πόθοι οἱ δικοί του καὶ ὁ πόλεμος αὐτὸς τοῦ ἔφερνε βαρειὰ στενοχώρια. Ποτὲ δὲν μπόρεσε νὰ τοῦ φανῆ ἀρκετὴ ἡ γύρω μετριότητα καὶ, εἴτε ξέροντάς το εἴτε μή, γύρευε πάντα κάτι περισσότερο ἤ κάτι ἄλλο. Νίκησε τέλος ἡ ψυχή του, μὰ τοῦ πῆρε, προτοῦ γεράση, τὴ ζωή. Μὲ τὸ θάνατό του νίκησε τὴ μετριότητα.

Ὁ θάνατός του εἶνε ζωὴ στοὺς κουρασμένους ἀπὸ τὴ μετριότητα τοῦ κόσμου. Ὁ θάνατός του ἀνασταίνει τοὺς κοιμισμένους, ταράζει τοὺς μαργωμένους, δυναμόνει τοὺς ἀδύνατους, δροσίζει τοὺς διψασμένους, ὁ θάνατος τοῦ Νέου, ὁ θάνατος τοῦ Ὡραίου, ὁ θάνατος τοῦ Ἀντρείου.

Στὰ βουνὰ τῆς Μακεδονίας βρέθηκε μόνος, ἀβοήθητος. Καὶ σηκώθηκε τότε, γιὰ τὴν ἀγάπη τῆς πατρίδας, ποῦ μόνη τοῦ ἀπόμεινε καὶ τὸν ἐβαστοῦσε ἀκόμη, πόλεμος ἄγριος μέσα του, καὶ οἱ μέρες περνοῦσαν ἄγλυκες καὶ τὸ ἔμορφο στόμα του ἔδειχνε τὴν πίκρα ποῦ κατέβαζε στὰ σωθικά του. Τόση ἦταν ἡ κούρασή του κάποτε, ποῦ τὰ φαρμάκια ποῦ πότιζε τὴν ψυχή του, γίνουνταν δαίμονες μιᾶς ἀνίκητης ἀηδίας. Καὶ πρόβαινε ἴσιος, ἀλύγιστος στὸ δρόμο ποῦ ἦταν ὁ δυσκολώτερος τῆς ζωῆς του. Ἡ ἐρημία του εἶχε γίνει λάβρα ποὺ τὸν ἔκαιε, καὶ ἡ ὀρφάνια του, πληγὴ ποὺ τὸν ἐσπάραζε· καὶ ὅταν τὸν ἔπνιξε ὁ πόνος, ἔκλαιε μυστικὰ σὲ βάθη ἄγνωστα ἡ ψυχή του. Ν' ἀκουμπήση; Ποῦ ν' ἀκουμπήση; Ποῦ νὰ πλαγιάση νὰ κοιμηθῆ παντοτεινά; Μακρειά, σὲ κόσμον ἄλλο, πολὺ μακρειά, σὲ κόσμο περασμένο καὶ ἀγύριστον, εἶνε μιὰ φωλιὰ ζεστὴ καὶ ἥσυχη καὶ γνώριμη, καὶ στὴ φωτιά κοντά, τὰ μόνα ποῦ στὴ γῆ ἀπόμειναν πολύτιμα. Ὦ τὸν πόνον, ὦ!

Παντέρημη ἡ ψυχή του βογγοῦσε μέσα καὶ μέσα στὰ σκοτάδια της βουτηγμένη.

Ἄλλοτε ὅμως ὁ πόνος ἦταν τόσο βάρβαρος, τόσο ἀφύσικος ποῦ γίνουνταν ἡ ψυχή του σιδερένια καὶ ἀπέραντη ἀπονιὰ–γεφύρι ποῦ τοῦ φανέρονε τὸ δρόμο τὸν ἀγύριστο τοῦ θανάτου. Καὶ αὐτὸς ὁ δρόμος τότε τοῦ φαίνονταν ἀνούσιος.

Τρεῖς μῆνες πάλεψε μὲ τὴν ψυχή του τὸ Παλληκάρι –ἄγριο πάλεμα– καὶ δὲν μπόρεσε νὰ βαστάξη περισσότερο· Τέλος ἡ ἀγωνία πέρασε, ἀλλὰ μαζύ της ἔφυγε καὶ ἡ πνοή.

Τὴν ὥρα τὴν ὕστερη, ποῦ ἦρθαν Τοῦρκοι βράδυ κ' ἔζωσαν τὸ χωριό, ἄναψε ἡ ψυχή του καὶ δὲ βάσταξε, μόνο χύθηκε κατεπάνω τους καὶ σὰν τὸν πλήγωσαν τὰ γλυκὰ βόλια ποῦ τὰ πρόσμενε, κατακάηκε ἡ ὀρφανεμένη του ψυχή, καὶ ἔσβυσε στὸν πόνο τὸ φυσικό μέσα καὶ μέσα βουτηγμένη.

Ὦ φριχτή, φριχτὴ καὶ ἄφραστη μονομαχία τοῦ Παλληκαριοῦ μὲ τὴν ψυχή του! Ὦ τρίσβαθη μυριόπικρη ἀγωνία! Ὦ κατάψυχρη θανατερὴ ὀρφάνια! Τὴν κεφαλὴ γυρίζω, τὰ μάτια κλείνω, νὰ μὴ βλέπω. Καὶ τώρα ποῦ τὸν πῆρε ὁ Θάνατος, ἀπὸ τὸν πόνο μου τὰ δόντια σφίγγω, νὰ μὴν τρέμω.

Ψυχή, ψυχὴ ὡραία, γλυκειά, πενταπάρθενη, ποῦ ἐρωτεύτηκες τὸ Θάνατο, δίδαξέ μας, ὦ, μάθε μας νὰ μὴν πονῆ καὶ νὰ μὴν καίη τὸ ἀντίκρυσμα τῆς ἀγωνίας σου, ψυχὴ ὡραία πενταπάρθενη.

Νύχτα καλή, νύχτα μεγάλη, ποῦ χαϊδεύεις βάνοντας βάλσαμο στὶς πληγές, πῶς ἀγγίζεις ἁπαλά, Νύχτα λεπτὴ καὶ δροσερή, γλυκειὰ καὶ μεγάλη. Τ' ἄστρα σου, διαμάντια πύρινα σκορπισμένα σὰν ἐπάνω σὲ βελοῦδο φεγγερό, κυττάζουν ἥσυχα καὶ ὅμως δυνατά, ἄλλα πράσινα, ἄλλα κίτρινα καὶ ἄλλα ἄσπρα.

Νύχτα βαθειά, ἡ μόνη γλυκειὰ σήμερα, ἡ μόνη καλή, ξεκουράζεις καὶ ξετεντόνεις καὶ ζωντανεύεις καὶ παίρνεις τὴ θέρμη τὴν ἀνυπόφορη καὶ ξεφορτόνεις ἀπὸ βάρη, ξελευθερόνεις. Σκορπίζεις τὴ θέρμη ποῦ βαστᾶ τὸν ἄνθρωπο· μόλις πρωτοπάτησε τὰ μονοπάτια σου, τὸν ἄγγιξαν τὰ σκοτεινά σου χάδια καὶ ἀνάσανε.

Εἶνε πάλι ἐλεύθερος ὁ ἄνθρωπος, ὁ κόσμος του δὲν εἶνε πιὰ σκοταδιασμένος ἤ ξερὸς καὶ ἄδειος, ἀλλὰ πλούσιος καὶ γεμάτος καὶ ζουμερός, ἀτελείωτος, ἀπέραντος, ἀθάνατος καὶ αἰώνιος, καὶ τὰ βάσανα τὰ ἀνθρώπινα μικραίνουν, μικραίνουν τόσο ποῦ κατεβαίνουν στὴν ἀληθινή τους θέση ἀνάμεσα στὰ πράγματα τοῦ κόσμου. Σὺ εἶσαι ἡ μόνη ἀληθινή, σὺ εἶσαι ἡ μόνη.

Ὅταν τὰ καμώματα τῆς ἡμέρας ὅλα εἶναι σκοτεινά, ἀκάθαρτα ἤ μαῦρα, καὶ ὅταν μὲ ταράζουν καὶ μὲ ξεσκίζουν καὶ πονῶ, –πῶς νὰ σ' εὐλογήσω, Νύχτα, ποῦ καθαρίζεις τὴν ψυχή μου σὰν τὸ μεγάλον ἄνεμο.

Ἀλλὰ πῶς νὰ σὲ ψάλλω, πῶς νὰ σὲ τραγουδήσω, πῶς νὰ σὲ ὑμνήσω, Νύχτα μεγάλη, ποῦ δὲν πρέπει ν' ἀκουσθῆ καμμιὰ φωνὴ ἀνθρώπινη μέσα σου, καμμιὰ παράτονη, παράφωνη, τσιριχτή, ἀνυπόφορη φωνή, καμμιὰ μικρὴ οὐδὲ καμμιὰ μεγάλη ἀνθρώπινη φωνή, νὰ σὲ ταράξη;

Μὲ ἤρεμα μὲ ἁπαλά χάδια, χωρὶς λόγια, Νύχτα, σὲ ὑμνῶ καὶ σοῦ δίνω πίσω τὰ καλὰ ποῦ δίνεις συ, ἡ μόνη καλή, ἡ μόνη ἀληθινή, ἡ μόνη εὐλογημένη, ἡ μόνη.

Νύχτα καθάρια, νύχτα διάφανη, τέλεια, πανάγαθη.

Πολλὲς μέρες ἦταν ὅλος στοχασμοὺς ὁ Ἀλέξης, γλυκοὺς καὶ πονεμένους, γιὰ τὴ ζωὴ καὶ γιὰ τὸ θάνατο τοῦ παλληκαριοῦ, καὶ στὶς ἐφημερίδες τὶς ἑλληνικὲς εἶδε τὴν ἀναστάτωση ποῦ ἔφερε ἕνας θάνατος καὶ ἔνοιωσε τὸ ξύπνημα ποῦ ἔδωσε μὲ τὸ θάνατό του ἕνα παλληκάρι.

Καὶ ὁ ἴδιος καὶ ἄλλοι εἶχαν κάμει ὅ,τι μπόρεσαν γιὰ νὰ ξυπνήσουν μερικούς, καὶ εἶχαν δουλέψει στὴ Μακεδονία γιὰ νὰ ἀντισταθοῦν στοὺς Βούλγαρους. Οὔτε τὸ αἷμα τόσων μαρτύρων ὅμως, οὔτε καὶ ἡ ἐνέργειες αὐτὲς ἦταν ἀρκετές. Ὅλα ἔμεναν ἄκαρπα χωρίς ἥρωα. Χρειάσθηκε ὁ θάνατος ἑνὸς παλληκαριοῦ γιὰ νὰ δώση πνοὴ ζωῆς στὶς πρώτες ἐκείνες ἐνέργειες καὶ σ' ὅλα τὰ σχέδια. Τὸ λόγια τῶν Ἑλλήνων ἔμεναν λόγια ὡς ποῦ νὰ ἔλθη ὁ θάνατος νὰ τὰ ζωντανέψη. Ὁ θάνατος δὲν εἶνε λόγια, εἶνε ἀλήθεια, ὁ θάνατος εἶνε ζωή. Αὐτὸ εἶδε ὁ Ἀλέξης καὶ χάρηκε κατάβαθα.

Ἡ κρίσες τῶν ἀνθρώπων μολύνουν ὡς καὶ τὸ θάνατο ἑνὸς παλληκαριοῦ. Ὅσοι καὶ πρὶν πεθάνη τὸν ἐγνώριζαν, εἶπαν·

– Ποιὸς ἤξερε πῶς ζοῦσε μεταξύ μας ἕνας ἥρωας.

Καὶ χάρηκαν ποῦ πέρασε μεταξύ τους ἕνας ἥρως. Ἀπὸ μιὰ στιγμὴ στὴ ἄλλη ἥρωα τὸν ἔκαμε ὁ θάνατος. Γεννᾶ τάχα ἥρωες ὁ θάνατος; Δὲν ἦταν ἥρως ἀφότου γεννήθηκε; Δὲν τὸν ἐφανέρωσε ἥρωα ὁ θάνατος μόνον ἐπειδὴ δὲν ἦλθε αὐτὸς νὰ τὸν εὕρη καὶ νὰ τὸν πάρη ἀλλὰ ἐκεῖνος πῆγε πρὸς τὸ θάνατο καὶ τὸν ἐζήτησε; Πῆγε πρὸς τὸ θάνατο, καὶ αὐτὸς τόνε τὸν πῆρε, τὸν τύλιξε στὴν αἴγλη του καὶ τὸν ἐδόξασε...

Ἄλλοι Ἕλληνες εἶπαν μὲ κάποια καταφρόνια·

– Ἦταν πατριώτης ὁ καϋμένος.

Καὶ ἄλλοι ξεστόμισαν·

– Τί βλάκας νὰ πάη νὰ σκοτωθῆ.

Ἄλλοι θαύμασαν, γιατί δὲν ἔνοιωσαν, καὶ χάσκοντας εἶπαν·

– Πῶς ἕνας νέος νὰ ἀγαπᾶ τόσο λίγο τὴ ζωή του! Πῶς ἕνας καλογεννημένος, μὲ πλούτη καὶ ὅλα τὰ καλὰ στὸ σπίτι του, πῶς ἄνθρωπος μὲ γυναῖκα νέα καὶ παιδιὰ μικρά, ν' ἀφίνη καὶ καλοπέραση καὶ οἰκογένεια καὶ νὰ γυρεύη ξένες ἔννοιες στὰ βουνά, μὲ τὶς βροχὲς καὶ μὲ τὰ χιόνια! Πῶς δὲ φοβήθηκε τὸ θάνατο!

Καὶ οἱ καλλίτεροι –ἄπιστοι ὅμως, ἄπιστοι σὰ νάνοι ποῦ εἶνε– εἶπαν·

– Κρῖμα στὸ παλληκάρι! Πῆγε ἄδικα· τίποτε δὲ θὰ κάμη μὲ τὸ θάνατό του· θὰ ἦταν χρησιμώτερος ἄν ἔμενε ζωντανός.

Ὅλοι δὲν εἶνε ἥρωες. Χωρὶς νὰ μποροῦν νὰ θελήσουν νὰ κάμουν ὅ,τι ἔκαμε τὸ παλληκάρι, ὅμως μποροῦν νὰ τὸ ἐκτιμοῦν, θαυμάζουν πράξες ποῦ αὐτοὶ δὲ θὰ μποροῦσαν νὰ τὶς καταπιασθοῦν. Ἐπειδὴ τὸν ἐγνώρισαν, λυποῦνται ποῦ πέθανε, ὁ νέος, ὁ ἔμορφος, δὲ στοχάζονται ὅμως πῶς ἄν ζοῦσε δὲ θὰ τὸν ἐθαύμαζαν τόσο ὅσο τώρα ποῦ πῆγε καὶ σκοτώθηκε. Γυρεύουν ἀντιφατικά, γιατί καὶ ζωντανὸ τὸν θέλουν καὶ νὰ ἔχη περάσει ἀπὸ τὴ φεγγοβολὴ ἑνὸς δοξασμένου θανάτου.

Βρέθηκαν καὶ μερικοί, ἁπλοϊκοὶ μάλιστα, ποῦ ἐνθουσιάσθηκαν καὶ τὸν ἐλάτρεψαν. Δὲν τὸν ἐγνώριζαν, χάρηκαν ὅμως ποῦ ὑπάρχουν ἀκόμα ἥρωες.

Δὲν εἶνε ἄσχημος ὁ θάνατος ὅταν ἐκεῖνος ποῦ παίρνει εἶνε παλληκάρι. Καὶ τοῦ παλληκαριοῦ δὲ φαντάζει μόνον ὁ θάνατος. Ἡ ὕπαρξή του νὰ γνωσθῆ μονάχα καὶ χαρά, χαρὰ ἄφραστη, κρυσταλλένια, διάφαντη, ὑψόνει τὴν ψυχή ἐκείνων ποῦ ἀκράτητοι φωνάζουν·

– Εὖγε στὸ Παλληκάρι!

Χώρια ἀπὸ τὶς κρίσες αὐτὲς καὶ τὰ συναισθήματα, οἱ Μακεδόνες, οἱ ὑπόδουλοι ὅλοι, τὸν λατρεύουν. Στὴ Μακεδονία δὲν πέθανε, παρὰ ζῆ καὶ βασιλεύει. Ἕνα κοριτσάκι στὴ Βέρροια, ποῦ τὸ ῥώτησαν ποιὸς εἶναι ὁ βασιλιᾶς τῶν Ἑλλήνων, ἀποκρίθηκε χωρὶς δισταγμό·

– Ὁ Παῦλος ὁ Μελᾶς.



Πηγή: Μαρτύρων καὶ Ἡρώων Αἷμα, Ἴων Δραγούμης (Ἴδας), ἔκδ. Μαλλιάρης-Παιδεία
Ἑλληνων Φῶς

Σχετικά άρθρα...

1 Σχόλιο

  1. Ο/Η foteini4 λέει:

    "Εἶναι ἀνοιγμένος τώρα, μπροστὰ στὰ θολωμένα μάτια σας καὶ στὰ μυαλά σας τὰ σκοτισμένα, ἕνας δρόμος ἀληθινός, δρόμος ζωῆς καὶ πολέμου. Ἄν θέλετε, πάρετέ τον. Ἄν δὲ σᾶς ἀρέσει πάλι τοῦτος, βρίσκονται καὶ ἄλλοι, ἀληθινοὶ καὶ αὐτοί, δρόμοι ζωῆς καὶ πολέμου· διαλέξετε καὶ πάρετε. Εἰδεμή, σαπίστε ἐκεῖ ποῦ εἶσθε!"

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *