ΟΓΔΟΟΣ ΙΣΘΜΙΟΝΙΚΗΣ

ΠΙΝΔΑΡΟΥ

Ίσθμια

[ΚΛΕΑΝΔΡΩ ΑΙΓΙΝΗΤΗ ΠΑΓΚΡΑΤΙΩ]

      Στὸν Κλέαντρο καὶ στὴ νιότη του
ἄς πᾶμε, ὦ νέοι, τἄξια τῶν μόχτων του λύτρα
καὶ μπρὸς στὰ λαμπρὰ τοῦ πατέρα του
τοῦ Τελεσάρχου τὰ πρόθυρα
τὸ γιορτινὸ τὸ τραγούδι ἄς τοῦ ὑψώσομε,
πλερωμὴ γιὰ τὴ νίκη του στὰ Ἴσθμια
καὶ γιὰ τἆθλα ποὺ στὴ Νέμεα κέρδησε.
Γι' αὐτὸν κι ἀπὸ μένα ζητοῦν, 
ἄν κ' ἔχω βαριὰ πληγωμένη καρδιά,
τὴ χρυσῆ νὰ καλέσω τὴ Μοῦσα.
Μ' ἀφοῦ ἀπ' τὰ μεγάλα γλυτώσαμε πένθη,
σὲ στεφάνων ὀρφάνεια ἄς μὴν πέσουμε·
μὴν πάρα χαηδεύης τὶς λύπες·
σὲ ἀνώφελους βάζοντας τέλος καημοὺς
καὶ μετὰ ἀπὸ τὸν πόνο
χαρούμενο ἄς βγάλουμε κἄτι στὴ μέση,
μιὰ καὶ τὴν πέτρα τοῦ Τάνταλου
ποὺ στὸ κεφάλι μας κρέμονταν,
τὴν ἀπόστρεψε κάποιος θεὸς ἀπὸ πάνω μας,

      γιὰ τὴν Ἑλλάδα ἕνα μόχτον ἀτόλμητο.
Ἔτσι, γιὰ μένα, κι ὁ φόβος ποὺ πέρασε
ἀπ' τὴ σκληρή μου τὴν ἔγνοια μέ λύτρωσε·
κάλλιο τὸ τί 'ναι στὰ πόδια σου μπρὸς
νἄχης κάθε φορὰ νὰ κοιτᾶς,
γιατὶ ἄπιστος κρέμεται ὁ Χρόνος στὸν ἄνθρωπο ἐπάνω
καὶ τῆς ζωῆς κλωθοστρίβει τοὺς δρόμους·
μὰ τἄλλα ἐκεῖνα γιατρεύουνται, φτάνει
νὰ μὴ χαθῆ ἡ λευτεριά.
Ὁ ἄντρας, τοῦ ἀξίζει νὰ θρέφη γενναῖες ἐλπίδες·
κ' ἐγώ, τῆς ἑφτάπυλης γέννημα Θήβας,
τὴν ἀνθοκορφὴ τῶν Χαρίτων χρωστῶ
νὰ προσφέρω στὴν Αἴγινα πρῶτα,
γιατ' ἀπὸ 'να πατέρα γεννήθηκαν δίδυμες
τοῦ Ἀσωποῦ θυγατέρες νεώτερες
κι ἀπ τὸ Δία πατέρα τὸ ἴδιο ἀγαπήθηκαν,
ποὺ τὴ μιὰ στῆς καλλίροης τὶς ὄχτες τῆς Δίρκης
τὴν κατέστησε δέσποινα πάλης φιλάρματης

      καὶ σένα, ὦ Αἴγινα, φέρνοντας
στὸ νησὶ τῆς Οἰνόπιας μαζί σου κοιμόνταν·
καὶ κεῖ τοῦ θεοῦ τοῦ βαρύβροντου γέννησες
τὸ θεϊκὸν Αἰακό, ποὺ κανένας
σὰν κι αὐτὸ δὲ γεννήθηκε κι ἄλλος στὴ γῆ,
ποὺ ὡς κι αὐτῶν τῶν θεῶν ἐξεδιάλυνε δίκες.
Κ' ἔτσι ἰσόθεοι γυιοί του καὶ παιδιῶν του παιδιὰ
ξεχώριζαν ἀπ' ὅλους, μ' ἀντρεία πολεμόχαρη
νὰ κυβερνοῦνε χαλκόβροντες
πολυστέναχτες μάχες
καὶ μαζὶ 'χανε γνώση καὶ φρόνηση νοῦ.
Ὅλ' αὐτὰ τῶν μακάρων θυμόταν ἡ Σύναξη,
ὅταν ὁ Δίας κι ὁ λαμπρὸς Ποσειδῶνας
γιὰ τὸ γάμο τῆς Θέτιδας μάλλωσαν,
ποὺ κ' οἱ δυό των τὴν ἤθελαν,
δαμασμένοι ἀπ' τὸν ἔρωτα,
νὰ τὴν ἔχουν ὡραία των γυναῖκα.
Μὰ δὲν τοὺς ἀφήσανε οἱ ἀθάνατες
βουλὲς τῶν θεῶν νὰ τελειώσουν τὸ γάμο,

      ὅταν ἀκούσαν τὰ θέσφατα,
ποὺ τοὺς εἶπε ἡ βαθύβουλη Θέμη στὴ μέση:
Πὼς ἦταν γραμμένο
ἄρχοντα γυιὸ νὰ γεννήση τοῦ πόντου ἡ θεὰ
κι ἀπ' τὸν πατέρα του ἀκόμα καλύτερο,
ποὺ θὰ τινάζει τὸ χέρι του βέλος τρανύτερο
κι ἀπὸ τὸν κεραυνὸ
κι ἀπὸ τὴν τεράστια τὴν τρίαινα,
ἄν κοιμηθῆ μὲ τὸ Δία
ἤ μὲ κανένα τοῦ Δία ἀδερφό.
«Μὰ παύσετε αὐτά· καὶ κρεβάτι ἄς τῆς λάχη θνητοῦ
καὶ τὸ γυιό της νὰ δῆ σκοτωμένο σὲ μάχη,
γυιό, ποὺ δεύτερος Ἄρης θὲ νἆναι στὰ χέρια
κι ἀστραπὴ στὰ γοργά του πόδια.
Εἶναι ἡ γνώμη μου ἐμένα, στὸν Πηλέα τὴν τιμὴ 
τοῦ θεοχάριστου αὐτοῦ γάμου νὰ κάμουμε,
στὸν Πηλέα τοῦ Αἰακοῦ, ποὺ ἡ χώρα, ὅπως λέγουν,
τῆς Ἰωλκῶς εὐσεβέστατο θρέφει.

      Κι ἄς πᾶν τὰ μυνήματ' ἀμέσως
στοῦ Χείρωνα τἄφθαρτο τὸ ἄντρο,
μηδ' ἄς βάλη ξανὰ τοῦ Νηρέα ἡ θυγατέρα
τῆς ἀμάχης τοὺς ψήφους στὰ χέρια μας·
μὰ ὅταν θὰ φτάση ἡ ὁλοφέγγαρη νύχτα,
στὸν ἥρωα ἄς λύση
τῆς παρθενιᾶς τὸ χρυσό χαλινάρι.»
Αὐτὰ εἶπε ἡ Θεὰ στοὺς Κρονίδες
καὶ κεῖνοι τὰ δέχτηκαν μ' ἕνα
ἀπ' τἀθάνατα βλέφαρα νεῦμα
κι οὐδὲ χαμένος τῶν λόγω της πῆγε ὁ καρπός,
γιατὶ σύμφωνοι, λέγουν οἱ δυὸ βασιλιάδες
τῆς Θέτιδας τὸ γάμο φρόντισαν μαζί.
Κ' ἔτσι ἀπ' τὸ στόμα σοφῶν ποιητῶν
κ' οἱ ἄμαθοι μάθαν τοῦ νιοῦ τοῦ Ἀχιλλέα τὴν ἀντρεία,
ποὺ ἔρρανε μὲ τοῦ Τηλέφου τὸ μαῦρο τὸ αἷμα
τἀμπέλια τοῦ Μύσιου τοῦ κάμπου,

      καὶ στοὺς Ἀτρεῖδες γεφύρωσε
τοῦ γυρισμοῦ των τοὺς δρόμους
καὶ τὴν Ἑλενη λευτέρωσε, κόβοντας
μὲ τὸ σπαθί του τῆς Τροίας τὰ νεῦρα,
ποὺ τόνε μπόδιζαν κάθε φορὰ ποὺ στὸν κάμπο
πολύνεκρη ἁρμάτωνε μάχη,
τέτοιοι, σὰν τὸν ἀντρεῖο τὸ Μέμνονα
καὶ τὸν ἀγέρωχον Ἕχτορα
κι ἄλλοι πολλοὶ πολεμάρχοι·
ποὺ ὅλους αὐτοὺς προβοδόντας
στὰ δώματα τῆς Περσεφόνης
τῶν Αἰακιδῶν τὸ καμάρι ὁ Ἀχιλλέας
τὴν Αἴγινα λάμπρυνε καὶ τῆς γενιᾶς του τὴ ρίζα.
Ἔτσι κι οὔτε σὰν πέθανε τοὔλειψαν οἱ ὕμνοι
μὰ οἱ Ἑλικώνιες παρθένες
στὴν πυρά του σταθήκανε γύρω
καὶ μὲ πολύφημους θρήνους τὸν ἔρραναν
γιατ' οἱ ἀθάνατοι θέλησαν
καὶ νεκρὸ τὸν ὑπέροχον ἥρωα
μὲ θεῶν νὰ τιμήσουνε ὕμνους.

      Γι' αὐτὸ ἔρχεται ὁ λόγος καὶ τώρα
κι ὁρμὴ τῶν Μουσῶν τὸ ἅρμα παίρνει, νὰ ψάλλωμε
τοῦ Νικοκλῆ τοῦ πυγμάχου τὴ μνήμη.
Φέρετέ του τιμή· ποὺ στοῦ Ἰσθμοῦ τὴν κοιλάδα
τῶν δωρικῶν ἀξιώθηκε τἆθλα σελίνων,
γιατὶ καὶ κεῖνος τοὺς περίοικους νίκησε
μιά φορά, μὲ τὰ χέρια ταράζοντας τἄφευχτα.
Μὰ δὲν τὸν ντροπιάζει
καὶ τἄξιου ἡ γενιὰ πατραδέρφου του
κι ἄς πλέξουν λοιπὸν γιὰ τὸν Κλέαντρο
οἱ συνομήλικοι οἱ φίλοι του
στεφάνι μυρτιᾶς ζηλευτὸ γιὰ τὴ νίκη του·
γιατὶ καὶ πρὶν τοῦ Ἀλκαθόου ὁ ἀγῶνας
καὶ στὴν Ἐπίδαυρο ἡ φίλαθλη νιότη
μὲ θρίαμβό του τὸν δέχτηκε·
κ' ἔτσι ἔχουν νὰ ὑμνοῦν τὄνομα του οἱ καλοί,
ποὺ δὲν ἔθαψε μές σὲ μιὰ τρύπα τὰ νιᾶτα του
στοῦ καλοῦ τὸν ἀγῶνα ἀδοκίμαστος.

Ι.Ν. ΓΡΥΠΑΡΗΣ



ΒΟΗΘΗΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ. - Ξεχωρίζει ὁ ὄγδοος αὐτὸς Ἰσθμιονίκης τοῦ Πινδάρου μὲ τὴν ἀπήχηση ποὺ τὸν πλημμυρίζει ἀπὸ τὰ ἐνδοξότερα γεγονότα τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς ἱστορίας. Εἶναι οἱ πρῶτες μέρες ὕστερ' ἀπὸ τὴ νίκη τῆς Σαλαμίνας, ἡ ἀρχὴ τοῦ τέλους τῆς φοβερῆς περσικῆς ἐπιδρομῆς. «Τὸν ὑπὲρ κεφαλᾶς γε Ταντάλου λίθον παρά τις ἔτρεψεν ἄμμι Θεὸς» εἶναι τὸ δειλὸ ξέσπασμα τῆς ἀνακούφισης, ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὰ στήθη τοῦ ποιητῆ μετὰ τὴν ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὸν ἄμεσο τουλάχιστο κίντυνο· γιατ' ἡ φωνή του, δὲ μπορεῖ, δὲν τοῦ ἐπιτρέπεται νὰ φτάση τόν τόνο τοῦ ἀκράτητου θριαμβευτικοῦ παιᾶνα ποὺ μόνο ἕνας Σιμωνίδης εἶναι ἱκανὸς ν' ἀλλάξη. Συγκρατημένο εἶναι καὶ μὲ βαρειὰ συνοχὴ χρωματισμένο τὸ πατριωτικὸ αἴσθημα τοῦ Πινδάρου. Βέβαια ἀνώτατο ἀγαθὸ εἶναι καὶ γι' αὐτὸν ἡ ἐλευθερία, ποὺ τὴν ἐξασφάλισε γιὰ τὴν Ἑλλάδα ἡ μεγάλη της νίκη· γιὰ τὴν Ἑλλάδα, ἀλλὰ γιὰ τὴν ἰδιαίτερη πατρίδα του, τὴ Θήβα; ἴσως -γιατὶ δὲν εἶναι βέβαιο πολὺ- ὅταν ἐσύνθετε τὸ ἐπινίκιό του, νὰ εἶχε κριθῆ, μὲ τὴ νίκη τῶν Πλαταιῶν, καὶ ἡ τελικὴ ἔκβαση τοῦ ἀγῶνα· ἀλλὰ πῶς νἀφήση ἐλεύτερη νὰ ξεχειλίση μ' ἑν' ἀσυγκράτητο θριάμβου ὕμνο ἡ πατριωτική του καρδιά, ὅταν μαζὶ ἐπρόκειτο νὰ κριθῆ καὶ ἡ τύχη τῆς πατρίδας του τῆς Θήβας, πού, ἀλλοίμονο, εἶχε πολεμήσει μὲ τὸ μέρος τοῦ ἐχθροῦ κατὰ τῆς κοινῆς ἐλευθερίας τῶν Ἑλλήνων, ἤ ὅταν καὶ ὁ ἴδιος ἀνῆκε στὴν τάξη τῆς ὀλιγαρχικῆς μερίδας τῶν ἀριστοκρατῶν, ποὺ ἦταν οἱ κυρίως ἔνοχοι καὶ ὑπεύθυνοι γιὰ τὸ μηδισμό της; - Αὐτὰ πρέπει νὰ τὰ ἔχη ὑπόψει του ὁ ἀναγνώστης τῆς ὠδῆς, γιὰ νὰ μπῆ καλύτερα μέσα στὸ πραγματικὸ της πνεῦμα καὶ νόημα. Κατὰ τὰ ἄλλα, δὲν παραλλάζει ἀπὸ τὸ συνηθισμένο τυπικὸ σχῆμα τοῦ πινδαρικοῦ ἐπινίκιου, κ' ἐδῶ τὰ τρία της κύρια στοιχεῖα εἶναι τὸ ἐγκώμιο τοῦ ἰσθμιονίκη παγκρατιαστῆ Κλεάνδρου, γιοῦ τοῦ ἀρχοντικοῦ Τελεσάρχου, τῆς πατρίδας του τῆς Αἴγινας μὲ τοὺς σχετικούς της μύθους, καὶ τῶν προγόνων του· μόνο πού, καθὼς δὲν εἶχε, φαίνεται ὁ Κλέανδρος ἀμέσως δικούς του ἐνδόξους προγόνους, περιορίζεται νὰ τιμήση τὴ μνήμη ἑνὸς ἐξαδέρφου ἤ θείου του Νικοκλῆ, φημισμένου καὶ αὐτοῦ πυγμάχου καὶ ἰσθμιονίκη, ποὺ εἶχε λίγον καιρὸ πρίν πεθάνη ἤ καὶ ἴσως πέση σὲ καμιὰ ἀπὸ τὶς πρόσφατες μάχες καὶ πιθανώτερο στὴ Σαλαμῖνα, ὅπου τόσο εἶχαν διακριθῆ οἱ Αἰγινῆτες.

Ι. Ν. Γ.



Πηγή: «Νέα Εστία» τχ. 221, 1936
Ἑλληνων Φῶς

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *