Ὅλοι μαζὶ οἱ Ἕλληνες...

kratos-ekklisia

Γράφει ὁ Δημήτρης Νατσιὸς, δάσκαλος-Κιλκὶς

Ἃς κάνει λίγο ὑπομονὴ ὁ ἀναγνώστης, κι ἃς διαβάσει τὸ κείμενο, ποὺ λίγο πιὸ κάτω παραθέτω. Μιλᾶ κι αὐτὸ γι’ ἕναν Ἀπρίλη, ποὺ πάντα θὰ «βγαίνουν ἄνθια καὶ καρποί». Εἶναι ὁ Ἀπρίλης τοῦ ’41. Τὸ ἔθνος καταματωμένο, ἀλλὰ ὑπερήφανο, διέσωσε τὴν τιμὴ τῆς ἀνθρωπότητας στὶς ἀετοράχες τῆς Πίνδου. Στὸν Βορρᾶ, ἡ σκοτεινὴ νύχτα τῆς γερμανικῆς Κατοχῆς, ἑτοιμάζεται νὰ προσθέσει κι ἄλλη μιὰ ἀτίμωση. Καλῶς εἰπώθηκε, ὅτι κάποιοι λαοὶ δὲν γράφουν ἱστορία, ἀλλὰ ποινικὸ μητρῶο. Καὶ συνεχίζουν νὰ ἐγκληματοῦν....

Τὸ κείμενο:

«Εἴμαστε πιὰ στὸν Ἀπρίλη τοῦ 1941. Ἡ ἄνοιξη ἀγνοοῦσε τὰ ἔργα τῶν ἀνθρώπων καὶ εἶχε φτάσει στὴν Ἀθήνα μὲ ὅλο το φῶς της, μὲ τὰ δυνατά της χρώματα, μὲ τὸ ἐλαφρὸ ἀεράκι της, μὲ ὅλη τὴν ἐγκαρδιότητά της. Ἔλαμπε ὁ κεντρικὸς ἀθηναϊκὸς δρόμος. Μόνο ποὺ ἐνῶ ἐβούιζε ἀπὸ κίνηση, ἔμοιαζε σὰν ἄδειος. Ἔλειπε ἡ μισή, γιὰ νὰ μὴν πῶ, ἡ καλύτερη Ἑλλάδα: ἔλειπε ἡ ἑλληνικὴ νεότητα. Μὰ νὰ ποὺ ὁ δρόμος γέμισε πάλι, καὶ ἡ μισὴ Ἑλλάδα ἔγινε πάλι ὁλόκληρη. Μέσα σὲ μιὰ στιγμή, μέσα σὲ μίαν....
ἁπλὴ κίνηση, μέσα σὲ μία αὐθόρμητη συνεργασία. Στὸ ἀντικρινὸ πεζοδρόμιο, κατέβαινε ἕνας τραυματίας. Ἡ στολὴ τοῦ τσαλακωμένη, τὸ μελαχροινὸ πρόσωπό του σκοτεινὸ ἀπὸ τὴν ταλαιπωρία καὶ τὴν ἀγωνία, ἀλλὰ τὸ πανί, ποὺ κράταγε τὸ πονεμένο καὶ βαρὺ ἀπὸ δόξα δεξί του χέρι, καθαρὸ καὶ κατάλευκο. Τὸ βῆμα του, σταθερὸ κ’ αἰσιόδοξο, μπερδεύτηκε μία στιγμή. Ἔσκυψε, εἶδε καὶ τραβήχτηκε στὴν ἄκρη τοῦ πεζοδρομίου. Εἶχαν λυθῆ τὰ κορδόνια τῆς μίας ἀρβύλας του. Πλησίασε σ’ ἕνα πεζούλι, ἔβαλε τὸ πόδι τοῦ ἀπάνω κ’ ἔσκυψε. Τότε ὅμως ἄρχισε μιὰ προσπάθεια ποὺ παραμέρισε καὶ τὴν ἄνοιξη καὶ κάθε ψευδαίσθηση. Γιὰ νὰ δεθοῦν τὰ λυμένα τοῦ κορδόνια, χρειάζονται δύο χέρια γερά. Προπάντων τὸ δεξί, μὲ τὰ ἐπιτήδεια δάχτυλά του. Μὰ αὐτὸ ἴσα-ἴσα το χέρι κρεμόταν βαρὺ καὶ τιμημένο. Καὶ ἡ προσπάθεια ἔπρεπε νὰ γίνει μ’ ἕνα χέρι καὶ μάλιστα μὲ τ’ ἀριστερό. Ἄρχισε, λοιπόν, ἀλλὰ δὲν κράτησε πολύ. Τὴν εἶδαν πολλοί, μὰ πιὸ κοντά της ἔτυχε ἕνας ψηλὸς γέροντας, μὲ πρόσωπο πλαισιωμένο ἀπὸ μικρὴ ἄσπρη γενειάδα, ὁλόισιος σὰν λαμπάδα κι ἀξιοπρεπὴς σὰν ἑλληνικὴ ὑπερηφάνεια, καλοντυμένος μὰ κι αὐστηρὸς στὴν ἐμφάνιση. Ἕνας γνωστὸς ἄρχοντας, παλιὸ ἀθηναϊκὸ σπίτι, μὲ πλούτη καὶ μὲ ὄνομα μεγάλο. Κι ὁ ψηλὸς γέροντας δὲν εἶδε μόνο πρῶτος, μὰ καὶ πρόφτασε νὰ τρέξη πρῶτος κοντὰ στὴν προσπάθεια ποὺ γινόταν ἀπάνω ἀπὸ τὴν ἀρβύλα μὲ τὰ λυμένα κορδόνια. Μ’ ἕνα γρήγορο βῆμα, βρέθηκε πλάι στὸ σκυμμένο τραυματία, ἔβγαλε τὰ κίτρινα γάντια του, ἔσκυψε κι αὐτός, σχεδὸν γονάτισε, κ’ ἔκαμε ὅ,τι δὲν μποροῦσε νὰ κάμη τὸ πονεμένο χέρι.

Ὅταν ὁ γέροντας τελείωσε τὴ μικρὴ ἐξυπηρέτηση καὶ ὕψωσε τὸ ἀνάστημά του, ὁ νέος πολεμιστὴς τὸν κοίταξε στὰ μάτια καὶ δὲν ἤξερε τί νὰ τοῦ πῆ, πῶς νὰ τὸν εὐχαριστήση. Δὲν βρῆκε τὰ λόγια ποὺ ἤθελε, ὅπως δὲν τάβρισκε κανένας ἐκείνη τὴ στιγμή, κ’ ἔκανε κάτι πιὸ εὔγλωττο: πῆρε τὸ δεξὶ χέρι τοῦ γέροντα, ἔσκυψε καὶ τὸ φίλησε.

Εἶχαν σταθὴ καὶ μερικοὶ ἄλλοι μαζὶ μ’ ἐμένα κ’ ἔμεναν σαστισμένοι. Ἔβλεπαν καὶ δὲν πίστευαν. Ἔβλεπαν κ’ ἔνιωθαν νὰ δυναμώνη, νὰ κυριαρχῆ μέσα τους ὁ νέος ἄνθρωπος ποὺ γεννήθηκε σὲ ὅλες τὶς ἑλληνικὲς συνειδήσεις τοὺς μῆνες ἐκείνους. Ὂλ’ ἡ Ἑλλάδα σὲ μιὰν ἁπλὴ σκηνή! Ἐκεῖ κι ὁ μεγάλος πατριωτισμός, ἐκεῖ κι ὁ βαθὺς σεβασμός, ἐκεῖ καὶ ἡ σιδερένια κοινωνικὴ ἀλληλεγγύη.

Ἔτσι ἐζήσαμε τὴ μεγάλη ἐκείνη ἐποχή, τὸ κρίσιμο ἐκεῖνο ὁρόσημο τοῦ ἐθνικοῦ μας βίου: Ὅλοι μαζὶ οἱ Ἕλληνες. Ὁ ἕνας κοντά, πολὺ κοντὰ στὸν ἄλλο, τὸ ἕνα χέρι στ’ ἄλλο χέρι κ’ ἡ μία καρδιὰ πλάι στὴν ἄλλη καρδιά».

(Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Πανηγηρικοὶ λόγοι ἀκαδημαϊκῶν, 28η Ὀκτ 1940», ἐπιμέλεια Π.Χάρης, σέλ. 482-483. Ὁμιλητῆς, τὸ 1969, εἶναι ὁ Πέτρος Χάρης).

Ποῦ πῆγε αὐτὴ ἡ Ἑλλάδα; Πῶς θὰ ξαναβροῦμε καὶ σήμερα ἐκείνη τὴν εὐλογημένη ὁμοψυχία καὶ ἀλληλεγγύη; Τὸν μεγάλο πατριωτισμό, τὴν σιδερένια θέληση γιὰ ἀντίσταση στοὺς ποικιλώνυμους ἐχθρούς, τὸ μακρυγιάννειο «ὅλοι μαζὶ οἱ Ἕλληνες»; Μήπως πόλεμο δὲν ζοῦμε καὶ τώρα; Ἐξ ἀνατολῶν δὲν βρυχᾶται νυχθημερὸν τὸ λυσσαμένο ἀγαρηνὸ σκυλί, ἀπειλώντας ἀπροκάλυπτα ὅ,τι ἑλληνικὸ «ἀκουμπάει» τὸ κράτος του; Γιατί ξεχνοῦμε, ὅτι εἶναι κράτος-ὕαινα, ποῦ φροντίζει τακτικὰ νὰ καταγράφει στὸ ποινικό του μητρῶο –ὅπως προεῖπα- καινούργια ἐγκλήματα; Στέναζε ὁ λαός μας, πέθαινε ἀπὸ τὴν πείνα τὸ 1942 καὶ οἱ Σαρακηνοὶ Τοῦρκοι ψήφιζαν τὸν ἔκτακτο φόρο περιουσίας, τὸ διαβόητο «βαρλὶκ βεργκισί», μὲ τὸν ὁποῖο ἁρπάχτηκαν ὅσες περιουσίες εἶχαν ἀπομείνει στοὺς Ἕλληνες τῆς Μικρᾶς Ἀσίας.

Ὁ κίνδυνος εἶναι δίπλα μας. Ἐθελοτυφλοῦν ὅσοι δὲν τὸν βλέπουν. Κάτι πρέπει νὰ γίνει, δὲν μπορεῖ ἕνας ὁλόκληρος λαὸς νὰ παρακολουθεῖ ἀποχαυνωμένος τὴν ὑποδούλωσή του. Τινάξαμε κάποτε τὴν δουλεία 400-500 ἐτῶν, πότε ἐπιτέλους θὰ ἀποτινάξουμε καὶ τὴν δουλεία τῆς καταστροφικῆς παιδείας μας;

«Κάποτε» γράφει τὸ 1959 ὁ Στρατὴς Μυριβήλης «μία μέρα συζητοῦσαν δύο ἁπλοὶ ἄνθρωποι –δύο ψαράδες ἦταν- γιὰ τὴν πίεση ποὺ ἀσκοῦν οἱ μεγάλες δεξιὲς καὶ οἱ ἀριστερὲς δυνάμεις πάνω στὴν πολιτικὴ ζωὴ τοῦ τόπου γιὰ τὰ συμφέροντά τους, ὁ ἕνας ξεστόμισε μία φράση ποὺ μὲ ξαφνίασε. Εἶπε ὀργισμένος:

- Ἂν μᾶς πιάσει καμμία μέρα τὸ ἑλληνικό μας...

Αὐτὸ τὸ ἑλληνικό μας ἃς φροντίσει τὸ κράτος νὰ καλλιεργήσει συστηματικά, ἐντατικά, στὴν ψυχὴ τῆς νέας γενιᾶς, γιατί αὐτὸ εἶναι ποὺ φοβοῦνται οἱ ἐχθροί τῆς φυλῆς καὶ αὐτὸ βάλθηκαν νὰ ὑπονομεύσουν μὲ χίλιους τρόπους» (περιοδικὸ «Γνώσεις», τ. 14, σέλ. 4, 1959).

Τὸ κράτος δὲν μπορεῖ καὶ δὲν θέλει νὰ καλλιεργήσει «τὸ ἑλληνικό μας» γιατί οὔτε κράτος εἶναι οὔτε ἑλληνικό. Τὸ κυβερνοῦν ἐδῶ καὶ δεκαετίες πειθήνια ἐνεργούμενα, ὑποτελεῖς μετριότητες. Ὅλα τα τραγικὰ καὶ ἀποτρόπαια ποὺ συμβαίνουν σήμερα στὸν τόπο μας, ἡ γενικὴ ἀποσάθρωση, ἀποτελοῦν τὸ ὕστατο στάδιο ἑνὸς ἐκφυλιστικοῦ φαινομένου, ρήξη κακοφορμισμένου ἀποστήματος, τὸ ὁποῖο ἐξέθρεψε ἡ κομματοκρατία.

Ἐρωτῶ καὶ πάλι: Πότε θὰ μᾶς πιάσει τὸ ἑλληνικό μας, σ’ ὅσους τουλάχιστον παραμένουμε Ἕλληνες; Δὲν κατανοοῦμε, ὅτι ἐνεδεύει ἢ παραμονεύει ὁ κίνδυνος νὰ εἴμαστε οἱ τελευταῖοι Ἕλληνες πάνω σ’ αὐτὸ τὸ γαλάζιο ἀκρωτήρι τῆς Μεσογείου;

Στὸ σπουδαῖο κείμενο, ποὺ παρέθεσα τοῦ ἀκαδημαϊκοῦ Πέτρου Χάρη, ὁ περήφανος γέροντας, πραγματικὸς ἄρχοντας καὶ ὄχι σκύβαλο δανειοσυντήρητο, ὅπως πολλοὶ τωρινοὶ «ἄρχοντες», γονάτισε ἐνώπιόν του πληγωμένου πολεμιστῆ.

Ὁ πληγωμένος μαχητὴς εἶναι ἡ Ἑλλάδα, ἡ μάνα μας, ποὺ τώρα μᾶς χρειάζεται νὰ παρηγορήσουμε τὶς πληγές της, νὰ δέσουμε τὰ τραύματά της.

Ὅταν τὸν Κολοκοτρώνη τὸν ἐλευθέρωσαν ἀπὸ τὸ μοναστήρι τῆς Ὕδρας, ὅπου τὸν εἶχε φυλακισμένο ἡ «κυβέρνησις», γιὰ νὰ πολεμήσει τὸν Ἰμπραὴμ μὲ τοὺς ἀραπάδες του, μιλώντας ὁ μεγαλοπρεπὴς Γέρος τοῦ Ἔθνους μας, εἶπε: «Πρὶν ἔβγω στὸ Ἀνάπλι ἔριξα στὴ θάλασσα τὰ πικρά, τὰ περασμένα. Κάνετε κι ἐσεῖς τὸ ἴδιο! Στὸ δρόμο, ποὺ περνούσαμε νὰ 'ρθούμε στὴν ἐκκλησία, εἶδα νὰ σκάβουν κάτι ἄνθρωποι. Ρώτησα καὶ μοῦ 'πανε πὼς γιὰ νὰ βροῦνε κρυμμένο θησαυρό. Ἐκεῖ, στὸ λάκκο μέσα, ρίχτε καὶ ἐσεῖς τὰ μίση τὰ δικά σας. Ἔτσι θὰ βρεθῆ κι ὁ κρυμμένος θησαυρός». Ἀδελφοί, ἃς ἀκούσουμε τὸν λόγο τοῦ Κολοκοτρώνη. Καὶ σήμερα "Μπραϊμης" μᾶς ἀπειλεῖ. Μείναμε λίγοι.Ὅλοι μας, ἃς πετάξουμε στὴν θάλασσα τὰ πικρά, τὰ μίση. Ὁ κρυμμένος θησαυρὸς τοῦ Γένους μας εἶναι ἡ ὁμόνοια, ἡ ὁμόψυχια...



Πηγή: Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *