Το Ολοκαύτωμα της Νάουσας

stoubani

Νάουσα, πόλις ηρωική, κτισμένη σ'; ένα ψηλό αντέρεισμα του Ανατολικού Βερμίου, σχηματισμένο από το άνοιγμα δύο άγριων φαραγγιών που χαμηλώνουν απότομα προς τον κάμπο της Ημαθίας, στα σύνορα της Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας. Στεριώνει τις πλάτες της στο δασωμένο Βέρμιο, ενώ μπροστά της απλώνονται καταπράσινες πλαγιές και κάμπος γεμάτος αμπέλια, ροδακινιές και μηλιές.

Δεξιά και αριστερά της πόλης κυλούν με βρόντο σκουρόχρωμα νερά που έχουν τις φλέβες τους στην καρδιά του Βερμίου.

Είναι άραγε νέα, όπως τη θέλει η ιστορία, ίδρυση της πόλης στα τέλη του 14ου αιώνα, ή παλιά, όπως δείχνουν τα Σπήλαια της Σχολής του Αριστοτέλη και τα απομεινάρια ιερού στις διπλανές πηγές, οι τάφοι και τα ερείπια των αρχαίων Μακεδόνων που ξεθάβονται στα θεμέλιά της και όπως το βροντοφωνάζουν τα νερά της Αράπιτσας που χρόνια ολόκληρα ρέουν ασταμάτητα ποτίζοντας τις πανάρχαιες ρίζες της;

Είναι μαζί παλιά και νέα η Νάουσα. Είναι η μοίρα μας, είναι η μοίρα της Ελλάδας και του Έλληνα. Οι παλιότεροι περιηγητές που πέρασαν από τη Νάουσα στα δύσκολα χρόνια της Τουρκοκρατίας αλλά και οι σημερινοί επισκέπτες γοητεύονται από τις φυσικές ομορφιές του τοπίου και τη φιλόξενη διάθεση των Ναουσαίων και κάποιοι απορούν.

Πώς είναι δυνατόν μια τέτοια πόλη, προικισμένη από τη φύση, δουλεμένη από τους κατοίκους, πλούσια, όμορφη, σχεδόν ημιανεξάρτητη, με τόσα προνόμια δοσμένα από τη Βαλιντέ Σουλτάνα, να ξεσηκωθεί και να μπει στον αγώνα κατά των Τούρκων θυσιάζοντας τα πλούτη της και την ευημερία της; Ελεύθερη Μητρόπολη των Χριστιανών της πέραν του Αξιού Μακεδονίας την αποκαλεί ο Γάλλος περιηγητής και ιστοριογράφος Πουγκεβίλ.

Κι όμως η Νάουσα ξεσηκώθηκε σύσσωμη το Φλεβάρη του 1822.

Με επικεφαλής εκλεκτά τέκνα του, ο λαός της Νάουσας θεώρησε χρέος του να πάρει μέρος στον απελευθερωτικό αγώνα που είχε ήδη αρχίσει και βρισκόταν σε εξέλιξη στη Νότια Ελλάδα.

Άλλωστε δεν θα ήταν η πρώτη φορά, αφού μερικά χρόνια πριν, στα 1795, οι Ναουσαίοι είχαν αποκρούσει τρεις πολιορκίες του Αλή Πασά των Ιωαννίνων, ο οποίος έφτασε στο σημείο να πει "Τα Γιάννενα κι αν με γέρασαν η Νάουσα θα με πεθάνει"

Μυημένοι από νωρίς οι πρόκριτοι του τόπου στη Φιλική Εταιρεία, έχοντας παράδοση οι κάτοικοι στην οπλουργία και στην πολεμική τέχνη, πλαισιωμένοι από αρματωλούς και κλέφτες του Βερμίου, με αρχηγούς μεγάλες μορφές όπως ο Ζαφειράκης Λογοθέτης, ο Γεροκαρατάσος και ο Αγγελής Γάτσος από την Έδεσσα, αποφασίζουν να μπουν στην επανάσταση- 3 Μαρτίου 1822.

Η σημαία της λευτεριάς με το χρυσοκέντητο αναγεννώμενο φοίνικα ξεδιπλώνεται στο Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Δημητρίου και τα συγκεντρωμένα πλήθη μαγνητίζονται από τα λόγια του άρχοντα Ζαφειράκη. Μέσα σε φρενίτιδα ενθουσιασμού και με τις ευλογίες του αρχιμανδρίτη Γρηγορίου δίνουν όρκο πίστης για ¨Λευτεριά ή θάνατο΅

Κι ο αγώνας αρχίζει. Εξοντώνουν τον κατή Αβδούλ Βεχάπ και την Τούρκικη φρουρά της πόλης, εκλέγουν πολιτικό αρχηγό το Ζαφειράκη και διορίζουν γενικό στρατιωτικό αρχηγό της επανάστασης το Γερο- Καρατάσο.

Η πρώτη επίθεση των επαναστατημένων Ναουσαίων γίνεται κατά της Βέροιας. Η Τούρκικη φρουρά τρομοκρατημένη φεύγει αλλά οι Έλληνες δεν μπαίνουν στην πόλη, επειδή μαθαίνουν ότι φθάνει Τούρκικο σώμα από τη Θεσσαλονίκη. Γυρίζουν στη Νάουσα , αποφασισμένοι να αντιμετωπίσουν με όλες τους τις δυνάμεις τα στρατεύματα του Βαλή της Θεσσαλονίκης Εμπού Λουμπούτ.

Ο Γάτσος πιάνει ένα πυκνό δάσος έξω από την πόλη, κοντά στο Αρκουδοχώρι. Ο Καρατάσος οχυρώνεται στη μονή της Παναγίας του Δοβρά και ο Ζαφειράκης με τους υπαρχηγούς του Τσιάμη Καρατάσο, Φίλιππο Θεοδοσίου, Γιαννάκη Καρατάσο και Ζώτο αναλαμβάνουν την άμυνα της πόλης.

12 Μαρτόυ 1822. Ο Κεχαγιάμπεης του Εμπού Λουμπούτ χτυπά με τα ασκέρια του το μοναστήρι της Παναγίας του Δοβρά. Η επίθεση αντιμετωπίζεται ηρωικά από τα παλικάρια του Γεροκαρατάσου και ο κεχαγιάμπεης υποχωρεί ηττημένος.

16 Μαρτίου 1822. Αγανακτισμένος ο Εμπού Λουμπούτ αναλαμβάνει ο ίδιος την πολιορκία της Νάουσας. Επιτίθεται επανηλλειμένα κατά της πόλης αλλά οι προσπάθειές του δεν καρποφορούν. Βλέποντας ότι το πάρσιμο της πόλης ήταν πολύ δύσκολο και αναλογιζόμενος τις δικές του απώλειες προτείνει στο Ζαφειράκη και στους Ναουσαίους να του παραδώσουν την πόλη τάζοντάς τους αμνηστία και πλούτη.

Οι Ναουσαίοι αρνούνται. "Μπέσα στους Αγαρινούς δεν δίνουμε. Ή θα λευτερωθούμε ή θα πεθάνουμε" είναι η απάντησή τους

Οι επιθέσεις των Τούρκων γίνονται τώρα ακόμα πιο ορμητικές. Το μαντάτο που έφτασε από την Υψηλή Πύλη σταλμένο από το Σουλτάνο "Πέτρα στην πέτρα να μη μείνει και ούτε πετεινού λαλιά να μην ακουστεί στις ρημαγμένες και στις ματωμένες όχθες της Αράπιτσας" πρέπει οπωσδήποτε να πάρει σάρκα και οστά.

Και η πολιορκία συνεχίζεται.

Μα η Νάουσα βαστάει. Όμως ως πότε;

Οι άντρες αραιώνουν, τα πολεμοφόδια σώζονται, τα καριοφίλια αχρηστεύονται από την πολύ χρήση, τα τρόφιμα τελειώνουν και ελπίδα για βοήθεια από πουθενά. Κι ο εχθρός πολυάριθμος κι έχει ρίξει στη μάχη και κανόνια.

18 Απρίλη 1822. Πατιέται η πύλη του Αγίου Γεωργίου. Μανιασμένοι οι Τούρκοι ορμούν στην πόλη σκορπίζοντας παντού τον όλεθρο και την καταστροφή. Οι ηρωισμοί όμως των Ναουσαίων δεν σταματούν. Κάθε σπίτι γίνεται ταμπούρι, κάθε πέτρα όπλο, κάθε δάκρυ μαχαίρι. Το αίμα κυλάει στο αφράτο χώμα και πυκνοί καπνοί ανεβαίνουν στον αιμάτινο ουρανό.

Αντιστέκονται στο ναό του Αγίου Δημητρίου ο Βαρβαρέσης με τους Σιουγγαρέους υπερασπιζόμενοι τα γυναικόπαιδα στην εκκλησία, μα πέφτουν όλοι νεκροί. Οχυρώνονται οι οπλαρχηγοί Ζώτος, Τσιούπης και Κωτούλας Καρατάσος σε ένα μεγάλο σπίτι και προσπαθούν να αναχαιτίσουν το Τούρκικο ασκέρι. Αλλά οι δυνάμεις λιγοστές. Ακολουθεί ηρωική έξοδος και τέλος φωτιά στην πυριτιδαποθήκη. Ολοκαύτωμα, σαν εκείνο του Καψάλη και του Γιωργάκη Ολύμπιου.

Ο πύργος του Ζαφειράκη , όπου είχαν μαζευτεί πάνω από 500 γυναικόπαιδα και 400 παλικάρια αντιστέκεται ακόμα. Μάταια; Ποιος ξέρει! Στις 21 του Απρίλη αποφασίζουν ηρωική έξοδο και εξαπατώντας τους Τούρκους κατορθώνουν να διασώσουν μερικά γυναικόπαιδα και να τα οδηγήσουν στον άγιο Νικόλαο. Οι Τούρκοι μπαίνουν στον πύργο και κατασφάζουν τους εναπομείναντες υπερασπιστές του, παίρνοντας ομήρους τις οικογένειες των οπλαρχηγών και πολλά γυναικόπαιδα. Οι μάχες συνεχίζονται μέρα νύχτα στους δρόμους, στα καλντερίμια, στις όχθες της Αράπιτσας.

Και να πως περιγράφει η Θάλεια Σαμαρά τη σκηνή της μεγάλης θυσίας των γυναικών.

"Αλαφιασμένες 13 νέες κοπέλες και μανούλες με μωρά στην αγκαλιά, μέσα απ τα χαλάσματα και τους καπνούς, τρέχουν προς τις ακρινές συνοικίες της πόλης με μια απεγνωσμένη κραυγή στο στόμα "στο βουνό, να σωθούμε"

Βγαίνουν στην εξοχή, σταματούν, η ανάσα κόβεται, τα πόδια τρέμουν, τα μωρά βαραίνουν στις αγκαλιές, μα η ελπίδα τις δίνει φτερά. Κοντεύουν στο γιοφύρι της Αράπιτσας, στους Στουμπάνους, ίσως προλάβουν να σωθούν. Μα από μακριά ακούγεται σάλαγος, χλαλοή, ξεκαθαρίζει ποδοβολητό αλόγων, φωνές και βρισιές. Οι Τούρκοι Αχ Παναγιά μου θα τις προλάβουν. Κι ύστερα ξέρουν τι τις περιμένει ατίμωση και το σκλαβοπάζαρο. Η σκέψη τις τρελαίνει, πνίγονται. Ανασασμός μόνο ο θάνατος. Για μια στιγμή χαμένες, σταματάνε. Κάτω απ';τα πόδια τους με βουητό πέφτουν τα αφρισμένα νερά της Αράπιτσας. Είναι τα νερά τους. Από μικρές ο ήχος τους τις νανούριζε, τις συντρόφευε σ'; όλες τις ώρες της ζωής τους, είναι κατάδικά τους, αγαπημένα, και ο θάνατος εδώ στην αφρισμένη τους δίνη θάναι γλυκός λυτρωμός. Και ο χορός ξεκινά. Η πρώτη κοπέλα πέφτει και ακολουθούν κι άλλη, κι άλλη, σφίγγοντας στον κόρφο τους τα βρέφη και ζητώντας συγχώρεση απ'; αυτά. Ο απανωτός γδούπος των κορμιών δένεται με τη βουή του καταρράχτη. Ο πόνος, ο λυγμός και το παράπονο πνίγεται, σβήνει στους αφρούς, μα ψηλά στον αέρα ανεβαίνουν ανάλαφρες οι ψυχές. Επιτέλους λεύτερες!

Η σφαγή στην πόλη συνεχίζεται για 5 ημέρες. Και η διαταγή του Σουλτάνου εκτελείται. Η Νάουσα πάρθηκε. Κάηκαν τα σπίτια, γκρεμίστηκαν τα τείχη, χαλάστηκε η γη, οι κάτοικοι εξανδραποδίστηκαν, οι περιουσίες δημεύτηκαν. Πέρασε ο τύραννος και τα ρήμαξε όλα. Έτσι τουλάχιστον νόμισε, όπως νομίζει κάθε άμυαλος χαλαστής. Πάρθηκε η Νάουσα; Όχι! Η Νιάουστα, η περήφανη, η αγαπημένη, αυτή δεν μπορούσε να παρθεί ποτέ. Η Νάουσα δεν πάρθηκε, ξαναγεννήθηκε, γιατί πίστεψε πως επιτυχία δεν είναι τα πλούτη αλλά η λευτεριά. Ξαναγεννήθηκε η Νάουσα γιατί είχε κρυμμένη μέσα της την ανάσα της αιώνιας Ελλάδας. Η φωνή της, η φωνή της αφοβιάς του θανάτου, ο έρωτας της λευτεριάς και της ζωής μιλάει στις ψυχές και τις συγκλονίζει. Και το θαύμα γίνεται. Κοιτάξτε τις όχθες της Αράπιτσας.

Οι Ναουσαίες δεν είναι πια μόνες. Στο χορό είναι πιασμένες Σουλιώτισσες, κόρες του Μωριά, της Μακεδονίας και της Θράκης. Γυναίκες των Αιγαιοπελαγίτικων νησιών, της Κρήτης και της Κύπρου, γυναίκες της Μικρασίας και του Πόντου.

Ας χαιρετίσουμε λοιπόν αυτόν τον γενναίο χορό, το χορό που μέσα στα ανάλαφρα λικνίσματά του κρατάει ακμαίο το μυστικό της αιώνιας Ελλάδας. Κι ας κλείνουμε ευλαβικά το γόνυ σε αυτόν τον τόπο που έγινε σύμβολο. Γιατί τα σύμβολα δεν χάνονται. Είναι αυτά που κρατούν ζωντανά τα έθνη και δημιουργούν οράματα για το μέλλον.



Πηγή: Μπλιάτκας Θωμάς

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *