«Ὅ,τι κάμουμε, θὰ τὸ κάμουμε μονάχοι καὶ δὲν ἔχομε καμιὰ ἐλπίδα ἀπὸ τοὺς ξένους»

Πηγή: www.onalert.gr

γράφει ὁ Δημήτρης Νατσιὸς
Δάσκαλος-Κιλκὶς

«Ρωμαίικος καβγάς, τούρκικος χαλβὰς» (παροιμία)

«Τρία πράγματα ἐχάλασαν τὴν Ρωμανίαν ὅλην: ὁ φθόνος, ἡ φιλαργυρία καὶ ἡ κενὴ ἐλπίδα», σημειώνει ἄγνωστος ποιητὴς μετὰ τὴν Ἅλωση τῆς Πόλης. Μπορεῖ ὅμως τότε ὁ λαὸς νὰ θρηνεῖ καὶ νὰ στενάζει γιὰ τὸ μαγάρισμα τῆς Βασιλεύoυσας Πόλεως ἀπὸ τοὺς προγόνους του Ἐρντογάν, ἀλλὰ «εἰ καὶ ἑάλω ἡ Πόλις, τὸ ἔθνος οὐδαμῶς, ἐξερριζώθη» κατὰ τὸν Νεκτάριο Ἱεροσολύμων. Ἀνθεῖ καὶ φέρει κι ἄλλο ἡ Πονεμένη Ρωμηοσύνη, γιατί «ἔλαμπε ἡ πίστις τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ μυστήριον τῆς εὐσεβείας». (Κύριλλος Λούκαρις).

Τὸ Γένος εἶχε πνευματικὰ ἀντισώματα, τὰ καντήλια ἔκαιγαν, στὰ πετραχήλια τοῦ ταπεινοῦ ἱερέα, οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι Ρωμηοί, ἔβρισκαν παραμυθία καὶ ἀνάπαυση. Χάθηκε ἡ πολιτεία, ἡ αὐτοκρατορία, τὸ ἔθνος συντρίβεται κάτω ἀπὸ τὰ σιδερένια πέλματα βάρβαρων κατακτητῶν, ὅμως στὴν θέση τοῦ προβάλλει τὸ Γένος. Ὁ Ἑλληνισμὸς κάτω ἀπὸ τὴν ἀσφυκτικὴ πίεση τῆς ἀμείλικτης πραγματικότητας, συσπειρώνεται στὸ Γένος.

Τὸ Γένος!…Ὅποιος διαβάζει κείμενα τῆς Τουρκοκρατίας καὶ τοῦ ’21 συναντᾶ συνεχῶς τὴν κατανυκτικὴ αὐτὴ λέξη. Τὴν καταγράφουν οἱ σκλάβοι Ρωμηοὶ μὲ δέος καὶ χαρά, μὲ πόνο καὶ πάθος. Ἡ λέξη περικλείει μεγαλεῖο καὶ μαρτύριο, θρίαμβο καὶ κατατρεγμό. Κρύβει στὰ φυλλώματά της, ὄχι μόνο τὸ παρόν, ἀλλὰ καὶ τὸ ἔνδοξο παρελθὸν καὶ τὴν ἐλπίδα. Εἶναι λέξη ἀναστάσιμη. Ὑποδηλώνει καὶ τὸν ἡρωικῶς μαχόμενο τελευταῖο αὐτοκράτορα, ἀλλὰ καὶ τὸν μαρμαρωμένο βασιλιά.

Τὸ Γένος, ἐν μέσῳ ἐρειπίων, σπεύδει καὶ παρηγορεῖ τὸ Ρόδον τὸ Ἀμάραντο τῆς Ὀρθοδοξίας, τὴν Θεοτόκο, βέβαιο γιὰ τὸ Ποθούμενο. «Σώπασε Κυρὰ Δέσποινα καὶ μὴν πολυδακρύζεις/πάλι μὲ χρόνια μὲ καιροὺς πάλι δικά μας θά ᾽ναι». Εἶναι τὸ χερουβικὸ τοῦ Γένους ποὺ θεριεύει στὰ πικρὰ καὶ μαυροφόρα χρόνια της αἰχμαλωσίας, τὴν ἀποσταμένη ἐλπίδα. Μέσα ἀπὸ τὰ χαλάσματα ἄνθησε τότε ἡ Ρωμανία.

Τώρα καὶ πάλι φθόνος καὶ φιλαργυρία καὶ κενὲς ἐλπίδες. Αὐτὰ τὰ τρία «χαλοῦν» καὶ πάλι…πῶς νὰ γράψουμε, ὅπως ὁ ἄγνωστος ποιητής, τὴν Ρωμανία. Εἴμαστε σήμερα Ρωμανία; χώρα τῶν Ρωμηῶν; Ναι, ὑπάρχουν πολλὲς ὁμοιότητες τῆς τωρινῆς ἐποχῆς μὲ τὴν πρὸ τῆς ἁλώσεως τῆς Πόλης κατάσταση.

Καὶ τότε ὁ φθόνος. (Ὁ Θεὸς μᾶς χαρίζει ἀφθόνως, ἄφθονα τὰ ἀγαθά του. Κι ἐμεῖς φθονοῦμε, φθίνουμε, λιώνουμε). Θὰ γράψει τὸ 1350 ὁ λόγιος Δημ. Κυδώνης: «Στὴν χώρα μας αὐτοὶ ποὺ τὴν κυβερνοῦν, ἔχουν τὴν δύναμη τῶν σεισμῶν καὶ λοιμῶν καὶ ὅλοι εὔχονται νὰ ἰδοῦν τὸ κακὸ τοῦ γείτονα. Εἰρήνη ὑπάρχει μόνο μὲ τοὺς ἐχθροὺς καὶ συνεχὴς πόλεμος ἐναντίον τῶν ὁμοεθνῶν καὶ ὁ καθένας ἐδῶ εἶναι θρασὺς καὶ ἕτοιμος νὰ ἁρπάξει τὰ ὅπλα ἐναντίον τῶν συγγενῶν του». (Ἀπ. Βακαλόπουλου, Ἱστορία, Ι, ἔκδ. Β´, σελ. 53). Εἶναι ἀλήθεια ὅτι οἱ ἄθλιες οικονομικες συνθῆκες δοκιμάζουν πολὺ σκληρὰ καὶ τὶς ἀνθρώπινες σχέσεις. Δὲν ὑπάρχει ἀγάπη , ἀδελφῶν ὁμόνοια «οὐδαμοῦ σπλάγχνον χριστιανικόν, οὐδαμοῦ δάκρυον συμπαθὲς», θρηνολογεῖο ὁ Ἰωσὴφ Βρυέννιος. (Βακαλόπουλος, σελ.164). Κόντεψε νὰ φτάσει στὸν ἀφανισμὸ καὶ στὸν ὄλεθρο τὸ ἔθνος απο τὰ πρῶτα βήματα τῆς Ἐπανάστασης τοῦ ᾽21 ἐξ αἰτίας τοῦ φθόνου τῶν καπεταναίων. Τότε ἔγραψε ὁ Ὀδ. Ἀνδροῦτσος στὸν Κολοκοτρώνη βλέποντας νὰ ἐρίζουν οἱ Πελοποννήσιοι γιὰ πρωτοκαθεδρίες: «Σᾶς στέλνω τὸν Δράμαλη μὲ 30.000 ἀσκέρι νὰ μονοιάσετε». (Ἂς τὸ θυμόμαστε καὶ σήμερα. Μόνο ποὺ δὲν ὑπάρχουν πιὰ Κολοκοτρωναῖοι).

Τὸ χειρότερο εἶναι «ἡ κενὴ ἐλπίδα». Πρὶν ἀπὸ τὴν Ἅλωση ἐλπίζαμε σὲ βοήθεια ἀπὸ τοὺς Φράγκους. Στὴν ψευτοσύνοδο τῆς Φερράρας- Φλωρεντίας (1438-1439) παραδώσαμε τὰ ἅγια τοῖς κυσί. Εὑρέθη ὁ στύλος τῆς Ὀρθοδοξίας ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικός καὶ ἡ τιμὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ Γένους σώθηκε.

Ὑπέγραψαν «οἱ δείλαιοι ἐθελοακουσίως» τὴν ὑποταγὴ στὸν πάπα ἐλπίζοντας βοηθεια κατὰ τῶν Τούρκων. Τίποτε δὲν ἔγινε. Οἱ δυτικοὶ δὲν ἐπιθυμοῦσαν ἀναμέτρηση μὲ τοὺς Τούρκους, γιατί δὲν ἀντιμετωπίζουν οἱ ἴδιοι ἄμεση ἀπειλή. Μισοῦν τοὺς ἀσεβεῖς καὶ σχισματικούς «Γραικοὺς» καὶ βέβαια ἐπιθυμοῦν καλὲς σχέσεις μὲ τοὺς Τούρκους μωαμεθανούς, γιατί οἱ οἰκονομικὲς σχέσεις καὶ διεισδύσεις στὸ χῶρο τῆς Μ. Ἀσίας καὶ τῆς ἀνατολικῆς Μεσογείου ἀποτελοῦν πηγὴ πλούτου. «Μὴ βαυκαλίζεσθε», γράφει ὁ Βρυέννιος «μὲ μάταιες ἐλπίδες ὅτι συμμαχικὰ στρατεύματα θὰ ἔρθουν ἀπὸ τὴν Δύση νὰ μᾶς σώσουν. Ἀλλὰ καὶ ἂν ἐκστρατεύσουν, δὲν θὰ τὸ κάνουν γιὰ νὰ μᾶς ὑπερασπιστοῦν, ὅπως λένε, ἀλλὰ γιὰ νὰ καταστρέψουν τὶς πόλεις μας καὶ τὸ Γένος μας, γιὰ νὰ ἐξαφανίσουν ἀκόμα καὶ τὸ ὄνομά μας». (Κ. Σιμόπουλου, Ξενοκρατία, σελ. 289). Πόσες «κενὲς ἐλπίδες», «ἄδεια καρύδια κι ἀσκιὰ γιοματ’ ἀγέρα» (Μακρυγιάννης) δὲν πιστέψαμε τὰ τελευταῖα χρόνια;

«Ρίζα πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία», θὰ γράψει ὁ ἀπ. Παῦλος (Α´ Τιμ. ϛ´10). Λίγο πρὶν ἀπὸ τὴν Ἅλωση καλεῖ καὶ παρακαλεῖ ὁ Ἰωσὴφ Βρυέννιος τοὺς πλούσιους νὰ ἀνοίξουν τὰ θησαυροφυλάκιά τους καὶ νὰ βοηθήσουν στὴν ἐπισκευὴ τῶν τειχῶν τῆς Πόλης. «Δέκα μονάχα ἀπὸ σᾶς θὰ μπορούσατε νὰ ἔχετε ξανακαινουργώσει τὰ τείχη ποὺ ἔχουν ἐρειπωθεῖ». «Οἱ πλούσιοι», γράφει ὁ καθ. Βακαλόπουλος, «τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, ἐνῶ κατέρρεαν τὰ τελευταῖα ὑπολείμματα τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας, ξένοι τελείως πρὸς τὸ πνεῦμα τοῦ Χριστιανισμοῦ ἦταν σκληρότεροι ἀπέναντι στοὺς φτωχοὺς καὶ ταπεινούς τῆς ζωῆς». (Ἀπ. Βακαλόπουλος, Ὁ χαρακτήρας τῶν Ἑλλήνων, σελ. 80). «Οἱ ἄρχοντες συμμετέχουν στὶς παρανομίες, οἱ διαχειριζόμενοι τὰ κοινὰ εἶναι κλέφτες…» συνεχίζει ὁ ἀείμνηστος καθηγητὴς στὸ σπουδαῖο βιβλίο του. Γιὰ νὰ σημειώσει αὐτὸ ποὺ προλογικὰ γράψαμε «Οἱ χρόνοι τῆς Τουρκοκρατίας, χρόνοι διωγμῶν τῶν Ἑλλήνων, τῶν χριστιανῶν, διαχέουν σ’ αὐτοὺς ἔντονη θρησκευτικὴ πνοὴ στὴν καθημερινή τους ζωὴ καὶ κάνουν αὐστηρότερα τὰ ἤθη». Ἡ Ἐκκλησία γίνεται τὸ καταφύγιο τῶν ψυχῶν, ὥστε νὰ λέγει ὁ πατριάρχης Ἱερεμίας Β´ (1572-1594): «εἰ καὶ δουλείᾳ τὸ Γένος ἡμῶν ὑπέπεσεν ἀλλ’ εὐσεβείᾳ ἀνένευσεν». (=ἀναβιώνω, ἀνασηκώνομαι). Δύο μόνο θὰ πῶ γιὰ τὸ σήμερα γεγονότα, ποὺ ἐξεικονίζουν τὴν κατάπτωση ἀρχόντων καὶ λαοῦ. Οἱ φοβερὲς καταγγελίες τοῦ καθηγητῆ κ. Κριμιζῆ γιὰ τὶς πλεκτάνες τοῦ νεοϊδρυθέντος ὀργανισμοῦ γιὰ τὸ διάστημα καὶ ἡ ἀποκάλυψη τῆς σπείρας τῶν φαρμάκων τοῦ καρκίνου. Δεῖγμα τῆς τωρινῆς ἀπελπιστικῆς κατάστασης εἶναι τὸ ἑξῆς: Κάποτε τὸ δίλημμα ἦταν «νὰ κλέψω ἢ νὰ μὴν κλέψω» Τώρα… προόδευσε. Τὸ ἐρώτημα τοῦ καθάρματος εἶναι «θὰ μὲ πιάσουν ἢ δὲν θὰ μὲ πιάσουν».

Ξεβαφτιστήκαμε καὶ ξεμυρωθήκαμε γιὰ νὰ γίνουμε Εὐρωπαῖοι καί… νὰ οἱ προκοπές μας!! Μᾶς πετοῦσαν ὅπως τὰ σκυλιὰ ἕνα ξεροκόκκαλο οἱ ποικιλώνυμοι κομματάρχες-πρωθυπουργοὶ καὶ ἐμεῖς σπεύδαμε, τυφλωμένοι, σ’ αὐτό, τρέφαμε κενὲς ἐλπίδες, ἀφήνοντας τιμημένα πρωτοτοκια. «Ἀνήκομεν εἰς τὴν Δύσιν» (Καραμανλής), «Ἡ Ἑλλάδα ἀνήκει στοὺς Ἕλληνες» (Ἀνδρέας), «ἐκσυγχρονισμὸς» (Σημίτης), «ἐπανίδρυση τοῦ κράτους» (νέος Καραμανλής), «θὰ σχίσω τὰ Μνημόνια» (Ἀλέξης) καὶ τόσες ἄλλες κενὲς τιποτολογίες. Καὶ στὸ τέλος «μηδὲν στὸ πηλίκιο» ἀπὸ τὸν ἀνεπρόκοπο, τοῦ «λεφτὰ ὑπάρχουν», ΓΑΠ.

Κάποτε πρέπει νὰ σκεφτοῦμε σοβαρά, κολοκοτρωναίικα. Έλεγε ὁ Γέρος τοῦ Μοριὰ γύρω στὸ 1810: «Ὅ,τι κάμουμε θὰ τὸ κάμουμε μονάχοι καὶ δὲν ἔχομε καμιὰ ἐλπίδα ἀπὸ τοὺς ξένους». Θὰ συμπληρώναμε κι ἀπὸ τοὺς ἡμετέρους τοποτηρητές τους, μνημονιακοὺς λακέδες.



Πηγή: Χριστιανικὴ Βιβλιογραφία

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *