Πολιτιστικὲς διαφορές

Σφαγή του Διστόμου

Λιννέρ Στοῦρε

(Ὁ ἐπικεφαλῆς τοῦ Διεθνοῦς Ἐρυθροῦ Σταυροῦ στήν Ἑλλάδα, Σουηδός Στοῦρε Λιννέρ, στό βιβλίο του Ἡ Ὀδύσσειά μου γράφει γιά τό Δίστομο)

Ὁ γερμανικός πολιτισμός

Παντρευτήκαμε στίς 14 Ἰουνίου. Ὁ ὑπεύθυνος τῆς ἑλληνικῆς ἐπιτροπῆς, Ἔμιλ Σάντστρομ, παρέθεσε γαμήλιο γεῦμα πρός τιμήν μας. Ἀργά τό βράδυ μέ πλησίασε καί μέ ἀπομάκρυνε ἀπό τά γέλια καί τίς φωνές, πρός μία γωνιά ὅπου θά μπορούσαμε νά μιλήσουμε οἱ δύο μας. Μοῦ ἔδειξε ἕνα τηλεγράφημα πού μόλις εἶχε λάβει: οἱ Γερμανοί ἔσφαζαν γιά τρεῖς ἡμέρες τόν πληθυσμό τοῦ Διστόμου, στήν περιοχή τῶν Δελφῶν, καί στή συνέχεια πυρπόλησαν τό χωριό. Πιθανοί ἐπιζῶντες εἶχαν ἀνάγκη ἄμεσης βοήθειας.

Τό Δίστομο ἦταν μέσα στά ὅρια τῆς περιοχῆς τήν ὁποία, τήν ἐποχή ἐκείνη, ἤμουν ἁρμόδιος νά τροφοδοτῶ μέ τρόφιμα καί φάρμακα. Ἔδωσα μέ τή σειρά μου τό τηλεγράφημα στήν Κλειώ νά τό διαβάσει, ἐκείνη ἔγνεψε κι ἔτσι ἀποχωρήσαμε διακριτικά ἀπό τή χαρούμενη γιορτή.

Περίπου μία ὥρα ἀργότερα ἤμασταν καθ' ὁδόν μέσα στή νύχτα. Ἀπαιτήθηκε ἀνυπόφορα μεγάλο χρονικό διάστημα ἕως ὅτου διασχίσουμε τούς χαλασμένους δρόμους καί τά πολλά μπλόκα γιά νά φτάσουμε, χαράματα πιά, στόν κεντρικό δρόμο πού ὁδηγοῦσε στό Δίστομο.

Σφαγές στο Δίστομο, Ξυλογραφία του Αλέξανδρου Κορογιαννάκη

Σφαγές στο Δίστομο, Ξυλογραφία του Αλέξανδρου Κορογιαννάκη

Ἀπό τίς ἄκρες τοῦ δρόμου ἀνασηκώνονταν γύπες ἀπό χαμηλό ὕψος, ἀργά καί ἀπρόθυμα, ὅταν μᾶς ἄκουγαν πού πλησιάζαμε. Σέ κάθε δέντρο, κατά μῆκος τοῦ δρόμου καί γιά ἑκατοντάδες μέτρα, κρεμόντουσαν ἀνθρώπινα σώματα, σταθεροποιημένα μέ ξιφολόγχες, κάποια ἐκ τῶν ὁποίων ἦταν ἀκόμη ζωντανά. Ἦταν οἱ κάτοικοι τοῦ χωριοῦ πού τιμωρήθηκαν μέ αὐτό τόν τρόπο: θεωρήθηκαν ὕποπτοι γιά παροχή βοήθειας στούς ἀντάρτες τῆς περιοχῆς, οἱ ὁποῖοι ἐπιτέθηκαν σέ δύναμη τῶν Ἔς Ἔς.

Ἡ μυρωδιά ἦταν ἀνυπόφορη. Μέσα στό χωριό σιγόκαιγε ἀκόμη φωτιά στά ἀποκαΐδια τῶν σπιτιῶν. Στό χῶμα κείτονταν διασκορπισμένοι ἑκατοντάδες ἄνθρωποι κάθε ἡλικίας, ἀπό ὑπερήλικες ἕως νεογέννητα. Σέ πολλές γυναῖκες εἶχαν σχίσει τή μήτρα μέ τήν ξιφολόγχη καί ἀφαιρέσει τά στήθη, ἄλλες κείτονταν στραγγαλισμένες, μέ τά ἐντόσθια τυλιγμένα γύρω ἀπό τό λαιμό. Φαινόταν σάν νά μήν εἶχε ἐπιζήσει κανείς.

Μά νά! Ἕνας παππούς στήν ἄκρη τοῦ χωριοῦ! Ἀπό θαῦμα εἶχε καταφέρει νά γλιτώσει τή σφαγή. Ἦταν σοκαρισμένος ἀπό τόν τρόμο, μέ ἄδειο βλέμμα, τά λόγια του πλέον μή κατανοητά. Κατεβήκαμε στή μέση τῆς συμφορᾶς καί φωνάζαμε στά ἑλληνικά: «Ἐρυθρός Σταυρός! Ἐρυθρός Σταυρός! Ἤρθαμε νά βοηθήσουμε».

Ἀπό μακριά μᾶς πλησίασε διστακτικά μία γυναίκα. Μᾶς ἀφηγήθηκε ὅτι ἕνας μικρός ἀριθμός χωρικῶν πρόλαβε νά διαφύγει προτοῦ ξεκινήσει ἡ ἐπίθεση. Μαζί μέ ἐκείνη ἀρχίσαμε νά τούς ψάχνουμε. Ἀφοῦ ξεκινήσαμε οἱ τρεῖς μας, διαπιστώσαμε ὅτι [ἡ γυναίκα] εἶχε πυροβοληθεῖ στό χέρι. Τή χειρουργήσαμε ἀμέσως μέ χειρουργό τήν Κλειώ. Ἦταν τό ταξίδι τοῦ μέλιτός μας.

Καί ὁ Ἑλληνικός Πολιτισμός

Λίγον καιρό ἀργότερα ἡ ἐπαφή μας μέ τό Δίστομο θά ἀποκτοῦσε καί ἕναν ἀξιοσημείωτο ἐπίλογο. Ὅταν τά γερμανικά στρατεύματα κατοχῆς ἀναγκάστηκαν νά ἐγκαταλείψουν τήν Ἑλλάδα, δέν πῆγαν καί τόσο καλά τά πράγματα, ἀφοῦ μία γερμανική μονάδα κατάφερε νά περικυκλωθεῖ ἀπό ἀντάρτες ἀκριβῶς στήν περιοχή τοῦ Διστόμου. Σκέφτηκα ὅτι αὐτό ἴσως θεωρηθεῖ ἀπό τούς Ἕλληνες ὡς εὐκαιρία γιά αἱματηρή ἐκδίκηση, πόσο μᾶλλον πού ἡ περιοχή ἐδῶ καί καιρό εἶχε ἀποκοπεῖ ἀπό κάθε παροχή βοήθειας σέ τρόφιμα. Ἑτοίμασα λοιπόν φορτηγά μέ τά ἀναγκαῖα τρόφιμα, ἔστειλα μήνυμα στό Δίστομο γιά τήν ἄφιξή μας καί ἔτσι βρεθήκαμε στό δρόμο γιά ἐκεῖ, γιά ἄλλη μία φορά, ἡ Κλειώ καί ἐγώ.

Ὅταν φτάσαμε στά ὅρια τοῦ χωριοῦ, μᾶς συνάντησε μία ἐπιτροπή, μέ τόν παπά στή μέση. Ἕναν παλαιῶν ἀρχῶν πατριάρχη, μέ μακριά, κυματιστή, λευκή γενειάδα. Δίπλα του στεκόταν ὁ ἀρχηγός τῶν ἀνταρτῶν, μέ πλήρη ἐξάρτυση. Ὁ παπάς πῆρε τό λόγο καί μᾶς εὐχαρίστησε ἐκ μέρους ὅλων πού ἤρθαμε μέ τρόφιμα. Μετά πρόσθεσε: «Ἐδῶ εἴμαστε ὅλοι πεινασμένοι, τόσο ἐμεῖς οἱ ἴδιοι, ὅσο καί οἱ Γερμανοί αἰχμάλωτοι. Τώρα, ἐάν ἐμεῖς λιμοκτονοῦμε, εἴμαστε τουλάχιστον στόν τόπο μας. Οἱ Γερμανοί δέν ἔχουν χάσει μόνο τόν πόλεμο, εἶναι ἐπιπλέον καί μακριά ἀπό τήν πατρίδα τους. Δῶστε τους τό φαγητό πού ἔχετε μαζί σας, ἔχουν μακρύ δρόμο μπροστά τους». Σ' αὐτή τοῦ τή φράση γύρισε ἡ Κλειώ τό βλέμμα της καί μέ κοίταξε. Ὑποψιαζόμουν τί ἤθελε νά μοῦ πεῖ μέ αὐτό τό βλέμμα, ἀλλά δέν ἔβλεπα πλέον καθαρά. Ἁπλά στεκόμουν κι ἔκλαιγα.

Η φωτογραφία που έκανε το γύρο του κόσμου,
όταν δημοσιεύτηκε στο αμερικάνικο περιοδικό LIFE, αρ. τ. 10 στις 27-11-1944



Πηγή: Αγία Ζώνη

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *