ΣΤΗ ΔΟΞΑ ΤΟΥ ΚΡΥΣΤΑΛΛΗ

Κώστας Κρυστάλλης (1868-1894)

Ἀπὸ τὴν πέτρα ἕνας ἀνθὸς ἄχρονος. Καὶ προβάλλει
μέσα στὸ χρόνο, κ' εἶν' ὁ ἀνθὸς ἡ εἰκόνα σου, Κρυστάλλη!
Γυρεύει τὴ φλογέρα σου γιὰ νὰ μᾶς ξαναμπάσῃ
στὴν Ἤπειρο, στῆς λεβεντιᾶς τὴ βρυσομάννα πλάση.

Καὶ ἀγνάντια ροδομάγουλη, καθάρια, ἡ Μοῦσα, βλάχα,
λιτή, λαϊκή, σὰν τὸ χλωρὸ βασιλικὸ στὴ γλάστρα,
κορμοστασιά, περπατησιά. Τὰ μάτια της μονάχα
σὰ νὰ σπιτώνουν μέσα τους τὸν οὐρανὸ μὲ τ' ἄστρα.

Κρυστάλλη, ὁ ποιητὴς δὲ ζῇ στοῦ σκλάβου τὴ φοβέρα.
Γι' αὐτὸ ἀπ' τὴ γῆ ποὺ πάτησες παιδί, τοῦ Τούρκου ἡ μπόρα
σ' ἔρριξε στῆς ἐλεύθερης πατρίδας τὸν ἀέρα·
μὰ ἐκεῖ σοῦ ἐστάθη πιὸ σκληρὴ κι ἀπὸ τὸν Τοῦρκο ἡ Χώρα.

Γιατί στ' αὐτιά, ἀπ' τὸ θόρυβο τῆς χώρας ξαφνισμένα
καὶ ἀλλότριο καὶ παράκαιρο βούϊσμα ἡ μουσική σου.
Ἔγνοια, συμπόνια, ἀνάπαψη, δὲν εἴτανε γιὰ σένα,
καὶ τῆς ἀρρώστιας δόθηκε βορὰ τὸ νέο κορμί σου.

Τοῦ κάκου μετρητοὶ πιστοὶ τῆς θείας τοῦ στίχου γλώσσας,
τ' ἀνάκρασμά σου ἀκούγοντας: «Τέτοια τραγούδια λέω!»
σάμπως τοῦ Ὀλύμπου κλάγγασμα, σὰ φύσημα τῆς Ὄσσας
ἤ ἀπὸ τὸν Πίνδο κύλημα νεροῦ, σὰν ὅ,τι ὡραῖο

δείχνουν ποτάμια, ὀργώματα, καὶ τὸ χωριὸ καὶ ἡ στάνη,
τὸ κέντημα τῆς λυγερῆς, τὰ πράτα τοῦ τσοπάνη,
τὰ ντόπια, μακρεμένα πιά, σὰ θρυλικά, σὰν ξένα,
στὰ μέτρα σου τὰ χαίρονταν ὀνειρευτὰ πλασμένα.

Κρυστάλλη, τὸ τραγούδι σου στέκουν τὸ ἠχολογᾶνε
καὶ τοῦ καιροῦ τὸ πέρασμα καὶ τῶν ὡρῶν οἱ γύροι,
καὶ τὸ κρατᾶν ἀχάλαστο καὶ τὸ κοιτᾶνε ὡς νά 'ναι,
στὸ κῦμα ἀπάνου τοῦ ρυθμοῦ, τῆς Ἄρτας τὸ γιοφύρι.

Τό 'χτισες πρωτομάστορα, μ' ὅλη τὴ μαστοριά σου,
τὸ σιδεροθεμέλιωσες μὲ τὸ δικό σου τὸ αἷμα,
γλύκα φλογέρας τὸ αἷμα σου, καὶ πάει τὸ λάλημά σου
μὲ τοῦ δακρύου τὸ στάλασμα, μὲ τοῦ βουνοῦ τὸ ρέμα.

Κρυστάλλη, καὶ ἡ φωνή σου ἀχὸς ξωθιᾶς ποὺ συνεπαίρνει,
τοῦ Ψωμοπάτη σου ἡ καρδιά, τοῦ τσέλιγγα καὶ ἡ γνώση,
κάμπος τὰ τρώει τὰ νιάτα σου, μὰ ὁ στραυραϊτὸς τὰ παίρνει
στὰ νύχια του ἀπ' τὸ χάρο· πάει νὰ στὰ καταστερώσῃ.

Κελαϊδεσμένε ἀντίλαλε, καλεϊδιστὴ τεχνίτη,
Δόξα σοι, Νίκα, βοσκὲ λαέ, Δάφνη θεϊκὲ ἐρημίτη,
καταραμένε τῆς ζωῆς, τῆς φύσης χαϊδεμένε,
ὅπου κορφή, πουλιά, στοιχιὰ σὲ κλαῖνε καὶ σὲ λένε.



Πηγή: Κ. Παλαμᾶ, Ἅπαντα, Τόμος Θ΄. Β΄ ΕΚΔΟΣΗ, ΓΚΟΒΟΣΤΗΣ
ΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ
Φωτογραφία: Homo Universalis

Ἑλλήνων Φῶς

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *