Τὰ παιδάκια τοῦ σωλήνα καὶ ἡ… Μπουμπουλίνα

Γιάννης Βλαχογιάννης

Γιάννης Βλαχογιάννης

Γράφει ὁ Δημ. Νατσιός
Δάσκαλος-Κιλκίς

«Ἄχ, τὰ παιδάκια τοῦ σωλήνα
ποτὲ δὲν βγήκατε ταξίδι
ἐκεῖ ποὺ ζοῦσε ἡ Μπουμπουλίνα
Ὕδρα, Ψαρὰ καὶ Γαλαξίδι»

Νίκ. Γκάτσος

Μεγάλη πνευματικὴ φυσιογνωμία, ὁ Γιάννης Βλαχογιάννης (1867-1945), κολοσσιαία ἡ προσφορά του στὴν νεοελληνικὴ ἱστορία, ἰδίως τοῦ Εἰκοσιένα. Καρπὸς τῆς πολύχρονης καὶ ἀσίγαστης προσπάθειάς του γιὰ τὴν ἀνάδειξη τῆς Παλιγγενεσίας ἦταν, μεταξὺ ἄλλων, ἡ ἀνακάλυψη, ἡ ἀποκρυπτογράφηση, λόγῳ τῆς δύστροπης γραφῆς, καὶ ἡ ἔκδοση τῶν ἀπομνημονευμάτων τοῦ Μακρυγιάννη (1907), ἡ βιογραφικὴ ἀρχειακὴ μελέτη του γιὰ τὸν Καραϊσκάκη, τὴν ὁποία ἔγραψε μὲ τρεμάμενα χέρια, ἐν μέσῳ τῆς βαρυχειμωνιᾶς τῆς Κατοχῆς (1943), καὶ πολλὰ ἄλλα σπουδαῖα ἔργα, μὲ τὰ ὁποῖα ξαναζωντανεύει, μὲ τὴν στιβαρὴ καὶ πλούσια, δημώδη γλῶσσα του, τὰ «Μεγάλα Χρόνια». Ἔτσι, «Μεγάλα Χρόνια», τιτλοφόρησε κι ἕνα ἐξαιρετικὸ βιβλίο του, τὸ ὁποῖο ἐκδόθηκε τὸ 1930. Τὸ συγκεκριμένο βιβλίο περιέχει μικρὲς ἱστορίες ἀπὸ τὸ ἀθάνατο ’21, ὀσμὴ εὐωδίας …ἡρωικῆς, μοσχοβολᾶ τὸ ὀλιγοσέλιδο αὐτὸ πετράδι, μεταλλεῖο πολύτιμο, γιὰ ὅσους κατανοοῦν ὅτι ἡ παράδοσή μας εἶναι ἡ ρίζα καὶ τὸ θεμέλιο τοῦ ἐθνικοῦ μας βίου.

Πολλὲς φορὲς ἀποσπῶ ἀπὸ τὸ βιβλίο, ἱστορίες τοῦ Βλαχογιάννη καὶ τὶς διδάσκω στοὺς μαθητές μου, νὰ γνωρίσουν τὰ παιδιὰ ὅτι κάποτε σὲ τοῦτο τὸν κατασυκοφαντημένο τόπο, ζοῦσαν ἄνθρωποι, ἀπροσκύνητοι καὶ ἀδούλωτοι λεβέντες, ποὺ ἀνέβαιναν στὰ κορφοβούνια γιά, «Νά ᾽χουν τὰ βράχια ἀδέρφια τους, τὰ δέντρα συγγενάδια,/ νὰ τοὺς ξυπνοῦν οἱ πέρδικες, νὰ τοὺς κοιμοῦν τὰ ἀηδόνια/καὶ στὴν κορφὴ τῆς Λιάκουρας νὰ κάνουν τὸ σταυρό τους…».

Χρόνια ζητιανεύουμε στὰ ξένα παζάρια, ἐλεεινὰ ψίχουλα πνευματικῆς ζωῆς καὶ τροφῆς, περιφρονώντας τὰ τιμαλφῆ, τὰ ἀτίμητα πλούτη τῆς ἐθνικῆς μας παράδοσης, γι’ αὐτὸ καὶ καταντήσαμε «τῶν Εὐρωπαίων περίγελα καὶ τῶν ἀρχαίων παλιάτσοι».

Ἀφήσαμε κι ὅλο αὐτὸ τὸ νεοταξικὸ κηφηναριό, νὰ διοχετεύσει τὶς κουτσουλιές του μὲς στὴν ἐκπαίδευση, νὰ «μορφώνουμε» ραγιάδες, «σκυφτοὺς γιὰ τὸ χαράτσι», ὅπως γράφει ὁ Παλαμᾶς στὸ ἔξοχο ποίημά του «Γύριζε».

Τὸ ἔχω ξαναγράφει: Τὸ μέλλον τῆς πατρίδας δὲν κρίνεται στὸ ἐρεβῶδες «Μαξίμου» οὔτε στὴν Βουλὴ τῶν ἀσυστόλων ἢ ἀπὸ τοὺς ἀργυραμοιβοὺς τῶν Βρυξελλῶν. Τὸ μέλλον της κρίνεται στὶς σχολικὲς τάξεις. Ἀπὸ τὰ θρανία θὰ ξεπηδήσει τὸ μέλλον. Ἂν ξεκουμπιστεῖ τὸ ψευτορωμαίικο κι ὅλο αὐτὸ τὸ φοβερὸ σκουπιδαριό, ποὺ τὸ δορυφορεῖ καὶ ἔρθει τὸ «ποθούμενο», ὀφείλουμε νὰ διδάσκουμε στὰ παιδιά, μία γενιά, μόνο τὸ Εἰκοσιένα.

Λάμπει ἡ πίστη καὶ ἡ φιλοπατρία στὰ αἱματοβαμμένα κείμενα τῶν ἀγωνιστῶν. Πίστη καὶ φιλοπατρία εἶναι οἱ δύο πνεύμονες, μὲ τοὺς ὁποίους ἀνάσαινε τὸ Γένος ἀνὰ τοὺς αἰῶνες. Ὅσο ἀναπνέουμε τὶς ἀναθυμιάσεις ποὺ ἀναδίδουν τὰ σάπια ὑποπροϊόντα τοῦ χρεωκοπημένου «δυτικοῦ πολιτισμοῦ», θὰ βρισκόμαστε σὲ κατάσταση ἀφασίας.

Ἀπὸ τὰ «Μεγάλα Χρόνια» του Βλαχογιάννη, γιὰ νὰ ἐπανέλθω, μοίρασα καὶ διαβάσαμε στὴν τάξη μου, ἕνα καταπληκτικὸ κείμενο μὲ τίτλο «ὁ χαρακόπος».

Τὸ παραθέτω:

«Ὁ γέρος, ἐκεῖ ποὺ ψυχοπάλευε, φώναξε τὸ παιδί του, τὸν ἀκριβό του κληρονόμο.
Τοῦ εἶπε:
-Ὁ ἥρωας ὁ παππούς σου πεθαίνοντας μοῦ ἄφησε ἕνα θησαυρό, αὐτὸν ποὺ βλέπεις. (Καὶ τοῦ ᾽δειξε ἕνα κουτὶ χρυσόδετο). Μοῦ ἄφησε τ’ ἅγιο τ’ ὄνομά του νὰ λατρεύω καὶ νὰ λιβανίζω τὸ κουτί. Τώρα σοῦ τ’ ἀφήνω καὶ τὰ δύο. Ἐγὼ στὸ κουτὶ αὐτὸ καὶ στ’ ὄνομα δὲ μπόρεσα νὰ βάλω τίποτε ἄλλο παρὰ τοὺς κόπους μου μονάχα γιὰ νὰ στρώσω τὴ ζωή σου ἀναπαμένη κι ἤρεμη. Κύτταξε νὰ ζήσης νὰ χαρῆς τὰ πλούτη σου -ὅμως τὸ κουτὶ νὰ τό ᾽χης φυλαχτό, καὶ τ’ ὄνομα τιμή σου. Κατάρα σοῦ ἀφήνω!
Πέθανε ὁ γέρος. Κι ὁ νιὸς σ’ ὄχι πολλὰ χρόνια σκόρπισε τ’ ἀγαθὰ ποὺ ἀπόχτησε ἄκοπα καὶ λέρωσε καὶ τ’ ὄνομά του τὸ πατρογονικό. Τὸ κουτὶ ὅμως δὲν τὸ πείραζε, ὄχι σὰν ἱερὸ πράμα ποὺ ἦταν, ἀλλὰ σὰν καταφύγιό του στερνὸ ποὺ θὰ γινότανε μία μέρα.
Τέλος ἔσωσε τὰ λιγοστὰ λεφτὰ ποὺ τοῦ ᾽μεναν. Ἔφτασε καὶ στὸ κουτί. Ἔπιασε τ’ ἄνοιξε μ’ ἀντικλείδι. Κ’ ηὗρε μέσα κόκκαλα ξερὰ καὶ τίποτ’ ἄλλο. Λοιπὸν αὐτὸς ἦταν ὁ ἀτίμητος θησαυρός; Ἡ ἀπελπισία του ξέσπασε σ’ ὀργὴ μεγάλη γιὰ τοῦ πατέρα του τὸ χλευασμό. Μὲ τὸν παππού του δὲν εἶχε κανένα λόγο νὰ θυμώνη. Καὶ τὰ κόκκαλα τίποτα δὲν τούλεγαν. Τὸν ἄλλον ὅμως, τὸν πατέρα, ἤθελε νὰ τὸν ξεδικηθῆ. Καὶ πῶς;
Ἄξαφνα παρηγορήθηκε. Ἔκλεισε πάλι μὲ φροντίδα τὸ κουτί. Τὸ πῆρε καὶ τὸ πῆγε σ’ ἕναν τοκογλύφο.
-Σοῦ φέρνω τὸ ἱερώτερο κειμήλιο τοῦ σπιτιοῦ μου, εἶπε, τοῦ παπποῦ τὰ κόκκαλα. Δάνεισέ μου ἕνα κατοστάρικο.
Ὁ τοκιστὴς χωρὶς ν’ ἀνοίξη τὸ κουτί, τὸ κύτταξε ἀπόξω μὲ προσοχή.
-Τὸ κουτί σου δὲν ἀξίζει καὶ μεγάλα πράματα, εἶπε.
-Χάρισμά σου τὸ κουτί, ἀποκρίθηκε τὸ παληκάρι. Ἐγὼ σοῦ πουλῶ τὰ κόκκαλα. Τὰ θέλεις;
Ὁ τοκοφλύφος χαμογέλασε. Ἀμίλητος, ἔδωσε τὸ κατοστάρικο. Ἄδειασε ὕστερα τὰ κόκκαλα μέσ’ τὰ σκουπίδια καὶ κράτησε μονάχα τὸ κουτί».
(σελ. 130, ἔκδ. ΕΣΤΙΑΣ)

Αὐτὴ εἶναι νομίζω ἡ ἱστορία τῆς σύγχρονης Ἑλλάδας. Ἔτσι μὲ τὸν ἁψύ, βουνίσιο λόγο τοῦ Βλαχογιάννη, μαθαίνουν καὶ εὔκολα κατανοοῦν, τὸ δράμα τῆς πατρίδας τους, τὰ μικρὰ παιδιά.

Στὸ κείμενο τοῦ Βλαχογιάννη συλλαβίζουμε τὴν νεώτερη ἱστορία μας. Εἴμαστε μία μικρὴ χώρα. «Ἕνα πέτρινο ἀκρωτήρι στὴ Μεσόγειο, ποὺ δὲν ἔχει ἄλλο ἀγαθὸ παρὰ τοὺς ἀγῶνες τοῦ λαοῦ της, τὴ θάλασσα καὶ τὸ φῶς τοῦ ἥλιου». (Ἀπὸ τὴν ὁμιλία τοῦ Σεφέρη στὴν Στοκχόλμη τὸ 1963, ὅταν παρέλαβε τὸ Νόμπελ). Τὸ κουτί, ἡ χρυσόδετη λειψανοθήκη -τὰ κόκκαλα τῶν Ἑλλήνων, τὰ ἱερὰ- εἶναι (ἦταν;) ὁ ἀτίμητος θησαυρός μας. Οἱ ἡρωικῶς ἀθλήσαντες παπποῦδες μας, οἱ Κολοκοτρωναῖοι, οἱ Καρατασαῖοι, «ἔκαμαν τὸ πατριωτικόν τους χρέος, ἔκτισαν μεγάλην πατρίδα». (Παπαδιαμάντης).

Οἱ γιοί τους, οἱ πατεράδες μας, μέχρι τὴν γενιὰ τοῦ ’40, κρατοῦσαν τὸ δεντρολίβανο τῆς πίστεως καὶ τῆς φιλοπατρίας καὶ θυμιάτιζαν τὸ Εἰκονοστάσι τοῦ Γένους. Μεθοῦσαν μὲ τ’ ἀθάνατο κρασὶ τοῦ Εἰκοσιένα.

Καὶ μετὰ μᾶς πλάκωσαν τὰ μιάσματα τοῦ φραγκολεβαντινισμοῦ καὶ τὰ ἀποστήματα τῆς δυτικολαγνείας, «οἱ νάνοι, οἱ ἀνορθούμενοι ἐπ’ ἄκρων ὀνύχων» ποὺ σκόρπισαν τὰ ἀγαθὰ ποὺ ἀπόχτησαν ἄκοπα καὶ λέρωσαν καὶ τ’ ὄνομα τὸ πατρογονικό. («Παλιοψάθα τῶν Ἐθνῶν», ὁ καημὸς τοῦ Μακρυγιάννη. «Τὰ παιδάκια τοῦ σωλήνα»).

Ἔσωσαν τὰ λεφτά, γευτήκαμε καὶ τὶς γουρουνοτροφές, τὰ ξυλοκέρατα καί, ἀντὶ νὰ ἐπιστρέψουμε στὸ πατρογονικό μας ἀρχοντικό, πήγαμε στοὺς τοκογλύφους, στὶς χαμογελαστὲς συμμορίες τῆς οἰκουμένης.

Ἐπαῖτες, ψωμοζητοῦντες, ἐκλιπαροῦμε γιὰ ἕνα «κατοστάρικο», μία δόση δανείου, πουλώντας τὰ κόκκαλα, τὴν λειψανοθήκη τῆς μνήμης καὶ τῆς ἀξιοπρέπειας. Καὶ οἱ τοκογλύφοι, τὰ λερναῖα θηρία, πέταξαν στὰ σκουπίδια -τὰ ἅγια τοῖς κυσὶ- τὰ λευκασμένα ὀστᾶ τῶν παππούδων. Γιὰ ἕνα «κατοστάρικο» πουλᾶμε καὶ μνήμη καὶ πατρίδα.

Ρώτησα τοὺς μαθητές μου. Καὶ τώρα τί κάνουμε ἐμεῖς, οἱ γιοί, οἱ ἀνίατα χαροκόποι; (=γλετζέδες);

«Νὰ πᾶμε νὰ ψάξουμε στὰ σκουπίδια, νὰ φτιάξουμε καινούργια λειψανοθήκη». «Νὰ γίνουμε καὶ ἐμεῖς σὰν τοὺς παπποῦδες μας». (Ἀθῶες ψυχές, ὅπως τὶς ἔπλασε ὁ Θεός. Ἐμεῖς, οἱ τρανοί, θὰ γελάσουμε μὲ εἰρωνεία. Ἔχει γεμίσει φωλιὲς φόβου, ἀπιστίας καὶ δουλοπρέπειας ἡ ψυχή μας).

Καὶ ὅταν σὲ ρωτάει ὁ μικρὸς μαθητής, «ἐσεῖς τί λέτε νὰ κάνουμε, κύριε;», τί ἀπαντᾶς; Ἔχω μὲς στὴν αἴθουσα, κρεμασμένα στοὺς τοίχους, κάδρα τῶν ἀγωνιστῶν τοῦ ’21. (Ἡ μόδα εἶναι νὰ ἀναρτοῦμε ἀφίσες μὲ γατάκια, σκυλάκια ἢ διάφορες νεοταξικὲς σαχλαμάρες).

Ἔδειξα μὲ τὸ χέρι μου τὴν Μπουμπουλίνα, τὸν Μάρκο, τὸν Παῦλο Μελᾶ καὶ ψέλισα – δὲν εἶχα ἄλλη ἀπάντηση, ντρέπομαι γιὰ τὴν Ἑλλάδα ποὺ τοὺς παραδίδουμε- νά, ὅ,τι ἔκαναν αὐτοί…



Πηγή: Χριστιανικὴ Βιβλιογραφία

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *