ΘΑΝΑΣΗΣ ΔΙΑΚΟΣ





Καραϊσκάκης μὲ τὸν Κολοκοτρώνην εἶναι οἱ κατ’ ἐξοχὴν στρατηλάται τοῦ Ἀγῶνος· ἀνέδειξαν ὑπέροχον καὶ κατὰ λόγον στρατηγικῆς ἐμπνεύσεως καὶ τέχνης τὸ πολεμικὸν πνεῦμα τῆς φυλῆς. Ὁ Κανάρης μὲ τὸν Μάρκον Μπότσαρην εἶναι οἱ κατ’ ἐξοχὴν ἥρωες, ποὺ ἔκαμαν ν’ ἀστράψῃ καὶ νὰ βρονήσῃ εἰς τὰ πέρατα τοῦ κόσμου τὸ πολεμικὸν πνεῦμα τῆς φυλῆς. Ὁ Θανάσης Διάκος εἶναι τὸ κατ’ ἐξοχὴν παλληκάρι, ποὺ διατηρεῖ μέσα εἰς τὰς φαντασίας καὶ τὰς καρδίας τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ ἄσβυστον τὸ πολεμικὸν πνεῦμα τῆς φυλῆς.

Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης, ὁ ἐνθουσιώδης βιογράφος ἐν ταὐτῷ καὶ ἐξυμνητὴς τοῦ πολεμάρχου τῆς Ἀλαμάνας, τὸν ἀποκαλεῖ «ἀληθῆ ἐνσάρκωσιν τοῦ ἀρματωλικοῦ πνεύματος». Ὁ Διάκος εἶναι ὁ δημοτικώτατος τῶν ἡρώων τῆς ἐπαναστάσεως. Κανέναν ἀπὸ τὰ δημοτικὰ τραγούδια δὲν εἶναι τόσον γνωστά, δὲν φέρεται τόσον συνεχῶς εἰς τὰ στόματα καὶ εἰς τὰς ἀνθολογίας ὅσον τὸ τραγούδι τοῦ Διάκου· καμμία ἀπὸ τὰς εἰκόνας, τὰς ἀναπαριστώσας ἐπὶ τὸ φανταστικώτερον σκηνὰς τῆς ἐπαναστάσεως, δὲν εἶναι τόσον διαδεδομένη ὡς στόλισμα τῶν οἰκιῶν καὶ τῶν ἐργαστηρίων, ὅσο ἡ εἰκὼν τῆς συλλήψεως τοῦ Διάκου. Κανὲν ἀπὸ τὰ μαρτύρια ποὺ καθηγίασαν τὸν ἀγῶνα δὲν συγκινεῖ τόσον βαθέως τὸν Ἕλληνα ὅσον τὸ σούβλισμα τοῦ Διάκου.

Ἄς προσθέσωμεν εἰς ταῦτα τὴν παράδοσιν περὶ τῆς θαλλερᾶς λεβεντιᾶς καὶ τῆς ἀκτινοβόλου ὡραιότητος τοῦ ἥρωος. Ἡ ἑλληνικὴ θρησκεία, μεθ’ ὅλην τὴν ἐπίδρασιν τοῦ χριστιανισμοῦ, ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι ἀκόμη ἡ λατρεία τοῦ πλαστικοῦ κάλλους. Ἕλληνες ἤ Γραικοί, εἰδωλολάτραι εἴμεθα.

Ὁ Διάκος ἐγεννήθη εἰς τὴν Παρνασσίδα τὸ 1786. Ὁ πατὴρ αὐτοῦ Νῖκος, ποιμήν, υἱός ἑνὸς στρατιώτου τοῦ περιφήμου ἀρματωλοῦ Κωνσταντάρα, τὸν εἰσήγαγεν εἰς μοναστῆρι, ὅπου ἐχειροτονήθη διάκονος. Καὶ ἰδοὺ διατί, μᾶς λέγει ὁ Βαλαωρίτης, δύο στοιχεῖα ἀδιάζευκτα ἀποτελοῦσι τὴν ψυχὴν τοῦ Διάκου: ὁ μοναχὸς καὶ ὁ στρατιώτης.

Τὸν νεαρὸν καὶ περικαλλῆ διάκονον εἶδέ ποτε λάγνος τις ἀγᾶς καὶ ἐπεχείρησε νὰ τὸν ὑβρίσῃ. Τότε ὁ Διάκος φεύγει ἀπὸ τὸ μοναστῆρι, κατατάσσεται εἰς τὴν συμμορίαν τοῦ ἀρματωλοῦ Σκαλτσᾶ, γίνεται κλέφτης, ξυρίζει τὴν γενειάδα του, καὶ τὴν ἀποστέλλει εἰς τὸν Ἀγᾶν μὲ ἀπειλητικὸν γράμμα. Ὁ Διάκος εὗρε τὸ ἰδανικόν του εἰς τὴν ἀρματωλικὴν ζωήν. Τὸ 1816 τὸν εὑρίσκομεν ὑπηρετοῦντα, μὲ τὸ ἄνθος τοῦ ἑλληνικοῦ ἡρωϊσμοῦ, εἰς τὴν σωματοφυλακὴν τοῦ Ἀλῆ πασσᾶ. Ὀλίγον μετὰ ταῦτα βλέπομεν τὸν Διάκον πρωτοπαλλήκαρον τοῦ Ὁδυσσέως. Δύο ἔτη βραδύτερον, τὸ 1818, ἡ ἥρως κοινωνεῖ τοῦ μυστηρίου τῆς Φιλικῆς Ἑταιρίας. Καὶ ἡ ἐπανάστασις τὸν εὑρίσκει ὁπλαρχηγὸν Λεβαδείας, μὲ ἀναπεπταμένον λάβαρον, λευκόν, φέρον τὴν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου ἀπὸ τὴν μίαν ὅψιν, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλην: «Ἐλευθερία ἤ θάνατος». Καὶ ἡ ἐπανάστασις τὸν εὑρίσκει μὲ σφραγίδα, ἐπάνω εἰς τὴν ὁποίαν εἶναι χαραγμένος ὁ Σταυρός, καὶ κάτω αὐτοῦ ὁ δικέφαλος ἀετὸς καὶ γύρω τὰ κεφαλαῖα Ο.Θ.Ν.Κ. Ὁ Θεὸς νικᾷ!

Μὲ τοιαῦτα λάβαρα καὶ τοιαῦτα σύμβολα ἐβάδισεν ἐκεῖ ὅπου ἐβάδισε. Δὲν ἐχρονοτρίβησεν. Εὐθὺς ἀπὸ τὴν ἀρχὴν τοῦ Ἀγῶνος ἐχώρησε πρὸς τὴν θυσίαν καὶ πρὸς τὸ μαρτύριον. Μαζὶ ἱερεύς καὶ στρατιώτης. Ὁ Κιοσὲ Μεχμὲτ καὶ ὁ Ὁμέρ Βρυώνης προβαίνουν ἀκάθεκτοι διὰ τῆς Θεσσαλίας, πλησιάζουν τὴν Λαμίαν. Ὁ Δυοβουνιώτης, ὁ Πανουριᾶς, ὁ Διάκος ἀποφασίζουν νὰ τοὺς ἀντισταθοῦν. Ὁ Διάκος μὲ πεντακόσιους κατέλαβε τὴν γέφυραν τῆς Ἀλαμάνας κάτωθεν τῆς ὁποίας ρέει ὁ Σπερχειός. Ἡ θέσις ἦτον ὅσον σημαντικὴ τόσον καὶ ἐπικίνδυνος. Ὅστις ἔμενεν ἐκεῖ παρεδίδετο εἰς ἄφευκτον σφαγιασμόν. Διὰ τοῦτο μόλις ἐπεφάνη, ὁ ἐχθρός, οἱ πεντακόσιοι τοῦ πολεμάρχου περιωρίσθησαν μόνον εἰς σαρανταπέντε, ὕστερον ἀπὸ τὰς πρώτας συγκρούσεις. Ἰδοὺ πῶς τὸ ἐξιστορεῖ ὁ Περραιβὸς τὸ τρόπαιον τοῦ Διάκου: «Σκοτώνεται ἐν πρώτοις ὁ ἀδελφός του, τοῦ ὁποίου τὸ πτῶμα μεταχειρίζεται ὡς προπύργιον ὁ στρατηγός· συντρίβεται καὶ αὐτοῦ ὁ δεξιὸς βραχίων, ἐκκενοῖ διὰ τῆς ἀριστερᾶς χειρὸς τὰ πιστόλια, κράζει τοὺς συναγωνιστάς του νὰ τὸν σκοτώσουν, ἀλλ’ οὐδεὶς πλέον ἔζη. Συλλαμβάνεται τέλος πάντων ζῶν. Οἱ συλλάβοντες αὐτὸν ἦσαν τουρκαλβανοί, οἵτινες, ἀφοῦ τὸν ἐπρόσφεραν εἰς τὸν Ὀμέρ Βρυώνην, ἔλαβον ἀνταμοιβάς. Ὁ εἷς ἐξ αὐτῶν μάλιστα ἐπληγώθη μὲ τὴν πιστόλαν ἀπὸ τὸν ἴδιον· μολοντοῦτο ἐπαρακάλεσε τὸν Βρυώνην νὰ μὴ τὸν θανατώσῃ εἰπών: Εἶναι κρῖμα νὰ ἀποθνήσκουν τοιαῦτα παλληκάρια».

«Ὁ Βρυώνης ἤθελε νὰ τὸν ἰατρεύσῃ τὸν Διάκον καὶ νὰ τὸν ἐλευθερώσῃ· ἀλλ’ ὁ Μεχμὲτ πασᾶς, ἐξακολουθεῖ ὁ Περραιβός, τὸν ἐβίασε νὰ τὸν ψήσῃ ζῶντα, ἐπειδὴ ἐσκότωσε τοὺς πλέον ἀνδρείους καὶ σημαντικοὺς Μωαμετάνους, καὶ ὅτι ἄν τοῦτο δὲν πράξῃ, μέλλει νὰ γράψῃ κατ’ αὐτοῦ εἰς τὸν ἀρχιστράτηγον, τὸν Χουρσίτ. Τούτους τοὺς λόγους ἀκούσας ὁ Διάκος, ἀπεκρίθη: «Δὲ μὲ φοβίζετε, βρωμόσκυλα, μὲ τὸ νὰ μὲ ψήσετε ζωντανόν»... Οἱ Ὀθωμανοὶ ὀργισθέντες διὰ τὰς τόσας ὕβρεις τὸν ἐσούβλισαν ἐκτὸς τῆς Λαμίας, καὶ ἀφοῦ ὕψωσαν τὸ σῶμα του ἀπὸ τὴν γῆν, ἤρχισαν νὰ τὸ πυροβολοῦν ἀδιακόπως, ὥστε τὸ κατεπλήγωσαν πανταχόθεν, φοβούμενοι μήπως ἀναστηθῇ... Ὁ ἥρως μέχρις ἐσχάτης του ἀναπνοῆς ὑπέφερε τοὺς πόνους μὲ ἀπαραδειγμάτιστον ἀδιαφορίαν, ὑβρίζων μάλιστα ἀδιακόπως τοὺς βαρβάρους».


«Γιὰ δὲς καιρὸ ποὺ διάλεξεν ὁ Χάρος νὰ μὲ πάρει!
Τώρα π’ ἀνθίζουν τὰ κλαριὰ καὶ βγὰν’ ἡ γῆ χορτάρι!»

Ἀπ’ ὅσους ἄκουσαν τὸ δίστιχο τραγούδι του, σχεδὸν κανένας δὲν ἒνοιωθε τὴν ἀληθινή του σημασία. Ποιητὴς ὁ ἴδιος κείνη τὴ στιγμή, ἀπὸ τὶς τελευταῖες τῆς ζωῆς του, τοῦ ἦρθε ἡ ἔμπνευση καὶ τὸ αὐτοσχεδίασε. Ἡ ἄνοιξη ποὺ ὁλόγυρα παντοῦ εἶχε ἁπλωθεῖ, ἦταν αὐτὴ ποὺ φτέρωσε τὴν ποιητική του φαντασία.

Μὲ τοὺς δυὸ αὐτοὺς στίχους ξεσποῦσε τὸ παράπονό του ποὺ τόσο ἄγουρα πέθαινε, χωρὶς νὰ μπορέσει νὰ προσφέρει στὸν ἀγῶνα περισσότερα. Μαζὶ μὲ τὴν ἄνοιξη ἄνθιζε ὁ κρυφὸς πόθος τῶν ραγιάδων. Λουλούδιζε τώρα ἡ λευτεριὰ στὴν τουρκοπατημένη τόσα χρόνια χώρα. Χορτάριαζε ἡ γῆ πιὰ καὶ ὁ τόπος γιόμιζε ἀπ’ τοὺς Ἕλληνες ἐπαναστάτες. Σὲ τί στιγμὴ ζήλεψε ὁ Χάρος νὰ τὸν ἀρπάξει. Ἄς ἦταν νὰ ζοῦσε κι αὐτὸς γιὰ λίγο ἀκόμα νὰ χαρεῖ μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους τὴ λευτεριὰ τῆς πατρίδας του καὶ νὰ δεῖ νὰ ἀνασταίνεται ἡ Ἑλλάδα. Μ’ αὐτὸ τὸ κρυφὸ παράπονο πέθαινε τώτα...



ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ

Τρία πουλάκια κάθονταν στοῦ Διάκου τὸ ταμπούρι
τὸ να τηράει τὴ Λειβαδιὰ καὶ τ’ ἄλλο τὸ Ζητούνι,
τὸ τρίτο τὸ καλύτερο μοιρολογάει καὶ λέει:
«Πολλὴ μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σὰ καλιακούδα.
Μὴν ὁ Καλύβας ἔρχεται, μὴν ὁ Λεβεντογιάννης;»
«Νούδ’ ὁ Καλύβας ἔρχεται, νούδ’ ὁ Λεβεντογιάννης.
Ὀμέρ Βρυώνης πλάκωσε μὲ δεκαοχτὼ χιλιάδες. »
Ὁ Διάκος σὰν τ’ ἀγροίκησε πολὺ τοῦ κακοφάνει.
Ψιλὴ φωνὴ ν’ ἐσήκωσε, τὸν πρῶτο του φωνάζει:
«Τὸν ταϊφά μου σύναξε, μάσε τὰ παλληκάρια,
δῶσ’ τους μπαρούτη περισσὴ καὶ βόλια μὲ τὶς χοῦφτες,
γλήγορα καὶ νὰ πιάσουμε κάτω στὴν Ἀλαμάνα,
ποὔναι ταμπούρια δυνατὰ κι’ ὄμορφα μετερίζια.»
Παίρνουνε τ’ ἀλαφριὰ σπαθιὰ καὶ τὰ βαριὰ ντουφέκια,
στὴν Ἀλαμάνα φτάνουνε καὶ πιάνουν τὰ ταμπούρια.
«Καρδιά, παιδιά μου, φώναξε, παιδιά, μὴ φοβηθῆτε,
σταθῆτε ἀντρειὰ σὰν Ἕλληνες καὶ σὰ Γραικοὶ σταθῆτε.»
Ψιλὴ βροχούλα ἔπιασε κι’ ἕνα κομμάτι ἀντάρα,
τρία γιουρούσια κάμανε τὰ τρία ἀράδα ἀράδα.
«Σήκω Διάκο μ’ νὰ φύγουμε στὴ Λειβαδιὰ νὰ πᾶμε.»
«Ὅσο εἶν’ ὁ Διάκος ζωντανὸς Τούρκους δὲν προσκυνάει.»
Ἐκεῖνοι φοβηθήκανε καὶ σκόρπισαν στοὺς λόγγους.
Ἔμειν’ ὁ Διάκος στὴ φωτιὰ μὲ δεκαοχτὼ λεβέντες.
Τρεῖς ὥρες ἐπολέμαγε μὲ δεκαοχτὼ χιλιάδες.
Βουλῶσαν τὰ κουμπούρια του κι’ ἄναψαν τὰ ντουφέκια,
κι ὁ Διάκος ἐξεσπάθωσε καὶ στὴ φωτιὰ χουμάει.
‘ξηντα ταμπούρια χάλασε κι’ ἑφτὰ μπουλουκμπασῆδες.
Καὶ τὸ σπαθί του κόπηκε ἀνάμεσα στὴ χούφτα
καὶ ζωντανὸ τὸν ἔπιασαν καὶ στὸν πασᾶ τόν πᾶνε,
χίλιοι τὸν πᾶν ἀπὸ μπροστὰ καὶ χίλιοι ἀπὸ πίσω.
Κι’ ὁ Ὀμέρ Βρυόνης μυστικὰ στὸ δρόμο τὸν ἐρώτα:
«Γίνεσαι Τοῦρκος, Διάκο μου, τὴν πίστη σου ν’ ἀλλάξεις,
νὰ προσκυνήσεις στὸ τζαμί, τὴν ἐκκλησιὰ ν’ ἀφήσεις;»
Κι’ ἐκεῖνος τ’ ἀποκρίθηκε καὶ στρίφτει τὸ μουστάκι:
«Πᾶτε κι’ ἐσεῖς κ’ ἡ πίστη σας μουρτάτες νὰ χαθῆτε;
Ἐγὼ Γραικὸς γεννήθηκα, Γραικὸς θὲ ν’ ἀποθάνω.
Ἄν θέλετε χίλια φλουριὰ καὶ χίλιους μαχμουτιέδες,
μόνον ἑφτὰ μερῶν ζωὴ θέλω νὰ μοῦ χαρίστε,
ὅσο νὰ φτάσει ὁ Δυσσέας καὶ ὁ Θανάσης Βάγιας.»
Σὰν τ’ ἄκουσε ὁ Χαλὶλ μπέης ἀφρίζει καὶ φωνάζει:
«Χίλια πουγγιὰ σᾶς δίνω γὼ κι’ ἀκόμα πεντακόσια,
τὸ Διάκο νὰ χαλάσετε, τὸ φοβερὸ τὸ κλέφτη,
γιατὶ θὰ σβήσει τὴν Τουρκιὰ κι’ ὅλο μας τὸ ντοβλέτι.»
Τὸ Διάκο τότε παίρνουνε καὶ στὸ σουβλὶ τὸν βάζουν,
ὁλόρτο τὸν ἐστήσανε κι’ αὐτὸς χαμογελοῦσε,
τὴν πίστη τους τοὺς ἔβριζε, τοὺς ἔλεγε μουρτάρες:
«Σκυλιὰ κι’ ἄν μὲ σουβλίσατε, ἕνας Γραικὸς ἐχάθη.
Ἄς εἶν’ ὁ Δυσσέας καλὰ κι’ ὁ καπετὰν Νικήτας,
ποὺ θὰ σᾶς σβήσουν τὴν Τουρκιὰ κι’ ὅλο σας τὸ ντοβλέτι.»



Πηγή:
- Κ. Παλαμᾶ, Ἅπαντα, Τόμος IΣΤ΄. Β΄ ΕΚΔΟΣΗ, ΓΚΟΒΟΣΤΗΣ, ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ΠΑΝΘΕΟΝ, ΟΙ ΚΑΤΑ ΞΗΡΑΝ ΗΡΩΕΣ
- Ο ΗΡΩΑΣ ΤΗΣ ΑΛΑΜΑΝΑΣ, ΤΑΚΗ ΛΑΠΠΑ, ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΙΚΗ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΣΗ ΔΙΑΚΟΥ

Ἑλλήνων Φῶς

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *