Τῆς γλώσσας μας ἐτυμολογικοὶ θησαυροί…

Γράφει ὁ Δημ. Νατσιός

«Ἀπ᾽ ὅ,τι κάλλη ἔχει ὁ ἄνθρωπος τὰ λόγια ἔχουν τὴ χάρη
νὰ κάνουσι κάθε καρδιά, παρηγοριὰ νὰ πάρει». (Ἐρωτόκριτος)

Ταξίδι, καρποβριθὲς καὶ εὐφρόσυνο, εἶναι ἡ ἀναζήτηση τῆς ἐτυμολογίας, τῶν γενεθλίων τῶν λέξεων. «Ὁ Θεὸς μᾶς χάρισε μία γλῶσσα ζωντανή, εὔρωστη, πεισματάρα καὶ χαριτωμένη», ὅπως ἔλεγε ὁ Σεφέρης. Ξεφλουδίζεις τὶς λέξεις της, τὸ ἀλλεπάλληλο φύλλωμα ποὺ πρόσθεσε ὁ λαὸς στὸ νεογέννητο ρῆμα καὶ καταλήγεις στὸν ἐκπληκτικὸ σπόρο. Στὴν ἀρχικὴ λέξη-γεννήτορα.

Παίρνεις, γιὰ παράδειγμα, τὴν λέξη «λαός», ποὺ πρὶν κατέγραψα. Σπουδαία λέξη ἡ ἐτυμολογία της μᾶς φέρνει στὸ κατώφλι τῆς μυθολογίας. Σύμφωνα μ΄αὐτὴν -τὴν μυθολογία- εἶναι συνομήλικη τῆς παρουσίας τοῦ ἀνθρώπου στὴ γῆ.

Μετὰ τὸν κατακλυσμό, θέλοντας ὁ Ζεὺς νὰ ἐπιβραβεύσει, γιὰ τὴν ἀρετή τους, τὸν Δευκαλίωνα καὶ τὴν Πύρρα, τοὺς διεμήνυσε ὅτι ἦταν ἕτοιμος νὰ ἐκπληρώσει ὁποιαδήποτε ἐπιθυμία τους. Αὐτοὶ ζήτησαν ἀνθρώπους γιὰ νὰ ἐπανακατοικήσουν τὴν ἔρημη γῆ. Ὁ Δίας τοὺς ὑπέδειξε νὰ βαδίζουν ρίχνοντας πίσω τους πέτρες (λίθους). Ἀπὸ τὴν μὲν Πύρρα θὰ δημιουργοῦνταν γυναῖκες, ἀπὸ τὸν δὲ Δευκαλίωνα ἄντρες. Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη τοῦ Ὁμήρου, ὁ λίθος ὀνομαζόταν λάας. «Τόσσον τις τ’ ἐπιλεύσει , ὅσον τ᾽ ἐπὶ λάαν ἴησιν», “κι ἡ ματιὰ ἁπλώνεται, ὅσο μία πέτρα ποὺ τὴ ρίχνεις”, διαβάζουμε στὴ ραψωδία Γ,12 τῆς Ἰλιάδας. Ἀπὸ τὴν λέξη λάας, προῆλθε ὁ λαός, οἱ ἄνθρωποι οἱ λίθινοι. Ἡ λέξη λάας-λᾶς ἐπιβιώνει σήμερα στὸ λατομεῖο, στὸ λαξεύω καὶ στὰ παράγωγά τους.

Πολλοὶ θεωροῦν ὅτι καὶ τὸ δυσετυμολόγητο ἐθνικό μας ὄνομα «Ἑλλάς», προῆλθε ἀπὸ τὴν σύνθεση τῆς λέξης “λᾶς” μὲ τὴν προσθήκη τῆς πρόθεσης «ἐν» ποὺ σημαίνει «ἐντός». Ἄρα ἐν+λας, Ἑλλάς, ἡ χώρα τῶν ἀνθρώπων τοῦ λίθου, τοῦ λαοῦ. Μᾶλλον πρόκειται ὅμως γιὰ παρετυμολογία. Ἐξ ἄλλου, λόγῳ ἀρχαιότητας, τῆς λέξεως Ἑλλάς, ἀκόμη δὲν ἔχει ἐξακριβωθεῖ ἡ προέλευσή της. Διασώζεται πλῆθος ἐτυμολογικῶν ριζῶν τοῦ ὀνόματος. Σίγουρα ὅμως ὑπάρχει συγγένεια μὲ τὶς λέξεις σέλας, σελήνη καὶ ἥλιος, λέξεις ποὺ σχετίζονται μὲ τὸ φῶς. Ἡ λέξη ἥλιος, γιὰ παράδειγμα, στὴν δωρικὴ διάλεκτο προφέρεται ἅλιος. Τὸ ἐπίθετο ἅλιος ἐτυμολογεῖται ἀπὸ τὸ οὐσιαστικό, θηλυκοῦ γένους, ἡ ἅλς-τῆς ἁλός. Ἀπὸ δῶ προέρχεται τὸ ἁλάτι, ἡ σαλάτα, τὸ σαλάμι – γιατί εἶναι ἁλμυρὰ – ἀλλὰ καὶ τὸ λατινικὸ sol (ἥλιος), ἡ Μασσαλία (=πόλη φωτεινή). Ἐπίσης τὰ ἁλιεύς, ἅλμη, ἁλυκή. Προφανῶς ὁ ἥλιος (ἅλιος) ὀνομάστηκε ἔτσι γιατί ὁ λαὸς ἔβλεπε τὸν ἥλιο νὰ ἀνατέλλει ἀπὸ τὴν θάλασσα. Ἂν χαρακτηρίζει κάτι τὴν πατρίδα μας εἶναι ὁ ἥλιος, ἡ θάλασσα καὶ ἡ… ἐλιά. Θυμήθηκα ὅτι μὲ τὴν θάλασσα συνδέεται καὶ ἡ λέξη «κύμα». Προέρχεται ἀπὸ τὸ ρῆμα κύω, ὁμηρικὸ καὶ αὐτὸ ποὺ σημαίνει εἶμαι ἔγκυος. Κύμα εἶναι ἡ φουσκοθαλασσιά. Ἀπὸ δῶ καὶ τὰ ρήματα ἐγκυμονῶ-κυοφορῶ.

Τὸ ἔχω ξαναγράψει: Ἐνθουσιάζονται οἱ μαθητές μας ἀπὸ τὸ ὡραιότατο αὐτὸ ταξίδι ποὺ λέγεται ἐτυμολογία. Μαζὶ μὲ τὴν ἀγάπη καὶ τὸν σεβασμὸ στὴ γλώσσα μας, προοδεύουν καὶ στὴν ὀρθογραφία, ποὺ κατάντησε πληγὴ τῆς ἐκπαίδευσης. Ἂν εἴχαμε σοβαρὸ ὑπουργεῖο παιδείας θὰ φρόντιζε νὰ ἐκδώσει ἕνα ἐτυμολογικὸ λεξικὸ γιὰ παιδιὰ τοῦ δημοτικοῦ, στὸ ὁποῖο θὰ θησαυρίζονταν λέξεις καθημερινές, συχνόχρηστες.

Λένε τὰ παιδιὰ πολὺ συχνά. «Πηγαίνω στὸ κυλικεῖο νὰ ψωνίσω». Ἐδῶ ἔχουμε τρεῖς λέξεις ποὺ μᾶς ὁδηγοῦν στὶς ἀμμουδιὲς τοῦ Ὁμήρου.

Τὸ πηγαίνω σχηματίστηκε ἀπὸ τὸ ὁμηρικὸ ὑπάγω. «Τῷ δὲ καὶ Αὐτομέδων ὕπαγε ζυγὸν ὠκέας ἵππους», «ἔζεψε ὁ Αὐτομέδων τὰ γρήγορα ἄλογά του». (Θὰ ἐξηγήσουμε παρακάτω γιατί λέμε ἄλογο καὶ ὄχι ἵππος. Ἡ παραπομπὴ ἀπὸ τὴν Ἰλιάδα, Π,148). Ἀρχικὰ σήμαινε ὑποτάσσω, διατάσσω: «ὕπαγε». Στὴν ἑλληνιστικὴ ἐποχὴ ἀποκτᾶ τὴν ἔννοια τοῦ πηγαίνω. «Ὑπάγετε καὶ ἠμεῖς εἰς τὸν ἀμπελώνα», στὸ κατὰ Ματθαῖον 20,7. Τὸ ὑπάγω εἶναι σύνθετο ἀπὸ τὴν πρόθεση ὑπο+ἄγω. Τὸ ἄγω εἶναι λέξη-γεννήτωρ εὐρείας ἐτυμολογικῆς οἰκογένειας. Εἶναι σύνθετο μὲ ὅλες τὶς προθέσεις (ἐξάγω, διάγω). Μπορεῖ νὰ τονιστεῖ καὶ τὸ ἑξῆς: Ἀπὸ τὸ ἄγω παράγεται καὶ ἡ ἀγωγή. Στὸν μέλλοντα τὸ ρῆμα κάνει «ἄξω», ἀπὸ δῶ οἱ ἀξίες. Ἄρα ἡ ἀγωγὴ πρέπει νὰ ὁδηγεῖ, νὰ ἄγει σὲ ἀξίες, στὴν ἀξιοπρέπεια.
(Λέμε ἄλογο καὶ ὄχι ἵππος, διότι ἀπὸ τὰ ἄλογα ζῶα, χωρὶς λόγο-λογική, αὐτὸ ποὺ ὑπῆρξε τὸ πιὸ χρήσιμο καὶ ἀπαραίτητο στὸν ἄνθρωπο εἶναι ὁ ἵππος. Μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου ἡ λέξη ἄλογο, ποὺ περιγράφει ὅλα τὰ ζῶα, ταυτίστηκε μὲ τὸν ἵππο).

Ἄς… ὑπάγουμε στὴν λέξη κυλικεῖο. Προέρχεται ἀπὸ τὴν λέξη κύλιξ-κύλικος, εἶδος κυπέλλου γιὰ κρασί. Ἤδη τὴν βρίσκουμε στὴν Σαπφώ, 7ος π.X. αἰώνας. «Χρυσίαισιν ἐν κυλίκεσιν» (ἀποσπ. 2,14). Κυλικεῖο εἶναι τὸ ράφι, ὁ χῶρος ὅπου τοποθετοῦσαν κύλικες, ποτήρια.

Τὸ ρῆμα “ψωνίζω” παράγεται ἀπὸ τὸ ἀρχαῖο “ὀψωνέω”. Στὸ ἔγκριτο λεξικὸ τῶν Liddel-Scott, διαβάζουμε τὴν ἑρμηνεία. «Ἀγοράζω τὰ πρὸς τροφὴν ἀναγκαία, κοινῶς ψωνίζω κυρίως δὲ ἰχθύες». Τὸ «ὀψωνέω» παράγεται ἀπὸ τὸ «ὄψον». Στὸ ἴδιο λεξικὸ διαβάζουμε γιὰ τὸ «ὄψον». «Ἐν Ἀθήναις, ἰδίως ἰχθύς, ψάρι, τὸ κυρίως προσφάγιον, πρόγευμα τῶν Ἀθηναίων». Ὑποκοριστικό του «ὄψον», εἶναι τὸ ὀψάριον. Ἐπειδή, λοιπόν, γιὰ πρωϊνό, «ὄψον», οἱ Ἀθηναῖοι ἔτρωγαν κυρίως μικροὺς ἰχθύες, φτάσαμε στὸ ὀψάριον, στὸ ψάρι καὶ στὸν ψαρά. Ἄρα λέγοντας ὁ μαθητὴς ψωνίζω, ὀρθῶς ὁμιλεῖ περὶ ἀγορᾶς προγεύματος μὲ τὴν διαφορὰ ὅτι δὲν ψωνίζει… ὀψάριον.

Μ᾽αὐτὲς τὶς νόστιμες ἐτυμολογικὲς ἑρμηνεῖες, ἐκτὸς τῶν ἄλλων, διασκεδάζεις τὰ παιδιά, γλυκαίνει ἡ διδασκαλία, καταλήγεις στὸ πλατωνικὸ «τέρπειν καὶ διδάσκειν», ποὺ εἶναι ἡ καλύτερη ὁδὸς μάθησης. Στὸ ὑπουργεῖο ὅμως αὐτὰ θεωροῦνται… κινέζικα. Ὁ καημὸς τοὺς εἶναι νὰ καταργηθεῖ ὁ ἐθνικὸς ὕμνος, εἶναι ρατσιστικό, θὰ μᾶς ποῦν, νὰ ἀκούει ὁ πακιστανὸς τὸν στίχο «ἀπ΄τὰ κόκκαλα βγαλμένη τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά». Καὶ ἐκεῖνον τὸν σταυρὸ στὴ σημαία τί τὸν ἤθελαν οἱ πρόγονοι; (Στὸ Γ´ τόμο τῶν «Ἀπομνημονευμάτων τοῦ Κολοκοτρώνη», τοῦ Γ. Τερτσέτη, στὴ σαλ. 69, διαβάζουμε μία ὡραία ἀναφορὰ τοῦ Γέρου: «Τὰ πρωτεῖα εἰς τὸν Σταυρόν! Καὶ δόξα αἰῶνας αἰώνων εἰς τοὺς σταυρωμένους διὰ τὴν Πίστιν καὶ διὰ τὸ Γένος». Αὐτὸ κάποτε θὰ τὸ γράψουμε στὶς εἰσόδους τῶν σχολείων…).

Ἂν τοὺς ρωτήσεις τὴν αἰτία, θὰ σοὺ ἀπαντήσουν ὅτι εἶναι ἀριστεροί. Ἄρα καλὰ ἔκανε ἡ εὐφυὴς γλώσσα μας καὶ «περιποιήθηκε» καταλλήλως τὴν λέξη ἀριστερά. Στὸ λεξικὸ τοῦ Μπαμπινιώτη διαβάζουμε: “Ἡ ἀριστερὴ πλευρὰ εἶναι συνδεδεμένη στοὺς περισσότερους πολιτισμοὺς μὲ τὴν δυσμένεια τὴν ἐλαττωματικότητα καὶ τὴν ἀρνητικὴ ἐξέλιξη πράγμα ποὺ βασίζεται στὸ γεγονὸς ὅτι ἡ πλειονότητα τῶν ἀνθρώπων χρησιμοποιεῖ τὰ δεξιὰ μέλη τοῦ σώματος. Ἐπειδὴ ἡ ἀριστερὴ πλευρὰ συσχετίστηκε μὲ τοὺς κακοὺς οἰωνοὺς ἢ τὴν ἀναποδιά, χρησιμοποιήθηκαν γιὰ τὴν ἀριστερὰ λέξεις εὐφημιστικοῦ χαρακτήρα”. Ἡ λέξη ἀριστερὸς προέρχεται ἀπὸ τὸ ἄριστος. Ἐπίσης καὶ ἡ λέξη εὐώνυμος (εὐ+ὄνομα).

Ἀλήθεια γνωρίζει ὁ κ.ὑπουργὸς ὅτι οἱ λέξεις ἀριστεία καὶ ἀριστερὸς εἶναι ὁμόρριζες; Καλὸ εἶναι νὰ ἐπινοηθεῖ μία νέα λέξη γιὰ τὴν ἀριστερά, δυσώνυμος αὐτὴ τὴν φορά…



ΥΓ. Σὲ ὅλες τὶς βαθμίδες ἐκπαίδευσης, σὲ ὅλα τὰ μαθήματα, ὅλοι οἱ δάσκαλοι, ὅλων τῶν εἰδικοτήτων ἔχουν τὴ δυνατότητα σὲ κάθε διδακτικὴ ὥρα ἢ μὲ κάθε διδακτικὴ ἑνότητα νὰ ἐπιχειρήσουν εὐκαιριακὰ μία ἐτυμολογικὴ ἀναδρομὴ –μία ἀναγνωριστικὴ κίνηση πρὸς τὸ παρελθὸν τῆς γλώσσας. Ὁ μαθηματικὸς θὰ κάνει πιὸ κατανοητὴ τὴ διχοτόμο, (ἀπὸ τά: δίχα + τέμνω), ὁ γυμναστὴς τὴ σταδιοδρομία (στάδιο + δρόμος, διαδρομὴ στὸ στάδιο), ὁ θεολόγος τὸ νόημα τοῦ ναοῦ (ἀπὸ τὸ ναίω = κατοικῶ, ἄρα ναὸς = κατοικία) κλπ. κλπ. Καὶ ὅλοι μαζὶ θὰ προσφέρουν μὲ παιδαγωγικὴ ἄνεση γλωσσικοὺς θησαυροὺς καὶ σεβασμὸ γιὰ ὅλη τὴν ἱστορία τῆς γλώσσας μας



Πηγή: Χριστιανικὴ Βιβλιογραφία

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *