ΒΙΖΥΗΝΟΣ

vizyinos

1

Ἐν τῷ στενῷ φιλολογικῷ κύκλῳ, μέσα εἰς τὸν ὁποῖον, κακὰ ψυχρά, ἀκινητοῦμεν ἤ στρηφογυρίζομεν, ἔχομεν καὶ ἡμεῖς τοὺς μάρτυράς μας καὶ τοὺς ἥρωάς μας· ἥρωας τραγικοὺς καὶ μάρτυρας ἐξηγιασμένους. Ὁ Βιζυηνός, ἤ μάρτυς ἤ ἥρως, ὑπῆρξεν ἐκ τῶν μᾶλλον ἀξιοδακρύτων θυμάτων τῆς Εἱμαρμένης. Τίς οἶδε πόσον καιρὸν ἐπάλαιε κατὰ τοῦ ἐπαπειλοῦντος αὐτὸν ἐχθροῦ! Ἀλλὰ τὰ πάντα συνώμνυον κατὰ τῆς γαλήνης, τὴν ὁποίαν ἀπαραιτήτως χρειάζονται πνεύματα, ὡς τὸ τοῦ Βιζυηνοῦ, ἐξ εὐθραύστου λεπτοτάτης οὐσίας ἐξειργασμένα. Ὁ εὐμαθὴς διδάκτωρ τῆς φιλοσοφίας δὲν κατόρθωσε νὰ ἐπανακτήσῃ οὐδὲ τὴν ἐν τῷ γυμνασίῳ θέσιν του ὡς καθηγητοῦ, θέσιν ἄλλως τε ὄχι πολὺ κατάλληλον δι' αὐτόν, καὶ ἀποδεκτὴν ἐξ ἀνάγκης. Ὁ ἰδιόρρυθμος ποιητὴς τῶν Θρᾳκικῶν ἐμπνεύσεων καὶ τῶν ἑλληνικωτάτων παραδόσεων δὲν ἐξετιμᾶτο, καθὼς ἔπρεπεν. Ὁ καλλιτέχνης συγγραφεύς, ὁ δημοσιεύσας ἐντεχνοτάτης πλοκῆς καὶ ἀνατολικωτάτου χρωματισμοῦ διηγήματα, ὁ πρῶτος ἴσως ὑποσημάνας τὴν ἀναγέννησιν τῆς ἑλληνικῆς διηγηματογραφίας, προεκάλει, πλὴν ἐλαχίστων ἐξαιρέσεων, ἀνοήτους κρίσεις καὶ σχολαστικὰς παρατηρήσεις μεταξὺ πολλῶν ἐκ τῶν νέων τῶν ἐνδιαφερομένων διὰ τὰ γράμματα.

Ὑλικαὶ στενοχωρίαι, καθὼς φαίνεται, τὸν κατεπόνουν. Εἰς ἐπίμετρον, νόσος ἀνίατος ἤρχισε νὰ ὑποσκάπτῃ τὴν ὑγείαν του, νὰ ἐξερεθίζῃ τὰ νεῦρά του, νὰ θολώνῃ τὸ πνεῦμα του. Ἡ νόσος ἐχώρει δι' ἁλμάτων καὶ ἐξετείνετο πρὸς τὸν ἐγκέφαλον· ἐκτύπησεν ἐκεῖ ἀλύπητα, καιρίως. Ἡ παραφροσύνη ἐξέσπασε σπαρακτική. Ἡ Ἅρπυια γνωρίζει ποῦ νὰ ἐκλέγῃ τὴν λείαν της. Χρειάζονται εἰς αὐτὴν διάνοιαι τὰς ὁποίας ν' ἀναπτερώνῃ ὁ ἔρως τοῦ ἰδανικοῦ καὶ τοῦ ἀπολύτου, ὁ ἀνακουφίζων ἑκάστοτε ἀπὸ τοῦ λυσσώδους περὶ ὑπάρξεως ἀγῶνος καὶ προασπίζων ἀπὸ τῶν ποταποτήτων τοῦ βίου. Ὁ Βιζυηνὸς κατελήφθη ὑπὸ τοῦ ἐχθροῦ ἐνῷ κατεγίνετο εἰς περισπούδαστον πνευματικὴν ἐργασίαν.

Ἡ θρυαλλὶς τῆς σβυνομένης λυχνίας ἀνέδωκε λαμπρῶς τὸ ὕστατον φέγγος της. Ποῖος δὲν ἀνέγνωσεν ἐν τῇ «Ἑστίᾳ» τὴν ἀκριβολόγον μελέτην του περὶ τοῦ Ἴψεν, τοῦ μεγάλου δραματογράφου τῆς Νορβηγίας, πρώτην φορὰν γνωριζομένου ἐπισταμένως εἰς τὸ ἑλληνικὸν κοινόν; Εἰς ποίους δὲν ἔκαμαν ἐντύπωσιν οἱ στίχοι τῆς «Ἀφροδίτης, τ' ἄστρου τῆς Ἀγάπης»;

Τ' ἅρμα τοῦ ἡλίου κ' ἡ ζωὴ τῆς γῆς
μέσ' ἀπὸ τοὺ χάους τὴν ἀγκάλη
δὲν ξυπνοῦν, δὲν βγαίνουν, ἄστρο τῆς αὐγῆς,
πρὶν ἰδοῦν τὸ φῶς σου νὰ προβάλῃ.

Μὰ καὶ κάθε πόθος 'ς τὴν καρδιὰ κρυφός,
κάθε ἱκανότης μέσ' 'ς τὴ φύσι,
μήπως δὲν κοιμοῦνται, πρὶν ἀγάπης φῶς
'ς τὸν ὀρθὸ τὸ δρόμο τὰ ξυπνήσῃ;

'Σ τοῦ Θεοῦ τὸν κόρφο τ' ἄτομα χυτὰ
ἐκοιμοῦνταν, τὥνα χώρια ἀπ' τ' ἄλλο,
μ' ἕνα βλέμμ' ἀγάπης τἄσμιξε κι' αὐτά,
κ' ἔκαμαν τὸν κόσμο τὸ μεγάλο.

Κι' ἀπὸ τότε ποὺ εἶπε κ' ἔγινε πρωί,
κ' ἒβαλε καρδιαὶς μέσα 'ς τὰ στήθη,
πάντ' ἀπ' τὴν ἀγάπη κάθε μιὰ ζωή,
κάθε ἀστέρι 'ς τὴ ζωὴ ὡδηγήθη!

Φιλοσοφικὰ νοήματα, ἀσκόπως ἐκφερόμενα, διὰ τῆς γλώσσης τοῦ λαοῦ, τὴν ὁποίαν αἱ στεῖραι κεφαλαὶ τῶν λογιωτάτων τῆς ἐποχῆς τοῦ κρινολίνου δὲν κρίνουν ἱκανὴν πρὸς ἔκφρασιν τῶν ἰδεῶν καὶ τῶν αἰσθημάτων τῆς συγχρόνου ποιήσεως!

Ὁ πολυσέλιδος τόμος τῶν «Ἀτθίδων Αὐρῶν», τῶν ἐκδοθεισῶν ἐν Λονδίνῳ τῷ 1884, φυλάσσεται εἰς τὰς θήκας τοῦ βιβλιοπωλείου τοῦ κ. Κασδόνη· ἀνὰ πᾶσαν παραμονὴν νέου ἔτους προκύπτει λαμπροδεμένος εἰς φῶς· ἀλλ' εἰς μάτην ἀναμένει ἀγοραστάς. Αἱ «Ἀτθίδες Αὖραι» καὶ κατὰ τὴν ἐμφάνισίν των δὲν ἐπροξένησαν ἐν Ἀθήναις ἐντύπωσιν κατ' ἀξίαν· τὸ λεγόμενον κοινὸν τὰς εὗρε δυσκολοχωνεύτους· οἱ συσταδιοδρόμοι τοῦ Βιζυηνοῦ λίαν ἐπιφυλακτικῶς ἐξαφράσθησαν περὶ τῶν στίχων του. Ἐν αὐτῇ τῇ «Ἐφημερίδι» ἐδημοσιεύθη κρίσις, τὴν ὁποίαν ὁ χαράσσων τὰς γραμμὰς ταύτας εὑρίσκει ἄδικον κάπως. Ἡ ποίησις τοῦ Βιζυηνοῦ δὲν στίλβει διὰ νὰ ἐπιβληθῇ εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς· οἱ λυρικοί του στίχοι στεροῦνται ἀκριβῶς λυρικῆς λαμπρότητος· τὸ λίαν διαλεκτικὸν λέξεών τινων καὶ φράσεων τὴν καθιστᾷ κάπως δυσπρόσιτον εἰς τὴν κοινὴν φιλοκαλίαν. Ἐνίοτε ἡ ἐπίδρασις τῆς πνευματώδους, ἀλλ' ἀνουσίας, μικροχαροῦς καὶ κερατσίτσας βυζαντινῆς σχολῆς, τῆς ὁποίας ὑπόδειγμα εἶναι ὁ Τανταλίδης, διδάσκαλος τοῦ Βιζυηνοῦ, διακρίνεται εἰς τοὺς στίχους του. Ρυθμικὴ δέ τις ἀμέλεια τῶν στίχων παρεμποδίζει τὴν ἐκ τῆς οὐσίας αὐτῶν ἁγνὴν ἀπόλαυσιν. Καὶ ὅμως τὰ ἐλαττώματα τῆς ποιήσεως ταύτης ἐξαγοράζονται ὑπὸ ἐξόχων προτερημάτων.

Ἡ ποίησις τῶν «Ἀτθίδων Αὐρῶν» εἶναι νέα ποίησις· καινότροπος ἐποπτεία τῶν παλαιῶν· παρουσιάζει ἴδιον ὅλως χαρακτῆρα διὰ τοῦ ὁποίου ἀποχωρίζεται καὶ διακρίνεται ζωηρότατα πάσης ἄλλης συγχρόνου ἤ καὶ προγενεστέρας ποιητικῆς ἐκδηλώσεως παρ' ἡμῖν· εἶναι ποίησις, ὄχι κατὰ τὴν κατασκευὴν τοῦ στίχου, ἀλλὰ κατὰ τὴν διαμόρφωσιν τῆς ἰδέας, πλαστική. Τίποτε δὲν περιέχει ἀφῃρημένον καὶ ἄψυχον. Τὰ πάντα παρ' αὐτῇ, ἰδέαι, νοήματα, αἰσθήματα, ἐντυπώσεις, συγκινήσεις, ἀντιλήψεις τοῦ ἐξωτερικοῦ κόσμου καὶ ὄνειρα καὶ ρεμβασμοὶ τῆς ψυχῆς ἐκδηλοῦνται γραφικῶς, πλαστικῶς, δι' ἐμψύχων ἀλληγοριῶν, δι' εὐφυῶν προσωποποιήσεων· ὅλα ἔχουσιν μορφήν, κάλλος, αἰσθήσεις, λαλοῦσι καὶ πάσχουσι κατ' εἰκόνα καὶ καθ' ὁμοίωσιν τῶν ἀνθρώπων. Ἡ ποίησις αὕτη εἶναι πρὸς τούτοις ποίησις κατ' ἐξοχὴν ἐθνική· δὲν ἔχει καμμίαν σχέσιν πρὸς τὴν πομπώδη, καὶ διάκενον, καὶ μονότονον Μοῦσαν τῶν πατριωτικῶν ταλανισμῶν, ὀδυρμῶν καὶ ἐπιφωνήσεων· εἶναι ἐθνικὴ κατ' οὐσίαν, χωρὶς ρητορικήν, καὶ δὲν ἔχει καμμίαν ὁμοιότητα πρὸς κύριον ἄρθρον ἐφημερίδος. Εἶναι ἐθνικὴ διὰ τῶν ἑλληνικῶν παραδόσεων τὰς ὁποίας ἀφελῶς ἀναπλάττει, διὰ τῶν μεγάλων ἡμῶν ὀνείρων τὰ ὁποῖα δεξιῶς ἀναπαριστᾷ, διὰ τῶν ἱερῶν συμβόλων τοῦ Γένους εἰς τὰ ὁποῖα ἐμφυσᾷ ψυχήν, διὰ τῶν γελαστῶν εἰκόνων τῶν ἑλληνικοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς φύσεως τὰς ὁποίας ἀντικατοπτρίζει, διὰ τῶν πίστεων, τῶν δοξασιῶν, τῶν προλήψεων τοῦ λαοῦ, τὰς ὁποίας ψάλλει. Οὕτω πρέπει νὰ γνωσθῇ καὶ οὕτω νὰ ἐκτιμηθῇ ἡ ἰδιάζουσα αὕτη ποίησις, τῆς ὁποίας ὁ χαρακτὴρ μένει ἀνεξάλειπτος εἰς τὸ πνεῦμα τοῦ γνωρίσαντος ἅπαξ αὐτήν.

«Θλιβερὴν ἱστορίαν» ἐπιγράφει ὁ ποιητὴς τέσσαρας τετραστίχους στροφὰς του, μέσα εἰς τὰς ὁποίας μὲ δημοτικωτάτην ἀφέλειαν θρηνεῖ τὴν ἱστορίαν αὐτῆς τῆς οἰκογενείας του καὶ ἀναπολεῖ μιᾶς δυστυχισμένης μητρός, τῆς ἰδίας του μητρός, τὴν εἰκόνα:

Τὤνα παιδί της ξενητειὰ καὶ τἄλλο σκοτωμένο!
Κι' αὐτὴ ποὺ θέλει στήριγμα νὰ γύρῃ ν' ἀκουμβήσῃ
τὤνα δὲν τὤχει ζωντανὸ τἄλλο 'χει πεθαμένο —
Θεὸς νὰ τήνε λυπηθῇ, νὰ τὴν παρηγορήσῃ!

Τῆς θλιβερῆς ἱστορίας ὁ ἐπίλογος ὑπῆρξε θλιβερώτερος ἔτι.

2

Πρὸ δεκαπέντε χρόνων ἀκόμη ἡ φιλολογία τοῦ μυθιστορήματος καὶ ἡ ἀξία λόγου διηγηματογραφικὴ παραγωγὴ ἐν Ἑλλάδι θὰ ἠδύναντο, καθόλου, νὰ συνοψισθῶσιν: εἰς τὰ ρητοτικορρωμαντικὰ δοκίμια τῶν Σούτσων· εἰς τὰ γλαφυρὰ καὶ πνευματώδη, ἀλλά, πλὴν δύο τριῶν ἐξαιρέσεων, ξενόσπορα καὶ ἀχαρακτήριστα διηγήματα τοῦ Ἀλεξάνδρου Ραγκαβῆ· εἰς τοὺς κολοδδοὺς τοῦ Στεφάνου Ξένου, τοὺς βαρβάρους καὶ πολυδαιδάλους· εἰς τὰς μυθιστορικὰς χρονογραφίας τοῦ Ράμφου· εἰς ἕν ἤ δύο τοῦ Βασιλειάδου αἰσθηματικά, καὶ τοῦ Παπαρρηγοπούλου φιλοσοφικοϊστορικὰ γυμνάσματα· εἰς τὰς εὐτραπέλους καὶ ὀλίγον ἀναλάτους «μυθοπλαστίας» τοῦ Πανταζῆ· καὶ πλὴν τούτων εἰς τὴν μοναδικὴν ἐν τῇ λογοτεχνίᾳ τῆς ἐποχῆς ἐκείνης «Πάπισσαν», κάτι τι νέον λόγῳ ὕφους καὶ λόγῳ εἰρωνείας, ἔργον ἀνδρὸς ὅστις βραδύτερον θὰ σημειώσῃ σημαντικὸν σταθμὸν ἐν τῇ ἱστορίᾳ τῆς νεοελληνικῆς λογοτεχνίας καὶ πρὸ πάντων τῆς κριτικῆς· τέλος εἰς ἄλλα τινά, ἐδῶ κ' ἐκεῖ κατεσπαρμένα προϊόντα, μὴ ἀξίζοντα κἄν ἰδιαιτέραν μνείαν. Περὶ τῶν ἔργων τῆς μέχρι πρὸ δεκαπέντε χρόνων διηγηματογραφίας, δὲν διστάζω νὰ εἴπω ὅτι ἐξ αὐτῶν καὶ τὰ ἄριστα λίαν ἀτελῶς ἤ οὐδόλως διέκριναν τὰ γνωρίσματα τὰ ἀπαραίτητα, ἄν δὲν ἀπατῶμαι, εἰς τὰ γνήσια λογοτεχνήματα, κυρίως δὲ εἰς ὅ,τι καλοῦμεν διήγημα. Δὲν ἀπαντῶμεν εἰς αὐτά, κατὰ γενικὸν κανόνα, οὔτε χαρακτήρων ἀνελίξεις, οὔτε ἠθῶν ἀναπαραστάσεις, οὔτε ἰδεῶν ἀναπτύξεις, οὐδὲ τόπων ἀπεικονίσεις, οὔτε παραστατικότητα γλώσσης, ὅλα δὲ αὐτὰ ἀπορρέοντα ἀπὸ τὴν Ἑλληνικὴν Ψυχήν, τὴν ἀλήθειαν ταύτην, ἥτις εἶναι τόσον πλησίον καὶ τόσον μακρὰν ἡμῶν, τόσον πραγματική, ἀλλὰ καὶ τόσον ἰδεώδης, τόσον ὑποπίπτουσα εἰς τὰς αἰσθήσεις καὶ τόσον πνευματική, τόσον βαθέως συγκινοῦσα, ἀλλὰ καὶ τόσον δυσκολοπροσδιόριστος, τόσον ἀντικειμενική, καὶ ὅμως τόσον ἐξαρτωμένη ἀπὸ τὴν ὑποκειμενικὴν ἀνίληψιν τοῦ συγγραφέως. Εἰς τὰ ἔργα ταῦτα δὲν βλέπομεν ἴχνος ἀπὸ τὴν σπουδαίαν καὶ ἐν ταὐτῷ ἀπὸ τὴν ἰδιάζουσαν ἐκείνην ἔννοιαν τῆς εὐρείας, πολυμεροῦς καὶ πολυμόρφου Ζωῆς, ἔννοιαν, ἥτις εἶναι ἡ ἀλύμαντος σφραγὶς ἡ διακρίνουσα τὰ γνήσια ἀπὸ τὰ νοθογέννητα προϊόντα τοῦ πνεύματος ἐν τῇ καθόλου Ποιήσει, εἴτε αὕτη ὡς λύρα τονίζεται, εἴτε ὡς δρᾶμα ὀργανίζεται, εἴτε ὡς ἔπος ρέει, εἴτε μὲ λελυμένα μέτρα ὡς διήγησις ἐμφανίζεται, εἴτε καὶ μέχρι τοῦ ἐμβριθεστέρου πεζοῦ λόγου προβαίνει, ἀναπτεροῦσα καὶ λαμπρύνουσα τὴν κριτικήν, τὴν ἱστορίαν, τὴν φιλοσοφίαν.

Εἶναι ἀληθὲς ὅτι ἐν τῇ πρὸ δεκαπέντε χρόνων ἀκόμη φιλολογικῇ παραγωγῇ ἐξαιρετικὴν ὅλως καὶ ὑπέροχον θέσιν κατέχουσι τὰ μυθιστορικὰ ἤ κάλλιον ἱστορικομυθικὰ ἔργα τοῦ Σπυρίδωνος Ζαμπελίου, μὲ τὴν σφοδρότητα τῆς ἐμπνεύσεως, τὴν ἰδιορρυθμίαν τῆς γλώσσης, τὴν πρωτοτυπίαν τοῦ ὕφους, τὸ μέγεθος τῆς ἐπιβολῆς, τὸν ὄγκον τῆς μαθήσεως. Ἀλὰ τούτων τὸ μέγα ἐλάττωμα εἶναι ἴσως ἡ ἔλλειψις τῆς στοιχειώδους μεταξὺ ὕλης καὶ μορφῆς ἁρμονίας, χωρὶς τὴν ὁποίαν τὸ λογοτέχνημα κινδυνεύει νὰ διακυμαίνεται μεταξύ φθορᾶς καὶ ἀφθαρσίας. Μέσα εἰς ὅ,τι συνέγραψεν ὁ Ζαμπέλιος, ἡ πολυγνωσία καὶ ἡ φαντασία, ἀντὶ νὰ ἀφομοιωθῶσιν εἰς εἶδος καὶ εἰς κάλλος, ἀνταλλάσσουν μεταξὺ των διαρκῆ γρονθοκοπήματα, ἐρίζουσαι περὶ τῶν πρωτείων. Ἔργα, ὡς τὰ «Ἱστορικὰ σκηνογραφήματα» καὶ οἱ «Κρητικοὶ γάμοι», διαμφισβητοῦσιν ἐξ ἴσου, ἀλλὰ καὶ ἐξ ἴσου δυσπίστως ἀπορρίπτουν Ἱστορία τε καὶ Ποίησις· καὶ ὁ εὐσυνείδητος ἀναγνώστης, μεθ' ὅλον τὸ ἐκ τοῦ ὕφους θέλγητρον, εὑρίσκεται εἰς διαρκεῖς βασάνους ὑποψιῶν καὶ ἐνοχλήσεων.

Ὅ,τι κυρίως ὀνομάζομεν Διήγημα, συμφώνων πρὸς τὰ ἀνάλογα εἴδη τὰ τεραστίως ἀναπτυχθέντα ἐν τῇ μεγαλοτόκῳ Εὐρωπαϊκῇ φιλολογίᾳ ἀπό τινων δεκαετηρίδων, νομίζω ὅτι κατὰ πρῶτον ἐμφανίζεται εἰς ἡμᾶς ἐδῶ διὰ τοῦ πράου καὶ ἀτόλμου, ἀλλὰ καὶ τόσον εὐγενοῦς καὶ τόσον γενναίας ἐμπνεύσεις τρέφοντος Χίου, ὅστις ὀνομάζεται Λουκῆς Λάρας. Εἰς τὸν Βικέλαν ἐπεφυλάσσετο ἡ τιμὴ νὰ δώσῃ τὸ σύνθημα. Καὶ τὸ Διήγημα βαδίζει ἔκτοτε κανονικώτερον, ὀργανικώτερον· ηὗρε τὸν δρόμον του. Οἱ διηγηματογράφοι, ἐξ αὐτοῦ καὶ μετ' αὐτόν, μεθ' ὅλας τὰς διαφορὰς τῶν μικρῶν ἤ τῶν μεγάλων χαρισμάτων αὐτῶν, ἀποσχίζονται, καὶ ξεχωρίζουν καθαρώτερον ἀπὸ τοὺς ὁμοτέχνους των τοῦ παρελθόντος. Δίχως νὰ σύρωνται τυφλῶς ἤ δουλικῶς ὄπισθεν τοῦ ἅρματος ξένων συγγραφέων, βαδίζουν — τηρουμένων, ἐννοεῖται, τῶν ἀποστάσεων — παραλλήλως πρὸς ἐκείνους. Τὸ συνδέον τοὺς ἀπὸ δωδεκαετίας περίπου διηγηματογράφους μας πρὸς τοὺς ξένους συναδέλφους των — στοιχεῖον συνιστάμενον κυριώτατα εἰς τὴν ἐπισταμένην μελέτην τοῦ πραγματικοῦ, ὡς πηγῆς πάσης ἐξιδανικεύσεως καὶ πάσης τέχνης, ἡ φιλολογικὴ συνείδησις, ὡς τὸ ἀποκαλεῖ κάπου ὁ ἡμέτερος Παπαδιαμάντης — τοῦτο καὶ διακρίνει τοὺς ἡμετέρους ἀπὸ τῶν ξένων· ἐνῷ ἐξ ἐναντίας τὸ συνδέον τοὺς ἀρχαιοτέρους ἐξ ἡμῶν πρὸς τοὺς Εὐρωπαίους — ἡ ἄγονος μίμησις — εἶναι καὶ τὸ ἐξαλεῖφον πᾶσαν προσωπικότητα τῶν πρώτων.

Ἤδη ἐν τῇ «Ἑστίᾳ» ἡ Εὐμορφοῦλα καὶ ὁ Μῆτρος, οἱ κορυφαῖοι τοῦ χοροῦ καὶ τὸ λοιπὸν σμῆνος τῶν ἁπλοπονήρων χωρικῶν τὸ πλαισιούμενον ἀπὸ τὰς νεανικὰς καὶ τόσον δροσερὰς περιγραφὰς τῶν «Ἀγροτικῶν Ἐπιστολῶν», μᾶς δίδουν νὰ καταλάβωμεν ὅτι τὸ διήγημα, ὅπως ἀνυψωθῇ εἰς τὴν πρέπουσαν περιωπήν, πρέπει πρῶτον νὰ κατέλθῃ ἀπὸ τὰ νέφη, ἤ νὰ παραιτήσῃ τὰς ἀσκόπους περιπλανήσεις, καὶ νὰ ἐπιστρέψῃ εἰς τὴν γῆν τῆς πατρίδος· κ' ἔπειτα ὅτι πρέπει ν' ἀναζητήσῃ τὴν ἔμπνευσιν εἰς τὴν ἀλήθειαν τῆς φύσεως καὶ εἰς τὴν ζωὴν τῶν ταπεινῶν, οἵτινες εἶναι ὡς ὀστοῦν ἐκ τῶν ὀστῶν καὶ σάρξ ἐκ τῆς σαρκὸς τῆς φύσεως ταύτης, καὶ κατὰ τοὺς λόγους τῆς Ἀγγλίδος Ἔλλιοτ, τῆς μεγάλης συγγραφέως τοῦ αἰῶνος, ν' ἀνεύρῃ «πηγὴν θελκτικῆς συμπαθείας μᾶλλον εἰς τὴν πιστὴν ἀναπαράστασιν τῶν μονότονων ὑπάρξεων ἤ ἐν τῇ ἀφηγήσει τραγικῶν περιπετειῶν καὶ μεγάλων πράξεων»· ν' ἀγαπήσῃ ὄχι τὰ σπάνια, ἀλλὰ τὰ συνήθη καὶ μᾶλλον τῶν δραματικῶν ἐγκληματιῶν τὸν κοινὸν γεωργόν, ὅστις «κερδαίνει ἐντίμως τὸν ἄρτον του, καὶ τρώγει αὐτὸν πεζῶς κόπτων μὲ τὸ μαχαίριόν του». Καὶ πρὸς τούτοις ἕν ἤ δύο δειλῶς καὶ ψευδωνύμως ἐπιφανέντα διηγήματα τοῦ Κουρτίδου παρέχουν μέτρον τι τῶν σημαντικῶν συναισθημάτων καὶ ἰδεῶν τῶν ἀνακινουμένων ἐν τῷ πνεύματι τῆς ἑλληνίδος νεότητος πρὸ δωδεκαετίας καὶ πλέον. Ἀλλ' ἰδοὺ ἡ γαλατόχρους ταινία τοῦ πρωινοῦ λυκόφωτος διαγράφετ' ἐντονώτερον εἰς τὰ βάθη τοῦ ὁρίζοντος.

Ἐξ Ἀνατολῶν τὸ φῶς. Μάλιστα ἀπὸ τὴν Θράκην, τὴν πρώτη κοιτίδα τοῦ Ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ:

Ἀπὸ τὴ Θράκη, βρὲ παιδιά,
Τραϊλά, τραϊλά, τράϊλὰ ραρά,
Ἀπὸ τὴν Πιερία
Ἐβγῆκεν ἡ θρησκεία,

ἒψαλλε τῶν «Ἀτθίδων Αὐρῶν» ὁ ποιητής, μυσταγωγὸς οὗτος καὶ τοῦ ἑλληνικοῦ διηγήματος, τὸ ὁποῖον δι' αὐτοῦ ἐπλατύνθη καὶ ἐβαθύνθη εἰς ἀξιοσημείωτον βαθμόν.

Δὲν ὑπερβαίνουν τὰ πέντε ἤ ἕξ ὅσα διηγήματα ἐγνωρίσαμεν τοῦ Βιζυηνοῦ. Ὁ Τουργένιεφ ἦτο διάσημος μετὰ τὰ τρεῖς τέσσερας πρώτας δημοσιευθείας διηγήσεις του· καὶ ὁ μέγας τῶν Σέρβων διηγηματογράφος, ὁ Λαζάρεβιτς, ὁ πρό τινος καὶ εἰς ἡμᾶς ἐδῶ ἀποκαλυφθείς, δὲν ἔγραψεν ἐν ὅλῳ ἔργα περισσότερα τῶν πέντε ἕξ. Ἀλλ' ὁ Βιζυηνός ἐδῶ, καθ' ἥν ἐποχὴν ἐτυπώνοντο εἰς τὴν «Ἑστίαν» τὰ διηγήματά του, μολονότι ἔφερεν ἤδη καὶ τὸ ἐφόδιον ὄχι εὐκαταφρονήτου ποιητικῆς παραγωγῆς, τρόφιμος τῶν γερμανικῶν Πανεπιστημίων, ἐγκύπτων εἰς τὰ φιλοσοφικὰ ὡς καὶ εἰς τὰ φιλολογικά, μὲ γνῶσιν καὶ μὲ ἔρωτα, οὔτε ἤρθη ἐπὶ τῶν πτερύγων τῆς φήμης, ἀλλ' οὔτ' ἐξετιμήθη κἄν, ὡς ἥρμοζεν, ὑπὸ ἐκείνων οἵτινες θὰ ἦσαν μᾶλλον ἁρμόδιοι νὰ τὸν ἐκτιμήσουν. Δὲν γνωρίζω ἄν ἐπροξένησαν ἐντύπωσιν, καὶ ποίαν τάχα, εἰς τοὺς πολλοὺς καὶ τοὺς ἁπλουστέρους, τὰ διηγήματα ἐκεῖνα. Ἀλλὰ πρέπει νὰ ὁμολογήσω ὅτι, καθόσον ἐνθυμοῦμαι, ὁ κύκλος τῶν νέων τῶν κατὰ τὴν ἐποχὴν ἐκείνην ἀντιποιουμένων τὰ σκῆπτρα τῆς ὀρθαισθησίας τὰ εἶχεν ὑποδεχθῆ μέ ψυχρότητα καὶ μὲ ἐκπλήττουσαν. Ἄν δὲ καλῶς ἐνθυμοῦμαι, τὸ περιοδικὸν ποὺ τὰ ἐδημοσίευσε, καὶ ὑπέστη ἐγγράφους τε καὶ προφορικὰς διαμαρτυρήσεις ὅτι ἐτόλμησε καὶ νὰ δημοσιεύσῃ τοιαύτας ἀηδίας! Ἀντὶ δὲ γνωμῶν καὶ κρίσεων μορφασμοὺς μόνον ἐβλέπαμεν, καὶ δογματικὰς ἀποφάνσεις ἠκούαμεν περὶ αὐτῶν, ὡς περὶ τιποτένιων. Ἐξ ἐναντίας δὲ πολὺς λόγος ἐγίνετο περὶ τοῦ Βιζυηνοῦ τῶν ἀθηναϊκῶν σαλονίων, περὶ τοῦ κωμικῶς εἰς ταῦτα ἀπαγγέλοντος τὴν «Μαριώ» τοῦ Βιζυηνοῦ, καὶ τὸν γέλωτα ἐκίνουν κοσμικαί τινες ἀδυναμίαι τοῦ ποιητοῦ, καὶ λεπτομερῶς ἀνεκυκλοῦντο, δὲν γνωρίζω κατὰ πόσον ἀληθῆ ἤ ψευδῆ, ὀλισθήματά τινα τοῦ βίου του ἐν Γερμανίᾳ· οὐδεὶς δὲ λόγος σοβαρὸς περὶ τοῦ ψάλτου τοῦ «Τελευταίου Παλαιολόγου» καὶ τοῦ «Σοφιανοῦ», οὐδεὶς περὶ τοῦ συγγράψαντος τὰς «Συνεπείας τῆς παλαιᾶς ἱστορίας» καὶ τὸ «Μόνον τῆς ζωῆς του ταξείδιον». Ἀποτελέσματ' ἀτελοῦς ἤ κακῆς φιλολογικῆς ἀγωγῆς, θὰ εἴπῃ τις. Ἀλλ' ἴσως εἶναι ταῦτα τὰ γνωρίσματα κοινὰ παντὸς κύκλουφιλολογικοῦ, παντοῦ, μεγάλου ἤ μικροῦ· διότι οἱ προτρέχοντες τοῦ καιροῦ των συγγραφεῖς, ἤ πολὺ ἤ ὀλίγον, ἀδιάφορον, ἐνθυμίζουν τὸν Μωυσῆ· μοιραίως, βλάσφημα στόματα ἀνοίγονται κατ' αὐτῶν: «Καὶ εἶπαν· Μὴ Μωυσῆ μόνῳ ἐλάλησε ὁ Κύριος; Οὐχὶ καὶ ἐν ἡμῖν ἐλάλησε;»

Καὶ ὅμως ὁ Βιζυηνὸς πολὺ τελειότερον τοῦ ποιητοῦ τῶν ἐπικολυρικῶν καὶ τῶν ἐρωτοσατυρικῶν στίχων εἶναι ὁ διηγηματογράφος ποιητής. Ἡ γῆ τῆς Θράκης, εἰς τὴν φύσιν καὶ τὴν ἱστορίαν τῆς ὁποίας συνεκεντρώθη ὅ,τι λαμπρότερον καὶ ὡραιότερον, ὅ,τι ζοφερώτερον καὶ σπαρακτικώτερον ἔχει νὰ ἐπιδείξῃ ἡ Ἀνατολή, ἡ μαγικὴ αὕτη πυξίς, μέσα εἰς τὴν ὁποίαν περιφυλάσσονται ἀνεκτίμητα κειμήλια τοῦ ἐθνικοῦ βίου καὶ τῆς ποιητικῆς ἐμπνεύσεως ἀπὸ τῆς μυριοποθήτου βασιλίσσης, τῆς Σταμπούλ, μέχρι τῆς πτωχικῆς καὶ μαρτυρικῆς Βιζύης, ὅπου ἐγεννήθη ὁ ποιητής, γοργῶς, παροδικῶς, ἀλλὰ μὲ καινοπρεπῆ ζωηρότητα, ἐμφανίζεται μέσα εἰς τὰ διηγήματα ἐκεῖνα, ὅσον τὸ ἐπιπτρέπουν τὰ στενὰ ὅρια τοῦ εἴδους· ἡ Ἀνατολή, εἰς ὅ,τι ἔχει χαρακτηριστικώτερον, εἰς τῶν μύθων καὶ τῶν παραδόσεων τὴν γοητείαν, εἰς τὴν λαμπρότητα τῆς φύσεως καὶ τὴν νωθρότητα τῶν κατοίκων, εἰς τῶν ἀνθρώπων τὴν ἰδιάζουσαν ἁπλοϊκότητα, εἰς τῆς συγχρόνου ἱστορίας τὰς περιπετείας καὶ τὰς βασάνους, εἰς τῶν δύο ἀπὸ αἰώνων ἀντιμαχομένων φύλων τὴν συνάντησιν καὶ τὴν ἀντίθεσιν ἐν τῷ βίῳ τῆς εἰρήνης καὶ τῇ φρίκῃ τοῦ πολέμου. Ὁ ἐν τῇ συνθετικῇ ἐργασίᾳ τοῦ ποιήματος ἀμελὴς καὶ ἀτελὴς στιχοπλόκος, ὁ ἀναμιγνύων τὰ πεζά, τὰ ἀνούσια καὶ τὰ κακόηχα μὲ στροφὰς καὶ μὲ ἆσμα νέαν ποίησιν ἀποκαλύπτον, δεικνύεται πολὺ μᾶλλον κύριος τῆς ἐμπνεύσεώς του εἰς τὴν σχετικῶς ἀναλυτικωτέραν ἐργασίαν τοῦ διηγήματος, ἀρτιώτερος, περισσότερον καλλιτέχνης, καθαρώτερον καὶ γνησιώτερον ποιητής. Εἰς κάποια σονέτα τῶν «Ἀτθίδων Αὐρῶν» συμβουλεύει ἕνα ποιητὴν νὰ μὴ περικλείῃ τὰς σκέψεις του

Ἑντὸς στενῶν ὁρίων
Ὡς ἀπρονόητος ἀνὴρ συμπύκνους περικλείων
Ἀλλληλομάχους πετεινοὺς ἐντὸς κλωβίων πνιγηρῶν.

Οἱ στίχοι τοῦ Βιζυηνοῦ ἔχουν κάτι τι τῶν πνιγηρῶν αὐτῶν κλωβίων· ἀλλὰ μὲ τὰ πλατύτερα ἐδάφη, μὲ τὴν ἀνετωτέραν πορείαν τοῦ πεζογραφικοῦ διηγήματος, τὸ πνιγηρὸν καὶ ἀπρονόητον ἐκλείπουν· αὐτὰ τὰ τυχὸν ἁμαρτήματα εἰς τοὺς στίχους, εὐτραπελία τις ἀνατολίτου παράφωνος, φορτική τις περιαυτολογία, ἔχουν τὸν τόπον των εἰς τὸ διήγημα, προσθέτουν εἰς τὴν χάριν των τὴν Θρακοανατολικήν.Συγγραφέων τινῶν τὸ φόρτε εἶναι ἡ σύμπτυξις τῶν ἰδεῶν, ἐνῷ ἄλλων, ἐξ ἐναντίας, εἶναι ἡ ἀνάπτυξις αὐτῶν· λ.χ. ὁ Ἀργύρης Ἐφταλιώτης, ὁ ἐκ τῶν ἀρίστων διηγηματογράφων μας, ἀνήκει εἰς τὴν πρώτην τάξιν· τὰ ὡραιότερα τῶν διηγημάτων του εἶναι τὰ μᾶλλον συνεπτυγμένα, τὰ μᾶλλον προσεγγίζοντα εἰς τὰ ποιήματα, τὰ πολὺ μᾶλλον ὑπονοητικὰ παρὰ ἐκφραστικά. Ὑπάρχουν ποιηταὶ περικλείοντες τὴν ἰδέαν των ὥς τὶ μέγιστον ἐν ἐλαχίστῳ, καὶ διαμορφοῦντες ταύτην ὡς κόσμημα ἤ ὡς ἄρωμα δυνάμενον νὰ περιφυλαχθῇ εἰς μικροσκοπικὰ φιαλίδια. Ὑπάρχουν ἄλλοι οἵτινες, διὰ νὰ καταστήσουν φανερὰν τὴν ἰδέαν των, θέλουν διάστημα καὶ ἀέρα, ὡς τὰ παιδία τὰ ἀπολύοντα τοὺς χαρτίνους ἀετοὺς καὶ τὰ πυρφόρα μπαλόνια, ὡς οἱ πεζοπόροι, ὡς οἱ οἰκοδόμοι. Οἱ πρῶτοι, ὅταν ἐκτροχιάζωνται εἰς τῶν δευτέρων τὰ ὅρια, κινδυνεύουν νὰ ξεπέσουν εἰς ἀφόρητον κενολογίαν, ὡς οἱ δεύτεροι εἰς ξηρὰ μικρολογήματα.

Ὁ Βιζυηνός, ὅσον μικρότερον δρόμον ἔχει νὰ διατρέξῃ, τόσον ζωηρότερον παρέχει τὸ μέτρον τῆς δυνάμεώς του. Τὰ ὀλίγα διηγήματά του, εὐμεγέθη, μὴ καὶ ἀποστέργοντα τὸ περίπλοκον, ἱστορήματα, μικρὸν τι ὑπολείπονται ὅπως ἀναπτυχθῶσιν εἰς μυθιστορήματα. Φαίνεται ἐκ τούτων ὅτι ρέπει πρὸς τὴν μυθιστοριογραφίαν τὴν ἀρχέτυπον καὶ περιπετειώδη, τὴν γόνιμον εἰς πλοκὰς καὶ περιπλοκὰς συμβάντων, ἱκανῶν νὰ συγκρατῶσιν ἀδιάπτωτον, πλὴν τῆς πνευματικῆς συγκινήσεως, καὶ τὴν ταπεινοτέρας κάπως φύσεως περιέργειαν τοῦ ἀναγνώστου, ἀλλὰ μυθιστοριογραφίαν, τὴν ὁποίαν ὡδήγει ὄχι κανενὸς Μοντεπὲν ἤ Ἰουλίου Μαρὺ ἡ πρόστυχος ἐπιφυλλιδογραφικὴ εὕρεσις, ἀλλ' ἡ φιλόσοφος τέχνη τοῦ ποιητοῦ. Καὶ ἐνταῦθα προσκρούομεν κατὰ τῆς «περιρρεούσης ἀτμοσφαίρας», ὡς ἀπεκάλεσε τὸ milieu ὁ κ. Ροΐδης, καὶ διακρίνομεν ἴχνη τινὰ τῆς ἐπιδράσεως τοῦ ἐξωτερικοῦ περιέχοντος ἐπὶ τῶν ἔργων τῆς διανοίας. Εἶναι ἀληθὲς ὅτι παρὰ πολὺ ὑπερετιμήθη ἡ ἐπίδρασις αὐτῆς ἐπὶ τοῦ πνεύματος, τοῦ ὁποίου τὴν ἐνέργειαν δυσκόλως ἐξηγοῦσιν ἐξωτερικοὶ μόνον παράγοντες καὶ μόναι αἱ δυνάμεις τοῦ τόπου καὶ χρόνου· ἀλλ' ἐπὶ τέλους εἶναι κάτι, καὶ ἔχει πολὺ νὰ κάμῃ καὶ ἡ ἐν λόγῳ περιρρέουσα ἀτμοσφαῖρα. Ἀκούω ἐνίοτε ὅτι δὲν ἀπεκτήσαμεν ἀκόμη μυθιστοριογράφους, διότι ἀκόμη δὲν ἔχομεν κοινωνίαν ἱκανὴν νὰ δώσῃ ὕλην εἰς μυθιστόρημα. Τὸν λόγον τοῦτον ἐξομολογοῦμαι ὅτι δὲν τὸν καταλαμβάνω· πιστεύω ὅτι ἡ ἑλληνικὴ κοινωνία εἶναι κατάλληλος πρὸς τοῦτο ὡς πᾶσα ἄλλη, θὰ ἐμαρτύρουν δὲ περὶ τῆς ἀληθείας αὐτῆς τινὰ ἀραιότατα, ἀλλ' ὄχι ἀτυχῆ μυθιστοριογραφικὰ δοκίμια. Νομίζω ὅτι δὲν μᾶς λείπει ὕλη, ἀλλὰ ἐργάται· καὶ λείπουν, διότι δὲν ἔχομεν ἀκόμη κοινωνίαν ἱκανὴν νὰ ζήσῃ τοὺς ἐργάτας τούτους. Ὁ Ταὶν ἀποδίδει τὴν καλλιτεχνικὴν τελειότητα τῶν στίχων τοῦ Ἄγγλου ποιητοῦ Πὼπ εἰς τὸν πλοῦτον αὐτοῦ καὶ τὴν ἄνεσιν μεθ' ἧς ἐκεῖνος ἔζη· ὁ ποιητὴς δὲν ἠναγκάζετο νὰ βιάσῃ, νὰ τελειώσῃ ὅπως ὅπως, τὴν ἐργασίαν του· τοὺς ἔκλειεν εἰς τὸ συρτάριον τοὺς στίχους του, καὶ κατεγίνετο ἐπὶ ἔτη νὰ τοὺς κτενίζῃ καὶ νὰ τοὺς ξανακτενίζῃ μὲ τὴν ἡσυχίαν του. Ἀναστρέφοντες τοὺς ὅρους, δυνάμεθα νὰ εἴπωμεν ὅτι ἀκόμη δὲν ἀνέδωκεν ἐδῶ πλουσίαν καὶ ἰσχυρὰν βλάστησιν τὸ μυθιστόρημα, διότι λείπει ἡ δέουσα ἄνεσις καὶ κατάλληλος διεύθυνσις τοῦ βίου, λείπει τὸ κέντρον, λείπει κάθε τι ἐκ τῶν παρορμώντων καὶ τῶν προαπαιτουμένων πρὸς τὴν ἐν λόγῳ κίνησιν καὶ τὴν πααγωγήν, ἥτις δὲν προέρχεται ἀπὸ πάρεργον καὶ παιγνιώδη ἐνασχόλησιν, ἀλλ' ἀπὸ ἐπίμονον καὶ σοβαρὰν θυσίαν ὁλοκλήρου τοῦ βίου. Παρατηροῦμεν δὲ καὶ ἐν τῇ καθόλου φιλολογικῇ παραγωγῇ, τῆς νεωτέρας Ἑλλάδος, πρὸς πίστωσιν ἀκόμη τοῦ φαινομένου, ὅτι τὸ ποιὸν τῶν ἔργων εἶναι λίαν δυσανάλογον πρὸς τὸ ποσὸν αὐτῶν· ποιηταὶ καὶ συγγραφεῖς ἐκ τῶν κορυφαίων κατέλιπαν τὸν ἔργον των ἡμιτελὲς ἤ μόλις ἤρχισαν τοῦτο, ἤ δείγματα μόνον παρέσχον τοῦ τί ἦσαν ἱκανοὶ νὰ κατορθώσουν, πάντες δὲ ἐν τέλει παρεσύρθησαν μακρὰν τοῦ προορισμοῦ των ὑπὸ τοῦ βιωτικοῦ ρεύματος. Τὸ ζείδωρον ὕδωρ τῆς λογοτεχνίας, ποίησις, διήγημα, δρᾶμα, πᾶσα παραγωγὴ μετέχουσα αἰσθήματος καὶ φαντασίας, ἔρρευσε καὶ ρέει κατὰ σταγόνας ἀραιάς. Ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ στάγδην ρέον ὕδωρ πληροῦμεν βαθμηδὸν τὰς ὑδρίας μας, ἢ οὕτως δὲ ἤ ἄλλως, τὸ νᾶμα τὸ περισυναχθὲν ἀπὸ τὴν διηγηματογραφίαν κατέχομεν ἄφθονον, δροσερόν, θαυμαστόν.

Εἰς τὰ διηγήματα τοῦ Βιζυηνοῦ ἐναρμόνιον ἀποτελοῦσι κρᾶμα τὰ ἀναπτυσσόμενα πράγματα καὶ τὸ ὑποκείμενον τοῦ ἀναπτύσσοντος αὐτὰ συγγραφέως, ἀχωρίστου ἐξ αὐτῶν καὶ ἐξηγοῦντος καὶ νόημα παρέχοντος εἰς ἐκεῖνα. Εἰς τὰ διηγήματα αὐτά, ἐντυπώσεις καὶ ἀναμνήσεις τῶν παιδικῶν χρόνων, τῆς νεανικῆς ἡλικίας, ὡς εἶδός τι οἰκογενειακῶν ἀπομνημονευμάτων, τὸ πρόσωπον τοῦ συγγραφέως, ἐξερχόμενον ἐπὶ τῆς σκηνῆς, διαδραματίζει οὐσιῶδες μέρος· διὰ τοῦτο καὶ ἡ ἀλήθεια αὐτῶν ἔχει τι τὸ οἰκεῖον καὶ τὸ ψηλαφητόν, τὸ ἀρρήτως εἰλικρινές, τὸ προκαλοῦν εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς τὴν ἐμπιστοσύνην, τὸ ἐπιτεῖνον τὴν συγκίνησιν. Ἀναπόσπαστοι ἀπὸ τὰς ἱστορίας των εἶναι καὶ οἱ ἔξοχοι ἐκ τῶν συγχρόνων συγγραφέων μας, οἱ λαμπρύνοντες τὸ ἑλληνικὸν διήγημα, ὁ Παπαδιαμάντης καὶ ὁ Καρκαβίτσας. Καὶ οὗτοι ἀπομνημονευμάτων καὶ ἐντυπώσεων εἶναι καταγραφεῖς· ἀλλὰ διὰ μέσου τῶν κοινῶν αὐτῶν χαρισμάτων, τῆς ἀναπαραστάσεως τοῦ πραγματικοῦ ἐν τῇ μελέτῃ τῶν ἰδιαζόντων γνωρισμάτων τοῦ ἑλληνικοῦ βίου, διὰ μέσου τῆς ἀπαραμίλλου πολλάκις ἀναπτύξεως τοπιογραφιῶν ἐκ τῆς ἑλληνικῆς φύσεως καὶ τῆς ἐγκατασπορᾶς εἰς τὰς διηγήσεις των ὅσον τὸ δυνατὸν περισσοτέρου οὐρανοῦ καὶ θαλάσσης, καὶ γῆς καὶ ἀέρος, διακρίνομεν οὐσιώδεις μεταξύ των διαφοράς, πλὴν τῶν πηγαζουσῶν ἀπὸ τὰς διαφορὰς τῆς συνθέσεως, τῆς μορφῆς, τῆς γλώσσης καὶ τῆς φιλοσοφικῆς διαθέσεως ἑκάστου. Συνοπτικώτατα ἐπὶ τοῦ παρόντος περιοριζόμεθα εἰς τὸ νὰ εἴπωμεν ὅτι, ὡς ὁ Παπαδιαμάντης εἶναι εἰδυλλιακὸς καὶ ἠθογραφικώτατος, ὡς ὁ Καρκαβίτσας ἡρωικὸς καὶ πράξεων ἱστορητὴς μετεχουσῶν ἐπικοῦ μεγαλείου, ὁ Βιζυηνὸς εἶναι δραματικός, καὶ εἶναι ζωγράφος χαρακτήρων. Ἐνῷ τὰ διηγήματα τοῦ Παπαδιαμάντη προβαίνουν σχεδὸν χωρὶς δέσιν τινὰ καὶ λύσιν, καὶ τὰ διηγήματα τοῦ Καρκαβίτσα, μᾶλλον περίτεχνα, μετέχουσιν οὐχ ἧττον λυρικῆς τινος ἐξάρσεως καὶ ἁπλότητος, αἱ ἱστορίαι τοῦ Βιζυηνοῦ, πλεκόμεναι διὰ συγκρούσεων καὶ περιπετειῶν, λύονται καὶ δραματικῶς. Τὸ «Ἁμάρτημα τῆς μητρός μου» εἶναι δρᾶμα, καὶ μὲ κάθαρσιν μάλιστα. Τὸ φέρον τίτλον «Ποῖος ἦτο ὁ φονεὺς τοῦ ἀδελφοῦ μου» εἶναι οἰκογενειακὴ τραγῳδία ἐν ἀδιασπάστῳ συνοχῇ πλεκομένη καὶ λυομένη. Δρᾶμα καὶ «Αἱ συνέπειαι τῆς παλαιᾶς ἱστορίας», φωτιζόμενον ἀπὸ μίαν μυστηριώδη φιλοσοφικὴν ἀκτῖνα. Δρᾶμα συμβολικὸν καὶ «Τὸ μόνον τῆς ζωῆς του ταξείδιον», μέσα εἰς τὸ ὁποῖον ὁ παράδοξος Παπποῦς, ὁ ἀνατραφεὶς ὡς θηλυκὸν εἰς τὸν γυναικονίτην διὰ τὸν φόβον τῶν Γενιτσάρων, ὁ πλέκων ἐν ὑπερκοσμίῳ ρέμβῃ τὸ ἐργόχειρόν του ζεῦγος κάλτσες — ἐπὶ τοῦ γηλόφου, καὶ ἐποπτεύων ἀπὸ τοῦ ὕψους του πρὸς τὰ βάθη τοῦ ὁρίζοντος, ὡς γῆν ἐπαγγελίας, τὸν κωνοειδῆ τύμβον, οὗτινος ἡ κορυφὴ φαίνεται πὼς ἐγγίζει τὸν οὐρανόν, ὁ μηδέποτε ταξειδεύσας καὶ ἐν τούτοις ὁλοψύχως ἀφηγούμενος τὰς θαυμασιωτάτας ἱστορίας, ὁ ἀείποτε συγκρουόμενος πρὸς τὸ φίλερι καὶ ἀρρενωπότατον ἥμισύ του, ὁ γαλήνιος καὶ βαθύφρων, ὁ πάντοτε παρθενικὸς καὶ πάντοτε νεάζων ὑπὸ τῶν ἐτῶν τὸ ἄχθος, αἴρεται εἰς τὸν ὑπονοητικώτατον καὶ ὑψηλότατον τῶν τύπων, ἐξ ὅσων ἐδημιούργησε τὸ ἑλληνικὸν διήγημα, χαριέστατον σύμβολον τοῦ μελετῶντος πνεύματος ἐν σχέσει πρὸς τὴν ἀντιδρῶσαν ὕλην, διὰ τοῦ ὁποίου τὸ διήγημα πτερυγίζει μέχρι τῶν ὑψηλῶν σφαιρῶν τῆς ἁγνῆς ποιήσεως. Καὶ εἰς τὰ δράματα ταῦτα, ὡς ἑπόμενον, δὲν παρίστανται κοινωνικὰ ἤθη, ἀλλ' ἀναπτύσσονται ἀτομικοὶ χαρακτῆρες, διακρινόμενοι τοῦ τριγύρω των κόσμου. Βαθυχάρακτοι χαρακτῆρες ὁ τῆς μητρὸς τοῦ «Ἁμαρτήματος», ὁ τῆς Κλάρας καὶ τοῦ Πασχάλη ἐν ταῖς «Συνεπείαις», πλασμάτων γερμανικῆς εὐαισθησίας, τῶν ὁποίων «αἱ ψυχαὶ συγκοινωνοῦν διὰ τῆς ὕλης», ὁ παπποῦς καὶ ἡ γιαγιὰ τοῦ «Ταξειδίου», καὶ τέλος ὁ Κιαμήλ, ὁ φονεύς τοῦ ἀδελφοῦ του, ὁ παντὸς θύματος συμπαθέστερος, ὁ πρᾳότατος παράφρων, ὁ μετὰ τὴν ἀπώλειαν τοῦ λογικοῦ του φυτεύων ρόδα ἐντὸς κήπου καὶ καλλιεργῶν αὐτὰ ἐπὶ τοῦ τάφου ἐκείνου τὸν ὁποῖον ἐφόνευσε. Προφητικὴ εἰκὼν τῆς μοίρας τοῦ ἴδιου συγγραφέως. Κιαμὴλ καὶ τούτου τῆς ζωῆς καὶ τῆς ποιήσεως. Τίς οἶδεν ἄν δὲν τὸ ἐφόνευσεν ὁ ἴδιος τὸ λογικόν του — ὡς τὸν ἀδελφόν του ὁ ἄλλος — ἀπρονόητος ἁμαρτωλὸς ἐν τῷ βίῳ! Καὶ τώρα καταγίνεται εἰς τὸ νὰ στολίζῃ μὲ ρόδα τὸ μνῆμα ἐκείνου, μὲ ρόδα ἀπὸ τὰ φυόμενα εἰς τὸν δρομοκαΐτειον κῆπον, τοιαῦτα, ἄλλου κόσμου ἄρωμα διαχέοντα:

Κι' ἀπὸ τότε ποὺ θρηνῶ
Τὸ ξανθὸ καὶ γαλανό,
Τὸ δροσάτο φῶς μου!
Μετεβλήθη ἐντός μου
Κι' ὁ ρυθμὸς τοῦ κόσμου!

1896



Πηγή: Κ. Παλαμᾶ, Ἅπαντα, Τόμος Β΄. Β΄ ΕΚΔΟΣΗ, ΓΚΟΒΟΣΤΗΣ
TO ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ΔΙΗΓΗΜΑ

Ἑλλήνων Φῶς

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *