Ἀλέξανδρος Ρ. Ραγκαβῆς

Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής

Ὁ Ἀλέξανδρος Ρ. Ραγκαβῆς ἐγεννήθη εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν τὸ 1809 ἀπὸ ἐπιφανῆ οἰκογένειαν, ποὺ ἀναφέρει τὴν καταγωγήν της εἰς τὸ γένος Ραγκαβέ, τὸ ἐκ τοῦ Αὐτοκράτορος Μιχαήλ Α' τοῦ Κουροπαλάτου. Ὁ πρῶτος εἰς τοὺς νεωτέρους χρόνους γνωστὸς πρόγονός του εἶναι ὁ Ἀνδρόνικος Ραγκαβῆς (1625-1720) διακριθεὶς ὡς λόγιος καὶ Μέγας Χαρτοφύλαξ τοῦ Πατριαρχείου. Οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἀνδρονίκου ἐπῆραν καὶ τὴν προσωνυμίαν Ῥίζος, εἶναι δὲ γνωστοὶ ὡς ἀνελθόντες εἰς διάφορα ἀξιώματα καὶ συγγενεύσαντες μὲ τοὺς ἑκάστοτε ἡγεμονικοὺς οἴκους τῆς Μολδοβλαχίας.

Ὁ πατὴρ τοῦ Ἀλεξάνδρου Ἰάκωβος Ῥίζος Ραγκαβῆς, ἀποθανὼν εἰς τὰς Ἀθήνας τὸ 1855, εἴχε φήμην ἰδίως ὡς συγγραφεὺς τῶν Ἑλληνικῶν καὶ ὡς μεταφρατὴς τῆς Αἰνειάδος εἰς ἑξαμέτρους. Ἔχων μεγάλην θέσιν εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ συγγενοῦς του Ἀλεξάνδρου Σούτσου εἰς τὸ Βουκουρέστι, εἰσήγαγε πρὸς μαθητείαν τὸν υἱόν του εἰς τὴν ἐκεῖ Ἑλληνικὴν Σχολήν· καὶ μετὰ τὴν ἔκκρηξιν τῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 21 καραφυγὼν εἰς Ὀδησσόν, τὸν παρέλαβε μετ' αὐτοῦ.

Εἰς τὸ ἐκεῖ Λύκειον καὶ ἔπειτα εἰς τὴν Ἑλληνοεμπορικὴν Σχολὴν ἔμεινεν ὁ Ἀλέξανδρος Ραγκαβῆς ἕως τὸ 1825. Ἔπειτα ἐστάλη εἰς τὸ Μόναχον, ὅπου εἰσῆλθεν εἰς τὴν Στρατιωτικὴν Σχολήν, ὡς ὑπότροφος τοῦ βασιλέως Λουδοβίκου. Τὸ 1829 ἦλθεν εἰς τὴν Ἑλλάδα καὶ κατετάχθη ὡς ἀξιωματικὸς τοῦ πυροβολικοῦ. Ἀλλὰ μετ' ὀλίγον παρητήθη καὶ ἔκτοτε κατέγινεν εἰς πολλὰς καὶ διαφόρους φιλολογικὰς ἀσχολίας. Τὸ 1832 διωρίσθη τμηματάρχης τοῦ Ὑπουργείου τῆς Παιδείας καὶ ὡς τοιοῦτος διωργάνωσε τὴν ἀνωτέραν ἐκπαίδευσιν ἐπὶ τῇ βάσει τοῦ Γερμανικοῦ συστήματος. Τὸ 1841 ἔγινε διευθυντὴς τοῦ Βασιλικοῦ Τυπογραφείου καὶ μετὰ ἕν ἔτος ὠνομάσθη σύμβουλος τοῦ Ὑπουργείου τῶν Ἐξωτερικῶν. Τὸ 1844 ἔγινε καθηγητὴς τῆς Ἀρχαιολογίας εἰς τὸ Ἐθνκὸν Πανεπιστήμιον, ὅπου ἐξηκολούθησε διδάσκων συνεχῶς μέχρι τοῦ 1867. Ἐν τῷ μεταξὺ ἀπὸ τοῦ 1856-59 διετέλεσεν ὑπουργὸς τῶν Ἐξωτερικῶν, καὶ τὸ 1867 πρύτανις ὤν διωρίσθη πρεσβευτὴς εἰς Βασιγκτῶντα, μετ' ὀλίγον δὲ εἰς Παρισίους. Ἡ ἐκεῖ διπλωματικὴ δρᾶσίς του εἰς τὴν ἐποχὴν τῆς ὀξείας κρίσεως τοῦ Κρητικοῦ ζητήματος ὑπῆρξεν ἀξιέπαινος καὶ πατριωτική. Ἐκεῖθεν μετετέθη εἰς Κωνσταντινούπολιν καὶ κατόπιν εἰς Βερολῖνον, ὅπου ἔμεινε μέχρι τοῦ 1887, ἀνακληθεὶς τότε. Ὑπῆρξε δὲ ἀγαπητὸς εἰς τὴν Πρωσσικὴν αὐλὴν καὶ εἰς τὴν ἀνωτέραν κοινωνίαν τοῦ Βερολίνου, διακρινόμενος διὰ τὸ πνεῦμα καὶ τὴν εὐφυΐαν του. Ὡς πρεσβευτὴς τὸ 1878 μετέσχε μετὰ τοῦ μακαρίτου Δεληγιάννη τοῦ Βερολινείου Συνεδρίου, ἱκανῶς δὲ περίεργα ἀναφέρει περὶ τούτου εἰς τὰ Ἀπομνημονεύματά του.

Καθ' ὅλην αὐτὴν τὴν πολιτικήν, καθηγητικήν καὶ διπλωματικήν δρᾶσίν του ἐξηκολούθησε καταγινόμενος εἰς τὴν λογοτεχνίαν καὶ μάλιστα εἰς τὴν ποίησιν, τὰ πλεῖστα δὲ τῶν φιλολογικῶν ἔργων του ἔχουν ἐκδοθῇ τὴν ἐποχὴν ἐκείνην.

Ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοῦ 1887, ὅτε ἑβδομηκονταετὴς περίπου ἀνεκλήθη ἐκ Βερολίνου, μέχρι τοῦ θανάτου αὑτοῦ, δὲν ἔπαυσε τὰς φιλολογικὰς ἀσχολίας του.

***

Τὰ ἐπιστημονικὰ ἔργα του εἶναι κυρίως ἀρχαιολογικὰ καὶ γραμματικά. Λεξικὸν τῆς Ἑλληνικῆς Ἀρχαιολογιίας (1889), Λεξικὸν Ἑλληνογαλλικὸν (1842) ἐν συνεργασίᾳ τοῦ Σαμουρκάση καὶ τοῦ Λεβαδέως, Ἱστορία τῆς ἀρχαίας καλλιτεχνίας (1864), ἡ δίτομος πραγματεία Antiquitès Helleniques (1842-1855) κλπ., πρὸς δὲ τούτοις πλῆθος μεταφράσεων ἀρχαίων συγγραφέων καὶ διδακτικῶν βιβλίων ἀποτελοῦσιν ἐν συνόλῳ καταπληκτικὸν ὄγκον ἐργασίας, ἀποδεικνυόντα τὴν πολυμαθείαν, τὴν ἐργατικότητα καὶ τὴν μεγάλην συγγραφικὴν του εὐχέρειαν. Ἡ λογοτεχνικὴ παραγωγή του εἶναι ἐπίσης ὀγκώδης καὶ πολυμερής. Περιλαμβάνει τραγωδίας καὶ δράματα ἐκ τῆς Ἑλληνικῆς ἱστορίας, ὡς «Οἱ τριάκοντα τύραννοι», «Ὁ Δούκας», «Ἡ Φροσύνη», «Ἡ παραμονὴ» κλπ., κωμωδίας, μεταφράσεις ἀρχαίων ποιητῶν καὶ νέων, ὡς τοῦ Δάντε, τοῦ Τάσσου, τοῦ Σαίξπηρ, τοῦ Λαίσσιγκ, τοῦ Γκαῖτε, τοῦ Σίλλερ κλπ. Πρὸς τούτοις διηγήματα ἔμμετρα καὶ πεζά, ἄλλα ἱστορικὰ καὶ ἄλλα ρωμαντικά, ἐν οἷς «Ὁ Αὐθέντης τοῦ Μωρέως», ἐκτενέστατον καὶ ἴσως τὸ ἀξιολογώτερον, «Ὁ συμβολαιογράφος», «Αἱ δύο ἀδελφαὶ» κλπ., τέλος δὲ πλῆθος, ὅπως προανέφερα, ποιημάτων ποικίλων εἰδῶν καὶ μορφῶν. Εἰς τὸ κριτικὸν τῆς λογοτεχνίας εἶδος θὰ ἠδυνάμεθα νὰ κατατάξωμεν καὶ τὸ γνωστὸν ἔργον του «Ἱστορία τῆς Νεοελληνικῆς Λογοτεχνίας», τὸ ὁποῖον ὅμως ὑστερεῖ πολὺ εἰς κριτικὴν ἐκτίμησιν καὶ αἰσθητικήν, συνετέλεσε δὲ ἴσως νὰ παράσχῃ ὄχι ἀρτίας πληροφορίας περὶ τῆς νεοελληνικῆς φιλολογίας εἰς τοὺς Εὐρωπαίους, διότι, πρὶν ἤ ἐκδοθῇ ἑλληνιστί, ἐδημοσιεύθη τῇ φροντίδι τοῦ συγγραφέως γαλλιστὶ καὶ γερμανιστί.

Τέλος μετὰ θάνατον ἐδημοσιεύθησαν τὰ πολὺ ἐνδιαφέροντα καὶ περίεργα Ἀπομνημονεύματά του.

Ἰδιωτεύων εἰς τὰς Ἀθήνας, γέρων θαλερὸς καὶ ἀκμαῖος, πάντοτε ἐργαζόμενος καὶ ζωηρὸν διατηρῶν ὑπέρ τῆς φιλολογίας ἐνδιαφέρον, ἀπέθανεν ὁ Ἀλέξανδρος Ραγκαβῆς τὴν 17ην Ἰανουαρίου 1892 καὶ εἰς τὴν μικρὰν οἰκίαν τῆς ὁδοῦ Πανεπιστημίου, ὅπου ἔσβυσεν ἡ ζωὴ τοῦ σημαντικοῦ αὐτοῦ Νεοέλληνος, δικαίως ἐνετειχίσθη πλὰξ δηλοῦσα τὸ γεγονός.

Ι. Ζερβός



Ἀπόσπασμα προλόγου Ἰω. Ζερβοῦ
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ Ρ. ΡΑΓΚΑΒΗ ΠΟΙΗΜΑΤΑ, Ἐκδοτικός Οἴκος Γεωργίου Φεξῆ, 1915

Ἀντιγραφή: Ἑλλήνων Φῶς


Πηγή: Ανέμη - Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Νεοελληνικών Σπουδών

Σχετικά άρθρα...

1 Σχόλιο

  1. Ο/Η Ἑλλήνων Φῶς λέει:

    ΤΟΥ ΚΟΥΤΡΟΥΛΗ Ο ΓΑΜΟΣ
    Κωμωδία ὑπὸ Α. Ρ. Ῥαγκαβῆ

    ΧΟΡΟΣ.
    Ἔξω ἔξ’ ὁ προπέτης, ὁ νάννος θνητὸς,
    ὅστις μὴ αναπνεύσας οὐράνιον πῦρ,
    οὐδ’ εἰς γνώσεως ὕψος σφηνώσας τὸν νοῦν,
    οὐδὲ πείρας μακρᾶς ταμιεύσας καρπόν,
    οὐδ’ ἐντὸς τῆς καρδίας σφοδρὸν αἰσθανθεὶς
    πατριώτου παλμὸν,
    ὑπουργοῦ ἀξιώσεις ἐγείρει.

    Ἔξω ἔξ’ ὁ ἐθνέμπορος, ὅστις λαῶν
    ὡσὰν ὤνιον κτῆμα τὴν τύχην πωλεῖ,
    δἰ αὑτὸν ἐκλαμβάνων τὸ ἔθνος πλασθὲν,
    θησαυρίζων δακρύων κ’ ἱδρώτων τιμὴν,
    κ’ ὃπως φθάσῃ εἰς τέρμα φιλαύτων σκοπῶν,
    τὴν πατρίδα εἰς σάλλους κ’ ὑφάλους ὠθεῖ ,
    καὶ ταράττει τὸν πᾶν,
    καὶ τελεῖ τοῦ ΚΟΥΤΡΟΥΛΗ ΤΟΝ ΓΑΜΟΝ!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *