ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΡΑΓΙΑΔΩΝ

Αθανάσιος Διάκος

Τὸ σκοτάδι ἄρχισε νὰ ἁπλώνεται πάνω στὴν πολιτεία τῆς «Γκιαοὺρ Λειβαδιᾶς». Οἱ Τοῦρκοι νωρὶς-νωρὶς κλείσανε τὰ μαγαζιά τους κι ἀποτραβήχτηκαν στὰ σπίτια τους. Χωρὶς νὰ τὸ φανερώνουν, ἕνα προαίσθημα κακὸ τοὺς ἔκανε νὰ εἶναι ἀνήσυχοι. Στὰ σπίτια τους ἦταν πιὸ ἀσφαλισμένοι...

Στὴν ἀγορὰ καὶ τὰ σοκκάκια, μονάχα μικρὲς ὁμάδες ἀπὸ ἀρματωμένα παλληκάρια τοῦ Διάκου κυκλοφοροῦσαν. Ἐπίτηδες τὰ εἶχε σκορπίσει ὁ καπετάνιος γιὰ νὰ ξενοιάσει τοὺς Τούρκους, πὼς νοιάζονταν αὐτὸς γιὰ τὴν ἀσφάλειά τους.

Καὶ μέσα στὸ σκοτάδι μερικὲς σκιὲς μὲ προφύλαξη, κάθε μιὰ χωριστά, ἀνοίγανε τὴν αὐλόπορτα τοῦ ἴδιου σπιτιοῦ καὶ χάνονταν κειμέσα. Τὸ σπίτι αὐτὸ ἦταν τὸ ἀρχοντικὸ τοῦ Γιάννη Φίλωνα. Σ' αὐτὸ εἶχε καλέσει ὁ Διάκος, τοὺς ἄρχοντες ὅλους τοὺς διαλεχτοὺς Ἕλληνες νὰ συναντηθοῦν.

Ἀπ' τοὺς πρώτους πήγανε ὁ ἄρχοντας Λογοθέτης, ὁ Νάκος μαζί του καὶ οἱ τρεῖς γιοί του. Ἀπὸ κοντὰ μερικοὶ προεστοὶ ἀπ' ἄλλα μέρη, ὅπως τῆς Θήβας ὁ Νῖκος Βρυζάκης καὶ τῆς Λοκρίδας ὁ Ἀλέξης Σπυρίδωνας. Ὕστερα οἱ δυὸ δεσποτάδες, τῆς Ἀθήνας ὁ Διονύσιος καὶ τῆς Ἀταλάντης ὁ Νεόφυτος. Τελευταῖος ἔφτασε ὁ καπετὰν Διάκος.

Ἀνυπόμονα πρόσμεναν ὅλοι τους νὰ ἀκούσουν τὸ Διάκο. Κι ὅταν τοὺς διηγήθηκε μὲ κάθε λεπτομέρεια τὰ ὅσα ἀκολούθησαν, ὕστερα ποὺ φύγανε οἱ ἄρχοντες ἀπ' τὸ βοεβοδαλῆκι, μείνανε ὅλοι τους ἄναυδοι. Ἀπίστευτο τοὺς φαινόταν.

- Νὰ τὸ μπουγιουρντί, τὸ ἔχω στὰ χέρια μου, εἶπε ὁ Θανάσης κι ἀπ' τὸ σελάχι του ἔβγαλε καὶ ξεδίπλωσε τὸ πολύτιμο γιὰ τὴν ὥρα κείνη χαρτί.

Καὶ χωρὶς νὰ προκάνει κανεὶς ἀπ' τοὺς συναγμένους νὰ μιλήσει ὁ ἴδιος ξακολούθησε:

- Μὰ δὲ σᾶς τὸ κρύβω ὅμως. Ὅσο κι ἂν εἶναι εὐκολόπιστος ὁ βοεβόδας καὶ τοῦ ἅρπαξα τοῦτο τὸ χαρτί, οἱ ἄλλοι Τοῦρκοι ἔχουν ὑποψίες. Ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα, μπορεῖ νὰ φτάσουν τὰ νέα ἀπ' τὸ Μοριά. Τότε χάνεται τὸ παιχνίδι μας. Ἐγὼ θέλω νὰ κρατῶ τοὺς Τούρκους ἀποκοιμισμένους. Μὰ ὡς πότε; Γιὰ τοῦτο θὰ προσπαθήσω μέσα σὲ μιά, δυὸ μέρες τὸ πολύ, νὰ συνάξω ὅσους ὁπλοφόρους μπορῶ...

- Κι ὕστερα, τί σκέπτεσαι, καπετὰν Διάκο, νὰ κάνεις; τὸν ρώτησε ὁ Νάκος.

- Μὲ πρόλαβες, ἄρχοντά μου. Ἄν ἡ στιγμὴ τὸ καλέσει, ὅπου βρεθῶ καὶ νομίζω πὼς εἶναι ἡ περίσταση, νὰ τὸ βροντήξω... Νὰ σηκώσω τὴν Ἀνάσταση!

Καὶ τόνισε χαρακτηριστικὰ τὴν τελευταία του φράση μὲ τρεμάμενη ἀπὸ συγκίνηση φωνή.

Ἀμίλητοι μείνανε ὅλοι τους ἀπ' τὰ τελευταῖα λόγια τοῦ καπετάνιου. Δὲν τὸ πίστευαν. Ὥστε ἔφτασε κείνη ἡ εὐλογημένη ὥρα ποὺ τετρακόσια χρόνια γενιὲς καὶ γενιὲς πρόσμεναν. Δάκρυα ἀπὸ συγκίνηση χαρᾶς πλημμύρισαν τὰ μάτια τους.

- Εἴσαστε λοιπὸν ὅλοι μὲ τὴ γνώμη μου αὐτή;

Ὁ ἕνας μὲ τὸν ἄλλον κυττάχτηκαν, σμίξανε τὰ βλέμματά τους. Κανεὶς δὲν εἶχε ἀντίθετη γνώμη. Μὲ τὶς ματιὲς ἦταν ὅλοι τους σύμφωνοι. Κι ἔξαφνα ὁ δεσπότης Διονύσιος σηκώθηκε. Σίμωσε τὸ Θανάση καὶ τοῦ λέει:

- Τέκνον μου, μὲ τὴν εὐχὴ τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Παναγιᾶς, καὶ τὴν εὐχὴ ὅλου τοῦ σκλαβωμένου Γένους, ἡ ὥρα ἡ καλή.

Κι ἀγκαλιάζοντας τὸ Θανάση τὸν φίλησε.

Τὸ τί ἔγινε τότε δὲν περιγράφεται. Ὁ ἕνας ἀγκάλιαζε τὸν ἄλλον, καὶ κλαίγοντας ἀπ' τὴ χαρά τους φιλιόνταν σταυρωτά.

Κράτησε αὐτὸ μερικὰ λεπτὰ ὥς ὅτου ἡ φωνὴ τοῦ Νεόφυτου ἀκούστηκε βροντερή:

- Σταθῆτε, μᾶς παραπῆρε ἡ χαρά, πρὶν τῆς ὥρας καὶ κάνουμε σὰν κοριτσόπουλα. Τὰ ἀναστάσιμα φιλιά μας, θὰ πρέπει, ἐν Χριστῷ ἀδελφοί, νὰ ἀναβάλουμε δι' ὀλίγας ἡμέρας. Ἐκεῖνο ποὺ ἔχουμε νὰ κάνουμε τώρα εἶναι νὰ περιμένουμε ψύχραιμοι ὥς ὅτου κροτήσουν τὰ ἐπαναστατικά μας καριοφύλια.

- Σοῦ ὑπόσχομαι, δέσποτά μου, νὰ μὴν ἀργήσουν, εἶπε ὁ Θανάσης. Μὰ δὲν πρέπει καὶ λόγου μου νὰ ἀργοπορῶ. Μὲ τὸ δεσπότη Ἠσαΐα, ἔχουμε πεῖ νὰ ξανασμίξουμε στὸ μοναστῆρι τοῦ Ὅσιου Λουκᾶ. Δὲν ξέρω πότε θὰ μὲ φέρει ὁ δρόμος μου ἀπὸ κεῖ, μὰ μπορεῖ ἀπ' τὸ μοναστῆρι νὰ σκορπίσει τὸ χαρμόσυνο μήνυμα...

- Καλὸ δεχούμενο θὰ εἶναι ἀπ' ὅπου κι ἄν μᾶς ἔρθει, ἀπάντησε ὁ ἄρχοντας Λογοθέτης.

Ὁ Διάκος χαιρέτησε καὶ βγῆκε ἀπ' τὸ δωμάτιο. Στὴν εἴσοδο ἀντάμωσε τὴν ἀρραβωνιαστικιά του. Τῆς ἔδωσε καὶ τὰ δυό του χέρια γιὰ χαιρετισμό. Τὸ ἴδιο καὶ κείνη.

- Φεύγω, Ρόζα, καὶ σοῦ ἀφήνω γειά.

- Ἄκουσα, Νάσο, γιὰ ποῦ πηγαίνεις. Ἡ Παναγιὰ μαζί σου.

Καὶ τράβηξε ἡ κόρη τὰ χέρια της γιὰ νὰ σκουπίσει τὰ δάκρυά της.

- Γιατί κλαῖς, Ρόζα;

- Ἀπὸ χαρὰ κι ὑπερηφάνεια, Νάσο. Πῶς μπορῶ νὰ μὴν κλαίω, ὅταν σκέπτομαι πὼς ὁ ἄνθρωπος ποὺ θὰ γίνει μιὰ μέρα ἄντρας μου, σὲ λίγο θὰ εἶναι ὁ ἀρχηγὸς ποὺ θὰ ξεσκλαβώσει τὴ δουλωμένη χώρα μας. Ἡ ὥρα ἡ καλή, Νάσο, καὶ σὲ προσμένω νικητή.

Ὁ Διάκος ἔφυγε ἀπ' τὸ ἀρχοντικὸ τοῦ Φίλωνα. Πῆγε στὸ σπίτι του.

- Μπισμπιρῖγκο, φτιάξε τὴν Ἀστέρω, γιατὶ τώρα μὲ μιᾶς θὰ φύγω, φώναξε μπαίνοντας μέσα.

Ὁ ὑπηρέτης χωρὶς ἀπάντηση ἔτρεξε στὸ σταῦλο νὰ ἐκτελέσει τὴν προσταγὴ τοῦ καπετάνιου.

- Μάνα, τὴν εὐκή σου... Ξεκινάω... γιά κάπου, μάνα... Μὴ μὲ ρωτᾶς γιὰ ποῦ...

Κι ἔσκυψε καὶ φίλησε τὸ χέρι τῆς μάνας του. Κείνη, μὲ τὸ κεφάλι ψηλά, τοῦ εἶπε:

- Μὲ τὴν εὐκή μου, Νάσο... Κάτι ἄκουσι καὶ γώ... Ἄι στὴν εὐκὴ τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Παναγιᾶς, Νάσο μου...

Χαιρέτησε καὶ τὴν Καλομοίρα, πῆρε ἀπ' τὸ δωμάτιό του τὰ ἄρματά του καὶ τράβηξε γιὰ τὸ ἀχοῦρι. Ἀπ' ἔξω τὸν καρτερούσανε συναγμένα πολλὰ ἀπ' τὰ παλληκάρια του.

Σὰν ζύγωσε, ἡ φοράδα χλιμίντρισε χαρούμενη καὶ παίζοντας σκάλισε μὲ τὸ δεξὶ μπροστινό της πόδι τὸ χῶμα. Ὁ Μπισμπιρῖγκος τὴν εἶχε κιόλας ἕτοιμη, σελωμένη, μὲ τὰ πλουμιστὰ χάμουρα στὸ κεφάλι. Ὁ Θανάσης τὴ χάιδεψε στὸ μέτωπο κι ἑτοιμάστηκε νὰ τὴν καβαλλήσει. Τὸ βλέμμα του ἔσμιξε μὲ τοῦ Μπισμπιρίγκου. Πόσο, παράξενα τὸν κύτταζε ὁ ὑπηρέτης του! Σὰν κάτι νὰ ἀποζητοῦσε ποὺ δίσταζε νὰ τὸ πεῖ.

- Τί θέλεις, Μπισμπιρῖγκο; τὸν ρώτησε.

Κεῖνος ἔσκυψε τὸ κεφάλι καὶ ξεθαρρεύοντας ἀποκρίθηκε:

- Νἄρθω καὶ γὼ κοντά σου, καπετάνιε.

Πρώτη φορὰ ποὺ ἀποτολμοῦσε ἕνα τέτοιο ὁ ὑπηρέτης του. Τὰ παλληκάρια ποὺ τὸ ἄκουσαν γέλασαν. Μὰ ἡ φωνή του ἦταν πολὺ παράξενη σήμερα... Μόνο ποὺ δὲν ἔκλαιγε. Ποτὲ ἄλλοτε δὲν τὸν εἶχε ἀκούσει νὰ ζητάει κάτι, ἔτσι.

Ὁ Θανάσης ἀκούμπησε τὸ χέρι στὴ σέλλα τοῦ ἀλόγου του καὶ μίλησε μόνος του.

- Ἡ πατρίδα ἔχει ἀνάγκη σήμερα ἀπὸ ντουφέκια. Κι ὁ Μπισμπιρῖγκος εἶναι ἕνα ντουφέκι...

Καὶ γυρίζοντας πρὸς τὸν ὑπηρέτη του:

- Ἔλα μαζί μου κι ἐσύ, Μπισμπιρῖγκο.

Καβάλλησε ὕστερα τὴν Ἀστέρω καὶ ξεκίνησε. Ἀπὸ κοντὰ τὸν ἀκολούθησαν τὰ παλληκάρια του.



Η προτομή του Επισκόπου Σαλώνων Ισαΐα στο Μοναστήρι του Οσίου Λουκά

Η προτομή του Επισκόπου Σαλώνων Ισαΐα στο Μοναστήρι του Οσίου Λουκά

Φεύγοντας ὁ καπετὰν Διάκος ἀπ' τὴ Λειβαδιά, ξημερώθηκε στὰ καμπισοχώρια. Ἄρχισε τὴ στρατολογία του. Δυὸ μέρες σύναξε κοντὰ πεντακόσιους ὁπλοφόρους. Τοὺς στρατοπέδευσε στὸ μοναστῆρι Λυκούρεσι, ἔξω ἀπ' τὴ Λειβαδιά. Αὐτὸς μὲ μερικὰ παλληκάρια τράβηξε γιὰ τὸ μοναστῆρι τοῦ Ὅσιου Λουκᾶ.

Ἦταν ἡ 27 τοῦ Μάρτη σὰν ἔφτασε στὸ μοναστῆρι. Ὁ δεσπότης Σαλώνων Ἠσαΐας τὸν καρτεροῦσε ἐδῶ ἀπ' τὴν προηγούμενη μέρα. Πῆγε στὸ κελλὶ ποὺ ἔμενε καὶ σὲ λίγο συνάχτηκαν κι ἄλλοι καλόγεροι.

Ὁ Διάκος τοὺς ἱστόρησε ὅλα ὅσα ἀκολούθησαν ὕστερα ἀπ' τὸ φόνο ποὺ ἔκανε ὁ Μποῦσγος στὸ χάνι τοῦ Ζεμενοῦ. Τὸ ξεγέλασμα τοῦ βοεβόδα καὶ τὴν ἀπόφαση ποὺ πήρανε οἱ συναγμένοι Ἕλληνες στὸ σπίτι τοῦ Φίλωνα νὰ κηρύξει ὁ καπετάνιος τους τὴν ἐπανάσταση, ὅταν αὐτὸς νόμιζε κατάλληλη τὴν περίσταση.

- Καὶ τώρα, τέκνον μου, τί ἄλλο προσμένεις, τοῦ ἀπάντησε ὁ Ἠσαΐας. Ὡς πότε θὰ ἀποκοιμίζεις τοὺς Τούρκους μὲ παραμύθια καὶ θὰ τοὺς φοβερίζεις μὲ δράκοντα τὸν Ὀδυσσέα; Νομίζω ὅτι ἔφθασε «τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου». Ἦλθεν ἡ ὥρα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Γένους.

Ὅλοι συμφώνησαν μὲ τὸ δεσπότη. Κι ὁ Θανάσης εἶπε:

- Ἄν ἔφτασα ὡς ἐδῶ, δέσποτά μου, εἶναι γιατὶ διάλεξα τὸν ἱερὸ τοῦτο τόπο γιὰ νὰ σηκώσουμε τὴν Ἀνάσταση. Ἡ ἁγιοσύνη του μπορεῖ νὰ ὁρίσει.

Ὁ δεσπότης σηκώθηκε ὄρθιος κι ἀποφασιστικὰ μὲ κάποια ἐπισημότητα εἶπε:

- Αὔριο εἰς τὴν ἐκκλησία, μετὰ τὸν Ὄρθρο. Νὰ μὴ λείψει κανείς.

Κι ἀφοῦ ἔκανε τὸ σταυρό του σταύρωσε τὰ χέρια σὰν σὲ προσευχὴ καὶ προσβλέποντας πρὸς τὰ πάνω συνέχισε:

- Ὁ Θεὸς μεθ' ἡμῶν καὶ οὐδεὶς καθ' ἡμῶν.

Κι ὅλοι οἱ συναγμένοι μ' ἕνα στόμα, ξαναεῖπαν:

- Ὁ Θεὸς μεθ' ἡμῶν καὶ οὐδεὶς καθ' ἡμῶν.


Λαμποκοποῦσε μέσα ἡ ἐκκλησία τοῦ Ὅσιου Λουκᾶ. Ὄψη πασχαλιάτικη εἶχε πάρει ὁ ὄρθρος τῆς ἄλλης μέρας. Στὸ ἀχνοσκόταδο ποὺ ἔδιωχνε ἡ αὐγή, πλημμύριζαν ἀπ' τὸ φῶς ποὺ σκορπούσανε στὴν ἐκκλησιὰ ὅλοι οἱ πολυέλαιοι καὶ τὰ καντήλια.

Γεμάτη ἦταν ἀπ' τοὺς καλογέρους τοῦ μοναστηριοῦ καὶ τὰ παλληκάρια τοῦ Διάκου, μὲ πρῶτον αὐτὸν τὸν ἴδιον. Ἄστραφτε ἀπ' τὶς χρυσοκέντητες φορεσιὲς τῶν παλληκαριῶν καὶ τὰ ἀσημένια του ἄρματα.

Ὁ δεσπότης Σαλώνων, ντυμένος μὲ τὰ χρυσᾶ του ἄμφια, κι ὁλόγυρα κάμποσοι καλόγεροι μὲ τὰ γιορτινά τους πολύχρωμα καὶ ἀργυρᾶ ἄμφια, ψέλνανε τὸν ὄρθρο.

Ἡ χρυσαυγὴ ἔδιωχνε τὸ σκοτάδι τῆς νύχτας, ἐνῶ τὸ ἐθνικὸ γλυκοχάραμα θὰ ἔδιωχνε τώρα τὸ σκοτάδι τῆς σκλαβιᾶς ποὺ τετρακόσια χρόνια πλάκωνε ἀσβολερὸ τούτη τὴ γῆ.

Ὁ Ὄρθρος τελείωσε. Ὁ δεσπότης ντυμένος ὅπως ἦταν μὲ τὴ συνοδεία του βγῆκε ἔξω ἀπ' τὴν ἐκκλησιὰ καὶ στάθηκε μπροστὰ στὴν εἴσοδο. Ξωπίσω του ὁ Διάκος μὲ τὰ παλληκάρια κι ἀπὸ κοντὰ οἱ καλόγεροι βαστώντας ἀναμμένα κεριά. Μαζὶ μὲ τὴν πατερίτσα του ὁ δεσπότης κρατοῦσε καὶ μιὰ πρόχειρη μικρὴ σημαία. Τὰ λάβαρα τοῦ μοναστηριοῦ, τὰ ἑξαπτέρυγα κι ἡ εἰκόνα τοῦ Βαγγελισμοῦ ποὺ τὴ βαστούσανε δυὸ γέροι πατέρες, συμπλήρωναν τὴν γιορταστικὴ αὐτὴ λαμπρότητα.

Ἔψαλλε μιὰ σύντομη εὐκὴ ὁ Ἠσαΐας κι ὕστερα νὰ λέει «Σῶσον, Κύριε, τὸν λαόν σου.» Καὶ μαζὶ μὲ τὸ δεσπότη, μὲ μιὰ φωνὴ σμίξαν ὅλοι τους στὴν ψαλμωδία.

Ὁ Διάκος πρῶτος ἀσπάστηκε τὸ χέρι τοῦ δεσπότη καὶ μὲ τὴ σειρά τους ἀκολούθησαν κι οἱ ἄλλοι. Ὕστερα, σ' ἕνα παραλήρημα χαρᾶς ἔπεφτε ὁ ἕνας στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ ἄλλου, φιλιόντουσαν σταυρωτὰ καὶ δάκρυά τους τρέχανε ἀδιάκοπα. Ἦταν τὸ ἀναστάσιμο φίλημα.

Ἡ ἐπανάσταση στὴ Ρούμελη εἶχε πιὰ ἐπίσημα ξεσπάσει. Τὸ μοναστῆρι τοῦ Ὅσιου Λουκᾶ ἔγινε ἡ Ἅγια Λαύρα τῆς Ρούμελης καὶ ὁ Σαλώνων Ἠσαΐας, ὁ Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανός.

Ὁλοκάθαρος ὁ ἥλιος κείνη τὴν αὐγὴ ὅπως ξεπρόβαλλε ἀπ' τὶς βουνοκορφὲς τοῦ Ἑλικῶνα ἔλουζε μὲ τὶς λαμπρὲς ἀχτίδες του τοὺς ἐπαναστατημένους Ἕλληνες κι ἔκανε ν' ἀστραποβολᾶνε οἱ χρυσοκέντητες φορεσιές τους καὶ τὰ μαλαμοκαπνισμένα ἄρματά τους. Σὰν τοῦτο τὸ ἀνοιξιάτικο πρωινὸ ἄλλο δὲ μετάχε φανεῖ σὲ τοῦτο τὸν τόπο. Ὅλα σήμερα φαίνονταν ἀλλοιώτικα. Ἦταν πανώρια. Ἀκόμα κι' οἱ ἀνθισμένες μυγδαλιὲς ὁλόγυρα ἀπ' τὸ μοναστῆρι, σκορπούσανε τὴ μεθυστικὴ εὐωδία τους κι ὁ ἀνθὸς τους αὐτὸ τὸ αὐγινό, φάνταζε παράξενος.

Ἡ ψαλμωδία μυριόστομη ξακολουθοῦσε ὡς τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ δεσπότης ἑτοιμάστηκε νὰ ξαναγυρίσει μέσα στὴν ἐκκλησιά. Καὶ τότε αὐστηρὴ ἡ φωνὴ τοῦ ἀρχηγοῦ ἀκούστηκε:

- Σώνουν, σώνουν πιὰ οἱ ψαλμωδίες καὶ τὰ σταυροκοπήματα. Ὁ Θεὸς ὅ,τι εἶναι νὰ πράξει θὰ τὸ πράξει. Ἐμεῖς ἀπὸ δῶ καὶ πέρα νὰ δοῦμε τί θὰ κάνουμε. Ὁ καιρὸς εἶναι ἀκριβὸς καὶ δὲν κάνει νὰ τὸν σπαταλᾶμε...

Ἀνάθεσε λοιπὸν στοὺς καλογέρους, μὲ ὅσα ντουφέκια εἶχαν, νὰ πᾶνε στὸ Δίστομο καὶ νὰ πιάσουν μὲ μιᾶς αἰχμάλωτο τὸν ἀδελφὸ τοῦ βοεβόδα, ποὺ ἦταν ἐκεῖ ζαμπίτης*. Τὸν ἤθελε γιὰ ἀνταλλαγὴ σὲ περίπτωση ποὺ ὁ Χασὰν ἀγᾶς θὰ ἔπιανε Ἕλληνες ὁμήρους στὴ Λειβαδιά. Κι οἱ ὁσιολουκαΐτες καλόγεροι μ' ἐπιτυχία φέρανε σὲ τέλος τὴν ἀποστολὴ ποὺ τοὺς ἀνάθεσε.

Ὁ καπετὰν Διάκος μὲ μιᾶς ἔφυγε ἀπ' τὸ μοναστῆρι τοῦ Ὅσιου Λουκᾶ. Πῆγε νὰ στρατολογήσει μερικοὺς ἀκόμα στὴ Δαύλεια κι ὕστερα στὴν Κάπραινα (Χαιρώνεια). Ἀπὸ κεῖ ἔστειλε γράμμα στοὺς Ἀραχωβίτες νὰ τοῦ στείλουν βοήθεια, κι ἔφτασε νύχτα στὸ μοναστῆρι Λυκούρεσι, ποὺ τὸν καρτερούσανε τὰ παλληκάρια του.

diakos

Ἐδῶ ἔμαθε, πὼς ὁ βοεβόδας στὴ Λειβαδιὰ εἶχε πιάσει ὁμήρους τὸ Νάκο καὶ τὸ Λογοθέτη καὶ κλείστηκε μέσα στὸ κάστρο.

Πολλοὶ Τοῦρκοι εἶχαν ταμπουρωθεῖ στὰ σπίτια τους καὶ σ' ἄλλα σημεῖα τῆς πολιτείας.

- Ὥστε θέλουν πόλεμο, εἶπε ὁ Θανάσης. Δὲν τὸ ἔχουν σκοπὸ οἱ ἀγάδες νὰ παραδοθοῦν μὲ τὸ καλό!... Ὅ,τι διάλεξαν θὰ τὸ ἔχουν... Αὔριο τὸ πρωὶ κιόλας.

Καὶ πρόσταξε τοὺς Ἕλληνες νὰ ἑτοιμαστοῦν.

Ἀνάμεσα στοὺς συναγμένους ὁπλοφόρους ξεχώρισε καὶ κάποιο καλόγερο. Ἦταν γερὰ ἀρματωμένος. Μ' ὅλο τὸ σκοτάδι τὸν γνώρισε.

- Γερόθεε, τοῦ φώναξε, καὶ σὺ δωπέρα; Δὲν ξαναγυρίζεις πιὸ καλὰ στὸ μοναστῆρι σου. Γιὰ τὴ δουλειὰ ποὺ σὲ ξεσήκωσα τελείωσε πιά. Τὰ κατάφερες μιὰ χαρά!...

- Ἄ! καπετάνιε, πάει τώρα πιὰ τὸ μοναστῆρι!... τοῦ ἀπάντησε. Τόσα καὶ τόσα χρόνια ζοῦσα κειμέσα, μὰ ὅλο τὸν καιρὸ κάτι μοῦ ἔλεγε μέσα μου, πὼς θἄρθει τούτη ἡ μέρα... Καὶ τὴν πρόσμενα κι ὅλο τὴν πρόσμενα. Κι ἦρθε ἡ εὐλογημένη ὥρα... Τώρα μοῦ λὲς νὰ ξαναγυρίσω στὸ μοναστῆρι... Μόνο, ποὺ ποτὲ δὲν ἔβαλα στὸ νοῦ μου, πὼς γιὰ πρωτολάτη μας, γιὰ ἀρχηγό μας, σὲ τούτη τὴ μεγάλη στιγμὴ, θὰ εἴχαμε τὸν παλιὸ διάκο τοῦ μοναστηριοῦ Προδρόμου, τὸν Ἄνθιμο... Ἀποδῶ καὶ μπρὸς νὰ μὲ λογαριάζεις στὰ παλληκάρια σου... Ἅμα μὲ τὸ καλὸ τελειώσουμε, ἔ, τότε ἄν ζῶ, θὰ ξαναγυρίσω στὸ μοναστῆρι μου.

Στὰ λόγια τοῦ καλόγερου ὁ Θανάσης δὲ βρῆκε τί ν' ἀποκριθεῖ. Μόνον τὸν χτύπησε μὲ τὸ χέρι στὸν ὦμο μὲ καλωσύνη.


Ὅταν ξημέρωσε ἡ 29 τοῦ Μάρτη, οἱ κλεισμένοι στὸ κάστρο τῆς Λειβαδιᾶς Τοῦρκοι καὶ σ' ἄλλα σημεῖα ἀντικρύζοντας τὸ λόφο τοῦ Προφήτη Ἠλία, εἴδανε πὼς εἶχε πήξει μὲ ἀρματωμένους. Ἦταν ὁ καπετὰν Διάκος μὲ τοὺς Ἕλληνες ἐπαναστάτες.

Πρώτη δουλειὰ τοῦ ἀρχηγοῦ ἦταν νὰ ζητήσει ἀπ' τὸ βοεβόδα νὰ ἀλλάξουν τοὺς ὁμήρους. Οἱ Τοῦρκοι θὰ δίνανε πίσω τοὺς ἄρχοντες κι ὁ Διάκος τὸ ζαμπίτη τοῦ Διστόμου, τὸν ἀδερφό τοῦ Χασὰν ἀγᾶ. Ὁ βοεβόδας δέχτηκε.

Καὶ κατὰ τὸ μεσονύχτι, ὁ ἀρχηγὸς ἔδωσε τὸ σύνθημα νὰ ξεκινήσουν γιὰ μέσα στὴν πολιτεία οἱ ἐπαναστάτες. Καὶ ξεχύθηκαν ἀπ' ὅλες τὶς μεριές. Μαζί τους σμίξανε κι οἱ ντόπιοι.

Συνάχτηκαν στὸ Σταροπάζαρο, στὸ κέντρο τῆς Λειβαδιᾶς. Ἀπὸ κεῖ ὕστερα σὲ ὁμάδες σκόρπισαν σὲ διάφορα σημεῖα.

Τὸ ντουφεκίδι ἄναψε γιὰ τὰ καλὰ κι ἀπ' τὶς δυὸ πλευρές. Κι ἀπ' τοὺς Τούρκους κι ἀπ' τοὺς Ἕλληνες.

Τὸ πρωτοπαλλήκαρο τοῦ Διάκου, ὁ Μποῦσγος, ἀπ' τοὺς πρώτους λαβώνεται στὸ πόδι.

Οἱ Τοῦρκοι ἀναγκάζονται νὰ ἀφήσουν πολλὰ ὀχυρωμένα σπίτια καὶ παίρνουν τοὺς δρόμους. Οἱ ἐπαναστάτες τοὺς κυνηγᾶνε καὶ τοὺς σκοτώνουν. Στὸ βοεβοδαλῆκι, ἡ φρουρὰ τοῦ βοεβόδα ἔχει ἀνοίξει γερὰ ντουφέκι. Ὁ βοεβόδας μὲ πολλοὺς ἄλλους καὶ μὲ τὰ χαρέμια του, ἔχει κλειστεῖ στὸ κάστρο. Ὁ ἀρχηγὸς τρέχει νὰ βοηθήσει τοὺς Ἕλληνες ποὺ ἔχουν κυκλώσει τὸ βοεβοδαλῆκι. Ὅπως περνάει τὸ μεγάλο γεφύρι στὸ Σταροπάζαρο, ἕνα βόλι σταλμένο ἀπὸ κάποιο σπίτι τούρκικο, τὸν βρίσκει στὸ δεξί πόδι.

- Μὲ χτύπησαν οἱ ἄπιστοι, λέει σιγὰ μόνος του γιὰ νὰ μὴν ἀκουστεῖ.

- Ποῦ σὲ χτύπησαν, ἀκούγεται νὰ ἀποκρίνεται ταραγμένα μέσα στὸ σκοτάδι, μιὰ φωνὴ πλάϊ του. Ἦταν ὁ καλόγερος Ἱερόθεος ποὺ τυχαῖα βρέθηκε κοντά του.

- Στὸ πόδι, Γερόθεε, μὰ δὲν εἶναι τίποτα. Μὴ φωνάζεις καὶ τὸ ἀκούσουν τὰ παλληκάρια καὶ τρομάξουν.

Ἀποτραβιῶνται παράμερα, κάτω ἀπ' ἕνα γιγαντόκορμο πλάτανο.

Τὸ βόλι βρῆκε τὸ Θανάση ξώδερμα, μὰ δὲν ἔφυγε. Ὁ Γερόθεος καταφέρνει νὰ τοῦ τὸ βγάλει καὶ πλένει τὴν πληγὴ μὲ κρύο νερό. Ὁ Διάκος σκίζει ἀπ' τὴ φουστανέλλα του μιὰ λόξα καὶ δένει τὴ λαβωματιά του.

Ἕτοιμος πιὰ νὰ ξακολουθήσει τὸ δρόμο του. Ὁ Γερόθεος τοῦ δίνει τὸ βόλι ποὺ ἔβγαλε ἀπ' τὴν πληγή, λέγοντάς του:

- Πάρε τὸ βόλι νὰ θυμᾶσαι πὼς εἶναι τὸ πρῶτο ποὺ σὲ βρῆκε στὸ κορμί...

- Ναί, Γερόθεε. Καλὴ ἀρχή, καὶ τρέχουν κι οἱ δυὸ νὰ συναντήσουν τοὺς ἄλλους, ποὺ ἔχουν ξεμακρύνει.

Καὶ μόνο ἡ φωνὴ τοῦ ἀρχηγοῦ, ποὺ ἀκούει ἡ φρουρὰ τοῦ βοεβόδα μέσα στὴ νύχτα νὰ τοὺς καλεῖ, νὰ παραδοθεῖ, φτάνει γιὰ νὰ τοὺς κάνει ν' ἀνοίξουν διάπλατα τὶς πόρτες.

Ἡ πόλη ὅλη βρίσκεται ξεκαθαρισμένη ἀπ' τοὺς Τούρκους κι εἶναι στὰ χέρια τῶν Ἑλλήνων.

Ἀπομένουν τὸ κάστρο κι ὁ πύργος τοῦ Ρολογιοῦ, ποὺ βρίσκεται σ' ἕνα λόφο. Μὲ ἐπιθέσεις καὶ πονηριὲς πέφτουν τὴν ἄλλη μέρα κι αὐτὰ τὰ δυὸ ὀχυρά.



Η Σημαία του Αθανασίου Διάκου

Η Σημαία του Αθανασίου Διάκου

Πρωταπριλιά, ὅλη πιὰ ἡ πολιτεία εἶναι στὰ ἐπαναστατικὰ χέρια. Ὅταν ὁ ἥλιος ξεπρόβαλλε, οἱ ἀχτίδες του χρύσωναν τὴν ἑλληνικὴ σημαία, ποὺ κυμάτιζε πάνω στὸ πύργο τοῦ Ρολογιοῦ. Κι ἦταν ἡ σημαία τοῦ ἀρχηγοῦ καμωμένη ἀπὸ ἄσπρο πανί, μὲ ζωγραφισμένο πάνω τὸν Ἄι Γιώργη. Κι ἀπὸ κάτω μὲ κεφαλαῖα γράμματα «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Ἤ ΘΑΝΑΤΟΣ».

Ὅλη ἡ Λειβαδιὰ παρουσίαζε ὄψη γιορταστική. Τὰ σήμαντρα κι οἱ καμπάνες σήμαιναν χαρμόσυνα. Χωρὶς νὰ νοιώθουν τὴν παραμικρὴ κούραση ἀπ' τὴν ταλαιπωρία τῆς νύχτας καὶ τὴν ἀγρύπνια, συγκεντρώθηκαν τὴν αὐγὴ στὰ Σταροπάζαρο νὰ ζητωκραυγάσουν τὸν ἀρχηγὸ τους καὶ νὰ γιορτάσουν τὴ νίκη τους. Οἱ συναγμένοι ἀξίωσαν ἀπ' τὸν ἀρχηγό τους νὰ μιλήσει. Κι αὐτὸς δὲν ἀρνήθηκε. Ἀνέβηκε σ' ἕνα πεζούλι καὶ μὲ τὴ βροντερή του φωνὴ ἄρχισε:

- Ἀδέρφια, ἦταν Θεοῦ θέλημα νὰ ξεσκλαβωθεῖ ὁ τόπος μας. Μὰ τὸ δικό μας ἔργο δὲ σταματάει ἐδῶ. Τώρα ἀρχίζει ὁ ἀγῶνας μας. Καὶ δὲ θὰ εἶναι εὔκολος ὅπως ἴσως νομίζουν μερικοί. Κι ὅλο αὐτὸ τὸν καιρό, δυὸ λέξεις μονάχα, δυὸ καὶ μόνες λέξεις πρέπει νὰ κλείσουμε βαθειὰ στὰ φυλλοκάρδια μας. Οἱ δυὸ λέξεις αὐτὲς εἶναι: «Λευτεριὰ ἤ Θάνατος.»

- Λευτεριὰ ἤ θάνατος! Λευτεριὰ ἤ θάνατος, ξέσπασαν σὲ φωνὲς, ὅλοι οἱ συναγμένοι.

Κι ἀφοῦ κράτησε αὐτὸ γιὰ κάμποσο, ὁ ἀρχηγὸς ξακολούθησε:

- Ἀπὸ τώρα ὡς τὴ στιγμὴ ποὺ θ' ἀξιωθοῦμε νὰ δοῦμε λεύτερο τὸ Γένος μας, αὐτὲς τὶς δυὸ λέξεις γκόλφι μας θὰ ἔχουμε. Στὰ ντουφέκια μας, στὰ γιαταγάνια μας, καὶ σ' αὐτὲς ἀκόμα τὶς σημαῖες μας, παντοῦ, μὲ μεγάλα γράμματα ἄς χαράξουμε: «Λευτεριὰ ἤ θάνατος.»

Καὶ πάλι τὸ πλῆθος ξέσπασε μυριόστομο:

- Λευτεριὰ ἤ θάνατος!

- Τὸ νοῦ σας ὅμως, συνέχισε ὁ Διάκος. Αὐτὲς οἱ δυὸ λέξεις πᾶνε ἀγκαλιασμένες. Πολλὲς φορὲς ἡ λευτεριὰ σ' αὐτοὺς ποὺ τὴν ποθοῦνε, ποὺ τὴν ἀποζητᾶνε φέρνει τὸ θάνατο. Γι' αὐτὸ νὰ ἔχετε κατὰ νοῦ, πὼς χωρὶς θύματα, τῆς λευτεριᾶς τὸ δέντρο δὲ ρίχνει ρίζες, δὲ στεριώνει... Τῆς Πασχαλιᾶς τοῦ Γένους μας τ' αὐγά, θὰ τὰ βάψουμε μὲ τὸ αἷμα μας... Στερνά, πολλοὶ θὰ λείψουν, πολλοὶ θὰ χαθοῦν καὶ δὲ θὰ σώσουν τὴν ὀμορφιὰ τῆς λευτεριᾶς γιὰ νὰ χαροῦν... Σ' αὐτοὺς τὸ Γένος μας γιὰ πάντα θὰ τὸ χρωστάει ποὺ τοῦ χάρισαν τὴν ἀνάσταση, καὶ γιὰ ἥρωες θὰ τοὺς μνημονεύει... Καὶ τώρα ἄς πᾶμε στὴν Ἁγιὰ Παρασκευή, ποὺ μᾶς προσμένουν οἱ δεσποτάδες, νὰ εὐχαριστήσουμε τὸ Θεὸ γιὰ τὸ μεγάλο καλὸ ποὺ μᾶς ἔστειλε, τὴ λευτεριά μας.»

Ντουφεκιές, ζητωκραυγὲς καὶ ξεφωνητὰ χαρᾶς, σκέπασαν τὸ τέλος τοῦ λόγου.

Μερικὰ παλληκάρια ζύγωσαν τὸν ἀρχηγό, καὶ ἕνα ἀπ' αὐτὰ τοῦ πρόσφερε ἕνα γιαταγάνι ὁλόχρυσο μὲ διαμαντόπετρες στὴ λαβή.

- Ἀρχηγέ, εἶναι ἀπ' τὰ λάφυρα ποὺ συνάξαμε, τὸ πιὸ ὄμορφο, εἶπε, καὶ τὸ φέρνουμε σὲ σένα.

Κι ἄλλο συμπλήρωσε:

- Εἶναι τοῦ Καρὰ Ἰσμαὴλ ἀγᾶ τὸ γιαταγάνι, ἀρχηγέ, ποὺ τώρα στὴν ἀφεντιά σου ταιριάζει.

Ὁ Διάκος κύτταξε μὲ καλωσύνη τὰ παλληκάρια του καὶ χωρὶς νὰ ἁπλώσει νὰ πάρει τὸ δῶρο, τοὺς λέει:

- Σπολλάτη σας, παλληκάρια μου, γιὰ τὸ φίλεμά σας. Μὰ τὸ γιαταγάνι αὐτό, ὅπως κι ὅλα τὰ ἄλλα λάφυρα ποὺ συνάξαμε, δὲν εἶναι οὔτε δικά σας, οὔτε δικά μου. Εἶναι τοῦ Γένους τώρα πιά. Κανείς μας δὲν ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ ἁπλώσει νὰ πάρει καὶ τὸ πιὸ μικρό. Θὰ τὰ καταγράψουν οἱ ἄρχοντες κι αὐτοὶ θὰ ὁρίσουν τὸ τί θὰ γίνουν. Ἄν ξεσηκωθήκαμε, δὲν τὸ κάναμε γιὰ νὰ ἁρπάξουμε λάφυρα καὶ βιός... Μὰ μονάχα, ἕνα ἀποζητᾶμε... Τὸ πιὸ ἀκριβὸ ἀπ' ὅλα. Τὴ λευτεριά μας.

Χαμήλωσαν τὸ κεφάλι τὰ παλληκάρια καὶ χωρὶς νὰ ποῦν λόγο γύρισαν κι ἄφησαν τὸ γιαταγάνι ἀπὸ κεῖ ποὺ τὸ πῆραν, μαζὶ μὲ τ' ἄλλα ἄρματα.

Ὅλοι τους ξεκίνησαν γιὰ τὴν ἐκκλησιὰ τῆς Ἁγιὰ Παρασκευῆς, τραγουδώντας τὸ στίχο τοῦ Φερραίου:

«Καλλίτερα μιᾶς ὥρας ἐλεύθερη ζωὴ
παρὰ σαράντα χρόνια σκλαβιὰ καὶ φυλακή.»

Ὁλόμπροστα ἡ σημαία ποὺ τὴν κατεβάσανε ἀπ' τὸν πύργο τοῦ Ρολογιοῦ, τὰ λάβαρα τῶν ἐκκλησιῶν καὶ τὰ ἑξαπτέρυγα. Ἐκεῖ μπροστὰ πήγαινε κι ἕνας καλόγερος ἀρματωμένος ποὺ κρατοῦσε μιὰ μικρὴ εἰκόνα. Ἦταν ὁ Ἱερόθεος κι ἡ εἰκόνα τοῦ Βαγγελισμοῦ, αὐτὴ ποὺ εἶχε κρύψει στὴν σπηλιά.

Ἀπὸ κοντὰ καβάλλα στὸ ἄλογό του ὁ ἀρχηγός, γιατὶ τὸ λαβωμένο πόδι τὸν ἐμπόδιζε νὰ περπατήσει λεύτερα. Σὲ κάποια στιγμὴ ζύγωσε τὸν καλόγερο καὶ σκύβοντας ἀπ' τὸ ἄλογο, τοῦ λέει κρυφὰ νὰ μὴν ἀκουστεῖ ἀπ' τοὺς ἄλλους:

- Γερόθεε, πρώτη σου δουλειὰ ἦταν νὰ πάρεις τὴν εἰκόνα.

Ὁ καλόγερος γύρισε τὸν κύτταξε στὰ μάτια πονηρὰ καὶ τοῦ ἀποκρίνεται:

- Ναί, Θανάση, ὁ σκοπός της τελείωσε... Τώρα θὰ τὴ στείλω πίσω ἀπὸ κεῖ ποὺ τὴν πῆρα δανεική... Καὶ σὺ μὴν ξεχάσεις τὸ ἀργυρὸ καντῆλι ποὺ ἔταξες στὸν Ἅγιο...



 Μουσείο Μπενάκη, Προσωπογραφία Αθανάσιου Διάκου, του καλλιτέχνη Κοζή Δεσύλλα.

Μουσείο Μπενάκη, Προσωπογραφία Αθανάσιου Διάκου, του καλλιτέχνη Κοζή Δεσύλλα.

Στὴν Ἁγιὰ Παρασκευή, πιὸ μεγάλη ἐκκλησιὰ τότε τῆς Γκιαούρ Λειβαδιᾶς περίμεναν τὸν ἀρχηγὸ οἱ ἄρχοντες κι οἱ δεσποτάδες, Διονύσιοςμ Νεόφυτος κι Ἠσαΐας, ποὺ εἶχε φτάσει ἀπ' τὰ Σάλωνα. Ἐκεῖ βρίσκονταν κι ὅλα τὰ γυναικόπαιδα.

Σὰν φτάσανε ὅλοι, οἱ τρεῖς μαζὶ ἱεράρχες κάνανε δοξολογία κι εὐχαρίστησαν τὸ Θεὸ ποὺ τοὺς βοήθησε. Ὕστερα ἀνακήρυξαν ἐπίσημο ἀρχηγὸ τῶν ὅπλων -τοῦ δώσανε τὸ ὄνομα «κολονέλο»- τὸ Θανάση Διάκο. Κι ὁ δεσπότης Νεόφυτος, ὁ γεροντότερος, ζώνοντας στὸν ἀρχηγὸ τὸ σπαθί του, εἶπε:

- Ἀρχηγέ, κόπτε δι' αὐτῆς ὅσον τὸ δυνατὸν περισσοτέρας κεφαλὰς ἀπίστων. Ἀφόβως λειτούργει κι ἔσο εὐλογημένος.

Κι ὅλοι οἱ συγκεντρωμένοι μ' ἕνα στόμα ξεφώνισαν:

- Ἄξιος! Ἄξιος!

Ἔτσι τελείωσαν τὰ ἐπινίκια...

Ὁ ἀρχηγὸς μὲ τοὺς ἄρχοντες θὰ πήγαιναν στὸ σπίτι τοῦ Φίλωνα, ποὺ ἐκεῖ εἶχαν συγκεντρώσει μερικοὺς αἰχμάλωτους, ἀπ' τοὺς πιὸ ἐπίσημους Τούρκους.

Ὁ Μπισμπιρῖγκος ἔφερε τὸ ἄλογο στὸν ἀφεντικό του νὰ καβαλλήσει. Ὁ Θανάσης ξαφνιάστηκε ὅταν τὸν ἀντίκρυσε. Δυὸ μέρες τώρα τὸν εἶχε χάσει μέσα στὴν ἀναταραχή. Τὸν κύτταζε σαστισμένος καὶ δὲν πίστευε στὰ μάτια του. Δὲν εἶναι δυνατόν!... Ὁ ὑπηρέτης του βρισκόταν μπροστά του ἀρματωμένος, πιὸ ὄμορφα κι ἀπ' τὸ καλύτερο παλληκάρι. Φλωροκαπνισμέντα ἄρματα τούρκικα. Ἀκόμα κι ἓνα ἀργυροντυμένο καριοφύλλι.

- Ὀρέ, Μπισμπιρῖγκο, σὲ εἶσαι ἤ κάνουν λάθος τὰ μάτια μου...

- Λόγου μου, καπετάνιε μου, ὁλάκερος δὲ μὲ γνωρίζεις, ἀπάντησε αὐτὸς κι ὅλο τέντωνε τὸ κορμί του καμαρώνοντας.

- Κι αὐτὰ ποὺ φορτώθηκες, ποῦ τὰ βρῆκες;

- Σκότωσα ἕναν ἄπιστο καὶ τὸν ξαρμάτωσα.

Ὁ Θανάσης δὲν πίστεψε στὰ λόγια του.

- Ὀρέ, Μπισμπιρῖγκο, μήπως τὸν σκοτώσανε οἱ ἄλλοι καὶ σὺ τὸν ξαρμάτωσες;

- Ὄχι, καπετάνιε μου, μὲ τὰ χέρια μου τὸν ξέκανα... Μ' ἕνα σκουριασμένο γιαταγάνι ποὺ εἶχα βρεῖ στὸ ἀχοῦρι.

- Ἀλήθεια λέει ὁ Μπισμπιρῖγκος, μίλησε κάποιο παλληκάρι. Μὲ τὰ μάτια μας τὸν εἴδαμε τὸν ἀράπη τὸ Φρέση καὶ νὰ τὸν πετσοκόβει.

- Τὸ Φρέση, δυὸ μέτρα ἄνθρωπο τὸν ξέκανες σὺ ὀρὲ Μπισμπιρῖγκο! εἶπε μ' ἔκπληξη ὁ ἀφεντικός του... Τότε χαλάλι σου τὰ ἄρματά του νὰ τὰ κρατᾶς. Σοῦ ταιριάζουν νὰ τὰ σέρνεις πάνω σου...

Καὶ κεντώντας τὸ ἄλογό του ἔφυγε νὰ συναντήσει τοὺς ἄλλους ποὺ εἶχαν προχωρήσει.



Στὸ ἀρχοντικὸ τοῦ Φίλωνα οἱ αἰχμάλωτοι Τοῦρκοι ἔγιναν καλόδεχτοι. Τοὺς πρόσφεραν καφὲ καὶ τσιμποῦκι. Μὰ αὐτοὶ συλλογισμένοι κι ἀνήσυχοι πρόσμεναν τὸν ἀρχηγὸ νὰ ἀποφασίσει γιὰ τὴν τύχη τους.

Ἔφτασε ὁ Διάκος μὲ τοὺς ἄρχοντες καὶ μὲ τὸν Μποῦσγο μαζί, ποὺ κούτσαινε καὶ μπῆκε στὸ μεγάλο δωμάτιο, ποὺ τὸν περίμεναν οἱ Τοῦρκοι. Σὰν τὸν εἴδανε σηκώθηκαν μὲ μιᾶς τρομαγμένοι. Τὸν χαιρέτησαν σκύβοντας τὸ κεφάλι καὶ τσακίζοντας τὸ κορμί τους στὰ δυό.

- Σηκῶστε τὸ κορμί σας καὶ ψηλὰ τὰ κεφάλια σας, τοὺς λέει ὁ Θανάσης. Μεῖς δὲν πολεμᾶμε γιὰ νὰ κάνουμε δούλους, μὰ γιὰ νὰ πάρουμε πίσω τὴ χώρα μας, ποὺ μᾶς καταπατούσατε.

Δειλά, δειλὰ οἱ Τοῦρκοι ξεδίπλωναν τὸ κορμί τους κι ἀνασήκωσαν τὰ κεφάλια τους. Τὰ μάτια τους ὅμως ἀπόφυγαν νὰ κυττάξουν τοὺς Ἕλληνες κι ὅλο χαμηλοβλέπανε. Ὁ βοεβόδας μὲ τρεμάμενη φωνὴ σιγοψιθύρισε:

- Ράι**, Διάκο καπετάν.

Κι ὅλοι οἱ ἄλλοι μαζὶ ἐπαναλάβανε:

- Ράι, ράι!...

Μόνο ποὺ ὁ Κατῆς συμπλήρωσε:

- Ἔτσι ἦταν γραφτὸ ἀπ' τὸν Ἀλλάχ...

Δὲν πρόκανε ὅμως νὰ τελειώσει καὶ μιὰ παράξενη κωμικὴ φωνὴ ἀκούστηκε:

- Χάθηκε νὰ ἦταν κι ὁ Ἀλλάχ μέσα στὸ κάστρο, θὰ τὸν εἴχατε κι αὐτὸν τώρα μαζί σας...

Γέλασαν ὅλοι τους ἀπ' τὰ πιὸ πάνω λόγια. Ὁ Διάκος, ποὺ γνώρισε τὴ φωνή, γύρισε κατὰ τὸ μέρος ποὺ ἀκούστηκε. Δὲ γελάστηκε. Ἦταν ὁ Μπισμπιρῖγκος ποὺ μίλησε. Τὸν κύτταξε αὐστηρὰ καὶ τοῦ ἔκανε νόημα νὰ βγεῖ ἔξω. Ὑπάκουσε καὶ ντροπιασμένος ἀποτραβήχτηκε, φτιάχνοντας τὰ πλούσια ἄρματά του.

- Θυμάσαι, Χασάν, εἶπε ὁ ἀρχηγός, ποὺ ἔλεγες πρὶν λίγες μέρες, πὼς τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ κουνήσει τὴ φτερωτὴ τῶν Μουσουλμάνων; Νά τώρα, Χασάν, οἱ Γραικοὶ τὴν παρακούνησαν. Τὴν ἀπάνω κάτω φέρανε. Κι ἔτσι τώρα θὰ ἀφεντέψουμε πιά.

- Ποῦ μᾶς τὴν ἁρπάξατε κάποτε, συμπλήρωσε ὁ Λογοθέτης.

- Ἄν εἴχαμε μυαλὸ καὶ δὲν κάναμε σφάλματα, ἀκόμα θὰ τὸν ἀφεντεύαμε.

- Δὲν ἀποστάσατε, ἄπιστοι τόσα χρόνια!

Ἀκούστηκε μ' ἄγρια φωνὴ νὰ λέει ὁ Μποῦσγος κι ἅπλωσε τὸ χέρι του στὸ γιαταγάνι. Οἱ Τοῦρκοι φοβισμένοι κάνανε πρὸς τὰ πίσω. Μὲ μιὰ ἄγρια ματιὰ ποὺ ἔρριξε ὁ Διάκος στὸν Μποῦσγο, τὸν ἔκαμε νὰ ξαναβρεῖ τὴν αὐτοκυριαρχία του. Ἔτσι πῆγε καὶ στὴ θέση ἡ καρδιὰ τῶν Τούρκων, ποὺ γιὰ μιὰ στιγμὴ παραμέρισε.

- Τὸ Κισμέτ,*** τὸ Κισμέτ ἦταν, εἶπε ὁ βοεβόδας.

- Ἄς τὰ ἀφήσουμε αὐτά, μίλησε πάλι ὁ Θανάσης. Ὅσοι εἴσαστε στὰ χέρια μας δὲν ἔχετε τίποτα νὰ φοβηθῆτε. Τὰ χαρέμια σας βρίσκονται σὲ σιγουριά, στὸ ἀρχοντικὸ τοῦ Λογοθέτη. Καὶ σεῖς τώρα θὰ πᾶτε στὰ ἀρχοντικὸ τοῦ Νάκου. Σὲ λίγο καιρὸ θὰ ξαναπᾶτε ἀπὸ κεῖ ποὺ κουβαληθήκατε...

- Στὴν Κόκκινη Μηλιά, εἶπε ὁ Μποῦσγος εἰρωνικά.

Ὁ ἀρχηγὸς μίλησε παράμερα μὲ τοὺς ἄρχοντες, κι ὕστερα πρόσταξε ἕνα ἀπ' τὰ παλληκάρια του, μαζὶ μ' ἄλλα νὰ συνοδεύσει τοὺς αἰχμαλώτους.

- Τὸ νοῦ σου, εἶσαι ὑπόλογος μὲ τὸ κεφάλι σου γιὰ τὴ ζωή τους, εἶπε στὸ παλληκάρι:

Καὶ στοὺς Τούρκους:

- Μπορεῖτε νὰ πηγαίνετε.

Μὲ σκυφτὸ τὸ κεφάλι καὶ φοβισμένοι οἱ Τοῦρκοι χαιρέτησαν καὶ προχώρησαν ἕνας-ἕνας. Ὁ Κατῆς ἔμεινε τελευταῖος καὶ γυρίζοντας πρὸς τὸν ἀρχηγό, τοῦ λέει παρακλητικά:

- Τζάνουμ Διάκο καπετάν, τὰ κεφάλια μας ἀπ' τὸν Ἀλλὰχ καὶ στὰ χέρια σου!...

Καὶ βγῆκε ἔξω, ἐνῶ ὁ Θανάσης χαμογελώντας, κούνησε περιφρονητικὰ τὸ κεφάλι του.

Ἀπὸ κοντὰ ἔφυγε κι αὐτὸς γιὰ τὸ σπίτι του. Ἡ ψυχικὴ κι ἡ σωματικὴ κούραση τὸν εἶχε ἀποκάνει. Ἤθελε κι αὐτὸς λίγο νὰ πλαγιάσει. Κι ἦταν ἡ πρώτη φορὰ ποὺ θὰ κοιμόταν τὸν ὕπνο τοῦ ἐλεύθερου Ἕλληνα...



--------------
* Ἀστυνόμος.
** Χάρη.
*** Τὸ τυχερό.



Πηγή: Ο ΗΡΩΑΣ ΤΗΣ ΑΛΑΜΑΝΑΣ, ΤΑΚΗ ΛΑΠΠΑ, ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΙΚΗ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΣΗ ΔΙΑΚΟΥ

Περισσότερα βιβλία τοῦ Τάκη Λάππα μπορεῖτε νὰ βρεῖτε ἐδῶ κι ἐδῶ.

Φωτογραφίες:
Βοιωτία: 1821. Η κήρυξη της επανάστασης και η απελευθέρωση της Λιβαδειάς
Ιχνηλάτης της Ιστορίας: Αθανάσιος Διάκος
ΙΔΡΥΜΑ ΙΩΑΝΝΟΥ Φ. ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ
ΤΥΜΒΩΡΥΧΟΣ: ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΔΙΑΚΟΣ, Ο Πρώτος Μάρτυρας του Αγώνα

Ἑλληνων Φῶς

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *