Ἀνθολόγηση ρήσεων γιὰ τὴν πίστη («Σύναξη», 1982)

Γύζης Νικόλαος-Ο Αρχάγγελος, σπουδή για τη Θεμελίωση της Πίστεως, 1895

Γύζης Νικόλαος-Ο Αρχάγγελος, σπουδή για τη Θεμελίωση της Πίστεως, 1895

Α' Η ΛΗΣΜΟΝΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ


1. ...Πόσους ἀνθρώπους δὲν γνωρίζουμε ποὺ ζοῦν ἔξω ἀπὸ κάθε θρησκευτικὴ ἐνασχόληση, ποὺ δὲν θέτουν στὸν ἑαυτό τους τὰ προβλήματα τοῦ νοήματος τῆς ζωῆς καὶ τοῦ κενοῦ, καὶ ποὺ δὲν ἐργάζονται παρὰ γιὰ μία ἐπίγεια εὐτυχία; Ὑπάρχει ἕνας ὑλισμός, ποὺ ἂν καὶ δὲν ἔχει τίποτε τὸ θεωρητικό, σὰν τὸ μαρξιστικὸ ὑλισμό, δὲν εἶναι λιγότερο πραγματικός. Μιὰ ἀνθρωπότητα ποὺ ἀσχολεῖται μόνο στὸ νὰ κερδίζει χρήματα, νά ’χει αὐτοκίνητα, ἠλεκτρικὰ ψυγεῖα... εἶναι μιὰ ἀνθρωπότητα γιὰ τὴν ὁποία ὁ Θεὸς δὲν ἔχει πιὰ ἔννοια. Δὲν μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ἕνα μεγάλο μέρος τῆς δικῆς μας ἀνθρωπότητας εἶναι ἀκριβῶς τέτοιου εἴδους; Δὲν μποροῦμε ἀκόμη νὰ ὑποστηρίξουμε ὅτι μεταξὺ αὐτῶν ποὺ εἶναι βαφτισμένοι, στὰ κράτη ὅπου οἱ στατιστικὲς σημειώνουν ἕνα μεγάλο ἀριθμὸ χριστιανῶν, δὲν ὑπάρχουν πολλοὶ ποὺ ζοῦν σὰν ὁ Χριστὸς νὰ μὴν εἶχε ἔρθει ποτὲ στὴ γῆ; σὰν νὰ μὴν εἶχε ἀντηχήσει ποτὲ ἡ φωνή του στοὺς λόφους τῆς Γαλιλαίας; σὰν νὰ μὴν εἶχε διακηρύξει ἕνα μήνυμα Ἀγάπης καὶ Δικαιοσύνης; σὰν νὰ μὴν πέθανε στὸ Σταυρό;

(DANIEL ROPS)



2. Ἀφοῦ δὲν ἐμφανίστηκε ὁ Νέος Ἀδὰμ στὴ χριστιανικὴ ἱστορία, ἡ ὁποία χρεωκόπησε στὸ πῦρ τοῦ Ἄουσβιτς, τὸν προετοιμάζουν ὡς Νέο Ἄνθρωπο τὰ ὁλοκληρωτικὰ ἐργαστήρια τῆς Ἀνατολῆς καὶ τῆς Δύσεως. Ὅσοι δὲν χωρᾶνε στὰ καλούπια τοῦ ἐργαστηρίου στέλνονται σὲ ἰσχυρότερες πρέσσες, στὰ στρατόπεδα συγκεντρώσεως καὶ στὰ ψυχιατρεῖα. Χαίρεται ὁ ἄνθρωπος γιὰ τὸν θάνατο τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὴν ἀποκοπή του ἀπὸ τὴν ὑψηλὴ πνευματικὴ χειραγωγία. Θὰ νοιώσει τὸ ἄγος τῆς θεοκτονίας, ὅταν ἀντιληφθεῖ, πὼς ὅλη ἡ γῆ ἔγινε ἕνα στρατόπεδο συγκεντρώσεως καὶ ἕνα ψυχιατρεῖο.

(ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΑΛΕΒΙΤΣΗΣ)





Β΄ ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΠΙΣΤΗ


3. Μὴ γὰρ ἡμεῖς λέγομεν, ὅτι πᾶς ὁ πιστεύων, ἐκεῖνος πίστιν ἔχει καὶ πιστὸς ἀναγορεύεται; Οὐχ ὁ πιστεύων τῷ τυχόντι πιστός, ἀλλ' ὁ Θεῷ πιστεύων ἀληθινῶς.

(ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ)



4. Ὁ Θεὸς ἐκτοξεύει τὸ βέλος καὶ ἡ πίστη εἰσάγει στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου μαζὶ μὲ τὸ βέλος καὶ τὸν τοξότη ποὺ τὸ ἐξαπέστειλε.

(ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΥΣΣΗΣ)



5. Ἡ χριστιανικὴ πίστις δὲν εἶναι μία ἁπλὴ ψυχολογικὴ στάσις, μία ἁπλὴ ὑποκειμενικὴ πιστότης. Εἶναι μία ὀντολογικὴ σχέσις μεταξὺ ἀνθρώπου καὶ Θεοῦ, μία σχέσις οὐσιαστικῶς ἀντικειμενική, διὰ τὴν ὁποίαν χρειάζεται προετοιμασία (ἡ προετοιμασία τοῦ κατηχουμένου) καὶ ἡ ὁποία ἐγκαινιάζεται ἐν ἡμῖν διὰ τῶν μυστηρίων τοῦ Βαπτίσματος καὶ τοῦ Χρίσματος· ἕνα δῶρον τὸ ὁποῖον ἀποκαθιστᾶ καὶ ζωοποιεῖ τὴν φύσιν τοῦ ἀνθρώπου ἕως τὰ βάθη της.

(ΒΛΑΝΤΙΜΗΡ ΛΟΣΚΥ)



6. Τὸ τῆς πίστεως ὄνομα... διχῇ διαιρεῖται. Ἔστι μὲν γὰρ ἕνα εἶδος τῆς πίστεως, τὸ δογματικόν, συγκατάθεσιν τῆς ψυχῆς ἔχον... καὶ ὠφελεῖ τὴν ψυχήν... Δεύτερον δὲ ἔστιν εἶδος πίστεως τὸ παρὰ τοῦ Χριστοῦ δωρούμενον... Αὕτη τοίνυν, ἡ κατὰ χάριν δωρουμένη πίστις ἐκ τοῦ Πνεύματος, οὐ δογματικὴ μόνον ἐστίν, ἀλλὰ καὶ ὑπὲρ ἄνθρωπον ἐνεργητική. Ὃς γὰρ ἂν ἔχῃ τὴν πίστιν ταύτην ἐρεῖ τῷ ὄρει τούτῳ μετάβα ἐντεῦθεν καὶ μεταβήσεται... Ἔχε τοίνυν τὴν παρὰ σεαυτοῦ πίστιν, ἵνα λάβῃς καὶ παρ' Ἐκείνου τὴν τῶν ὑπὲρ ἄνθρωπον ἐνεργητικήν.

(ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ)





Γ' Η ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ


7. Πόσο ὄμορφα νοιώθω ζώντας μαζί Σου Κύριε! Πόσο ἄνετα νοιώθω νὰ πιστεύω σὲ Σένα! Ὅταν τὸ πνεῦμα μου λυγίζει καὶ παύει νὰ καταλαβαίνει, ὅταν οἱ ἐξυπνότεροι ἄνθρωποι δὲν βλέπουν πέρα ἀπὸ τὸ τέλος τῆς ἡμέρας καὶ ἀγνοοῦν τὸ τί θὰ κάνουν τὴν ἑπομένη, Σὺ μοῦ στέλνεις τὴν ξάστερη σιγουριὰ τῆς ὕπαρξής Σου καὶ τῶν φροντίδων ποὺ παίρνεις γιὰ νὰ μὴν κλείσουν ὅλες οἱ πόρτες τοῦ καλοῦ. Φτάνοντας στὴν κορυφὴ τῆς ἐπίγειας δόξας στρέφομαι καὶ ἀντικρύζω μὲ ἔκπληξη τὸ δρόμο ποὺ διάνυσα καὶ ποὺ ποτὲ ὁλομόναχος δὲ θά 'χα ἀνακαλύψει, ἕνα δρόμο ἐκπληκτικό, ποὺ μέσα ἀπὸ τὴν ἀπελπισία μ' ὁδήγησε στὸν τόπο ἐκεῖνο, ἀπ' ὅπου μπόρεσα νὰ ξαναστείλω στὴν ἀνθρωπότητα τὴν ἀνταύγεια τῶν ἀκτίνων Σου. Καὶ θὰ ἐξακολουθήσεις νὰ μ' ἀφήνεις νὰ τὶς ἀντικαθρεφτίζω ὅσο τοῦτο εἶναι ἀπαραίτητο. Κι ἂν δὲν ἔχω πιὰ τὸν καιρό, τοῦτο θὰ σημαίνει, ὅτι θ' ἀναθέσεις σ' ἄλλους νὰ τὸ κάμουν.

(ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΣΟΛΖΕΝΙΤΣΥΝ)



8. Οἱ οὖν λόγους πνευματικοὺς λαλοῦντες ἄνευ τῆς γεύσεως, τοιούτῳ τινὶ ἐοίκασιν, ἵνα ὥσπερ τις, ἐπιβαλόντος καύσωνος, διοδεύηται πεδίω ἐρήμῳ, καὶ ὢν ἔκδιψος διαγράφῃ πηγὴν ρέουσαν ὕδωρ, σκιαγραφῶν ἑαυτὸν πίνοντα, ὁπότε τὰ χείλη αὐτοῦ κατεξήρανται καὶ ἡ γλῶσσα ἐκ τῆς καταλαβούσης δίψης· ἢ ἵνα τις λαλήσῃ περὶ μέλιτος, ὅτι γλυκύ ἐστι, μὴ γευσάμενος δὲ οὐκ οἶδε τὴν δύναμιν τῆς γλυκύτητος· οὕτω καὶ οἱ λαλοῦντες λόγον περὶ τελειότητος καὶ ἀγαλλιασμοῦ, ἤτοι ἀπαθείας, μὴ ἔχοντες ἐνέργειαν καὶ πληροφορίαν, τὰ πράγματα οὐχ ὡς λαλούσιν οὕτως εἰσὶν ἅπαντα... Ὁ γὰρ χριστιανισμὸς βρῶσις ἐστὶ καὶ πόσις καὶ ὅσον τις ἐσθίει ἀπ' αὐτοῦ, ἐκ τῆς ἡδύτητος, ἐπὶ πλεῖον ἐρεθίζεται ὁ νοῦς ἀκατάσχετος καὶ ἀκόρεστος ὑπάρχων καὶ ἀπλήστως ἐπιζητῶν καὶ ἐσθίων.

(ΜΑΚΑΡΙΟΣ Ο ΑΙΓΥΠΤΙΟΣ)



9. Πάντα τὰ θεῖα καὶ ὅσα ἡμῖν ἐκπέφανται ταῖς μετοχαῖς μόναις γινώσκεται.

(ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ)



10. Έλθέ, ὁ ἀόρατος καὶ ἀναφὴς καὶ πάντῃ ἀψηλάφητος...
ἐλθέ, τὸ περιπόθητον ὄνομα καὶ θρυλούμενον...
ἐλθέ, ὁ γενόμενος πόθος αὐτὸς ἐν ἐμοὶ
καὶ ποθεῖν σε ποιήσας με, τὸν ἀπρόσιτον παντελῶς.

(ΣΥΜΕΩΝ Ο ΝΕΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ)





Δ' ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΕΩΣ


11. Γνῶσις τοῦ Θεοῦ σημαίνει τὴν διάβασιν τοῦ δημιουργημένου πρὸς τὸ ἀδημιούργητον, τὴν ἀπόκτησιν ἐκείνου, τὸ ὁποῖον δὲν εἶχεν ἐκ τῆς φύσεώς του τὸ ὑποκείμενον.

(ΒΛΑΝΤΙΜΗΡ ΛΟΣΚΥ)



12. Οὐκ αὐτάρκης ἡ ἀνθρωπίνη φύσις ζητῆσαι καὶ εὐρεῖν τὸν Θεὸν καθαρῶς μὴ βοηθηθεῖσα ὑπὸ τοῦ ζητουμένου.

(ΩΡΙΓΕΝΗΣ)



13. Ἡ πίστις σταυρώνει ἀλλὰ καὶ ἀνιστᾶ τὸν νοῦν μας, νεκρώνει ἀλλὰ καὶ ζωοποιεῖ τὴν διάνοιάν μας, τὴν κάμνει νὰ ἀνθῇ καὶ νὰ καρποφορῇ χάρις εἰς τὴν ἐντελῶς νέαν ὀντολογικὴν σχέσιν τὴν ὁποίαν ἐγκαινιάζει μεταξὺ ἡμῶν καὶ τοῦ Θεοῦ, μίαν σχέσιν ἡ ὁποία ἀποτελεῖ ἀποκλειστικῶς θησαυρὸν τῶν βεβαπτισμένων καὶ κοινωνούντων χριστιανῶν καὶ ἡ ὁποία εἶναι δι’ ἠμᾶς καὶ μέσα εἰς ἠμᾶς τὸ μόνον κριτήριον τῆς ἀληθείας.

(ΒΛΑΝΤΙΜΗΡ ΛΟΣΚΥ)



14. Εἰς ἕνα ἀνέκφραστον βάθος τοῦ πνεύματος, ὅπου τὸ ὅριον μεταξὺ ἐμοῦ καὶ τοῦ πνευματικοῦ κόσμου ἐξαφανίζεται, δημιουργεῖται ἕνα γεγονός, τὸ ὁποῖον σείει ὅλον τὸ εἶναι μου καὶ μεταμορφώνει τὴν συνείδησίν μου.

(ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΜΠΕΡΝΤΙΑΓΙΕΦ)



15. Οὐδεὶς ἂν ἦν εἰδωλολάτρης, εἰ ἡμεῖς ἦμεν χριστιανοί.

(ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ)





Ε' Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ


16. Ὁ Θεὸς δὲν μᾶς ὑποχρεώνει, δὲν μᾶς ἐξαναγκάζει νὰ τὸν ἀναγνωρίσουμε, προσανατολίζεται πρὸς τὴν ἐλευθερία τοῦ πνεύματος καὶ ἀποκαλύπτεται μέσα στὴν ἐλεύθερη ζωὴ τοῦ πνεύματος. Πάνω σ' αὐτὴ τὴν ἐλευθερία τῆς ἐκλογῆς, τὴν ἐλευθερία τοῦ πνεύματος, ἑδρεύει ἡ ἡρωικὴ ἐνέργεια τῆς πίστεως, ἡ ὁποία προϋποθέτει τὸ μυστήριο καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξῃ χωρὶς αὐτό. Ἡ γνώση τῆς ὁρατῆς πραγματικότητος εἶναι ἀσφαλισμένη ἀπὸ κάθε κίνδυνο, εἶναι ἐγγυημένη μὲ τὴ δύναμη τοῦ ἐξαναγκασμοῦ. Ἡ πίστη στὴ μυστηριώδη πραγματικότητα περιέχει κίνδυνο· πρέπει νὰ δεχθῇ κανεὶς νὰ ριφθῇ εἰς τὴν μυστηριώδη ἄβυσσον.

(ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΜΠΕΡΝΤΙΑΓΙΕΦ)



17. Ἂν ὁ Θεὸς ἤθελε νὰ μᾶς κερδίσει μὲ θαύματα, δὲν θὰ σταματοῦσε στὸ γάμο τῆς Κανᾶ οὔτε στὴ νεκρανάσταση τοῦ Λαζάρου... Τίποτε δὲν θὰ τοῦ κόστιζε νὰ μᾶς ἐπιβληθεῖ μὲ γεγονότα πολὺ πιὸ ἀξιοθαύμαστα, κοσμογονικά... Ἂς σκεφτοῦμε ὅμως καλύτερα. Γιατί νὰ μᾶς κερδίσει βιάζοντας τὴ θέλησή μας μὲ τὰ θαύματα; Θὰ ἦταν τόσο πιὸ εὔκολο νὰ μᾶς κερδίσει γιὰ πάντα, συνταιριάζοντας τὴ θέληση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴ θεία θέληση κατὰ τὸν τρόπο ποὺ ἕνας πλανήτης γυρνᾶ γύρω ἀπὸ τὸν ἥλιο του. Ὅμως ὁ Θεὸς δὲν θέλησε νὰ μᾶς κάνει ἀνεύθυνους, θέλω νὰ πῶ ἀνίκανους γιὰ τὴν ἀγάπη, γιατὶ δὲν ὑπάρχει εὐθύνη χωρὶς ἐλευθερία, καὶ ἡ ἀγάπη εἶναι μιὰ ἐλεύθερη ἐπιλογή· διαφορετικὰ δὲν εἶναι τίποτα.

(ΖΩΡΖ ΜΠΕΡΝΑΝΟΣ)



18. Κάθε ἀναγκαστικὴ ἀπόδειξη βιάζει τὴν ἀνθρώπινη συνείδηση, μεταβάλλει τὴν πίστη σὲ ἁπλὴ γνώση. Γι' αὐτὸ ὁ Θεὸς περιορίζει τὴν παντοδυναμία του, κλείνεται μέσα στὴ σιωπὴ τῆς ὠδυνώμενης ἀγάπης του, ἀποσύρει κάθε σημεῖο, κάθε θαῦμα, ρίχνει μιὰ σκιὰ πάνω στὴ λάμψη τῆς ὄψεώς του. Δημιουργώντας μιὰ δεύτερη ἐλευθερία, ὁ Θεὸς προκαλεῖ μιὰ σχέση ἀμοιβαιότητος.

(ΠΩΛ ΕΥΔΟΚΙΜΩΦ)



19. Ἡ ἐλευθερία εἶναι ἡ ἀξία τῆς πίστεως καὶ ὁ ἀγὼν ὁ κριτής της. Ἐν τούτοις, ἡ πίστις, ὡς κατάκτησις καὶ οὐχὶ ὡς παροχή, δὲν εἶναι ἄμεσον ἀποτέλεσμα τῆς θελήσεως. Δὲν πιστεύομεν εὐθὺς ὡς ἐπιθυμήσωμεν νὰ πιστεύσωμεν. Δὲν εἶναι ἡ ἐπιθυμία ἡ μήτηρ τῆς πίστεως. Ἡ πίστις εἶναι ἡ ἀμοιβὴ τῆς ἀγωνιστικῆς ἐλευθερίας. Δὲν ἀνατέλλει εἰς ὅσους ἐπιθυμοῦν τὴν ἀνατολήν της, ἀλλ' εἰς ὅσους πορεύονται πρὸς τὴν ἀνατολήν... Ἡ πίστις δὲν ἔρχεται εἰς τὸν ἀναμένοντα, ἀλλ' ἀναμένει τὸν ἐρχόμενον. Οὔτε ἡ ἀποδεικτικὴ κρίσις οὔτε ἡ αὐτονόητος πεποίθησις εἶναι ἡ πίστις. Λόγος καὶ ἀναμφίβολος γνῶσις εἶναι προβαθμίδες τῆς πίστεως... Πίστις δὲν εἶναι ἓν [ἕνα] εἶδος πίστεως, ἢ ἓν εἶδος γνώσεως, ἀλλ' ἓν εἶδος ἀγῶνος.

(ΣΠΥΡΟΣ ΚΥΡΙΑΖΟΠΟΥΛΟΣ)



20. Ὁ Θεὸς γυρίζει στὸν κόσμο incognito καὶ πίστη εἶναι ὁ σεβασμὸς στὸ incognito τοῦ Θεοῦ.

(ΣΟΡΕΝ ΚΙΡΚΕΓΚΩΡΝΤ)



21. Ἡ ἀμφιβολία εἶναι ὁ ὄρθρος τῆς πίστεως.

(ΣΠ. ΚΥΡΙΑΖΟΠΟΥΛΟΣ)





ΣΤ' Ο ΑΓΩΝΑΣ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ


22. Πίστις ἐστὶ τὸ διὰ Χριστὸν ὑπὲρ τῆς αὐτοῦ ἐντολῆς ἀποθανεῖν καὶ τὸν θάνατον τοῦτον ζωῆς πρόξενον εἶναι πιστεύειν· τὴν πτωχείαν ὡς πλοῦτον λογιζεσθαι, τὴν εὐτέλειαν καὶ ἐξουδένωσιν ὡς δόξαν τῷ ὄντι καὶ περιφάνειαν· καὶ ἐν τῷ μηδὲν ἔχειν τὰ πάντα κατέχειν πιστεύειν· μᾶλλον δὲ κεκτῆσθαι τὸν ἀνεξιχνίαστον πλοῦτον τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ Χριστοῦ καὶ πηλὸν ἢ καπνὸν ἅπαντα τὰ ὁρώμενα καθορᾶν.

(ΣΥΜΕΩΝ Ο ΝΕΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ)



23. Ὅποιος ἀγωνίζεται μὲ τὸν κόσμο, γίνεται μεγάλος γι' αὐτό, γιὰ τὸ ὅτι νίκησε τὸν κόσμο· καὶ ὅποιος πάλαιψε μὲ τὸν ἑαυτό του, ἔγινε μεγαλύτερος γιατὶ ξεπέρασε τὸν ἑαυτό του· ἀλλὰ ὅποιος πάλαιψε μὲ τὸ Θεὸ ἔγινε μεγαλύτερος ἀπὸ ὅλους. Ἔτσι εἶναι οἱ ἀγῶνες πάνω στὴ γῆ· ἕνας ὑπερβαίνει τὰ πάντα μὲ τὴ δύναμή του, ἄλλος νικάει τὸ Θεὸ μὲ τὴν ἀδυναμία του.

(ΣΟΡΕΝ ΚΙΡΚΕΓΚΩΡΝΤ)



24. Ὅταν ἡ πίστις εἶναι ἀπόκτημα καὶ οὐχὶ εὔρημα, ὅταν ἐπιστεγάζῃ ἀγώνα ἐναντίον τῆς ἀμφιβολίας καὶ δὲν μεταβιβάζεται ὡς αὐτονόητον κληρονομικὸν ἀγαθόν, ἡ ἐνσυνείδητος πίστις, εἶναι τὸ ἀποφασιστικώτερον τόλμημα.., Τὸ κατ’ ἐξοχὴν τῆς πίστεως εἶναι ἡ ἀνάβασις. Καὶ ἀνάβασις δὲν εἶναι μόνον ἀνύψωσις, ἀλλ’ ἐκπόρθησις τοῦ ὕψους, ἀγὼν καὶ πόνος. Ἡ μετάβασις ἀπὸ τὸ ἐγὼ πρὸς τὸ Σὺ καὶ ἡ ἀντίληψις τοῦ Σὺ ὡς ἀξιολογικῶς πρώτου προσώπου, ἡ εὐθύνη τῆς προσωπικῆς σχέσεως ἐνώπιον τοῦ Σὺ καὶ ἡ μετουσίωσις τοῦ θέλω εἰς «γενηθήτω» εἶναι ἡ ἀξίωσις, ἡ ἀξία καὶ ἡ καταξίωσις τῆς πίστεως. Οὐχὶ ὡς δεδομένον, ἀλλ' ὡς πρόσληψις, οὐχὶ ὡς γεγονὸς μιᾶς στιγμῆς τοῦ βίου, ἀλλ' ὡς ἐξ ἀρχῆς τιθεμένη καὶ ἐκπορθουμένη ἀξία, οὐχὶ ὡς κτῆμα, ἀλλ' ὡς πρόσκτησις ἡ πίστις καταξιοῦται. Πίστις εἶναι ἀγὼν πρὸς τὴν πίστιν.

(ΣΠΥΡΟΣ ΚΥΡΙΑΖΟΠΟΥΛΟΣ)



25. Δὲν εἶναι πίστη αὐτή, νὰ πιστεύεις ὅτι ὁ Θεὸς γεννήθηκε γιὰ σένα, ἔχυσε τὸ αἷμα του γιὰ σένα, γιὰ νὰ ζεῖς ἐσὺ μακάριος.

(JAKOB BΟΕΗΜΕ)



26. Εἳς ὑπὲρ πάντων ἀπέθανε... Ὁ Ἰησοῦς ὑπὲρ πάντων ἀπέθανε, ἀλλ' ὄχι γιὰ σένα, “γιὰ τὸ χατίρι σου”, γιὰ νὰ κάνει ἀνετώτερη τὴ ζωή σου καὶ νὰ σὲ ἀπαλλάξει ἀπὸ τὸ δικό σου χρέος. Πεθαίνοντας «ὑπὲρ πάντων», ἔδειξε ἀκριβῶς ὁ Ἰησοῦς τὸ δρόμο ποὺ πρέπει κι ἐσὺ νὰ ἀκολουθήσεις. Σταυρώθηκε ὄχι γιὰ νὰ ἀπαλλάξει ἐσένα ἀπὸ τὴ σταύρωση, ἀλλὰ γιὰ νὰ σὲ κάνει ἀντίθετα νὰ μπορεῖς κι ἐσὺ νὰ σταυρωθεῖς.

(ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ)



27. Ἡ πίστις σχετίζεται πρὸς τὴν ἀπιστίαν. Πίστις δὲν εἶναι τὸ ἀντίθετον τῆς ἀπιστίας... Ἀπιστία εἶναι ἐκείνη ἡ πίστις ἡ ὁποία χαίρεται τὴν αὐτάρκειαν. Πίστις εἶναι ἐκείνη ἡ ἀπιστία ἡ ὁποία ἀγωνίζεται νὰ αὐθυπερβληθῇ... Πίστις εἶναι ἡ ἀντίφασις μεταξὺ τῆς ὑποκειμενικῆς πεποιθήσεως καὶ τῆς ἀντικειμενικῆς ἀβεβαιότητος. Ἐὰν δύναμαι νὰ συλλάβω τὸν Θεὸν ἀντικειμενικῶς δὲν πιστεύω, ἀλλ' ἀκριβῶς ἐπειδὴ δὲν ἔχω τὴν δυνατότητα αὐτήν, δι' αὐτὸ καλοῦμαι νὰ πιστεύσω. Ἡ μαθηματικὴ ἀπόδειξις εἶναι ἡ πλέον ἄτεγκτος ἐπιβολὴ τῆς ἀναγκαιότητος, ἡ ὁποία κυριαρχεῖ ἐπὶ τοῦ κόσμου τῶν δεδομένων. Ἀλλ' ὁ πυρὴν τοῦ πνεύματος εἶναι ἡ ἐλευθερία καὶ ἐλευθερία εἶναι ἀκριβῶς ἡ διαμαρτυρία τοῦ πνεύματος κατὰ τῆς ἀνάγκης Ἡ πίστις εἶναι ὁ ριζικώτερος ἡρωισμὸς τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως πρὸ τοῦ ἀπόντος Ἐγγυτάτου. Πίστις εἶναι ἐλευθέρα πτῆσις εἰς τὸν οὐρανὸν τοῦ θείου, ἡ ὁποία διαρκεῖ ἐφ' ὅσον ἡ ἀγωνιστικότητά μου παραμένει ἄγρυπνος, ἐφ' ὅσον ἡ ἐλευθερία μου ἐπιζητεῖ τὴν ὑπέρβασιν τῆς ἀναγκαιότητος καὶ παραλλήλως ἡ γηίνη βαρύτης, συνεχῶς ὑπερβαλλομένη, οὐδέποτε ἐκμηδενίζεται ριζικῶς.

(ΣΠΥΡΟΣ ΚΥΡΙΑΖΟΠΟΥΛΟΣ)





Ζ' ΠΙΣΤΗ ΚΑΙ ΓΝΩΣΗ


28. Δὲ θέλω ἀπὸ Σένα καμμιὰ ματαιότητα, ποὺ νὰ ἀποδεικνύει τὴν ὕπαρξή Σου.

(ΡΑΪΝΕΡ ΜΑΡΙΑ ΡΙΛΚΕ)



29. Αὐτὴ ἡ ἔλευση, ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ μέσα μας, γίνεται ἀντιληπτὴ μὲ τὴν πίστη, ἡ ὁποία ἔτσι ἀποβαίνει τὸ θεμέλιο, τὸ πάντοτε πρῶτο καὶ πάντοτε ἀναγκαῖο τῆς θεολογικῆς γνώσεως. Βέβαια ὅλες οἱ ἐπιστῆμες στηρίζονται σὲ τελευταία ἀνάλυση πάνω στὴν πίστη. Ἀλλὰ ἡ πίστη αὐτὴ εἶναι ἁπλὴ ὑπόθεση, μιὰ θεωρία... Ἀντίθετα ἡ χριστιανικὴ πίστη εἶναι προσκόλληση σὲ μιὰ προσωπικὴ παρουσία, σὲ ἕνα ζωντανὸ πρόσωπο, τὸ ὁποῖο δίνει οὐσία, περιεχόμενο καὶ βεβαιότητα σὲ ὅλα τὰ ἄλλα. Ἡ βεβαιότητα ἐδῶ δὲν εἶναι τέρμα ἀλλὰ ἀφετηρία. Ἐκεῖνο ποὺ ἀναζητᾶμε εἶναι ἤδη παρόν, προηγεῖται ἀπὸ μᾶς, καθιστᾶ δυνατὴ τὴν ἀναζήτησή μας. Ἡ πίστη εἶναι ἐκείνη που μᾶς ἐπιτρέπει νὰ σκεφθοῦμε, ἡ ὁποία μᾶς δίνει τὴν πραγματικὴ νόηση. Ἡ γνώση εἶναι καρπὸς τῆς πίστεως, δηλαδὴ τῆς κοινωνίας μας μὲ Ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος ἀπὸ ἀγάπη μᾶς ἀποκαλύπτεται. Ἀνοίγει τὴ σκέψη μας σὲ μιὰ πραγματικότητα ποὺ τὴν ὑπερβαίνει, μᾶς εἰσάγει στὸ θαυμαστὸ ἐκεῖνο κόσμο, στὸν ὁποῖο ἡ σκέψη δὲν καταλαμβάνει καὶ κατέχει τὸ ἀντικείμενό της, ἀλλὰ καταλαμβάνεται καὶ κατέχεται ἀπ' αὐτό, νεκρώνεται καὶ ζωοποιεῖται ἀπὸ τὴ μυστικὴ συνάντηση.

(ΒΛΑΝΤΙΜΗΡ ΛΟΣΚΥ)



30. Ἡ ἀνεπάρκεια τῶν ἀποδείξεων τῆς ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ ἐξηγεῖται ἀπὸ τὸ θεμελιῶδες γεγονός, ὅτι μόνος ὁ Θεὸς ἀποτελεῖ κριτήριο τῆς ἀληθείας του, μόνος ὁ Θεὸς εἶναι τὸ ἐπιχείρημα τοῦ εἶναι του. Σὲ κάθε σκέψη περὶ τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ Θεὸς ποὺ σκέπτεται τὸν ἑαυτό του μέσα στὸ ἀνθρώπινο πνεῦμα. Γι' αὐτὸ τίποτε δὲν μποροῦμε νὰ ἀποδείξουμε λογικὰ οὔτε νὰ μεταστρέψουμε κανέναν μὲ ἐπιχειρήματα, διότι δὲν μποροῦμε νὰ ὑποτάξουμε τὸν Θεὸ στὴν λογικὴ τῶν ἀποδείξεων, οὔτε νὰ τὸν κλείσουμε μέσα στὴν αἰτιολογικὴ σειρά.

(ΠΩΛ ΕΥΔΟΚΙΜΩΦ)



31. Ἡ πίστις δὲν εἶναι μία ὑποδιαίρεσις τῆς γνώσεως, δὲν συμπληροῖ τὴν γνῶσιν... δὲν εἶναι ὑπηρέτις τῆς γνώσεως. Γνῶσις εἶναι μία μορφὴ ἠρεμίας καὶ ἱκανοποιήσεως, χαρακτήρ της εἶναι ἡ ἐπάρκεια, σύμβολόν της ὁ κύκλος, σκοπός της ὁ ἄνθρωπος. Πίστις εἶναι μία τάσις πρὸς ὑπέρβασιν, χαρακτήρ της εἶναι ἡ ἔνδεια, σύμβολόν της τὸ βέλος, σκοπός της ὁ Θεός. Ὅταν ἡ πίστις καταντήσῃ αὐθικανοποίητος γνῶσις, ἔγινεν ἤδη δεισιδαιμονία: φαινομενικὴ κατάκτησις τοῦ αἰωνίου ὑπὸ τοῦ παροδικοῦ.

(ΣΠΥΡΟΣ ΚΥΡΙΑΖΟΠΟΥΛΟΣ)



32. Τὸ ρῆμα τῆς πίστεως δὲν διαλύει τὸν λόγον, οὔτε θέλει νὰ τοῦ ἀποδείξῃ τὴν ἀλήθειάν του, ἐφ' ὅσον αὕτη «οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου», ἀλλὰ τοῦ ὑποδεικνύει τὴν πλασματικότητά του καὶ τὰ ὅρια τῆς δικαιοδοσίας του. Οὐχὶ ὁ λόγος, ὁ ὀρθολογισμός, εἶναι ἀρνητὴς τῆς πίστεως. Οὐχὶ ἡ πίστις, εἶναι ἐχθρός του λόγου. Λόγος καὶ πίστις ὡς παράλληλοι προσπάθειαι ὑπερπηδήσεως τοῦ πέρατος, δὲν εἶναι ἀντίπαλοι ἀλλὰ συναγωνισταί. Ὁ λόγος προετοιμάζει τὴν εἴσοδον τῆς πίστεως καὶ τῆς διδάσκει τὴν εὐθύνην της. Ἡ πίστις βοηθεῖ τὸν λόγον νὰ ἀπαλλαγῇ ἐκ τοῦ ἐμφύτου ἐγωισμοῦ του. Ὁ λόγος εἶναι ἡ «φάτνη» καὶ τὸ «δοκίμιον» τῆς πίστεως. Ἡ πίστις δὲν θέλει νὰ «καταλύσῃ» ἀλλὰ νὰ «πληρώσῃ» τὸν λόγον. Ὁ λόγος αἴρεται καὶ συγχρόνως ἀφουγκράζεται εἰς τὴν ἄρσιν του τὴν ἀπάντησιν διὰ τὴν ὁποίαν ἠγωνίσθη. Ἡ ἀπάντησις εἶναι «ἀκατάληπτος» καὶ ὁ λόγος δὲν τὴν κατανοεῖ, ἀλλὰ διαισθάνεται ὅτι δὲν εἶναι αὐτὸς ὁ πρῶτος εἰς τὴν πραγματικότητα, ἀλλ' εἳς [ἕνας] ἄλλος ὑπέρλογος Λόγος, ὁ ὁποῖος τὸν θέτει καὶ τὸν αἴρει ὡς λόγον καὶ εἶναι ὅ,τι αὐτὸς ἐρωτᾶ.

(ΣΠΥΡΟΣ ΚΥΡΙΑΖΟΠΟΥΛΟΣ)



Σύναξη, τχ 2ο, ἄνοιξη 1982


Πηγή: Αντίφωνο

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *