Αρχαία κυπριακή ποίηση

omiros

Μοῦσά µοι ἔννεπε ἔργα πολυχρύσου Ἀφροδίτης
Κύπριδος ἥ τε θεοῖσιν ἐπὶ γλυκὺν ἵµερον ὦρσε
καί τ’ ἐδαµάσσατο φῦλα καταθνητῶν ἀνθρώπων
οἰωνούς τε διιπετέας καὶ θηρία πάντα,
ἠµὲν ὅσ’ ἤπειρος πολλὰ τρέφει ἠδ’ ὅσα πόντος·
πᾶσιν δ’ ἔργα µέµηλεν ἐϋστεφάνου Κυθερείης.

Ύμνος στην Αφροδίτη [1]

Την ίδια στιγμή που η ετεοκυπριακή αρχαιότητα μεταμορφωνόταν σε μια νέα εστία, ενός πολιτισμού βαθιά χαραγμένου από τον Ελληνισμό, οι κάτοικοι του νησιού θα αρχίσουν να βλέπουν προοδευτικά τον εαυτό τους μέσα από το πρίσμα μιας ευρύτερης κοινότητας με κοινά χαρακτηριστικά, απλωμένη από τις Ηράκλειες Στήλες του Γιβραλτάρ μέχρι τον Εύξεινο Πόντο και από εκεί μέχρι τον Βολβίτιον βραχίονα του Νείλου και τη χερσόνησο της Κυρηναϊκής.

Ιδρύοντας τα κύρια βασίλεια της Κύπρου, οι πρώτοι Αχαιοί έφεραν μαζί τους τη θρησκεία, τους μύθους και την ποίησή τους, τη μουσική και το τραγούδι τους και, φυσικά, τη γλώσσα και τη γραφή τους. Πάνω απ’ όλα έφεραν, όμως, την αντίληψή τους για τη φύση του ανθρώπου και του κόσμου, την οποία θα εντάξουν με φιλοχωρία στον ορίζοντα των προσδοκιών μιας «απολλώνιας τάξης πολιτών ίσων και ενωμένων στο κοινό έργο».

Οι αυτόχθονες, στην επιμειξία με τα ελληνικά φύλα, θα αναστοχαστούν την ύπαρξή τους, κατά τις επιταγές του νέου πνεύματος, ενώ οι δρόμοι έκφρασης που ανοίγονται θα δώσουν υπόσταση και λογο-τεχνική μορφή στο υπάρχον ακατέργαστο υλικό και την ακατάγραπτη κληρονομιά των προπατόρων τους. Οι παλιοί ανατολίτικοι μύθοι θα αποτελέσουν την πηγή μιας καινούργιας ανάγνωσης, όπου οι μετεγγραφές σε παραλλαγές περισσότερο οικείες στην αντίληψη των Ελλήνων θα γίνουν αποδεκτές και ταυτόχρονα θα θεωρηθούν ως μέρος της ελληνικής γραμματείας.

Αν μερικούς αιώνες αργότερα ο Αριστοτέλης θα πει: «Ένθεον γαρ η ποίησις», αυτή η φανέρωση της μύχιας θεϊκής σποράς που θα μεταφυτευτεί στην Ανατολή θα σηματοδοτήσει την απαρχή μιας σταθερής αφοσίωσης στα ποιητικά πρότυπα και θα φέρει τους Κύπριους στο κατώφλι μιας μακρόχρονης πνευματικής διαδικασίας και μιας αδιάλειπτης λογοτεχνικής παρουσίας.

Η νέα γλώσσα θα γίνει η σύγχρονη μορφή του πεπρωμένου και η βάση από την οποία θα προκύψει μια εντελώς καινούργια εικόνα της πραγματικότητας μέσω της οποίας οι Κύπριοι θα συνειδητοποιούν τον εαυτό τους ως αναπόσπαστο κομμάτι του ελληνικού κόσμου, σφραγίζοντας οριστικά τη μοίρα του κυπριακού πολιτισμικού συστήματος.

«ἤδη δὲ καὶ παρ᾿ Ἕλλησι χρησµολόγοι συχνοὶ γεγονέναι, ὡς οἱ Βάκιδες… σιγάσθω γὰρ Κοµήτης ὁ Κρής, Κινύρας ὁ Κύπριος, Ἄδµητος ο Θετταλός… ἤδη δὲ καὶ Ὀρφέα Φιλόχορος µάντιν ἱστορεῖ γενέσθαι ἐν τῷ πρώτῳ Περὶ µαντικῆς».

Με τέτοιον τρόπο συγκαταλέγεται από τον Κλήμη τον Αλεξανδρέα στη χορεία των μυθικών μαντών-ποιητών ο Κινύρας [2] που πιθανότατα έθεσε τις βάσεις όχι μόνο της μαντικής και της έμμετρης χρησμολογικής παράδοσης, αλλά και της ποίησης γενικότερα στην Κύπρο.

Πίσω από τον βασιλιά-ιερέα Κινύρα δεν πρέπει παρά να κρύβεται μια πλούσια παρακαταθήκη έμμετρων έργων, καθώς και μια προφορική επική παράδοση και ενδεχομένως μια μορφή λυρικής ποίησης, όπου ο λόγος ήταν μονάχα ένα μέρος της πολύπλοκης τέχνης, με την οποίαν ο λαός συνόδευε τις θρησκευτικές τελετές και ιχνηλατούσε τις νόρμες της συλλογικότητάς του.

Πάνω από τα επιφαινόμενα της ανθρώπινης κατάστασης –και πέραν από τη φιλοδοξία του Κινύρα να προσδώσει πολιτισμική αίγλη στην Πάφο– σε μια εποχή που οι μύθοι μπλέκονται με την ιστορία και τη γλώσσα, υφαίνοντας μια πολυδιάστατη πραγματικότητα που διατρέχει τους αρμούς της καθημερινότητας, η Κύπρος θα αποτελέσει μια πρώιμη ενσάρκωση των πραγματικών δυνατοτήτων του ελληνικού πνεύματος. Μέσα στον κύκλο της γεωγραφικής διασποράς της πνευματικής ζωής της αρχαϊκής περιόδου, θα μετατραπεί σε ένα από τα υποστασιακά κέντρα του ελληνικού Λόγου. Η ευρεία διαλεκτική που αναπτύχθηκε με τις υπόλοιπες αποικίες θα διευκολύνει την πρόσβαση προς μια ουσιαστικά ανώτερη εμπειρική ζωή, μέσω της οποίας θα καρποφορήσει και η επική ποίηση, συνδεόμενη στενά με ορισμένες μορφές της κοινωνικής εξέλιξης.

Οι ποιητές που άδονταν στους ποιητικούς αγώνες κατά τις εορτές της Αφροδίτης στην Πάφο, στη Σαλαμίνα, στους Σόλους και σε άλλες πόλεις δεν εξέφραζαν μια αυτόνομη διάσταση της πνευματικής δημιουργίας, αλλά το περιεχόμενο της διαμορφωθείσας αυτοσυνειδησίας, ενταγμένης μέσα σε μια καθαρά ελληνική χωροχρονική και μεταφυσική αλληλουχία.

Η ιδέα μιας ήπιας και αργόσυρτης διαδικασίας θρησκευτικής-πνευματικής αναβάπτισης, ως έκφανση του πολιτιστικού ιδεώδους που εντάχθηκε εύπεπλα στο κυπριακό γίγνεσθαι, μπορεί να ψηλαφιστεί μέσα στις ικετικές προσωδίες του Ηγησίνου [3]:

«Χαῖρ᾿ ἑλικοβλέφαρε γλυκειµίλιχε, δὸς δ᾿ ἐν ἀγῶνι νίκην τῷδε φέρεσθαι, ἐµὴν δ᾿ ἔντυνον ἀοιδήν. αὐτὰρ ἐγὼ καὶ σεῖο καὶ ἄλλης µνήσοµ᾿ ἀοιδῆς».

Ακόμη και η επίκληση της θείας βοήθειας από τον ποιητή –για να εξασφαλίσει τη νίκη σε κάποιον διαγωνισμό– δεν μπορεί παρά να αποτελεί μια εκδήλωση της εν δυνάμει τοπικής αφομοιωτικής και συνθετικής ικανότητας, καθώς και μια θεμελιώδη σταθερά έκφρασής της.

Μέσα στους επόμενους αιώνες, κτίζοντας πάνω σ’ αυτήν την ήδη διαμορφωμένη ελληνικότητα, με μια προφητεία του Εύκλου [4] σχετικά με τη γέννηση του Ομήρου, την οποία θα διασώσει ο Παυσανίας, το φέγγος ἰδε ῖν [5] και το πρώτο γραπτό μνημείο της κυπριακής λογοτεχνίας:

«καὶ τότ ἐν εἰναλίῃ Κύπρῳ µέγας ἔσσετ ἀοιδός, ὅν τε Θεµιστὼ τέξει ἐπ ἀγροῦ δῖα γυναικῶν νόσφι πολυκτεάνοιο πολύκλειτον Σαλαµῖνος. Κύπρον δὲ προλιπὼν διερός θ ὑπὸ κύµασιν ἀρθείς, Ἑλλάδος εὐρυχόρου µοῦνος κακὰ πρῶτος ἀείσας ἔσσεται ἀθάνατος καὶ ἀγήραος ἤµατα πάντα». [6]

Ταυτόχρονα, μέσα από την ενωτική δομή της προφητείας του, ο Εύκλος που χρησμολογεί τον ερχομό ενός μεγάλου ποιητή στην Ελλάδα, ο οποίος θα γεννηθεί στην Κύπρο, συμφιλιώνει ψυχή τε και σώματι τους δύο χώρους, καθαγιάζοντας την οργανική πλέον σύνδεσή τους, ενώ ο ίδιος θα βρεθεί, όπως πιο παλιά και ο Κινύρας, ανάμεσα στους άλλους Έλληνες «άνδρες που άφησαν χρησμούς» κατά τον Παυσανία.

Η ποιητική φωνή που απέβλεπε πλέον σε ενιαία κατεύθυνση, χωρίς να συσσωρεύει απλώς τα διάφορα πολιτιστικά στοιχεία σε μηχανικά αθροίσματα, δείχνει να εμψυχώνει, να πλουτίζει και υποβοηθά την αρμονική και ολομερή ικανοποίηση όλων των έμφυτων προδιαθέσεων της ανθρώπινης υπάρξεως. Τα Κύπρια Έπη [7] που ενδεχομένως ακολούθησαν την ποιητική παραγωγή του Εύκλου –και αποδίδονται στον Στασίνο [8] ή στον Ηγησίνο από τη Σαλαμίνα– εκτός του ότι μας οδηγούν σε έναν διάλογο με την ομηρική τεχνοτροπία, απαντούν αβίαστα και στη θεμελιώδη διερώτηση περί της εξελικτικής πορείας της κυπριακής λογοτεχνίας.

Μέσα στην ποιητική [9] περιδίνηση, των θεών, των νυμφών, των ηρώων, των άθλων και των κατορθωμάτων, θα αναδυθεί το ομότροφον πεδίον που δεν θα αργήσει να στοχεύσει την ίδια την εικόνα και τα έργα του ανθρώπου της Κύπρου, στην καρδιά του ελληνικού συν-υπαρξιακού ενδιαιτήματος.

Ως συμπέρασμα:

Με αφορμή τον τρόπο με τον οποίον λειτούργησαν οι Κύπριοι δημιουργοί κατά την αρχαιότητα –κυρίως ως γέφυρα ιδεών με τους λαούς της Ανατολής–, με όλες τις εγγενείς δυσκολίες επαφής και με μια απλή αναγωγή, δεν θα ήταν καθόλου παρακινδυνευμένο αν υποστηρίξουμε ότι η σημερινή πνευματική (και όχι μόνον) στειρότητα που παρουσιάζεται στον Ελληνισμό οφείλεται ακριβώς στο γεγονός ότι το πνευματικό κέντρο έχει λάβει μονοδιάστατο χαρακτήρα (βλέπε Αθήνα) και απώλεσε τη συγκριτική, συνθετική και διαλεκτική του ταυτότητα.

Α.Χ.

Εκ των αντιθέτων η αρμονία


  1. «Μούσα, τα έργα ψάλλε μου της Αφροδίτης της πολύχρυσης
    της Κύπριδας, που στους θεούς γλυκύ σήκωσε πόθο
    και δάμασε τα φύλα των θνητών ανθρώπων
    και τα θεόθρεπτα πουλιά και τα θηρία όλα,
    κι όσα η στεριά τρέφει πολλά κι όσα ο πόντος·
    κι όλοι για τα έργα γνοιάζονται της ωριοστέφανης Κυθέρειας».
  2. Στην ελληνική μυθολογία ο Κινύρας ήταν ιερέας και βασιλιάς στην Κύπρο. Τον θεωρούσαν τον γενάρχη του ομώνυμου γένους των Κινυραδών, ιερέων της Αφροδίτης. Ο Κινύρας αναφέρεται ως βασιλιάς της Πάφου ή και ολόκληρης της Κύπρου. Είχε δωρίσει στον Αγαμέμνονα έναν περίφημο θώρακα.
  3. Ηγησίας (ή Ηγησίνο[υ]ς) (8ος αι. π.Χ.): Ποιητής από τη Σαλαμίνα.
  4. Εύκλους ή Εύκλος ο Εμπυριβήτης: Μυθολογικός Κύπριος χρησμολόγος της αρχαιότητας, ο οποίος προφήτεψε πριν από τον Βάκη την επίθεση των Περσών εναντίον της Ελλάδας και τη γέννηση του Ομήρου στη Σαλαμίνα της Κύπρου, από μητέρα με το όνομα Θεμιστώ, Κυπρία στην καταγωγή. Πιθανόν να είναι και ο συνθέτης του V ύμνου προς την Αφροδίτη. Παραμένει αβέβαιο πότε έγραψε, όπως και οι ακριβείς τίτλοι των έργων του. Εσωτερικές και εξωτερικές ενδείξεις και μαρτυρίες οδηγούν τον προσδιορισμό της πιο πιθανής εποχής της ακμής του στον 7ο αι., μετά τον Όμηρο και τον Ησίοδο και πάντως πλησίον αυτών.
  5. Βλέπω το φως, έρχομαι στον κόσμο (γεννιέμαι).
  6. «λεν πως μάνα του είναι η Θεμιστώ, μια από τις επιχώριες γυναίκες, και τότε στη θαλασσόβρεχτη την Κύπρο μεγάλος θα βγει αοιδός, που θεία γυναίκα η Θεμιστώ σ’ αγρό θα τον γεννήσει έξω από τη Σαλαμίνα τη βαθύπλουτη, με πλέρια φήμη. Κι αφήνοντας την Κύπρο, κλυδωνισμένος και λουσμένος απ’ τα κύματα (στ. 5) της Ελλάδας της ευρύχωρης ανεπανάληπτα τις συμφορές πρώτος άδοντας θα μείνει αθάνατος κι αγέραστος παντοτινά».
  7. Πρόκειται για ένα από τα έπη του τρωικού κύκλου, που σε έντεκα βιβλία εξιστορούν τα πριν από την Ιλιάδα γεγονότα. Είχαν αποδοθεί λανθασμένα στον Όμηρο, ενώ άλλα ονόματα συγγραφέων που παραδίδονται είναι Στασίνος, Ηγησίας ή Ηγησίνος.
  8. Ο Στασίνος ήταν αρχαίος επικός ποιητής από την Κύπρο. Του αποδίδεται η συγγραφή του βιβλίου Κύπρια Έπη, του οποίου σώζονται ελάχιστα αποσπάσματα από τον Φώτιο στη Μυριόβιβλό του. Σύμφωνα με μια παράδοση, γυναίκα του ήταν η Αρσιφόνη, κόρη του Ομήρου. Ο Όμηρος, επειδή ήταν φτωχός, του έδωσε προίκα το ποίημα Κύπρια Έπη.
  9. Κύπρια Έπη – απόσπασμα:

    Αμέτρητ’ ήταν μια φορά τα πλήθη των ανθρώπων
    κι η μάνα Γη απ’ το βάρος τους στέναζε και πονούσε.
    Ο Δίας τη λυπήθηκε, σοφή έκανε σκέψη
    να τη λυτρώσ’ απ’ το κακό, με πόλεμο, μ’ αμάχη,
    βάφοντας μ’ αίμα άλικο της Τροίας την πεδιάδα.
    Έτσ’ άναψε το μακελειό, οι ήρωες πεθαίναν,
    και του Διός η θέληση με μιας γινόταν πράξη.
    Και φόραε στο κορμί σκουτιά που τα ’φκιαξαν οι Χάρες
    κ’ οι Ώρες και τα βάψανε σ’ εαρινά λουλούδια
    σαν που και τούτες τα φοράν σ’ υάκινθο και κρόκο,
    στο μενεξέ το θαλερό, σ’ άνθος πανώριου ρόδου
    με γλυκό νέκταρ και μαζί με θεϊκά μπουμπούκια,
    σε λείρια και σε νάρκισσους, σαν που κ’ η Αφροδίτη
    φόραε την πάσα μια στιγμή ιμάτια μυρωμένα.
    Κι ευωδιασμένα στέφανα η γλυκόγελη Αφροδίτη
    με τις θεραπαινίδες της έπλεε από λουλούδια,
    στην κεφαλή τα βάλανε θεές στραφτοφακιόλες
    Νύμφες και Χάριτες, μαζί η χρυσόμορφη Αφροδίτη
    γλυκά στην πολυπίδακη την Ίδη, τραγουδώντας.



Πηγή: Εφημερίδα Ένωσις

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *