Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης

Στο βάθρο της προτομής επάνω σε λευκή πλάκα η επιγραφή «Εις τον εθνικόν ποιητήν Αριστοτέλην Βαλαωρίτην η Λευκάς σεμνυνομένη»

Στο βάθρο της προτομής επάνω σε λευκή πλάκα η επιγραφή «Εις τον εθνικόν ποιητήν Αριστοτέλην Βαλαωρίτην η Λευκάς σεμνυνομένη»

Τό ΄21, ἧταν ἀκόμη πάρα πολύ κοντά. Οἱ Ἕλληνες τῶν χρόνων 1840 - 1880, νιώθαν γύρω τους τήν πύρινη ἀνάσα του. Στήν ἀκοή τους, σφύριζαν ἀκόμα τά βόλια τοῦ Μεγάλου Ἀγώνα. Καί οἱ ποιητές, εἴτε γράφαν στήν καθαρεύουσα εἴτε στή δημοτική, ὅταν ἔπαυαν νά παῖζουν στίς λῦρες τους τά ρομαντικά ἐρωτικά θρηνοτράγουδα τοῦ καιροῦ τους, αὐτά πού τόση ποιητική δόξα εἶχαν προσπορίσει στόν Ἀχιλλέα Παράσχο καί τούς μαθητές του, ἄρπαζαν τή σάλπιγγα τῶν πολεμικῶν ἀγώνων, καί μ΄ αὐτήν διαλαλοῦσαν ὥς τόν οὐρανό τόν φλογερό πατριωτισμό τους. Τόν τρέφανε μέ ἡρωϊκές ἀναμνήσεις ἀπό τήν τρισχιλιόχρονη ἱστορία μας, μέ τό ἔπος πού στάθηκε τό ΄21 καί μέ πλῆθος μεγαλόδοξα ἐδαφικά ὄνειρα γιά τό μέλλον τῆς Φυλῆς - τῆς Φυλῆς, πού θά ἐδραίωνε πάλι τόν ἱστορικό της θρόνο, στήν ἐπαναστατημένη Πόλη...

Μέσα σ΄ αὐτήν τήν ἀτμόσφαιρα γεννήθηκε, ἀνατράφηκε, καλλιεργήθηκε ψυχικά καί πνευματικά καί δημιούργησε τό ποιητικό του ἔργο, ὁ Λευκάδιος Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης, ὁ δημιουργός τῆς Κυρά Φροσύνης, τοῦ Ἀθανασίου Διάκου, τοῦ Ἀστραπόγιαννου, τοῦ Φωτεινοῦ, καί τόσων ἄλλων ποιητικῶν συλλήψεων, πού ἐσωτερικά τά χαρακτηρίζει ἕνας πύρινος πατριωτικός λυρισμός καί ἐξωτερικά, ἕνας ρωμαλέος καί ζωγραφικά ἐπικός τόνος.

Πάψε Ρουφιά, τό βογγητό, στρέψε τά κύματά σου
ναχει στοῦ Λάλα ἐλεύθερο τό πέταμα ἡ ψυχή μου.
Ξέρεις ἐκεῖ ποιός κείτεται;... Δέ θέλω τά νερά σου
ποτάμι, ν΄ ἀνταριάζουνται, νά πάρουν τό φιλί μου,
ὅταν ἐδῶθε θά πετᾶ νά τήν καληνυχτίζει.
Πάψε Ρουφιά τό βογγητό! Σίγησε, μήν τολμήσεις!
τ΄ ἀδέρφια νά χωρίσεις,
γιατί ὁ Πλαπούτας καί νεκρός κρατᾶ τό μετερίζι!

Τέτοιους ἀνθρώπους "πού καί νεκροί κρατᾶν τό μετερίζι", δηλαδή πού ἐξακολουθοῦν νά ὑπερασπίζουν ἀκόμα καί πεθαμένοι τήν ἐθνική τους θέση (τό "μετερίζι" στούς παραπάνω στίχους, ὑψώνεται σέ ἐθνικό σύμβολο ἀντίστασης) - τέτοιους ἀνθρώπους, σάν τόν Πλαποῦτα τόν Στρατηγό, βάλθηκε νά ζωγραφίσει, ὁλοζώντανους, σπαρταριστούς, ὁ Βαλαωρίτης, καί νά τούς στήσει, ἐδῶ, μπροστά μας, δεμένους με τίς πράξεις τους - αὐτές πού σάρκωσαν τό ἔπος τῆς Παλιγγενεσίας. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοί εἶναι "φυσικές δυνάμεις, σάν ὁρμητικά ποτάμια, πού πλημμυρίζουν καί παρασέρνουν τά πάντα. Ὅταν πεθαίνουν, δέν χάνουνται. Ἡ ἡρωϊκή τους μνήμη, μετουσιώνεται σέ ἡθική ἐνέργεια γιά τούς ζωντανούς. Τούς θυμοῦνται οἱ ζωντανοί ὅπως θυμᾶται κανείς μιά μπόρα καί μιά τρικυμία. Πεθαίνουν καί ἐνώνονται πάλι μέ τή φύση, καί λειτουργοῦν μέ τίς δυνάμεις της.

Ἔτσι τούς βλέπει, ἔτσι τούς νοιώθει, ἔτσι τούς θέλει "ποιητικά" ὁ Βαλαωρίτης.

Ἀστράφτει ἀκόμα φλογερό ἀμάμεσ΄ ἀπό τἄλλα
τοῦ Χρίστου τό περήφανο, τό φοβερό μιλιόνι,
τοῦ Μπουκουβάλα τό σπαθί πού ἀκόμα λαχταρίζει,
τό καρυοφύλλι τοῦ Σπαθᾶ, τοῦ Ζίδρου τό χαντζάρι,
τοῦ Ζίδρου τ΄ ἅγιο λείψανο πού δίπλα μές στή θήκη
κοιμᾶται κι ὀνειρεύεται κρυφά τήν Ἐλασσῶνα!
Εἴκοσι χρόνια θά σταθοῦν ἀκόμα κρεμασμένα
καί θά ξυπνήσουν ὕστερα, θαναστηθοῦνε πάλι
καί ποιό θά πάρει σύντροφο τό Μάρκο καί τό Διάκο,
καί ποιό μέ τά Γριβόπουλα καί μέ τόν Καρατάσο
θά στήση τό λιμάνι του ψηλά στό Μοναστήρι.
Κι ὅταν ἀρχίση ὁ σκοτωμός κι ὁ πόλεμος ἀνάψη
καί πιάση πάλι τ΄ ἄρματα τοῦ Λούρου τό ποτάμι
καί ξαφνιστῆ στόν ὕπνο της ἡ ἔρμη Βαλαώρα
τότε καί τ΄ Ἀσπροπόταμο τό κῦμα του θανοίξη,
καί θά φωνάξη στά βουνά, στό Περγαντί, στή Λάμια,
νἀνθίσουν, νά γιορτάσουνε τήν ὥρα, τήν ἡμέρα,
πού ἀνέλπιστα ἐζωντάνεψαν τά κόκκαλα τοῦ Βάλτου.

"Στό 1876 ἕνα δειλινό Κυριακῆς καλά δέ θυμοῦμαι ποιά στρατιωτική γιορτή τούς ἀντάμωνε τούς Ἀθηναίους πέρα κατά τό Πολύγωνο. Νεόφερτος τότε φοιτητής τάχα στή γραμμή μέ τή φοιτητική φάλαγγα κάποιον ἄκουσα νά μοῦ ψιθυρίζη: 'Νά ὁ Βαλαωρίτης!' Πρώτη φορά τόν ἔβλεπα καί τελευταία. Τόν εἶδα;

Ζωγράφος ἄν ἤμουνα, θά τήν ἔδειχνα τήν ἐντύπωση πού μοῦ προξένησεν ἡ κορμοστασιά του ἐκείνη, ἔτσι ἀπό πίσω θεωρημένη, ζωγραφίζοντας τό Βαλαωρίτη, καθώς τόν ἀγνάντεψα τότε, καί θά σημείωνα στά πόδια τῆς εἰκόνας μου τό ρητό τοῦ μεγάλου ξένου ποιητῆ: 'Τό πρόσωπο μονάχα δέν εἶναι, οὔτε τό κεφάλι πού ἀξίζουν γιά τή Μοῦσα. Βεβαιώνω πώς τό κορμί, ἀκέραιο πιό πολύ τῆς ἀξίζει... Καί στόν ἄντρα καί στή γυναῖκα, εὔρωστο κορμί ἀδρά πλασμένο, εἶναι ὡραιότερο, κι ἀπ΄ τ΄ ὡραιότερο πρόσωπο' .

Παλικαριά καί ποίηση τό χορό συνοδεύουν καί τοῦ παίζουν καί τοῦ τραγουδᾶν. Ἡρωϊκή φαντασία, βασίλισσα προστάζεις. Ὁ Βαλαωρίτης. Κι αὐτό τόν κόσμο ἀπ΄ τήν κορφή πού μ΄ ἀνέβασε ὁ ποιητής δέν τόν ξανανοίγω μέσα στόν ἀγῶνα τῆς ζωῆς, ἐκεῖ πού τά πράγματα ἤ δέν τά χαίρεσαι ἤ τά τρομάζεις· θεατής τόν ἀπολαύω σάν ἕνα ὄνειρο σεξπηρικό καλοκαιρινῆς νυχτιᾶς, πού μαγεύει. Μά καί μαζί φυτεύει τόν ἐνθουσιασμό. Δίνει τό φρόνημα πού δέν τό ὑποπτεύομαι. Ξυπνᾶ μιά συνολική συνείδηση. Δέν παραδέρνω μόνος· μέσα στήν καταχνιά τῶν ἀπομονωμένων ὀνείρων μας ξεχωρίζει ἕνας ἀστερισμός γιά τά μάτια ὅλων μας· ταιριάζουμε τούς ἑαυτούς μας καί τούς δυναμώνουμε μέ θρησκεία κι ἀπό τίς πιό κυρίαρχες τοῦ κόσμου, πού τ΄ ὄνομά της εἶναι πατριδολατρεία. Ὁ Βαλαωρίτης. Προφήτης καί παιδαγωγός.

Μέσα στοῦ κόσμου τή γλυκειά, τήν ἄφθαρτη ἁρμονία
ποιά θέληση καί ποιά καρδιά, ποιά παντοδυναμία,
ἐσύ μπλέξε, ἐζευγάρωσε, τό σύμπλεγμα τοῦ ἀστρίτη,
τοῦ καταρράχτη τή βοή, τοῦ λύκου, τοῦ πετρίτη,
καί τοῦ ἀσφού τό ρυάσιμο μέ τό γλυκό τραγούδι
πού χύνει ἀπό τά στήθια του τό μαῦρο στεφανούδι;
Καί ποιός, καί ποιός, ἐπρόσταξε μέσα σ΄ αὐτή τήν πλάση
νά συναντιέται ἀδελφικά, χωρίς νά τή χαλάσει
τό περιστέρι, κι΄ ὁ χαμελιός κι΄ ὁ κρίνος,
φιλί καί ψυχομάχημα, χαμόγελο καί θρῆνος;

Ἰούνιος 1925, Λευκάδα.
Ὠδῆ γιά τόν Βαλαωρίτη, ἀπό τόν Παλαμᾶ:

Μέ φέρνει ὑψώνοντας ὁ γόης χορός τῶν ἐκατόν σου χρόνων,
ἐκεῖ ὅπου φλοῖσβος μουσικός γίνεται ὁ βόγγος τῶν ἀγώνων
στῶν ποθητῶν καί στῶν ἡρώων τούς παραδείσιους κήπους, ὅπου
δέ φτάνει ὁ πόνος καί ὁ δαρμός ὁ πολυτάραχος τοῦ ἀνθρώπου.
Στῶν ποιητῶν τούς οὐρανούς καί στῶν ἡρώων τούς παραδείσους,
πού ὅ,τι ἐρινύα εἶν΄ ἁρμονία, φιλί, ὅ,τι δάγκωμα τοῦ μίσους,
χαρά τῆς πρώτης νιότης μου, τοῦ Γένους ραψωδέ, προφήτη
μέ τήν ψυχή τοῦ ἀρματωλοῦ, σέ βλέπω ἐκεῖ Βαλαωρίτη...
Καί τώρα, ἐδῶ μέ τό χορό γυρνῶ τῶν ἐκατόν σου χρόνων
στήν ἀκριβή σου γῆ, πηγή καί τῶν ψαλμῶν σου καί τῶν πόνων·
τό χορό σέρνει ἡ Ἑλλάδα σου, νά στεφανώσει ἧρθε τ΄ ἀχνάρια
τοῦ διάβα σου στήν πέτρα αὐτή μ΄ ἄγρια καί βάγια καί θυμάρια.
Τραγουδιστή, ἀπ΄ τά ὕψη σου κι΄ ἐσύ θεία σου Μάννα εὐλόγα,
κάμε τη καί στό νυχτωμό καί μέσα στόν παραδαρμό της
ψηλά νά βλέπει, "ἐμπρός!" νά λέει, πάντα νά ἐλπίζει στό θεό της,
καί στήν καρδιά μας ἄναψε φωτιές ἀπ΄ τή δική σου φλόγα!



Πηγή: Ἀριστοτέλη Βαλαωρίτη, ΑΠΑΝΤΑ, έκδόσεις, Γ. ΜΕΡΜΗΓΚΑ

Φωτογραφία: Ἱστορικό ἀρχεῖο ἀπό τά 100 χρόνια τῆς γέννησης τοῦ ποιητή

Χρύσα Νικολοπούλου/Ἑλλήνων Φῶς

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *