ΧΕΙΜΑΡΡΑ

Δὲν τοὺς βαραίνει ὁ πόλεμος, ἀλλ' ἔγινε πνοή τους.
Σολωμὸς («Οἱ ἐλεύθεροι πολιορκημένοι»)

Ἂς ἄνθισαν οἱ μυγδαλιές, κι ἂς τὴν κρυφομηνᾶτε τὴν ἄνοιξη ἀπὸ τώρα μὲ τὰ γλυκοχαράματα καθὼς γοργοξυπνᾶτε, πουλάκια εἰρηνοφόρα.

Ἂς εἶναι μέσα μου ἡ καρδιὰ σκληρὰ σφιχτοδεμένη ἀπὸ ἕνα ρήγα πόνο ποὺ ἀπάνου σὲ χαλάσματα μαστόρεψε καὶ σταίνει τὸ μαῦρο του τὸ θρόνο.

Ἂς ἄνθισαν οἱ μυγδαλιές. Νά! Ὁ οὐρανὸς θολώνει, νά! τοῦ Φλεβάρη ἡ μπόρα σὲ φοβερίζει ἀτίναχτη μὲ τ' ὄψιμο τὸ χιόνι, πλάση λευκή, ἀνθοφόρα.

Ἄς κλαίει καὶ μέσα μου ἡ καρδιά. Κι ἀπὸ τὰ κλάματά της ἀθάνατο λουλούδι, τῆς μοναξιᾶς παρηγοριά, τῆς Χώρας παραστάτης, φυτρώνει τὸ Τραγούδι.

Τὲλος νὰ πῆρε ὁ πόλεμος; Ἂλλος δὲν εἶναι ἀγώνας; Ἑλλήνων ἱεροὶ λόχοι, γιὰ ὕπνο βαρὺ σᾶς δέχτηκε τῆς δόξας ὁ λιμώνας; Ἡ δάφνη ἀμάραντη; — Ὄχι!

Λαλούμενα ξενύχτηδων. Σωπᾶτε, χαροκόποι! — Ὦ σπαθωτὴ κιθάρα τυρταία, φόρεσε πύρινη, μπροστὰ στὴν κρύαν Εὐρώπη, κορώνα τὴ Χειμάρρα!

Κιθάρα μου, ἀνυπόταχτη ψυχή, οἱ καιροὶ καὶ οἱ τόποι πάντα ὑποταχτικοί σου, φῶς πάρε ἀπὸ τὸν Ὄλυμπο, νύχτα ἀπὸ τὴ Ροδόπη, καὶ λάμψε καὶ σκορπίσου.

Στὰ χειμαρριώτικα βουνὰ ροβόλα, τὰ τουφέκια τ' ἄγρια συντρόφεψέ τα, μὲ τῆς πατρίδας τὴν ψυχὴ καὶ μὲ τ' ἀστροπελέκια τὴν ἅγια γῆ χαιρέτα.

Γειά σας χαρά σας, Βασιλιὰ νικητή, Κυβερνήτη μὲ τὴν τρανὴ τὴ γνώμη! Θυσίας βωμός! Ἐκεῖ πετῶ. Φτερὰ μὲ πὰν πετρίτη, ἐμένα εἶν' ἄλλοι οἱ δρόμοι.

Στοὺς ξέγνοιαστους ἀλίμονο! Τοὺς πρέπει νὰ εἶναι δοῦλοι. στὸν ἄρπαγα, τρομάρα! Ἡ Ἑλλάδα ποῦ; Στὴν Ἤπειρο. Δόξα στὸ Κακοσούλι, Νίκη σ' ἐσέ, Χειμάρρα!

Τὰ Γιάννενα ὀνειρεύονται, ἡ Κρήτη ξαποσταίνει, βουβὴ ἡ Θεσσαλονίκη, ἡ Ἀθήνα ξεφαντώνει... Ποιὸς βογγάει σὰ νὰ πεθαίνῃ; — Χειμάρρα, ὁλόρθη! Οἱ λύκοι.

14 τοῦ Φλεβάρη 1914.



Πηγή: Κ. Παλαμᾶ, Ἅπαντα, Τόμος Ζ΄. Β΄ ΕΚΔΟΣΗ, ΜΠΙΡΗΣ
ΒΩΜΟΙ

Φωτογραφία: https://www.pronews.gr

Ἑλλήνων Φῶς

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *