ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ ΤΗΣ ΚΛΕΙΣΟΒΑΣ

Μάχη της Κλείσοβας

ΑΠΟ ΕΝΑ ΑΓΝΩΣΤΟ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΤΙΚΟ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΟ

«Κλείσοβα, ὅποιος κράζει, Νίκη
ὁ ἀντίλαλος θὰ πῆ.»
Κ. ΠΑΛΑΜΑΣ

I. ΓΕΝΙΚΑ

Ἀπὸ τὸ σύμπλεγμα τῶν νησίδων τῆς λιμνοθάλασσας τοῦ Μεσολογγιοῦ, ποὺ τὸ ἀποτελοῦν τὰ νησάκια τοῦ Βασιλαδιοῦ, τῆς Θολῆς, τῆς Κλείσοβας, τῆς Μαρμαροῦς, τῆς Μολόχας, τοῦ Ντολμᾶ, τοῦ Προκοπάνιστου, τῆς Πλώσταινας, τοῦ Σχοινιᾶ καὶ ποὺ καθένα τους ἔγραψαν καὶ μιὰ ξεχωριστὴ σελίδα στὴν ἑξάχρονη πάλη τῆς Ἱερᾶς Πολιτείας, τὸ γνωστότερο εἶναι ἡ Κλείσοβα. Μικρή, μικροσκοπικὴ καλύτερα, εἶναι ἡ περιφέρειά της μὲ τὸ ναΰδριο τῆς Ἁγίας Τριάδας πάνω της καὶ γι' αὐτὸ ὁ αὐτοδίδακτος ἐκεῖνος γλωσσολόγος Μένος Φιλήντας θέλει τὸ τοπωνύμιο τούρκικο, στὴν ἔννοια τοῦ: κάμπος τῆς ἐκκλησιᾶς.

Τὴν Κλείσοβα, ὅσοι δὲν τὴν γνώρισαν ἀκόμα ἀπὸ αὐτοψία, τὴν ἔχουν μάθει κιόλας ἀπὸ τὴν ἱστορία καὶ τὴν ποίηση, τὴ δημοτικὴ καὶ τὴν ἔντεχνη. «Τὸ ἐνδοξότερο μνημεῖο τῆς νέας μας ἱστορίας», τὴν ὀνομάζει ὁ Παλαμᾶς. «Εἶναι -λέει- τὸ νησάκι τῆς θαλασσολίμνης τοῦ Μεσολογγίου, ποὺ ὅταν πολιορκοῦσαν τὸ Μεσολόγγι «Τούρκοι», κερδίσανε τὴ λαμπρότερή τους νίκη, βοηθημένοι ἀπὸ τοὺς Σουλιῶτες, λίγοι Μεσολογγίτες, τὴ νίκη ποὺ τὴν τραγούδησε ὁ Ζαλοκώστας».

Οἱ χρονογράφοι τῶν ἀγώνων τοῦ Μεσολογγιοῦ στὸ Εἰκοσιένα μὲ τὰ γραπτά τους, ποὺ μᾶς ἄφησαν, ἔκαμαν πολὺ γνωστὴ τὴν ἀνήμερα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τοῦ 1826 φονικώτατη μάχη της, κερδισμένη μὲ ἕνα ὑποτυπῶδες πρόχωμα μὲ στημένα γύρω του τέσσερα πυροβόλα καὶ μὲ ἑκατὸν εἴκοσι ἄντρες γιὰ φρουρά της. Ὁ Ἀρτέμιος Μῖχος, ὁ Σπυρομίλιος, ὁ Νικόλαος Μακρῆς καὶ πάνω ἀπὸ ὅλους ὁ πληροφοριακώτερός τους Νικόλαος Κασομούλης ἀπαθανάτισαν τὶς λεπτομέρειές της καὶ ἀπέδωσαν τὸ δίκαιο ἔπαινο στὴν ὀλιγάριθμη φρουρὰ τοῦ λιμνοθαλασσίτικου νησιοῦ, ποὺ τὴν ἐμψύχωνε στὶς πρῶτες κρίσιμες ὧρες τῆς ἐφόδου ὁ Κραβαρίτης ὑποσωματάρχης της Πάνος Σωτηρόπουλος. -«εἰς τοῦτον ἀνήκει ἀποκλειστικῶς τὸ ἐπώνυμον Ἥρως τῆς Κλείσοβας» κατὰ τὸν Ἀρτέμιο Μἶχο- καὶ ἀργότερα προστέθηκε καὶ ὁ λεοντόθυμος Σουλιώτης Κῖτσος Τζαβέλας.

Ὅμως στὸ ἱστορικὸ ἐκεῖνο ἐκκλησάκι τῆς Ἁγιὰ-Τριάδας, «πὤφαγε τὴν Ἀραπιά», μᾶς μεταφέρει μὲ τὸ ἴδιο ἐνδιαφέρον καὶ ἕνα παλαιὸ καὶ ἄγνωστο πολυσέλιδο χειρόγραφο χρονικό, ποὺ σὲ ὁμοιότυπα ἀντίτυπα κυκλοφορεῖ σήμερα σὲ κάμποσα Μεσολογγίτικα χέρια. Τίτλος του: «Εἰκόνες ἀπὸ τὸ Μεσολόγγι». Ὑπότιτλός του: «Κλείσοβα». Χρονολογία τοῦ χρονικοῦ ἀνύπαρκτη, καθὼς ἀσημείωτο εἶναι καὶ τὸ ὄνομα τοῦ συντάκτου του. Ἔνδειξή του μοναδικὴ τούτη ἡ παράγραφος: «Ταῦτα εἶναι παρμένα κατὰ τὸ ἔτος 1875 ἀπὸ τοῦ στόματος τοῦ δράσαντος εἰς τὴν ἡρωϊκὴν αὐτὴν ἐποποιΐαν Πέτρου Κουκουρέμπα. Ἐγὼ δὲ τότε ἤμην δεκαετὴς τὴν ἡλικίαν». Ποιὸς ὅμως ἦταν αὐτὸς καὶ πότε κάθησε νὰ γράψῃ, ὅσα στὰ 1875 «δεκαετὴς τὴν ἡλικίαν» εἶχε ἀκούσει ἀπὸ τὸν Κουκουρέμπα, δὲν τὰ ξέρομε. Ὡστόσο ἡ ἄγνοια τῶν δευτερευόντων αὐτῶν στοιχείων δὲν πρέπει νὰ μᾶς ἐμποδίσῃ ἀπὸ τοῦ νὰ ἀνακοινώσωμε, μὲ τὴν ἀφορμὴ τῆς ἐφετεινῆς ἑκατοστῆς τριακοστῆς τρίτης ἐπετείου τῆς μάχης ἐκείνης, μερικὲς χαρακτηριστικὲς σελίδες τοῦ χρονικοῦ, ἄγνωστες μέχρι σήμερα καὶ μὴ ἀναφερόμενες ἀπὸ τοὺς ἄλλους δημοσιευμένους χρονογράφους.

Ἡ ἀδιαφορία τῶν λίγων ὑπερασπιστῶν τῆς Κλείσοβας μπρὸς στὸ μόνιμο κίνδυνο, ἡ προετοιμασία τοῦ γλεντιοῦ τους γιὰ τὴ μεγάλη ἡμέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου, τὸ θαῦμα τῆς Ἁγιὰ-Τριάδας, ὁ ἐνθουσιασμὸς τῶν μαχητῶν, ὁ θάνατος ἑνὸς γενναίου, ἡ μεγαθυμία τῶν νικητῶν ἀπέναντι τοῦ πανικόβλητου ἐχθροῦ, οἱ ἡρωϊσμοὶ μέσα στὴ ρηχὴ λιμνοθάλασσα -ἀποσπάσματα, ποὺ ξεχωρίσαμε ἀπὸ τὶς σελίδες τοῦ χρονικοῦ σὰν πιὸ ἐνδιαφέροντα- μὰς δίνονται μὲ ἕναν τρόπο λίγο μέν, ἀλλὰ ζωηρὸ καὶ παραστατικώτατο. Βέβαια εἶναι κρῖμα, ποὺ ὁ ἄγνωστος συντάκτης του δὲν ἀποτύπωσε σ' αὐτὸ αὐτούσια τὴ φωνὴ τῶν ἀφηγητῶν, ὅμως καὶ κάτω ἀπὸ τὸ ἐπίσημο ὕφος του δὲν χάθηκε ἐντελῶς τὸ λαϊκὸ χρῶμα τῶν ἁπλοϊκῶν καὶ ντόμπρων ἐκείνων ἀγωνιστῶν, ἰδίως στὰ διαλογικὰ μέρη τοῦ χειρογράφου.

II. ΛΙΓΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ

«Εἶναι ἡ 25η Μαρτίου, ἡμέρα, ἡ ὁποία ἑορτάζεται παρ' ὅλων τῶν Ἑλλήνων μετὰ διπλῆς χαρᾶς. Διὸ τὰ παλληκάρια τῆς φρουρᾶς τῆς Κλεισόβης, ἰδίως τὰ ἔχοντα οἰκογενείας ἐν τῷ Μεσολογγίῳ, ἐζήτησαν ἄδειαν εἰκοσιτασσάρων ὡρῶν, ἵνα ἐξέλθουν πρὸς ἁλιείαν, νὰ μαζεύσουν, ἐὰν εὕρουν, χόρτα καὶ ξύλα εἰς τὰ πέριξ νησίδια καὶ, ὡς συνηθίζουν, νὰ συνεορτάσουν μετὰ τῶν οἰκογενειῶν των. Ὁ καπετάνιος ἐπέτρεψεν εἰς τοὺς μισοὺς, κρατήσας τοὺς λοιποὺς «γιὰ καλὸ καὶ γιὰ κακὸ», ὡς εἶπε. Καὶ πρόσθεσε μονολογῶν:

- Δὲν βαρυέσαι! Μποροῦν αὐτὰ τὰ βρωμόσκυλα νὰ πατήσουν τὸ βοῦρκο μας;

Καὶ στραφεὶς διέταξε τὸν ὑποτακτικό του Ντῖνον Σελῖβον νὰ σφάξῃ τὴν στέρφαν γίδαν λέγων:

- Ἐγὼ καὶ τὰ παλληκάρια μου θὰ τὸ σκούξουμε ἀπόψε καὶ μακάρι νὰ ρθοῦν. Μὲ τὴ βοήθεια τῆς Ἁγιὰ-Τριάδας θὰ τοὺς συγυρίσουμε, σὰν κάμουν ἀπόφαση νὰ κοπιάσουν. Ἄς ἔχῃ μονάχα τὴν εὐχή της ὁ κουμπάρος μου ὁ Γεράσιμος Βόντας, ποὺ μαζὶ μὲ τὴ στέρφα καὶ μιὰ δαμιζάνα κρασί, μοὔστειλε καὶ μιὰ μπουκάλα λάδι καὶ θὰ καῖνε τὰ καντήλια ἴσαμε αὔριο ἀκοίμητα».

Μετὰ τὴν παραγγελίαν του αὐτὴ στραφεὶς πρὸς τὴν Τουρλίδα, ὅπου ἠγκυροβόλει ὁ στόλος τοῦ Ἰμπραήμ, σηκώσας ἀμφοτέρας τὰς χεῖρας του ἔδωσε δύο μοῦντζες λέγων:

- «Νά, χαλντούπηδες! Δόξα νἄχῃ ἡ Ἁγιὰ-Τριάδα, ποὺ μοὔφερε νὰ φάω ἐγὼ καὶ τὰ παλληκάρια μου τὴ σημερινὴ ἡμέρα».

*
**

«Τὴν ὥραν, ποὺ ἡ ἡμέρα ἀγκαλιάζεται μὲ τὴν νύκτα, ἡ στέρφα γυρίζει εἰς τὴν σούβλαν. Ἀλλ' ἡ φωτιὰ δὲν λέγει νὰ τὴν ἐπηρεάσῃ καὶ εἰς παρατήρησιν τοῦ Σταύρου Μπούρμπαχτη ὁ Σελῖβος προβάλλει τὴν ἔλλειψιν ἀρκετῶν ξύλων. Διὸ ὁ παριστάμενος κατ' ἐκείνην τὴν στιγμὴν Σπῦρος Καλησπέρης παρουσιάζεται μετ' ὀλίγον φέρων ἐπὶ τοῦ ὤμου του πελώριον κλάδον δένδρου, τὸν ὁποῖον εἶχεν ἀφαιρέσει ἀπὸ τὰ στηρίγματα τῆς καλύβης του, καὶ προσδίδων τοῦτον εἰς τὸν Σελῖβον λέγει:

- Πάρε, μωρὲ Ντῖνο, γιατὶ λιγώθηκα ἀπ' τὴ μυρουδιά!

Εἰς δὲ τὰς παρατηρήσεις τῶν παρισταμένων ἀπαντᾶ:

- Ἔχω τόσα χρόνια νὰ φάω σφαχτὸ καὶ τώρα, ποὺ μοῦ τὤφερε ἡ χάρη της -καὶ ἔκαμε τὸ σημεῖον τοῦ σταυροῦ, στρεφόμενος πρὸς τὴν ἐκκλησία- νὰ τὸ φάω ἄψητο;

Καὶ μὲ τὴν ἀπάντησιν αὐτὴν πλησιάσας τὸν Σελῖβον τοῦ ψιθυρίζει εἰς τὸ αὐτί του:

- Ἔμαθα ὅτι θὰ κάνουμε ἔξοδο. Τί λέει ὁ καπετάνιος;

- Κάτι ἔμαθα κι' ἐγὼ· μὴ λὲς ὅμως τίποτε, ἀπήντησεν ὁ Σελῖβος. Καὶ εἰς τὴν ἀπάντησίν του αὐτὴν οἱ πολλοὶ ἐκ τῶν παρόντων συνεπλήρωσαν ὅτι γνωρίζουν περὶ τίνος ὡμίλησε μὲ μυστικότητα ὁ Καλησπέρης. Τότε ὁ Σελῖβος μετὰ σοβαρότητος εἶπεν ἀποτεινόμενος εἰς ὅλους:

- Ὅ,τι ξέρει ὁ καθένας ἄς τὸ φυλάξῃ γιὰ τὸν ἑαυτό του· μόνο πιάστε καὶ λιανίστε τὸ ξύλο νὰ τὸ βάλουμε στὴ φωτιά, γιατὶ θὰ παιδευόμαστε ἐδῶ ὡς τὰ μεσάνυχτα καὶ δὲν θὰ βρίσκουμε τὸ στόμα μας νὰ φᾶμε· καὶ πῶς θὰ τὸ λιανίσω τὸ ψητὸ ὕστερα;

Ἔλαβεν ὅμως ἀμέσως τὴν ἀπάντησιν ἀπὸ τὸν παριστάμενον Γεράσιμον Μπούρμπαχην:

- Ὅσο γι' αὐτὸ μὴ σὲ γνοιάζῃ. Ἄς εἶναι καλὰ ὁ κουμπάρος τοῦ καπετάνιου, ποὔστειλε τὸ λάδι. Ἡ ἐκκλησία ἔχει ἀπόψε φωτοχυσιά, ὅλα τὰ καντήλια της ἀναμμένα τἄχει!»

*
**

«Ἐντὸς τῆς ἐκκλησίας τὰ παλληκάρια πέφτουν εἰς κέφι ἐν πλήρει ἀταραξίᾳ· ἤδη ἠγέρθησαν διὰ χορὸν, ὅτε ἀκούγεται ἡ φωνὴ τοῦ καπετάνιου:

- Ἔ, Στασινέ! Σὰν πολὺ στρογγυλόκατσες ἐδῶ μέσα. Ρίξε καὶ μιὰ ματιὰ ὄξω!

Ὁ Στασινὸς ντροπιασμένος ἔσπευσε πρὸς τὴν θύραν, ἐνῷ ἕτερος τῶν παρακαθημένων λέγει:

- Ἔννοια σου, καπετάνιε μου, καὶ δὲν βαστάει ἡ περδικούλα κανενοῦ Γουρνομύτη νὰ παρατήσῃ τὸ βοῦρκο μας. Ἕτερος δὲ παρακαθήμενος προσέθεσε μὲ στόμφον:

- Μακάρι νὰ τοὺς φωτίσῃ ὁ Θεός! Νὰ λαλήσῃ τ' ἀηδονάκι μου, πὤχω τόσον καιρὸ νὰ τ' ἀκούσω...

Τὴν συνέχισιν τῶν συνομιλιῶν αὐτῶν διέκοψεν ἡ ἐπιστροφὴ τοῦ Στασινοῦ, ὅστις κάτωχρος καὶ μὲ τὴν δεξιὰν κρατῶν τὸν πώγωνά του καὶ μὲ τὴν ἀριστερὰν τὸ καριοφύλλι του, λέγει τρομαγμένος πρὸς τὸν καπετάνιον του:

- Χαθήκαμε, καπετάνιο μου! Τὸ πέλαγο γιόμωσε μαυρίλα ἀπὸ Ἀραπάδες! Ἦτο ἀκριβῶς ἡ στιγμή, καθ' ἥν ὁ καπετάνιος, κρατῶν τὸ ποτήρι του, εἶχεν ἐγερθῇ, ἵνα σύρῃ τὸν χορόν· ἀλλὰ ἰδὼν τὴν κάτωχρον ὄψιν τοῦ Στασινοῦ ἐπέταξε μετὰ θυμοῦ τὸ ποτήρι, τὸ ὁποῖον ἐκράτει, ὑψηλά. Ἀλλ' αὐτό, τιναχθὲν ἐκόλλησε, σχηματίσαν βεντούζαν ἐπὶ τῆς ὀροφῆς τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ ἀκριβῶς εἰς τὸ τμῆμα, ὅπερ ἦτο ἐζωγραφημένον εἰς τὸ μέσον τῆς ὀροφῆς τῆς ἐκκλησίας. Τοῦ φαινομένου τούτου ἐπωφεληθεὶς ὁ καπετάνιος ἐφώναξε πρὸς τὰ παλληκάρια του:

- Παιδιά, μὴν κιοτέψῃ κανείς! Κυττάξτε τὸ θαῦμα τῆς Ἁγιὰ-Τριάδας. Αὐτὴ θὰ μᾶς βοηθήσῃ. Κουράγιο καὶ ὅσοι κι' ἄν εἶναι θὰ τοὺς φᾶμε!»

*
**

«Εἰς τὸ στρατόπεδον τῶν ἐπιτεθεμένων οἰμωγαὶ καὶ δαρμοὶ καὶ πτώματα ἔχουν κατακλύσει τὰ πέριξ τῆς νήσου, μεταβαλόντα αὐτὰ εἰς ἀνθρωπομάζευμα φρενοβλαβῶν. Ὁ Στασινὸς ἐνθουσιασθεὶς ἐκ τοῦ αἰσίου τούτου φαινομένου λέγει πρὸς τὸν καπετάνιον:

- Καπετάνιε, ὅταν φτάσουν οἱ Μεσολογγῖτες, δὲν τοὺς θέλουμε. Φτάνουμε γι' αὐτὰ τὰ σκυλοτόμαρα ἐμεῖς. Μονάχοι μας θὰ τοὺς διώξουμε!»

*
**

«Παρὰ τὸ πλευρὸν τοῦ καπετάνιου μάχεται τὸ ἀτρόμητον παλληκάρι· Ντῖνος Σελῖβος. Μίαν στιγμὴν ἐμπήγεται εἰς τὸ στῆθος του ἐχθρικὸν χαρμπί, ἀλλὰ ταυτοχρόνως καὶ ὁ Σελῖβος ἔχει ἀποκόψει τὸν λαιμὸν τοῦ Τούρκου, ὅστις πίπτων ἐγκατέλειψε τὸ χαρμπί του εἰς τὸ στῆθος τοῦ Σελίβου. Οὗτος κλονιζόμενος ἐπεχείρησε ν' ἀποσύρῃ τὸ χαρμπὶ ἐκ τοῦ στήθους του, ἀλλ' αἴφνης μεταβάλλεται καὶ πάλιν εἰς γίγαντα καὶ ἀνασύρας ἐκ τοῦ σώματός του τὸ χαρμπὶ τὸ ἐμπηγνύει ἐκ τῶν νώτων εἰς τὴν καρδίαν Τούρκου, ὅστις ὀλισθήσας ἐν τῇ πύλῃ εἶχε φθάσει εἰς τὰ νῶτα τοῦ καπετάνιου καὶ ὕψωνε τὸ γιαταγάνι του, ἵνα τὸ καταφέρῃ κατὰ τῆς κεφαλῆς του. Ὁ Τοῦρκος ἀκαριαίως ἔπεσε μετὰ γδούπου ἄπνους καὶ ἐπ' αὐτοῦ τὸ πτῶμα τοῦ Σελίβου, τοῦ ὁποίου τὸ τραῦμα, ἅμα τῇ ἀποσπάσει τοῦ χαρμπιοῦ, ἐσχημάτισεν θανάσιμον πίδακα αἵματος, ὅστις ἔβαψε τὸ μανίκι καὶ μέρος τῆς φουστανέλλας τοῦ καπετάνιου.»

*
**

«Ἡ ὄψις τῆς θαλάσσης ἐκ τοῦ ἐχθρικοῦ αἵματος ἔχει μεταβληθῇ εἰς ἐρυθρὰν καὶ συναίσθημα οἴκτου προκαλεῖ εἰς τοὺς νικητὰς Ἕλληνας. Παρουσιάσθησαν διῶκται Ἕλληνες, καμφθέντες ἐκ τοῦ χυνομένου ἄνευ οὐδεμιᾶς ἀντιστάσεως ἀφθόνου αἵματος, οἵτινες ηὐκόλυναν Τούρκους εἰς φυγήν, ὡς π.χ. ὁ Στέφος Μοῦλος, ὁ ὁποῖος παραλαβὼν ἐπὶ τῆς γαΐτας του δύο Ἄραβας τοὺς μετάφερε καὶ ἀπέλυσεν εἰς ἀσφαλὲς μέρος, ἵνα ἐκεῖθεν διαπεραιωθοῦν σῶοι εἰς τὸ στρατόπεδόν των!»

*
**

«Ὁ Πάνος Σγουρδέλης, ἀνήκων εἰς τοὺς ἐθελοντικῶς μετὰ τὴν ἐκδήλωσιν τῆς ἐπιθέσεως προσελθόντας Μεσολογγίτας, καταδιώκων ἀξιωματικὸν Ἄραβα ἐντὸς τῆς λιμνοθαλάσσης ἐπλησίασε πολὺ εἰς τὴν ἀκτὴν τῆς Τουρλίδος, ὁπόθεν βόμβα ἐχθρικὴ ριφθεῖσα ἐπέτυχε τὴν κορίταν του (μονόξυλο), τὴν ὁποίαν καὶ ἐθρυμμάτισεν, ἀλλὰ καὶ τὸν Σγουρδέλην ἐτραυμάτισε θανασίμως. Ὁ φίλος του ὅμως Ἀθανάσιος Ἀλέξας, ὅστις ἀκολουθῶν αὐτὸν προσεπάθει διὰ τῆς φωνῆς του νὰ τὸν ἐμποδίσῃ τῆς περαιτέρω διώξεως, ἰδὼν δὲ αὐτὸν τραυματιζόμενον ριφθεὶς εἰς τὴν θάλασσαν, παραβλέπων πάντα κίνδυνον, παρέλαβε τὸν Σγουρδέλην καὶ τὸν διεκόμισεν ὑπὸ χάλαζαν σφαιρῶν, τοποθετήσας αὐτὸν ἐντὸς τῆς γαΐτας του, ἐν σπουδῇ εἰς τὸ Μεσολόγγιον, ἀλλὰ κατὰ τὸν πλοῦν ἐξέπνευσε.»

*
**

«Αἱ ἀπώλειαι εἰς τὴν μάχην τῆς Κλεισόβης ἦσαν τραυματίαι μὲν οἱ: Ντάνος, Βορύλας, Τρικούπης, Πάργας, Χατζημέρης, Καπράλος καὶ Μανίσης· φονευθέντες δὲ, πλὴν τοῦ Ντίνου Σελίβου οἱ: Νώντας Γεωργάκης, Βαγγέλης Μπαμπιώτης καὶ ὁ γιγαντόσωμος Γεράσιμος Μπούρμπαχης.»

*
**

«Κατὰ τὴν ἡρωϊκὴν μετ' ὀλίγας ἑβδομάδας ἔξοδον τοῦ Μεσολογγίου, ἥτις διὰ τῆς αἴγλης της ἐκάλυψε τὰ πάντα, τὰ πλεῖστα τῶν παλληκαριῶν, τὰ ὁποῖα ἔλαβον μέρος εἰς τὴν ἡρωϊκὴν ἐκείνην ἄμυναν τῆς Κλεισόβης, ἐφονεύθησαν. Μεταξὺ τῶν ὀλίγων διασωθέντων συγκαταλέγεται ὁ Χρῆστος Καπράλος, ὅστις, τραυματισθεὶς σοβαρῶς ἐν τῇ ἀμύνῃ τῆς νησίδος καὶ ἀνάπηρος ὤν μέχρι τῆς ἑσπέρας τῆς ἐξόδου, συνελήφθη ὑπὸ τῶν Τούρκων αἰχμάλωτος ἐν τῇ πόλει, μετὰ τὴν ἀποτυχίαν τῆς ἐξόδου καὶ τὴν εἴσοδον τούτων ἐν Μεσολογγίῳ, διακομισθεὶς τραυματίας ἐν Πρέβεζαν, ὁπόθεν ἀπελευθερωθεὶς διὰ λύτρων ἐπέστρεψε χωλὸς εἰς τὰ ἴδια μετὰ τριετίαν, ἐπιζήσας μέχρι τοῦ 1874.

Ἐπέζησεν ἐπίσης ὁ Πέτρος Κουκουρέμπας, ὅστις φέρων δύο τραύματα, τὸ ἕν εἰς τὸ στῆθος σοβαρὸν καὶ τὸ ἕτερον εἰς τὸν ἀριστερὸν βραχίονα ἐπιπόλαιον, κατόρθωσε νὰ φθάσῃ εἰς θέσιν «Γιατράκου» τὴν ἑπομένην τῆς ἐξόδου, ἔνθα ἐνοσηλεύθη ἐπ' ἀρκετὸν χρόνον κρυπτόμενος. Μετὰ τὴν ἀπελευθέρωσιν τῆς Ἑλλάδος ἐπανελθὼν εἰς τὸ Μεσολόγγιον ἔζησεν ἐπὶ μακρὸν χρόνον καὶ πέραν τοῦ 1875.»

*
**

Τελειώνομε ἐδῶ τὴν ἀνακοίνωση τῶν ὅσων νομίσαμε χρήσιμο νὰ ρθοῦν στὸ φῶς στοιχείων ἀπὸ τὸ ἀδημοσίευτο χρονικὸ τῆς μάχης τῆς Κλείσοβας. Στὴν ἀλήθεια τους μποροῦμε νὰ εἴμαστε βέβαιοι. Ὁ συντάκτης του δυὸ τοὐλάχιστον φορὲς βεβαιώνει πὼς πῆρε τὶς πληροφορίες αὐτὲς ἀπὸ πηγὴ αὐθεντικώτατη, τὸν ἀγωνιστὴ τῆς Κλείσοβας Πέτρο Κουκουρέμπα, καὶ τὶς ἐπαλήθεψε καὶ ἀπὸ δεύτερο συμπολεμιστή, τὸν Χρῆστο Καπράλο, «εἰς τὰς ὁποίας ἀμφότεροι εἶναι τελείως σύμφωνοι».

ΣΗΜ. Ἡ Ἁγιὰ-Τριάδα τῆς Κλείσοβας διασώζει στὸ τέμπλο της μιὰ μεταγενέστερη εἰκόνα, διπλοῦ ἱστορικοῦ ἐνδιαφέροντος. Κατὰ τὴν ἐπιγραφική της ἔνδειξη εἶναι ἔργο τοῦ Ἀρχιδιακόνου Ἀνθίμου Λιάπη τοῦ Ἐφεσιομάγνητος στὰ 1875 καὶ ἀφιέρωμα τοῦ τότε Γυμνασιακοῦ ἀπόφοιτου Κωστῆ Παλαμᾶ.

Κ. Σ. ΚΩΝΣΤΑΣ



Πηγή: «Νέα Εστία» τχ. 761, 1959
Φωτογραφία: Ἰωάννα Ξέρα

Ἑλληνων Φῶς

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *