ΔΙΣΤΟΜΟ

Σφαγή τοῦ Διστόμου

Διαβάζοντας τὸ «Χρονικὸ» τοῦ Τάκη Λάππα
γιὰ τὴ σφαγὴ τοῦ Διστόμου ηὗρα τόση
στὴν καρδιὰ τοῦ Γερμανοῦ ὠμὴ ἀγριάδα,
ποὺ ξάφνου καὶ ἡ δική μου εἶχε πετρώσει.

Ἕνα δάκρυ δὲν μοῦ κύλησε ἀπ' τὰ μάτια.
Πέτρωσε ὁ πόνος μέσα μου καὶ ἡ φρίκη.
Τόσο λοιπὸν οἱ ἄνθρωποι ἀπάνθρωποι εἶναι,
ὅσο δὲν εἶναι τὰ τσακάλια μήτε οἱ λύκοι;

Μὰ νά ποὺ ἕνας καλὸς πονόψυχος στρατιώτης
καὶ καθόλου τῆς πατρίδας του προδότης,
μὲ χέρι στοργικὸ χαϊδεύει ἕνα παιδάκι
στὸ χλωμὸ φοβισμένο κεφαλάκι.

Σὰν τῆς Εἰρήνης τὸ ἄσπρο περιστέρι,
στὴ φοβερή, τὴν ἄγριαν ὥρα τῆς σφαγῆς,
ἦρθε, θαρρεῖς, τὴν ἀνθρωπιὰ νὰ ξαναφέρει.
Γνέθει «σιωπή...» καὶ δείχνει μὲ τὸ χέρι
οἱ μελλοθάνατοι νὰ πέσουν καταγῆς.

Καὶ τότε ἀδειάζει τὸ ὅπλο του ὅλο στὸν ἀγέρα,
καὶ γιὰ νὰ πάρει μαζί του τὴ φοβέρα
βγαίνει ἀστραπὴ στὸ δρόμο καὶ τὴν πόρτα κλεῖ,
καὶ σκοτώνει στὴν πόρτα ἀπέξω ἕνα σκυλί.
Σημάδι πὼς τὰ πάντα ἐγίνηκαν μὲ τάξη.

Πῶς μπορεῖ τὴν καρδιὰ νὰ μὴ σπαράξει
ἡ πράξη αὐτὴ τῆς ἀνθρωπιᾶς καὶ τοῦ ἐλέους,
ποὺ βγαίνει μόνο ἀπ' τοὺς καλοὺς καὶ ἀπ' τοὺς γενναίους;

Οἱ μαῦροι ἐθαμποφέξανε οὐρανοί.
Ἕνα βεργὶ κερὶ φωτάει, θαρρεῖς τὰ σκότη.
Ποτάμι ἔτρεξαν τῶν δακρύων μου οἱ κρουνοί,
γιὰ τὴν τόση καλωσύνη τοῦ στρατιώτη,
ποὺ γιὰ μάρτυρές της ἄφησε στὴ γῆ
ἀπομεινάρια ἀπὸ τὴν ἄγρια τὴ σφαγή.

ΔΙΑΛΕΧΤΗ ΖΕΥΓΩΛΗ - ΓΛΕΖΟΥ



Πηγή: «Νέα Ἑστία» τχ. 1008, 1969
Ἑλληνων Φῶς

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *