Η ΔΟΞΑ ΣΤΟ ΜΙΣΟΛΟΓΓΙ

Έξοδος του Μεσολογγίου

(1826-1926)

Στ' ἁλατόσπαρτα ζῆς ἀφρολουλούδια,
Γῆ, σὰ νιόβγαλτη ἀπὸ τὰ σταλωμένα
σπλάχνα τῆς ρηχοθάλασσας ποὺ τρέφει
πλούσια τὰ ψάρια.

Καὶ γίνονται καθρέφτες τὰ ἱλαρά σου
νερά, ὡραιότερα μέσα τους νὰ βλέπουν
λιγερές, ἡλιογέρματα, φεγγάρια,
τὰ πρόσωπά τους.

Οἱ πρυές σου, βραδιανὲς ψαρεῦτρες, κάνουν
τὴ λίμνη σου στερέωμα νυχτοπλάνο·
στὰ πανιὰ σου ὁ μαΐστρος σου λαχτάρα
καὶ στὰ παιδιά σου.

Ἡ ἐλιά σου, κι ἄς τὴ λάβωσε τοῦ Ἀράπη
τὸ τσεκούρι, γιὰ σὲ καρπερὴ πάντα,
περήφανη κ' ἡ ποὺ ἔγινε ψωμί σου
φτωχὴ ἁρμυρήθρα.

Θαλασσινῶν, γραμματικῶν, κουρσάρων,
Γῆ, φωλιὰ ἐσύ, χωσιά, πνοή, πατρίδα,
καὶ μὲ τοῦ Ἀφρικανοῦ καὶ μὲ τοῦ Φράγκου
τὰ περιγιάλια

γνωρισμένη πελαγοταξιδεύτρα,
ὕστερα μέσα στὴ νυχτιὰ τοῦ σκλάβου
γελασμένη ἀπ' τὸ Μόσκοβο, ἀπ' τὸν Τοῦρκο
φωτοκαμένη,

μὲ τὸ λαμπύρισμά σου φουντωμένο,
Γῆ, ματιὰ στὸ περπάτημα τοῦ Γένους,
ἔξαφνα πῶς ξανοίγεσαι κορώνα
τοῦ ρήγα Ἀγώνα!

Ὁ Ζυγὸς καὶ ἡ Βαράσοβα καὶ οἱ βίγλες
κορφὲς μακριάθε ποὺ σὲ παραστέκουν·
τὰ βουνὰ τὰ ψηλὰ νὰ εἰποῦν ταιριάζει,
Γῆ, τὴν ἀντρειά σου.

Νὰ εἰποῦν τὸ φράχτη σου ἄπαρτο, τὶς τάπιες
σου ἑφτάψυχες, τὰ καλύβια σου κάστρα,
τὶς ταπεινές σου πασάρες, ἁρμάδες
ποὺ δὲν ψηφοῦσαν,

νὰ εἰποῦν πὼς κράχτες σου εἶχες τὰ λαγούμια,
τὶς γυναῖκες σου, ἀντρῶν ἄρματα ζωσμένες,
τῆς Λευτεριᾶς, μέσ' στῶν παιδιῶν τὰ χέρια
τὶς πέτρες σου, ὅπλα,

τὴν Κλείσοβα ποὺ ἀνάστησε τὸ Σούλι,
πρωτοστάτες ἀγγέλους σου τοὺς ξένους,
τοὺς ψαράδες σου ἀπόστολους γραμμένους
γιὰ νέα Βαγγέλια!

Γῆ μοιρόγραφτη, πᾶνε ἑκατὸ χρόνια.
Πῶς τὴ δαρμένη κράτησες Ἑλλάδα
στὸ λιγισμένο τὸ κορμί σου ἀπάνου,
Γῆ στοιχειωμένη,

καὶ καθὼς μὲ τὸ βάρος της βροντώντας
ἔπεσες, πῶς ὑψώθηκες νὰ πάρῃς
τὸ φύσημά σου καὶ τὸ ἀνάσασμά σου
στοὺς οὐρανούς μου!

*

Προτοῦ σταθῶ σ' ἐσέ, στοῦ νησιοῦ μου, ἔρμου,
στάθηκα τὴν ὁλόμαυρη τὴ ράχη
μὲ λίγα της χορτάρια ἀπ' τὴν ἐρμιά του
στεφανωμένη.

Μὰ τ' ἀστραπόβροντο ὅταν τοῦ χαμοῦ σου
τοῦ ἀπίστευτου μὲ τράβηξε σ' ἐσένα,
ὅπου ἔστεκες, ἐρμιᾶς οὔτε μαυράδια,
μήτε χορτάρια.

Σημάδι σου κανένα. Σὰν νὰ σ' εἶχεν
ἀλλοῦ μυστικὴ ἀνάληψη καλέσει,
πέρα ὡς πέρα, παντοῦ, στὰ χώματά σου
φῶς, φῶς, πλημμύρα!

Ἀπὸ τὸ φῶς αὐτὸ στοῦ κοντυλιοῦ μου
τὴν ἄκρη πῆρα κ' ἔσκυψα νὰ γράψω,
χάραξα ἕν' ὄνομα, εἶπα στοὺς αἰῶνες,
ΤΟ ΜΙΣΟΛΟΓΓΙ!

*

Μοῦσα τῶν τραγουδιῶν! Ὤ! τὰ βλαστάρια
τ' ἄγρια στοὺς κάμπους καὶ στὰ καταρράχια!
Σκλαβιὰ καὶ ἀρρώστια ἀγνάντια τους τῆς χώρας
τὰ περιβόλια.

Μοῦσα τῶν τραγουδιῶν! Τὰ νέα κορμιά του
ἡ ἀρχαία ψυχὴ τ' ἀνάβει τῶν Ὁμήρων,
σὰν πρόσωπα εἶναι, ζοῦν, τρεμοσαλεύουν,
εἶναι σὰ χέρια·

Μοῦσα τῶν Πανελλήνων, ταιριασμένη
μὲ τοῦ σοφοῦ ρυθμοῦ τὸ βῆμα, γίνε
ψαλμὸς ἐσὺ στὴν ἑκατοχρονήτρα
τῆς Γῆς μου χάρη·

Ψάλε πάλι: «Καημένο Μισολόγγι,
δαρμός, κλαημὸς καὶ μοιρολόϊ σὲ λένε.
Πῶς κλαῖτε, μάννες, γιὰ παιδιά, γιὰ μάννες
παιδιὰ πῶς κλαῖνε!

— Δὲν κλαῖμε ἐμεῖς τὸ σκοτωμό, ἐμεῖς κλαῖμε
τὸ σκλαβωμό. Ἄ! τὸ βράδι τοῦ Λαζάρου...
Πατρίδα, ποιὸς θ' ἀδράξῃ ἀπὸ τὰ νύχια
κ' ἐσὲ τοῦ Χάρου;

Χριστέ, γιὰ τοὺς πιστούς σου ξημερώνει
χαροποιὰ ἡ γιορτή σου ἡ βαγιοφόρα,
τρυπᾶν ἐμᾶς τὰ καρφιὰ τοῦ Σταυροῦ σου,
Χριστέ, ἀπὸ τώρα!

Τὰ καράβια μας πᾶνε, τὰ νησιά μας
πατημένα, καὶ ἡ πεῖνα ἡ Λάμια... ἀκόμα
μολεμένοι ἀπὸ σάρκα... Θεέ! Τρομάρα!
Βουβάσου, στόμα!...

Ἀνοίχτε κ' οἱ ἐκκλησιές, δακρύστε, εἰκόνες,
κατάσταυρα ὅλες μᾶς χτυπᾶν οἱ μπόρες...
Τοῦ κόσμου τ' ἀποπαίδια ἐμεῖς; Περνᾶνε
κ' οἱ μέρες κ' οἱ ὧρες...

Μὰ δὲν περνᾶμ' ἐμεῖς γυρτοὶ ραγιάδες!
Ἐμπρός! Ὀρθοί! Μὲ τὸ σπαθὶ στὸ χέρι!
Μπροστὰ οἱ γέροι, κατάμεσα οἱ γυναῖκες,
ἐλᾶτε, οἱ γέροι,

κ' οἱ λαβωμένοι κ' οἱ ἄρρωστοι κι ὅσοι ἥρωες
καὶ ζωὴ καὶ τάφο γῆ δὲ θέλετ' ἄλλη,
τὸ δαυλὶ σᾶς ἁγιάζει τοῦ Δεσπότη
καὶ τοῦ Καψάλη.

Τὰ γιοφύρια; Γκρεμός. Καὶ τὰ παιδάκια;
Πνιμός. Οἱ δρόμοι ἀπὸ παντοῦ πιασμένοι
τοῦ γλυτωμοῦ. Ἡ σφαγή... ὁ χαμός... ἡ φλόγα...
Ψυχὴ δὲ μένει.

— Μοῦσα τῶν Πανελλήνων, ἡ θυσία
μένει καὶ ἀπὸ τὴν τέφρα της τὸ Γένος
γιὰ νέα γραφτά, κ' Ἐσὺ γιὰ νέα τραγούδια.
Κ' ἡ ἀθανασία!

*

Γῆ, τοὺς ξάστερους πάντοτε οὐρανούς μου
κάθε λογῆς κόσμοι ἀστρικοὶ πλουμίζουν,
ἄστρα ποὺ πέφτουν καὶ ποὺ σβύνουν, ἄστρα
ποὺ τρεμοφέγγουν,

πλανῆτες, φωτοσύγνεφα, κομῆτες,
φῶτα χλωμὰ καὶ φῶτα θάμπωμα, ἥλιοι,
πές τα μαργαριτάρια καὶ χρυσάφια,
πές τα διαμάντια.

Μὰ Ἐσύ, ρουμπίνι ἀπ' τοὺς ἀχνοὺς δεμένο
μαρτυρικῶν καὶ ἡρωϊκῶν αἱμάτων!
Στὸν οὐρανὸ τῆς πλάσης καθὼς εἶναι
τοῦ πόλου τὸ ἄστρο,

τοῦ πόλου τὸ ἄστρο ἐσὺ στοὺς οὐρανούς μου,
τῆς Δόξας δόξα, ὦ Γῆ! Τὸ Μισολόγγι!
Κ' οἱ μὲ ὀνόματα μύρια γνωρισμένοι
κόσμοι μου ποὺ εἶναι

κ' οἱ ἀπὸ σπαθιοῦ καταχτητές, καὶ οἱ δάφνες
τῶν πολεμάρχων οἱ αἱματοθρεμμένες,
κ' οἱ Ἀλέξαντροι κ' οἱ Ἑφτάλοφες καὶ οἱ Νίκες
καὶ οἱ Σαλαμίνες,

καὶ μὲ τὶς ἱστορίες οἱ Πολιτεῖες
καὶ στόματα χρυσὰ καὶ οἱ Κυβερνῆτες
κ' οἱ Ἡράκλειτοι τοῦ Λόγου καὶ τῆς Τέχνης
παντοῦ κ' οἱ Αἰσχύλοι,

ἀνήμποροι ὅπως κι ἄν σταθοῦν μπροστά σου,
καὶ μὲ μιᾶς τρίχας ἥσκιο νὰ θολώσουν
τὴν ξεκομμένη ἀπ' τοῦ Κυρίου τὴν ὄψη
φεγγοβολιά σου.

Μισολόγγι! Χαρὰ τῆς ἱστορίας,
Γῆ ἐπαγγελμένη! Πᾶνε ἑκατὸ χρόνια,
κι ἄς πᾶνε. Ἡ θύμηση ἄχρονη μπροστά σου
θὰ γονατίζῃ.



Πηγή: Κ. Παλαμᾶ, Ἅπαντα, Τόμος Θ΄. Β΄ ΕΚΔΟΣΗ, ΓΚΟΒΟΣΤΗΣ
ΛΥΡΙΚΟΙ ΛΟΓΟΙ, ΔΕΙΛΟΙ ΚΑΙ ΣΚΛΗΡΟΙ ΣΤΙΧΟΙ
Φωτογραφία: ΞηρόμεροNews

Ἑλλήνων Φῶς

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *