Ἑάλω ἡ Πόλις - Ξημερώνοντας ἡ 29η Μαΐου

Κωσταντῖνος Παλαιολόγος - Χατζημιχαήλ Θεόφιλος

Κωσταντῖνος Παλαιολόγος - Χατζημιχαήλ Θεόφιλος

[...] «Ἦν δὲ νύξ». Εἶχε σκοτεινιάσει ὅταν μπῆκε ὁ αὐτοκράτωρ στὴ Μεγάλη Ἐκκλησία. Καὶ ξαφνικὰ γέμισε ἡ Ἁγία Σοφία πού, ἀπὸ τὶς 12 Δεκεμβρίου, ἦταν περιφρονημένη καὶ ἔρημη. Πεντέμισυ μῆνες - ἀπὸ τὴν ἡμέρα τῆς «ἑνωτικῆς» λειτουργίας - δὲν εἶχε βάλει τὸ πόδι του σχεδὸν κανένας στὸν πάνσεπτο ναό. Τώρα πια - «ὁ γὰρ καιρὸς ἐγγύς» - ξεκίνησε ἡ πόλη ὁλόκληρη νὰ πάει καὶ νὰ μπεῖ στὴν Ἁγία Σοφία. Μπροστὰ ὁ αὐτοκράτωρ Κωνσταντῖνος, καὶ πίσω του οἱ πάντες. Οἱ κακίες καὶ τὰ πάθη εἶχαν τὴ στιγμή ἐκείνη νικηθεῖ. Καὶ ὁ Χριστὸς πού, πεντέμισυ μῆνες, εἶχε μείνει ὁλομόναχος μέσ' στὸ ναό, τοὺς ὑποδέχθηκε ὅλους μὲ τὸ γλυκύτερο ὕφος καὶ μὲ τὴν παντοδύναμη καλωσύνη του. Τί νόημα εἶχε πιὰ τὸ σχίσμα ἢ ἡ ἕνωση; Καὶ τὄνα καὶ τ' ἄλλο ἦταν πολὺ ἐγκόσμια, παροδικὰ καὶ μάταια.

«Ὁ δὲ βασιλεὺς ἐν τῷ πανσέπτῳ ναῷ τῆς τοῦ θεοῦ λόγου σοφίας ἐλθὼν καὶ προσευξάμενος μετὰ κλαυθμοῦ τὰ ἄχραντα καὶ θεῖα μυστήρια μετάλαβεν».

Ἀφοῦ βγῆκε ἀπὸ τὴ Μεγάλη Ἐκκλησία κατευθύνθηκε στὰ Βασίλεια τῶν Βλαχερνῶν, στὸ σπίτι του. Αὐτὴ ἦταν ἡ δεύτερη πράξη ποὺ ἔκαμε. Καὶ «ἐλθὼν εἰς τὰ ἀνάκτορα ὀλίγον σταθεὶς καὶ ἐκ πάντων συγχώρησιν αἰτήσας, ἐν τῇδε τῇ ὥρᾳ τίς διηγήσεται τοὺς τότε κλαυθμοὺς καὶ θρήνους τοὺς ἐν τῷ παλατίῳ; Εἰ καὶ ἀπὸ ξύλου ἄνθρωπος ἤ ἐκ πέτρας ἦν, οὐκ ἐδύνατο μὴ θρηνῆσαι».

Ἡ τρίτη πράξη ποὺ σκέφθηκε ὅτι ἔπρεπε νὰ τελέσει, ἦταν νὰ ἐπιθεωρήσει τὰ τείχη. Πλάϊ του εἶχε τὸν πιστό του φίλο Γεώργιο Σφραντζῆ. «Καὶ ἀναβὰς ἐφ' ἵππου ἐξήλθομεν τῶν ἀνακτόρων περιερχόμενοι τὰ τείχη, ἵνα τοὺς φύλακας διεγείρωμεν πρὸς τὸ φυλάττειν ἀγρύπνως. Ἦσαν δὲ πάντες ἐπί τοῖς τείχεσι καὶ πύργοις τῇ νυκτί ἐκείνῃ· καὶ αἱ πύλαι πᾶσαι ἦσαν κεκλεισμέναι ἀσφαλέστατα, δι' ὧν οὐ δυνατὸν ἦν ἐξελθεῖν τινὰ ἢ εἰσελθεῖν. Ὡς δὲ ἤλθομεν ἐν τοῖς Καλιγαρίοις ὥρᾳ πρώτη τῆς ἀλεκτοροφωνίας, κατιόντες τῶν ἵππων, ἀνήλθομεν εἰς τὸν πύργον, καὶ ἠκούσαμεν συχνῶς ὁμιλεῖν καὶ θόρυβον μέγαν ποιεῖν ἔξωθεν ἐπιτήδειον, καὶ εἶπον ἡμῖν οἱ φύλακες ὅτι δι' ὅλης τῆς νυκτὸς οὕτως ποιοῦσιν· ἦσαν γὰρ σύρνοντες τὰ ὅσα τῶν ὀργάνων πρὸς τοιχομαχίας ἡτοίμασται, φέροντες αὐτὰ ἐγγὺς τοῦ ὀρύγματος».

Κάποιαν ὥρα σημειώθηκε μιὰ μεγάλη σιωπὴ στὸ στρατόπεδο τῶν Τούρκων. Ἡ σιωπὴ αὐτὴ ἦταν φοβερώτερη κι' ἀπὸ τοὺς θορύβους ποὺ ἄκουσε ὁ Κωνσταντῖνος ὅταν, ἐπιθεωρώντας τὸν τομέα τῆς πύλης τῆς Καλιγαρίας, ἀνέβηκε μὲ τὸν Σφραντζῆ σ' ἒναν ἀπὸ τοὺς πύργους. Ναί, ἡ σιωπὴ ἦταν πολὺ πιὸ φοβερή. Οἱ Τοῦρκοι ἀναπαύονταν. Ἐνῶ οἱ Ἕλληνες ἀγρυπνοῦσαν στὰ τείχη ἢ στὶς ἐκκλησίες, κρατοῦσαν τὴν ἀναπνοή τους ἢ μεταλάβαιναν, οἱ Τοῦρκοι εἶχαν παραδοθεῖ στὸν ὕπνο. [...]

[...] Ἐνῶ ὁ Μωάμεθ καὶ οἱ Τοῦρκοι εἶχαν ἀποκοιμηθεῖ, ὁ Κωνσταντῖνος Παλαιολόγος ἀγρυπνοῦσε. Ἀφοῦ ἐπιθεώρησε τὰ τείχη, ξαναγύρισε στὴν ἔπαλξή του, πλάϊ στὴν πύλη τοῦ Ἁγίου Ρωμανοῦ, καὶ περίμενε.

Ὁ Κωνσταντῖνος περίμενε... Σὲ δυὸ-τρεῖς ὧρες θὰ ξημέρωνε. Χωρὶς ἄλλο, θ' ἀναρωτήθηκε: Ποιά ἡμέρα νἄναι, τάχα, ἡ αὐριανή; Καὶ θ' ἀπάντησε στὸν ἑαυτό του, ἀφοῦ - γιὰ νὰ ἐξακριβώσει τὸ πρᾶγμα - θὰ βασάνισε κάμποση ὥρα τὴν κουρασμένη σκέψη του:

Ἡ ἡμέρα ποὺ ἔρχεται εἶναι ἡ Τρίτη... Ν α ί , ε ἶ ν α ι ἡ 2 9η Μ α ΐ ο υ.

Ποιές ἄλλες σκέψεις θἄκαμε τὴν ὥρα ἐκείνη ὁ Κωνσταντῖνος Παλαιολόγος;

Θυμᾶμαι κάτι ποὺ ἔλεγε συχνὰ ὁ Ἰωάννης Δοκειανός, καὶ ποὺ τὄγραψε, μάλιστα, καὶ σ' ἕνα προσφωνημάτιο ἀφιερωμένο στὸν Κωνσταντῖνο. Ὁ ἀφοσιωμένος φίλος τοῦ Κωνσταντίνου καὶ τοῦ Πλήθωνος ἔλεγε ὅτι, ἀπὸ το 1449, δηλαδὴ ἀπὸ τὴ στιγμὴ πού, μὲ τὸ θάνατο τοῦ ἀγαπημένου του ἀδελφοῦ Ἰωάννου, τάχθηκε ὁ Κωνσταντῖνος νὰ γίνει αὐτοκράτωρ, κυριεύθηκε ἀπὸ μιὰ βαρειὰ μελαγχολία. Καὶ ἀπευθύνοντας τὸ λόγο στὸν ἴδιο τὸν Κωνσταντῖνο, ἔγραψε ὁ Δοκειανός: «Τοιαῦθ' ἄπαντες ἐπιζητοῦμεν καὶ τὰ βελτίω σοι συνευχόμεθα, κράτιστε, τῇ σῇ εὐμενείᾳ τεθαρρήκοτες, ἵνα τὴν ἀχλὺν τῆς ψυχῆς καὶ νεφώδη σκοτόμαιναν διασκεδάσῃς σοφῶς ταῖς φαιδρότηταις ἀκτίσί σου καὶ τοῖς δεομένοις ἡμῖν ἐπαφήσῃς αὐτὰς ἀναλάμψειν ὡς πρότερον...». Περίμενε, τάχα, ὁ Κωνσταντῖνος ἀπὸ τὸτε, δηλαδὴ ἀπὸ τὸ 1449, νὰ ξημερώσει ἡ εἰκοστὴ ἐνάτη Μαΐου; Ἤξερε, τάχα, ἀπὸ τότε ὅτι θ' ἀγρυπνοῦσε τὴ νύχτα ἐκείνη, πλάϊ στὴν πύλη τοῦ Ἁγίου Ρωμανοῦ, περιμένοντας νὰ ρθεῖ ἡ τελευταία ἡμέρα τῆς αὐτοκρατορίας καὶ τῆς ζωῆς του;

Ποίος ξέρει! Ἴσως νὰ γνώριζε κι' ὁ Κωνσταντῖνος ὅσα γνώριζε καὶ ὁ Γεννάδιος. Ὁ αὐτοκράτωρ, ὅμως, δὲ μποροῦσε νὰ κλειστεῖ σὲ μοναστήρι καὶ νὰ παραιτηθεῖ ἀπὸ τὴν ὕστατη προσπάθεια, ὅσο κι' ἄν ἤξερε ἴσως ὅτι ἦταν μάταιη. Ὁ Κωνσταντῖνος δὲ μποροῦσε νὰ γίνει ὁ πρῶτος ἀρχηγὸς τοῦ ὑπόδουλου Γένους. Ἀποστολὴ δική του ἦταν νὰ γίνει ὁ τελευταῖος τοῦ ἐλεύθερου Γένους. Ὁ τ ε λ ε υ τ α ῖ ο ς δὲν ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ ἐπιζεῖ. Ἡ μόνη του ἐκλογὴ εἶναι ὁ θάνατος. Καὶ ποιός θάνατος; Ὄχι ὁ ὁποιοσδήποτε θάνατος. Εἶμαι βέβαιος ὅτι ὁ Κωνσταντῖνος θὰ τὸ σκέφθηκε αὐτὸ πολλὲς φορὲς, προπάντων τὴ νύχτα ἐκείνη. Θὰ σκέφθηκε ὅτι δὲν ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ πεθάνει ὅπως-ὅπως· ὅτι δὲν ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ γλυστρήσει καὶ νὰ πέσει, νὰ χάσει τὴ ζωή του σ' ἕνα ἀτύχημα· θὰ σκέφθηκε ὅτι, ἄν ἄλλοι πεθαίνουν ἀπὸ ἀρρώστια, ὁ ἴδιος δὲν ἒχει τὸ δικαίωμα ν' ἀρρωστήσει καὶ νὰ κλείσει τὰ μάτια του σ' ἕνα κρεββάτι. Εἶμαι βέβαιος ὅτι ὁ Κωνσταντῖνος θὰ τὰ σκέφθηκε ὅλ' αὐτά, καὶ ὅτι εἰδικότερα τὴ νύχτα ἐκείνη - ὄρθιος καὶ ἄγρυπνος πλάϊ στὴν πύλη τοῦ Ἁγίου Ρωμανοῦ - θὰ διάλεξε μόνος του τὸ θάνατο ποὺ τοῦ ἄξιζε. Ἐπιστρέφοντας, μάλιστα, ἀπὸ τὴν ἐπιθεώρηση τῶν τειχῶν, ἔδιωξε ἀπὸ κοντά του (εἴτε ἀμέσως, εἴτε λίγο ἀργότερα) καὶ τὸν Γεώργιο Σφραντζῆ - τὸν ἔστειλε νὰ ἐκτελέσει μιὰ κάποια δῆθεν ἐπείγουσα ἀποστολὴ - γιὰ νἄναι ἐλεύθερος κι' ἀπὸ τὴ στοργικὴ καὶ τρυφερὴ ματιὰ τοῦ πιὸ πιστοῦ κι' ἀγαπημένου φίλου του. Δὲν ἔπρεπε, τὴν ὥρα ἐκείνη, νὰ τὸν κάμψει ἡ ἀγάπη κανενός.

«Σὲ μιὰμισυ ὥρα θ' ἀρχίσει νὰ ξημερώνει», θὰ εἶπε κάποια στιγμὴ μέσα του ὁ Κωνσταντίνος Παλαιολόγος. Ὡς τὴ στιγμὴ ἐκείνη περίμενε. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ἐκείνη, δὲν εἶχε πιὰ καιρὸ μπροστά του γιὰ νὰ περιμένει.

Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ
Παναγιώτη Κανελλοπούλου
ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ ΣΤΟ ΧΙΛΙΑ ΤΕΤΡΑΚΟΣΙΑ ΔΥΟ



Ἀντιγραφή: Ἑλλήνων Φῶς

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *