Ε Λ Λ Α Δ Α

Ἑλλάδα

Μὲς σ' αὐτὴν τὴ μεγάλη ἔνταση ποὺ ἔλαβε τριγύρω μας ὁ ἀέρας, στὸ ρυθμὸ τῆς ἐπιστράτευσης, τῆς μάχης ποὺ γίνεται στὴν Ἤπειρο καὶ τῶν συναγερμῶν ποὺ γίνονται στὴν Ἀθήνα, μὲς στὸν ἴσκιο τοῦ κινδύνου ποὺ κρέμεται ἀπὸ πάνω μας ἀκατάπαυστα, προσπαθοῦμε νὰ συγκεντρώσουμε τὸ πνεῦμα μας στὴ μοιραία στιγμὴ ποὺ περνοῦμε.

Σκύβουμε πρὸς τὴ συνείδησή μας, πρὸς τὶς ρίζες τῆς φυλῆς μας. Μέσα μας σηκώνεται μιὰ μακρινὴ βοὴ πλήθους, ἕνα ποδοβολητό, ἕνα γνώριμο τραγοῦδι, εὐγενικὸ καὶ λυπητερό, ἕνας κόσμος ἀπὸ αἰσθήματα, ἀναμνήσεις, πάθη, σπαραγμούς, βαρὺς καὶ μεγάλος. Μέσα μας κουνιέται ἕνας λαός.

Εἶναι ὁ λαὸς μὲ τὶς φουστανέλλες καὶ μὲ τὰ μακριὰ μαλλιὰ, ὁ μπαρουτοκαπνισμένος, ὁ ἁπλὸς κι' εὐλαβικὸς λαός, ποὺ τρταγουδοῦσε τραγούδια ἐλευθερίας στὰ βουνὰ τοῦ Μωριᾶ καὶ τῆς Ρούμελης κι' ὕστερα γονάτιζε καὶ μεταλάβαινε, προτοῦ ἀντικρύσει τὸ θάνατο μὲ τὰ ἄρματα στὸ χέρι.

Εἶναι οἱ Νησιῶτες μὲ τὶς μακριὲς βράκες, ποὺ μελετοῦσαν τὸν ὁρίζοντα τῆς Μεσογείου καὶ ὁραματιζόντανε τὴ Μεγάλη Ἰδέα, ἀκουμπισμένοι στὴν κουπαστὴ τῆς ἐλαφριᾶς κορβέτας τους, ἀνάμεσα στὰ κανόνια καὶ στὰ φορτία τῆς εἰρήνης.

Εἶναι οἱ Φιλικοὶ μὲ τὰ ἐμπορικὰ βιβλία τους καὶ μὲ τὴ Διακήρυξη τῶν Δικαιωμάτων τοῦ Ἀνθρώπου, ὁ Ρήγας Φεραῖος μὲ τὴ μεγάλη, φλογισμένη καρδιά του, ὁ γέρο Κοραῆς μὲ τὴν ξεθωριασμένη ρεντιγκότα του καὶ τὰ συγγράμματα τῶν Ἀρχαίων καὶ τὰ καλαμάρια του καὶ τὰ χαρτιά του καὶ μὲ τὸ φωτεινό του μέτωπο ὅπου σχεδιαζόντανε τὰ μελλούμενα τοῦ γένους, κι' ὁ Διονύσιος Σολωμός, μοναχικὸς περιπατητὴς στὶς ἀχτὲς τοῦ Ἰονίου, περήφανος, ὀνειροπαρμένος, μὲ τὰ μαλλιὰ στὸν ἄνεμο, μὲ τὸ βλέμμα χαμένο στὸ ἄπειρο τῶν γαλανῶν οὐρανῶν.

Εἶναι οἱ ἄνθρωποί μας, οἱ πάπποι μας, οἱ θεῖοι μας, τὰ ἀδέλφια μας, οἱ φαντάροι τοῦ Κιλκίς καὶ τοῦ Σκρᾶ, ντυμένοι χακὶ σὰν τοὺς σημερινούς, οἱ ναῦτες τῶν χτεσινῶν πολέμων μὲ τὸ ξυπνὸ πρόσωπο καὶ μὲ τὴν κοροϊδία στὰ χείλια, οἱ Κρητικοὶ ἀγωνιστὲς μὲ τὶς βράκες καὶ μὲ τὰ στιβάλια, οἱ Μακεδονομάχοι μὲ τὰ χωριάτικα ντυσίματα καὶ μὲ τὰ τσαρούχια, οἱ δεσποτάδες, οἱ ἀρχιμαντρίτες κι' οἱ δημοδιδάσκαλοι, ποὺ κρατούσανε ξυπνὴ τὴν ψυχὴ τοῦ ἔθνους στοὺς σκοτεινοὺς κάμπους τῆς Βαλκανικῆς καὶ ποὺ τοὺς μαζεύαμε τὸ πρωΐ, στὰ ἁλώνια, σφαγμένους καὶ ἀκρωτηριασμένους.

Εἶναι οἱ γενεὲς τῶν κοριτσιῶν μὲ τὰ κατεβασμένα βλέφαρα, ποὺ ἔκλαιαν, πίσω ἀπὸ τὰ κλειστὰ παντζούρια, τὰ πικρὰ δάκρια τῆς δουλείας. Εἶναι οἱ ἐλεύθεροι κλέφτες, οἱ πειρατὲς τῆς Μάνης, οἱ μαυρειδεροὶ Ἀκρίτες τῆς Μικρασίας. Εἶναι οἱ ταπεινοὶ ραγιάδες μὲ τὴν ἀκοίμητη πίστη, οἱ λαϊκοὶ τραγουδιστάδες κι' οἱ λυράρηδες ποὺ γυρνούσανε τὰ χωριὰ ἱστορώντας τὰ πάθη τοῦ Ἐρωτόκριτου καὶ τῆς Ἀρετούσας, οἱ σοφολογιότατοι μὲ τὶς συγκινητικὲς ἑλληνικοῦρες τους, οἱ καλόγεροι μὲ τὰ τουφέκια καὶ μὲ τὰ μοναστήρια ποὺ εἴτανε πυριτιδαποθῆκες. Κι' ὁ Γέρος τοῦ Μωριᾶ ἀπάνω στὸ ἄλογο, μὲ τὴν περικεφαλαία του καὶ μὲ τὰ γιαταγάνια του καὶ μὲ τὴ φοβερὴ φωνὴ του ὅριζε τὶς νίκες καὶ τὶς σφαγές.

Εἶναι ὁ λαὸς τῶν βοσκῶν, τῶν γεωργῶν, τῶν δασκάλων, τῶν ἐμπόρων καὶ τῶν καραβοκυραίων, ὁ λαὸς τῶν προσκυνητῶν καὶ τῶν πανηγυριστῶν στὶς ἄσπρες ἐξοχικὲς ἐκκλησιὲς μὲς στὰ κυπαρίσσια καὶ τοὺς ἐλαιῶνες. Εἶναι ὁ λαὸς ποὺ χόρευε τὸ συρτό, τὴν τράτα καὶ τὸν πεντοζάλη, ὁ ἴδιος ὁ λαὸς ποὺ γυρνοῦσε περιπαθής, μὲ τὶς εἰκόνες, στὰ Τείχη τῆς Πόλης κι' ἔψελνε «Τῇ Ὑπερμάχῳ.»

Εἶναι ἡ Ἑλλάδα, εἶναι τὸ αἷμα μας, τὸ σῶμα μας, καὶ τὸ πνεῦμα μας, τὸ σπιτικό μας, οἱ ἀγάπες μας, οἱ τάφοι τῶν πατέρων μας, ἡ ὄμορφη πατρίδα.

Εἶναι ἡ Ἑλλάδα ποὺ κάνει πόλεμο γιὰ τὴν ἐλευθερία της καὶ γιὰ τὴν τιμή της.

Ἡ Ἑλλάδα κουνιέται στὴν ψυχή μας, μᾶς πονεῖ καὶ μᾶς καίει.

Αὐτὴ τὴ στιγμή, τὴ μεγάλη, τὴν ἱστορικὴ στιγμὴ ποὺ μᾶς ἔλαχε νὰ ζήσουμε, δὲν ὑπάρχει πιὰ στὴ συνείδησή μας καμιὰ ἄλλη ἀξία, κανένας σκοπός, καμιὰ φροντίδα ἔξω ἀπὸ τὸν πόλεμο ποὺ κάνει ἡ Ἑλλάδα. Δὲν ὑπάρχουν πιὰ θεωρίες, συστήματα καὶ μεταφυσικὲς πραγματικότητες. Δὲν ὑπάρχει τὸ ἀτομικό μας ἔργο. Δὲν ὑπάρχει ἡ ἀτομική μας ζωή. Ἡ Ἑλλάδα ξεχειλᾶ ἀπὸ τὰ βάθη τοῦ εἶναι μας καὶ τὰ σκεπάζει ὅλα. Δὲν αἰσθανόμαστε πιὰ καὶ δὲν καταλαβαίνουμε ἄλλο τίποτα παρὰ μονάχα τὸ ἔνστιχτο τῆς φυλῆς, τὸ ἁπλό, τὸ πρωτόγονο, τὸ ζωικὸ ἔνστιχτο τῆς ἐθνικῆς ἐλευθερίας.

Κάποιος θέλησε νὰ πνίξει τὴν Ἑλλάδα. Νιώσαμε τὰ κρύα δάχτυλα γύρω στὸ λαιμό μας. Ἀνατριχιάσαμε. Ὕστερα μονομιᾶς ξύπνησε ἡ φύση μας. Σφίξαμε τὰ δόντια καὶ κάνουμε πόλεμο.

Ὁ ἐχθρὸς δὲ μᾶς ἤξερε. Ποτὲ δὲ φαντάστηκε τὴν κρυμμένη δύναμη τοῦ μικροῦ ὁμίλου τῶν ἀνθρώπων ποὺ ζούσανε πλάϊ του στοὺς βράχους τοῦ Αἰγαίου, ποτὲ δὲν ἐνδιαφέρθηκε νὰ μᾶς γνωρίσει καὶ νὰ μᾶς καταλάβει. Νόμισε πὼς εἶχε νὰ κάμει μ' ἕνα κρατίδιο χωρὶς τιμή, χωρὶς παράδοση καὶ χωρὶς νοῦ, ἕτοιμο νὰ διαλυθεῖ καὶ νὰ πουληθεῖ μὲ τὴν πρώτη φοβέρα. Ὁ ἐχθρὸς σκέφτηκε μονάχα πὼς εἴτανε δέκα φορὲς ἰσχυρότερος ἀπὸ μᾶς. Δὲν ἤξερε τὸ εἰκοσιένα καὶ τὰ ἑκατὸν πενῆντα χρόνια τῶν ἀπελευθερωτικῶν μας ἀγώνων, δὲν ἤξερε τὸ πνεῦμα μας καὶ τὴν ἠθική μας ζωή, δὲν ἤξερε τὸ Σολωμό, τὸν Κάλβο, τὸν Κοραῆ, τὸν Ψυχάρη, τοὺς πυρπολητές, τοὺς εὐζώνους. Τώρα ἀρχίζει καὶ μᾶς μαθαίνει.

Θὰ κάμουμε τὸν πόλεμο ὥς τὸ τέλος, ὥς τὶς ἔσχατε συνέπειές του. Τὸ πήραμε ἀπόφαση ὅλοι μαζί, ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμή, μὲ μιὰ σκέψη, μ' ἕνα ἔνστιχτο, οἱ βουνίσιοι κι' οἱ καμπίσιοι κι' οἱ κάτοικοι τῶν πόλεων κι' οἱ θαλασσινοί, οἱ παλαιοί κι' οἱ νέοι, οἱ συντηρητικοί κι' οἱ ριζοσπαστικοί, οἱ ποιητὲς κι' οἱ ἐργάτες κι' οἱ μεταπράτες. Δὲ θὰ ζητήσουμε ἀνακωχὴ γιὰ νὰ σώσουμε τὰ σπίτια καὶ τὰ ἐργοστάσια, οὔτε κὰν γιὰ νὰ σώσουμε τὸ κεφάλι μας ποὺ κινδυνεύει. Δὲ θὰ νοσταλγήσουμε τὶς μικρὲς ἀπολαύσεις τῆς ἀτομικῆς εὐτυχίας ποὺ συνέβηκε τυχὸν νὰ γνωρίσουμε μὲς στήν ἀσφάλεια καὶ τὴν εἰρήνη. Δὲ θὰ ποῦμε ἐμεῖς: ὁτιδήποτε ἐξὸν ἀπὸ τὸν πόλεμο. Θὰ ποῦμε καὶ λέμε ἤδη: ὁτιδήποτε ἐξὸν ἀπὸ τὴ δουλεία καὶ τὴν ἀτιμία.

Ἡ Ἑλλάδα μιλᾶ μέσα μας τὴ γλῶσσα τῶν μεγάλων ἡμερῶν, τῶν μεγάλων ἀγώνων καὶ τῶν μεγάλων θυσιῶν. Ἄς κλείσουμε στὴν καρδιά μας ὅ,τι ἔχουμε πολυτιμότερο στὸν κόσμο: τὴν εἰκόνα τοῦ τόπου μας, τὴν ἀγάπη τοῦ λαοῦ μας, τὸ πνεῦμα τῶν προγόνων μας, τὴν ἱστορία μας, τὰ μεγάλα ἔργα τῆς Ἑλλάδας. Ἄς ὁπλιστοῦμε μὲ πάθος, μὲ θέληση καὶ μὲ αὐτοθυσία. Ἄς εἴμαστε ἕτοιμοι γιὰ ὅλα. Ἀπὸ τὸ πρωῒ τῶν 28 τοῦ Ὀχτώβρη 1940 καὶ ὥς τὴ μέρα ποὺ θὰ λείψει ὁλότελα καὶ ὁριστικὰ ὁ ἐφιάλτης καὶ ὁποιεσδήποτε περιστάσεις κι' ἂν πρόκειται νὰ ἀντιμετωπίσουμε στὸ μεταξύ, μᾶς συνδέει ὅλους ξανὰ ὁ μυστικὸς ὅρκος τῆς Φιλικῆς Ἑταιρίας.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΘΕΟΤΟΚΑΣ



Πηγή: «Νέα Εστία», τχ. 1280, 1980

Ἑλλήνων Φῶς

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *